Πέντε ποιήματα

Μετάφραση: Αλίκη Μανωλά
Αλέξις Ντίας-Πιμιέντα
Αλέξις Ντίας-Πιμιέντα

Εγκώμιο στην όσφρηση


Η μυρωδιά του καφέ το πρωί.
Και τίποτ’ άλλο.
Ο ήλιος που βγαίνει
Με τη συνηθισμένη του απλωχεριά
και η μυρωδιά του καφέ.
Το ραδιόφωνο του γείτονα
που γλιστρά μες στο σπίτι μου
και η μυρωδιά του καφέ.
Τα αυτοκίνητα
που περνούν στον δρόμο
και η μυρωδιά του καφέ.
Το νερό του νιπτήρα
που μου μιλά με φωνή δυνατή
και η μυρωδιά του καφέ.
Εσύ με γυρισμένη την πλάτη, γυμνή,
αποκομμένη απ’ όλα
και η μυρωδιά του καφέ.

Εγώ δεν πίνω καφέ
αλλά δεν έχει σημασία.

Σεβίλλη, 5 Απριλίου 2019, 10:14



Ζαν Μορό

Τα γεράματα δεν σε προστατεύουν από τον έρωτα,
 αλλά ο έρωτας σε προστατεύει από τα γεράματα.
                                                             Ζαν Μορό



Σήμερα πέθανε η Ζαν Μορό
που το ’68 ήταν το κορίτσι του Τριφό
και όλων των Γάλλων
το κορίτσι των νέων που δεν είχαν κορίτσι
των γέρων πρώην γκόμενων
των συζύγων δίχως ηλικία.

Το ’68 εγώ ήμουν δύο χρονών.
Όταν ο Τριφό γύρισε το
La Mariée Était En Noir
εγώ μυξόκλαιγα απαρηγόρητος
γιατί ήξερα ότι η Ζαν Μορό
κάποια μέρα θα πέθαινε δίχως να μας γνωρίσει.
Και συνέβη σήμερα.
Παράξενη χηρεία.
Μια μεταφορά για τον χρόνο.
Υψώνω το ποτήρι και ξεδιάντροπα κάνω μια πρόποση σ’ εκείνη.

Ο μεταφραστής και ο ποιητής

(για τους Ezequiel Zaidenwerg, Elvio Ceci, Caterina Camastra και Fernando Cabrita)


Ο μεταφραστής και ο (νεκρός) ποιητής
μπαίνουν στο ίδιο ασανσέρ και δεν μιλιούνται.
Διασταυρώνονται στη μέση της σκάλας και δεν βλέπει ο ένας τον άλλο.
Μοιράζονται το κρεβάτι.
Μοιράζονται φιλιά απ’ το ίδιο άλλο στόμα.
Αλλά βήχουν διαφορετικά.
Ο μεταφραστής φορά τιράντες
που ο ποιητής δεν θα φορούσε ποτέ.
Ο ποιητής χαμογελά.
Ο θάνατος του ταιριάζει αρκετά, σκέφτεται,
ίσως λίγο τον στενεύει, μόνο αυτό.
Ο μεταφραστής οσμίζεται εδώ και μήνες
τα ποιήματα του νεκρού
οσφραίνεται τις λέξεις του με ηδονή
και χαμογελά επίσης, αλλά σε άλλη γλώσσα.
Ανάμεσα στα χέρια του μεταφραστή
και τα μη-χέρια του ποιητή στέκεται η σιωπή.
Πάντα η σιωπή. Πολλή. Χλομή. Ερμαφρόδιτη.
Και μια προπαροξύτονη σκόνη
που στον έναν προκαλεί αλλεργία και στον άλλον όχι.
Ο μεταφραστής χτενίζεται
με μια ξεπατικωμένη βραδύτητα
(δίχως να το ξέρει). Ο ποιητής όχι.
Μονάχα τον κοιτά.
Ενόσω ο μεταφραστής ανακατεύει
τον πρωινό καφέ του με θλιμμένες περισπωμένες
ο ποιητής τον παρατηρεί και σφυρίζει
και λέει πως όχι και καπνίζει
και κοιτάζει πάνω στο τραπέζι
του μεταφραστή τα βιβλία του.
Είναι ένας ευτυχής νεκρός
αν και απρόθυμα.
Τώρα ο ποιητής προβάλλει
πάνω απ’ τον ώμο του μεταφραστή
και ξαναδιαβάζει τους στίχους του.
Αναγνωρίζει και δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του.
Ξέρει ότι αυτή η εκδοχή
είναι μόνο μια ακόμα στάση για ανεφοδιασμό.
Είναι δύο τα ξημερώματα
μιας αυγουστιάτικης Πέμπτης του 2019.
Μια τέλεια μέρα
για να είναι ευτυχισμένος ο μεταφραστής
και ο ποιητής να κλάψει.

