Η μητέρα μου δεν έχει Facebook.
Δεν έχει Twitter.
Δεν έχει Smartphone.
Έχει μόνο παιδιά.
Και ρυτίδες που την φέρνουν πιο κοντά στο τίποτα.
Αδύνατη όπως η ίδια η λέξη «αδυναμία»,
κάνει συλλογή από δισέγγονα.
Της μητέρας μου τώρα στα γεράματα της ήρθε να γεμίσει παιδιά.
Κι εγώ λέω σε όλες τις εγκύους
της οικογένειας να μην ανησυχούν
γιατί έτσι είναι οι ογδοντάχρονες μητέρες.
Βήχει η μητέρα μου μέσα από το τηλέφωνο στις αδερφές μου.
Γελάει στην κάμερα. Μιλάει φωναχτά.
Ζητάει εξτένσιονς για τα μαλλιά
και παντόφλες νούμερο 37.
Ζητάει αφεψήματα
γιατί το ζεστό νερό είναι πιο φτηνό εκεί πέρα.
Είναι η μητέρα μου, σήμερα το κατάλαβα,
πάρα πολύ γριά.
Και μοιάζει κάθε μέρα όλο και πιο πολύ
στη γιαγιά Πετρόνα.
Η γιαγιά Πετρόνα έζησε 101 χρόνια
και στο τελευταίο φιλί που της έδωσα άγγιξα κόκαλο.
Ήταν κατάκοιτη κι ακόμα ήθελε να μαγειρεύει.
Η μητέρα μου πάντα διηγιόταν
πώς η γιαγιά Πετρόνα μού έσωσε τη ζωή.
Εγώ ήμουν τεσσάρων (ή πέντε)
όταν έπεσα στο έδαφος με σπασμούς
και η γιαγιά Πετρόνα έτρεξε με μένα αγκαλιά
σαν να μην είχε ποτέ της υπάρξει κουτσή.
Και έφτασε τα 101 με μένα αγκαλιά
να το θυμάται.
Γι’ αυτό η μητέρα μου της μοιάζει
μόνο που έχει πολύ περισσότερα παιδιά
κι αντί για αναπηρία έχει υπέρταση
και τα νεύρα στην τσίτα
και μια παραμόρφωση στο κουντεπιέ από το τόσο περπάτημα
και λίγο ζάχαρο
και ταχυκαρδία κάθε φορά που σκέφτεται
και σκέψεις κάθε φορά που η καρδιά τής ουρλιάζει
ότι δύο από τα παιδιά της δεν υπάρχουν πια.
Από μακριά και από πίσω
η μητέρα μου μοιάζει μία από τις αδερφές μου.
Η πιο κοκαλιάρα.
Από το πλάι μοιάζει δύο.
Περνάνε τα χρόνια και η μητέρα μου συνεχίζει έτσι, γεννώντας ξεφλουδίζοντας μάνγκο για τους άλλους
φτιάχνοντας μοναδικές σούπες.
Η μητέρα μου.
Αυτή είναι η μητέρα μου.
Κοιτάξτε τη μητέρα μου.
Να σας συστήσω τη μητέρα μου.
Μια απίστευτη γυναίκα.