Τα μεγάλα έργα δεν δίνουν απαντήσεις – θέτουν μεγάλα ερωτήματα. Κανείς δεν θα βρει απαντήσεις στον Όμηρο, στους Αθηναίους τραγικούς, στον Δάντη, στον Σαίξπηρ. Αν τους πλησιάσει σαν να είναι κρυπτογραφημένες απαντήσεις δεν πρόκειται να κερδίσει τίποτα. Ακόμα κι αν πάρει κάτι σαν απάντηση, δεν θα ξέρει σε ποιαν ερώτηση αντιστοιχεί. Τότε θα πρέπει να κατασκευάσει την ερώτηση, με υλικά που θα βρει στο περιβόητο ιστορικό πλαίσιο του έργου, στο υποτιθέμενο πρωτόκολλο που ακολούθησε ο δημιουργός, στην ψυχική σκευή των ηρώων και πάει λέγοντας.
Συμβαίνει κάτι παράδοξο για την λογική της ταυτότητας, από την οποία δεν μπορούμε –και ίσως δεν θα προλάβουμε ποτέ– ν’ απαλλαγούμε: Δεν έχουμε άλλο εργαλείο, για ν’ «ανασκάψουμε» το μεγάλο έργο, από το ίδιο το έργο. Όταν αδράχνουμε το εργαλείο, ο μόνος τόπος ανασκαφής είναι η ζωή ετούτη εδώ, όπως την ζούμε τώρα. Αν παρατήσουμε το εργαλείο του έργου, για να το κάνουμε τόπο της «ανασκαφής», κρατάμε σαν εργαλείο –χωρίς να το καταλάβουμε, παρά μόνο πολύ αργά– την ζωή ετούτη εδώ, όπως την ζούμε τώρα.
Με τον Οιδίποδα διαδραματίστηκε αυτό το «ερμηνευτικό» δράμα πολλές φορές κι από πολύ νωρίς. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποίησε το έργο, για να φέρει στο φως τα μορφολογικά βάθρα του τραγικού, αλλά δεν κατόρθωσε να μην παραμορφώσει –παραλίγο ανεπανόρθωτα– το εργαλείο του, αφού μερικοί αιώνες αριστοτελισμού θα καταπιάνονταν με την νομιμοποίηση μιας αντιστροφής: ο Οιδίπους έπρεπε να είναι στο εξής ένα από τα βάθρα του τραγικού, που έφερε στο φως ο Αριστοτέλης και όχι το εργαλείο που έφθειρε, προσπαθώντας ουσιαστικά να διαμορφώσει την λογική του﮲ η τραγωδία μιας τραγωδίας, που μιμήθηκε το έργο στην ριζική του αλήθεια. Αυτό που καταβαράθρωσε τον Οιδίποδα του έργου καταβαράθρωσε τους ερμηνευτές του στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα. Σκέπτομαι και πράττω, χωρίς να ξέρω τι σημαίνει να σκέπτομαι και να πράττω. Η μοίρα του Οιδίποδα θα γίνει μοίρα του έργου, προκειμένου να κατακτήσει ο ερμηνευτής το αξίωμα του Απόλλωνα. Μάταια. Η ερμηνεία να τελεστεί άπειρες φορές σαν πατροκτονία και μητρογαμία. Ο πρότυπος φιλόλογος (a.k.a θεολόγος) θ’ αγκαλιάσει στο κρεβάτι του Σοφοκλή την παντοδυναμία του χριστιανικού θεού, για να γεννήσει έναν αμαρτωλό Αδάμ﮲ ο Φρόιντ, την αναπόφευκτη Λιβιδώ, για να γεννήσει έναν πατροκτόνο Αδάμ﮲ ο Λεβί-Στρος την υπέρτατη Δομή, για να γεννήσει έναν γυμνήτη Αδάμ﮲ ο Φουκό τον λόγο της εξουσίας, για να γεννήσει έναν πολιτικό Αδάμ. Οιδίποδας-Αδάμ θα πληρώσει το προπατορικό αμάρτημα, θα πέσει θύμα της απωθημένης επιθυμίας για πατροκτονία και μητρογαμία, θα εκτίσει την ποινή του ονόματός του στο δίκαιο της δομής, θα εκμηδενιστεί στο σωφρονιστικό ίδρυμα του Λόγου. Αλλά καθεμιά από αυτές τις ερμηνείες, οι οποίες μοιράζονται με το αντικείμενό τους την ίδια μοίρα, θα αποκαλύψουν μια πλευρά αυτής της μοίρας. Και φυσικά, οι μαθητές των σπουδαίων ερμηνευτών θα σπαταλήσουν την συνήθως ελάχιστη πνευματική τους δύναμη σ’ έναν αγώνα δικαίωσης του δασκάλου τους ως «μοναδικού» κατέχοντος την αλήθεια του Οιδίποδα και του Οιδίποδα. Κάτι που δεν διεκδίκησαν ποτέ οι δάσκαλοι.
Προφανώς δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί την θρησκευτική όψη του έργου. Ο Οιδίποδας θα πρέπει να ρυθμίσει την σχέση του με τους θεούς, ν’ αντιπαλέψει την μοίρα του, όχι γιατί αυτοί την όρισαν, αλλά γιατί την γνωρίζουν και η γνώση της για το θείο ισοδυναμεί με περιφρούρηση της αλήθειας της. Οι προσπάθειες του τυράννου της Θήβας να ξεφύγει είναι μάταιες. Αλλά η ματαιότητα δεν είναι ποτέ ακριβώς ματαιότητα. Προφανώς δεν μπορεί κανείς ν’ αρνηθεί την απώθηση ως παράγοντα της προσωπικότητας του ήρωα. Το επισημαίνει συνεχώς ο καταιγισμός αμφιλογίας στο έργο. Αλλά η αμφιλογία δεν είναι ποτέ αμφι-λογία, είναι πολυσημία: ένα παράθυρο στο χάος. όσο καλοφτιαγμένο και να είναι το πλαίσιο του παραθύρου, το χάος παραμένει χάος. Προφανώς δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί την ύπαρξη ενός δομικού σχήματος, το οποίο συνδέει τον Οιδίποδα με το παρελθόν του. Αλλά η δομή δεν έχει χρόνο, είμαι μια στιγμή. Και μια στιγμή σχεδόν πάντα δεν μπορεί να πει τίποτα παραπάνω από την στιγμή της. Και προφανώς δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως ο Οιδίποδας είναι εγκλωβισμένος στην αλήθεια της αλήθειας του: στην πολιτική αλήθεια της προσωπικής του αλήθειας.
Το ζήτημα είναι πως αν το ίδιος ο Οιδίποδας δεν μπορεί να βρει ένα κέντρο από το οποίο θα ξεκινώντας θα μπορέσει να απαρτιώσει την ύπαρξή του, ο θεατής το απαιτεί από το έργο. Ναι, το έργο μπορεί να είναι ένα παράθυρο στο χάος, αλλά θα πρόδιδε τον Σοφοκλή αν περιοριζόταν στον ρεμβασμό αυτού του χάους. Σίγουρα οφείλει να έχει συναίσθηση της πολυσημίας του χάους, αλλά κανείς ποτέ δεν θα δινόταν στην θέαση οποιουδήποτε έργου –από την μυητική τελετή μέχρι το μικρότερο λυρικό ποίημα– χωρίς να απαιτήσει κάποιου είδους σημασία, σταθερή στην μοναδικότητά της.
Κι έτσι, θα τίθεται πάντα το ερώτημα: Γιατί, πόθεν και προς τι η μοίρα του Οιδίποδα; Σαν να λέμε, ο Οιδίπους θα τίθεται μοιραία πάντα σαν νομική διαδικασία. Έφταιξε σε τι; Και είναι δίκαιη η τιμωρία του; Καλά, λοιπόν﮲ αν πρόκειται να ικανοποιήσουμε την χριστιανική ανάγνωση του Αριστοτέλη, ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε. Αλλά ακούγοντας πρώτα το κείμενο. Ο Απόλλων δεν είπε στον Οιδίποδα πως αποφάσισε να τον τιμωρήσει επιβάλλοντάς του να σκοτώσει τον πατέρα του και να παντρευτεί την μητέρα του, αλλά πως γνωρίζει ό,τι θα το κάνει. Και μάλιστα του το είπε μ’ έναν τρόπο, ο οποίος θα μπορούσε να τον προφυλάξει ίσως από αυτήν την μοίρα, διότι όπως είπε ο Ηράκλειτος: ο βασιλιάς που είναι στους Δελφούς ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει. Τι πάει να πει αυτό; Σχεδόν καταλαβαίνουμε το νόημα της «σκοτεινής» φράσης του Ηράκλειτου· αν και με τον τρόπο του Σωκράτη, που όταν ο Ευριπίδης του έδωσε να διαβάσει κάποιο σύγγραμμα του Εφέσιου φιλοσόφου και ύστερα τον ρώτησε την γνώμη του, ο Αθηναίος φιλόσοφος απάντησε πως όσα κατάλαβε –αλλά και όσα δεν κατάλαβε– ήταν καταπληκτικά. Αν ο Σωκράτης δεν ειρωνευόταν –πράγμα διόλου απίθανο– εφάρμοσε κατά γράμμα την ηρακλείτεια αρχή του σημαίνω. Τα κείμενα που διάβασε ούτε του έλεγαν, ούτε του έκρυβαν κάτι, αλλά σήμαιναν καταπληκτικά πράγματα – είτε μπορούσε να τα καταλάβει ή όχι. Σχεδόν καταλαβαίνουμε· αλλά δύσκολα μπορούμε να πούμε τι ακριβώς. «Λέγω» και «κρύπτω» και «σημαίνω» είναι λέξεις που ανήκουν στην ίδια σημασιολογική επικράτεια και αναπτύσσουν –τουλάχιστον στην εν λόγω φράση– ορισμένες λογικές σχέσεις. Όταν λες, σημαίνεις. Για να κρύψεις νοήματα, πρέπει να μιλήσεις. Προφανώς αυτές οι τρεις λέξεις αντιστοιχούν σε διαφορετικές ενέργειες. Εδώ «λέγω» πάει να πει: διατυπώνω μια καλά ορισμένη και ανακοινώσιμη αλήθεια. «Κρύπτω» πάει να πει: διατυπώνω μια καλά ορισμένη και ανακοινώσιμη αλήθεια, έχοντας δώσει την θέση της σε μιαν άλλη καλά ορισμένη και ανακοινώσιμη αλήθεια. Πρόκειται για την ρητορική, τον συνηθέστερο τρόπο να μεταθέτεις την ευθύνη των λόγων σου στον αποδέκτη τους. Τέλος, «σημαίνω» πάει να πει: θέτω, δημιουργώ, σημασίες, εκχωρώντας το δικαίωμα στον αποδέκτη τους να τις οικειοποιηθεί στην βάση των δικών του συναισθημάτων, παραστάσεων και προσδοκιών.
Ο Οιδίπους ρώτησε τον Απόλλωνα αν το βασιλικό ζευγάρι της Κορίνθου είναι γονείς του κι εκείνος του απάντησε: Θα σκοτώσεις τον πατέρα σου και θα παντρευτείς την μητέρα σου. Άλλο τον ρώτησε, θα πει ο Οιδίποδας, και άλλο του απάντησε. Γιατί; Πώς ήξερε ότι αυτή η απάντηση αντιστοιχούσε σε άλλο ερώτημα; Πώς ήξερε ότι ο θεός δεν του «σήμανε»: Αυτός που θα σκοτώσεις θα είναι ο πατέρας σου κι αυτή που θα παντρευτείς θα είναι η μητέρα σου; Ένα ον με παντοδύναμη λογική, όπως ο Οιδίποδας, αυτός που έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας, πώς δεν υποψιάστηκε μια σημαίνουσα σχέση ανάμεσα στην ερώτησή του και την φαινομενικά «άσχετη» απάντηση του θεού; Της Σφίγγας το ερώτημα ούτε έλεγε ούτε έκρυπτε, αλλά σήμαινε: Τί ἐστιν ὅ μίαν ἔχον φωνὴν τετράπουν καὶ δίπουν καὶ τρίπουν γίνεται; Έτσι το έλυσε ο Οιδίποδας. Δεν μου λέει ούτε μου κρύβει. Η απάντηση βρίσκεται εκεί, μέσα στην ερώτηση. Δεν έχω παρά να φανταστώ εκείνο το ζωντανό ον, το οποίο αποκλείεται να έχει κάποια στιγμή τρία πόδια και αποκλείεται να στέκεται κάποια στιγμή στα δύο του πόδια. Πρακτική λογική. Πού ήταν αυτή η πρακτική λογική, όταν έπαιρνε την απάντηση του θεού; Πώς δεν κατάλαβε αυτό που του είπε; Και του είπε: Πήγαινε κι ο πρώτος που θα σκοτώσεις θα είναι ο πατέρας σου, του οποίου την γυναίκα θα παντρευτείς. Ας μην υπερβάλλουμε ως προς την πρακτικότητα της οιδιπόδειας λογικής. Ελάχιστα πρακτική ήταν. Απλά παραήταν σίγουρη για τον εαυτό της, μέσα στο κεφάλι του Οιδίποδα, ώστε να χάσει εκείνη την αίσθηση ρεαλισμού, που απαιτεί φαντασία. Διότι ο Οιδίποδας κάθε άλλο παρά απάντησε σωστά στο ερώτημα της Σφίγγας. Το τέρας αυτοκτόνησε, απελευθερώνοντας την Θήβα, αλλά προωθώντας την μοίρα του Οιδίποδα. Η απάντηση δεν ήταν: ο Άνθρωπος, αλλά Εγώ. Διότι στην πραγματικότητα ο άνθρωπος δεν έχει μία φωνή, όπως κάθε ζωντανό ον άλλωστε: λέγει, κρύπτει, σημαίνει. Δεν είναι όπως; ο Θεός, ο οποίος σημαίνει επειδή γνωρίζει και γνωρίζει με βεβαιότητα, αφού στέκεται έξω από το στην ακολουθία παρελθόντος-παρόντος-μέλλοντος. Ο άνθρωπος κάθε στιγμή κουβαλάει το παρελθόν του και φαντάζεται το μέλλον του. Ο άνθρωπος διαθέτει παραστάσεις, συναισθήματα, προσδοκίες. Πόθεν η μία φωνή, λοιπόν; Εξάλλου, όλοι οι άνθρωποι δεν γίνονται τρίποδες κάποτε. Μερικοί, όπως ο Λάιος –και οπωσδήποτε όχι ο τυφλός Οιδίποδας– τελειώνουν δίποδες. Η Σφίγγα κάλεσε τον Οιδίποδα να ανακαλύψει τον εαυτό του, αλλά εκείνος ανακάλυψε τον άνθρωπο, το είδος του. Καν το γένος του. Πόσο μάλλον το άτομο που ήταν.
Ο Οιδίποδας ήταν αλλαζών, κατατρυχόταν από το είδος της αλαζονείας, που επιφέρει η αίσθηση της μίας μοναδικής αλήθειας. Αυτή η αλαζονεία ήταν το «έγκλημά» του – απέναντι στον εαυτό του. Άλλωστε, την τιμωρία του την επέλεξε ο ίδιος, αφού συνειδητοποίησε αυτό που πραγματικά ήταν: Ένας πρωτόγονος, άγριος Πολύφημος και μαζί ο Οδυσσέας που τον τύφλωσε. Σαν να λέμε: ένας άγριος κανένας. Έθεσε τα πάντα υπό αμφισβήτηση και νόμισε πως είχε την δύναμη να βεβαιώσει την αλήθεια ή το ψεύδος τους. Δυστυχώς, αυτή η απαντητική διαδικασία ήταν εξαρχής εγκιβωτισμένη στην πολιτική. Δεν επρόκειτο να αναρωτηθεί ποιος είναι, αν κάποιος –έστω μέθυσος– δεν είχε αμφισβητήσει την πριγκιπική του ιδιότητα. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί –πέρα από τις αριστοτελικές ανάγκες της πλοκής– η απόφασή του να αποταθεί στον θεό, παρά την σαφή διαβεβαίωση των θετών γονιών του πως ήταν γόνος τους και άρα πρώτος των πολιτών; Η θεϊκή επιβεβαίωση θα είχε ισχύ, η οποία θα υπερέβαινε το πολιτικό πρωτόκολλο μιας ενδεχόμενης βίαιης διεκδίκησης του θρόνου. Ύστερα, όταν ήταν πια βασιλιάς των Θηβών, το πρόβλημα του της ταυτότητάς του δεν μπορούσε να τεθεί με τους όρους της ταυτότητάς του, αλλά με τους όρους της πολιτικής ισχύος του. Εκείνο που τον κάνει να φρίττει δεν είναι το ενδεχόμενο να έχει σκοτώσει τον πατέρα του και να έχει τεκνοποιήσει με την μητέρα του, αλλά το ενδεχόμενο να κατάγεται από ταπεινή γενιά, να μην είναι κατάλληλος για βασιλιάς. Πρέπει να χρησιμοποιήσει την μέθοδο της πολιτείας, την δικαστική έρευνα – αφού έκανε το λάθος να θέσει τον λόγο του θεού εκτός διαδικασίας, εμπλέκοντάς τον στην υποψίας μιας συνομωσίας. Ο Οιδίποδας ήταν πια ένα πολιτικό ον. Όφειλε να κυβερνήσει εαυτόν και άλλους. Η γνώση ήταν πια κατασκευή γνώσης, η τέχνη των τεχνών: η πολιτική. Λάθος τέχνη επέλεξε. Διότι όπως είπε ο τραγικότερος ίσως ήρωας της πολιτικής ιστορίας του ανθρώπου, ο Σεν-Ζιστ: Όλες οι τέχνες έχουν να επιδείξουν αριστουργήματα – η τέχνη της πολιτικής μόνο τερατουργήματα. Τερατουργήματα! Όχι, βέβαια, μόνο επειδή ο πολιτικός άνθρωπος τυφλώνεται από το πάθος του για εξουσία. Το πάθος αυτό είναι μια κοινωνική κατασκευή. Συχνά, ο πολιτικός παίζει τον ρόλο, που αποδέχθηκε με προθυμία, γίνεται ένα κέντρο διανομής εξουσίας. Αν ο Κρέων είναι ωμός στην ειλικρίνειά του, αν δηλώνει απερίφραστα πως προτιμάει να απολαμβάνει τα καλά ενός γερού μεριδίου εξουσίας, χωρίς υποχρεώσεις, τα υπόλοιπα πρόσωπα κρύβουν την πρόθεσή τους να διατηρήσουν τις μικροεξουσίες τους, να διατηρήσουν τον Οιδίποδα στην εξουσία, με κάθε μέσο. Είναι μίασμα. Όλοι –εκτός από το βασιλικό ζεύγος της Κορίνθου και τον στοργικό βοσκό τους– το γνωρίζουν. Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να πετάξει το ξεροκόμματο εξουσίας, που έχει, προκειμένου να επιβάλλει την κάθαρση, να σώσει την πόλη, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της ζωής του και της ζωής των άλλων. Ο Τειρεσίας γνωρίζει, αλλά έχει συμβιβαστεί με το μίασμα. Η Ιοκάστη το ίδιο. Ο βοσκός έχει ξεφύγει δυο φορές από την αλήθεια. Ο Χορός δεν ενδιαφέρεται καν για το περιεχόμενο της διακυβέρνησης της πόλης. Θέλει απλά έναν απόλυτο μονάρχη, για να του λύσει τα προβλήματα. Ο Οιδίποδας θα πληρώσει την ανοησία του να εμπιστευθεί την εικόνα του, την εικόνα που του ετοίμασαν οι άλλοι: θύτης και θύμα, είναι τερατούργημα της πόλης με την οποία αντικατέστησε τον εαυτό του. . .