Σεβίλλη, 2 Αυγούστου 2019, 10:48



Οριζοντίως


Τοποθετούμαι σε οριζόντια θέση πάνω στο κρεβάτι
και παρατηρώ καθέτως το ταβάνι.
Τότε ανακαλύπτω ότι το ταβάνι
πάνε χρόνια τώρα που παρατηρεί εμένα.


Κοιταζόμαστε με την περιέργεια καινούργιων γειτόνων.
Δηλαδή, με καχυποψία. 


Ξέρει τόσα για μένα το ταβάνι
που ποτέ πια δεν θα μπορέσω να νιώσω μόνος.
Έκπληξη διαγωνίως.
Σιωπή διαγωνίως.
Το μυαλό άδειο.
Από την άλλη όμως,
η μοναξιά γεμάτη χρώματα.

Αν έπαιρναν συνέντευξη απ’ όλα τα ταβάνια
όλων των δωματίων
ψυχολόγοι και ποιητές θα ήμαστε άχρηστοι.

Ξενοδοχείο Dann Carlton, Μεντεγίν, 11 Αυγούστου 2019, 14:19

Να σας συστήσω τη μητέρα μου


Η μητέρα μου δεν έχει Facebook.
Δεν έχει Twitter.
Δεν έχει Smartphone.
Έχει μόνο παιδιά.
Και ρυτίδες που την φέρνουν πιο κοντά στο τίποτα.
Αδύνατη όπως η ίδια η λέξη «αδυναμία»,
κάνει συλλογή από δισέγγονα.
Της μητέρας μου τώρα στα γεράματα της ήρθε να γεμίσει παιδιά.
Κι εγώ λέω σε όλες τις εγκύους
της οικογένειας να μην ανησυχούν
γιατί έτσι είναι οι ογδοντάχρονες μητέρες.

Βήχει η μητέρα μου μέσα από το τηλέφωνο στις αδερφές μου.
Γελάει στην κάμερα. Μιλάει φωναχτά.
Ζητάει εξτένσιονς για τα μαλλιά
και παντόφλες νούμερο 37.
Ζητάει αφεψήματα
γιατί το ζεστό νερό είναι πιο φτηνό εκεί πέρα.

Είναι η μητέρα μου, σήμερα το κατάλαβα,
πάρα πολύ γριά.
Και μοιάζει κάθε μέρα όλο και πιο πολύ
στη γιαγιά Πετρόνα.
Η γιαγιά Πετρόνα έζησε 101 χρόνια
και στο τελευταίο φιλί που της έδωσα άγγιξα κόκαλο.
Ήταν κατάκοιτη κι ακόμα ήθελε να μαγειρεύει.
Η μητέρα μου πάντα διηγιόταν
πώς η γιαγιά Πετρόνα μού έσωσε τη ζωή.
Εγώ ήμουν τεσσάρων (ή πέντε)
όταν έπεσα στο έδαφος με σπασμούς
και η γιαγιά Πετρόνα έτρεξε με μένα αγκαλιά
σαν να μην είχε ποτέ της υπάρξει κουτσή.
Και έφτασε τα 101 με μένα αγκαλιά
να το θυμάται.
Γι’ αυτό η μητέρα μου της μοιάζει
μόνο που έχει πολύ περισσότερα παιδιά
κι αντί για αναπηρία έχει υπέρταση
και τα νεύρα στην τσίτα
και μια παραμόρφωση στο κουντεπιέ από το τόσο περπάτημα
και λίγο ζάχαρο
και ταχυκαρδία κάθε φορά που σκέφτεται
και σκέψεις κάθε φορά που η καρδιά τής ουρλιάζει
ότι δύο από τα παιδιά της δεν υπάρχουν πια.

Από μακριά και από πίσω
η μητέρα μου μοιάζει μία από τις αδερφές μου.
Η πιο κοκαλιάρα.
Από το πλάι μοιάζει δύο.

Περνάνε τα χρόνια και η μητέρα μου συνεχίζει έτσι, γεννώντας ξεφλουδίζοντας μάνγκο για τους άλλους
φτιάχνοντας μοναδικές σούπες.
Η μητέρα μου.
Αυτή είναι η μητέρα μου.
Κοιτάξτε τη μητέρα μου.
Να σας συστήσω τη μητέρα μου.
Μια απίστευτη γυναίκα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: