————
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
Σύμφωνα με έναν πολύ γνωστό αρχαίο ορισμό, ο μίμος είναι «μίμηση βίου που περιλαμβάνει και όσα επιτρέπονται, όσα είναι κοινωνικώς αποδεκτά, και όσα δεν επιτρέπονται» (μίμησις βίου τα τε συγκεχωρημένα και ασυγχώρητα περιέχων). Παρότι η αναφορά στα ασυγχώρητα (μη αποδεκτά) –με την εξυπακουόμενη μάλιστα έμφαση σ’ αυτό το σκέλος– καλύπτει έναν προνομιακό χώρο του μίμου, ο ορισμός είναι περιοριστικός και δεν αποτυπώνει την απαράμιλλη ποικιλομορφία των εκδηλώσεων που συστεγάζονται κάτω από τον ευρύχωρο όρο «μίμος». Με κάποια υπερβολή, αλλά πιο κοντά στην πραγματικότητα, θα έλεγε κανείς σε σχέση με τα μεγάλα δραματικά είδη πως ό,τι δεν είναι τραγωδία, κωμωδία και σατυρικό δράμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μίμος. Πάντως, στις απαρχές, βασικά του χαρακτηριστικά πρέπει να ήταν η μίμηση σκηνών της καθημερινής ζωής, η έμφαση στα τυπικά στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, η χρήση πεζού λόγου και ο αυτοσχεδιασμός στην παράσταση.
Με τη μια ή την άλλη μορφή, ο μίμος υπάρχει στις παρυφές του θεάτρου ήδη από την κλασική εποχή, όταν η ακμάζουσα τραγωδία και κωμωδία δεσπόζουν στη σκηνή και στην ορχήστρα, συνεχίζει να εξελίσσεται και να επεκτείνεται πλάι στα είδη αυτά, όταν παίρνουν να παρακμάζουν, και μονοπωλεί στη συνέχεια επί αιώνες το θέατρο (και άλλους χώρους) χειροκροτούμενος από τους θιασώτες του και βαλλόμενος από τους πολέμιούς του, όταν τα είδη εκείνα αποτελούν πια παρελθόν. Πόσο δραστικές διεργασίες για το θέατρο έλαβαν χώρα στη μακραίωνη πορεία του μίμου, το αντιλαμβάνεται κανείς αν αναλογιστεί ότι κάποια από τα αυτονόητα για το νεότερο θέατρο, αδιανόητα όμως για το θέατρο της κλασικής αρχαιότητας, όπως είναι το θεατρικό έργο σε πεζό λόγο, η αυτοπρόσωπη (χωρίς προσωπείο) υποκριτική και οι γυναίκες ως ερμηνεύτριες, κατακτώνται για το θέατρο μέσω του μίμου. Ακριβή εικόνα για τις ποικίλες φάσεις εξέλιξης είναι αδύνατο να συγκροτήσουμε, πρωτίστως γιατί από αυτό τό πρωτεϊκό φαινόμενο μόνο μικρά σπαράγματα, κατά κανόνα «αδήλου πατρός», ή κατά το μάλλον ή ήττον φιλτραρισμένες πληροφορίες έχουν φτάσει ως εμάς. Κάπως καλύτερα είναι τα πράγματα με τον λεγόμενο λογοτεχνικό μίμο επωνύμων δημιουργών όπως ο Ηρώνδας. Εδώ γνωρίζουμε ονόματα ποιητών και ενίοτε έχουμε στη διάθεσή μας ενδιαφέρουσες πληροφορίες γι’ αυτούς και αποκαλυπτικούς τίτλους έργων όπως επίσης και μικρής συνήθως έκτασης αποσπάσματα ή, στην περίπτωση του Ηρώνδα, ακέραια έργα, χάρη σε ένα γενναιόδωρο παπυρικό εύρημα του εκπνέοντος 19ου αιώνα. Αν σκεφτεί κανείς ότι ως το 1891 από το έργο του Ηρώνδα γνωρίζαμε κάπου 20 στίχους από την έμμεση παράδοση, κατανοεί τον ενθουσιασμό που προκάλεσε, όχι μόνο ανάμεσα στους ειδικούς, η δημοσίευση ενός παπύρου που διασώζει (με χάσματα στον δεύτερο, στον έβδομο και, κυρίως, στον όγδοο μιμίαμβο) οκτώ μιμιάμβους και σπαράγματα από έναν ένατο.*
Γενάρχης του λεγόμενου λογοτεχνικού μίμου θεωρείται ο Σώφρων (5ος αι. π.Χ.), θαυμαστής του οποίου ήταν, σύμφωνα με μια παράδοση, ο (θεατρικότατος) Πλάτων. Ο Σώφρων καταγόταν από τις Συρακούσες, μια πόλη με ισχυρή παράδοση στην κωμωδία ήδη από τον πρώιμο 5ο αιώνα (Επίχαρμος). Από τα έργα του, που είχαν διαλογική μορφή και ήταν γραμμένα σε δωρική διάλεκτο, τη διάλεκτο της καταγωγής του, σώζονται σπαράγματα. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία ότι είχε γράψει μίμους ανδρείους και μίμους γυναικείους, όπως επίσης και το γεγονός ότι, σε μια εποχή που δεν νοείται θεατρικό έργο το οποίο να μην είναι έμμετρο, ο Σώφρων επιλέγει να γράφει τους μίμους του σε έρρυθμη (δωρική) πρόζα.
——————
Για τον επίσης Δωριέα (αν κρίνουμε από το όνομά του) Ηρώνδα, που γράφει σε ιωνική διάλεκτο το α΄ μισό του 3ου αιώνα (ακμή περ. 270-260 π.Χ.), θα μπορούσαμε, παραλλάσσοντας ελαφρώς τον σεφερικό στίχο, να πούμε «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια του», χωρίς αυτό να αφαιρεί κάτι από την ευκρινώς προσωπική φωνή του. Αυτοί οι «πατέρες» και «προπάτορες» είναι πρωτίστως ο ίαμβος της αρχαϊκής εποχής, ο μίμος του Σώφρονα και η κωμική παράδοση, με την οποία τέμνονται συχνά οι μιμίαμβοι. Ο ποιητής, πατώντας γερά στην εποχή του, την ελληνιστική εποχή, που ζητάει να επαναπροσδιορίσει με τρόπο ρηξικέλευθο τη σχέση της με την ποιητική παράδοση αποφεύγοντας τις λεωφόρους του πολύστιχου έπους και του δράματος, ανατρέχει, όπως και ο μεγάλος σύγχρονός του Καλλίμαχος, στον καταγόμενο από την Έφεσο ιαμβογράφο της αρχαϊκής εποχής Ιππώνακτα (β΄ μισό 6ου αι.) με τον δηκτικό, και κάποτε ανελέητο, λόγο. Από τον Ιππώνακτα παίρνει ο Ηρώνδας, όταν επιλέγει νὰ μην ακολουθήσει την παράδοση του Σώφρονα (έρρυθμη πρόζα) αλλά να γράψει έμμετρα, το κεκυρωμένο χωλιαμβικό μέτρο, που φαίνεται να ήταν πρόσφορο για το συχνά ιδιαιτέρως επιθετικό περιεχόμενο του ιάμβου, κορυφαίοι εκπρόσωποι του οποίου είναι ο Αρχίλοχος (7ος αι.) και ο Ιππώνακτας. Ο χωλίαμβος συγκροτείται, όπως και ο «κανονικός» ιαμβικός τρίμετρος του δράματος, από 12 μετρικές θέσεις, που καταλαμβάνονται από τουλάχιστον 12 συλλαβές, αποκλίνει όμως από τον ιαμβικό τρίμετρο του δράματος σε ένα κρίσιμο σημείο: η προτελευταία συλλαβή, η οποία στον «κανονικό» ιαμβικό τρίμετρο είναι πάντα βραχεία, στον χωλίαμβο είναι μακρά. Παρότι δεν μπορούμε να ανακαλέσουμε τον αρχαίο ήχο, μπορούμε να είμαστε λίγο πολύ βέβαιοι ότι μια τέτοια απόκλιση στο εξαιρετικά ευπαθές και ευαίσθητο τέλος του στίχου παρήγε ένα εντελώς διαφορετικό ακρόαμα, όπως βέβαιο πρέπει να θεωρείται επίσης ότι η επιλογή της έμμετρης εκφοράς συνεπιφέρει αφ’ εαυτής ένταση που παράγεται από τη διάσταση ανάμεσα στο ταπεινό περιεχόμενο (μίμος) και την υψηλή μορφή.
Ο Ηρώνδας γράφει μιμιάμβους, όπως είναι ο αρχαίος όρος, ο οποίος –σημειωτέον– δεν απαντά στο κείμενο του ποιητή. Μιμίαμβος σημαίνει κατ’ αρχάς μίμος γραμμένος σε ιαμβικό –εν προκειμένω χωλιαμβικό– μέτρο, κάτι που μάλλον δεν πρέπει να ήταν σύνηθες, όταν ειδικά τα έργα του Ηρώνδα «βαφτίστηκαν» μιμίαμβοι. Αν κρίνουμε από τα σωζόμενα σπαράγματα του «προγραμματικού» 8ου μιμιάμβου, ο ίδιος ο Ηρώνδας φαίνεται να αντιλαμβανόταν τα έργα του ως συγκερασμό της δραματικής και της μιμικής παράδοσης. Τα έργα αυτά έχουν έκταση που σπανίως υπερβαίνει τους 100 στίχους, διαδραματίζονται σε αστικό περιβάλλον και σε εσωτερικό χώρο (σπίτι, σχολείο, κατάστημα, ναό, δικαστήριο) και αντλούν την ύλη τους προεχόντως από όχι ιδιαιτέρως ευυπόληπτες περιοχές του ανθρώπινου βίου. Στους 4 από τους 7 μιμιάμβους της παράστασης, για παράδειγμα, πυρηνικό θέμα είναι το σεξ, το οποίο φαίνεται να υποκρούεται μαεστρικώς και σε έναν ακόμη μιμίαμβο (Ο τσαγκάρης). Η πλοκή είναι υποτυπώδης, με το κύριο βάρος να πέφτει στη διαγραφή των χαρακτήρων. Στο επίκεντρο βρίσκεται συνήθως ένα πρόσωπο –κάποτε δύο–, στο οποίο ανήκει και η μερίδα του λέοντος από τον εκφερόμενο λόγο. Σε μία περίπτωση μάλιστα (Ο νταβατζής) το 100% εκφέρεται από ένα πρόσωπο, αν εξαιρέσουμε ένα παρεμβαλλόμενο εδάφιο νόμου, που έχει έκταση 2,5 στίχων. Τα κύρια πρόσωπα πλαισιώνονται από πρόσωπα δούλων, κωφά (βουβά) ή ομιλούντα, τα οποία ενίοτε απλώς συνοδεύουν τα κύρια πρόσωπα ή διεκπεραιώνουν αυταρχικότατα διατυπωμένες εντολές τους, ενώ τις περισσότερες φορές υπάρχουν για να ξεσπούν πάνω τους τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα, που δεν κουράζονται να τα κατηγορούν για την οκνηρία τους, γενικότερα την ανικανότητά τους και την αδιακρισία τους. Παρότι τα γυναικεία πρόσωπα αριθμητικά υπερτερούν, οι δύο πιο ολοκληρωμένοι χαρακτήρες του Ηρώνδα είναι άντρες (ο νταβατζής Βάτταρος και ο τσαγκάρης Κέρδων).
Η παλαιά διαμάχη γύρω από το αν οι μιμίαμβοι προορίζονταν για ανάγνωση, απαγγελία, μονοπρόσωπη performance από ταλαντούχο επιτελεστή ή «κανονική» παράσταση δεν λέει να κοπάσει. Ανεξάρτητα ωστόσο από την απάντηση που δίνει ο καθένας στο ερώτημα αυτό, ο σημερινός αναγνώστης του Ηρώνδα εύκολα διαπιστώνει ότι ο λόγος του είναι εξόχως θεατρικός, παρά το γεγονός ότι σε οποιαδήποτε μετάφραση εκπίπτουν δύο από τα πιο σαγηνευτικά στοιχεία του πρωτοτύπου, αφενός η αύρα της ιωνικής διαλέκτου με το συχνά ασυνήθιστο λεξιλόγιο, αφετέρου το ιδιόηχον του ιδιαιτέρως πρόσφορου για το (επιθετικό) περιεχόμενο του ιάμβου και του μιμιάμβου χωλιαμβικού μέτρου. Στα στοιχεία που ενισχύουν τη θεατρικότητα συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η εξαιρετικά φειδωλή χρήση των επιθέτων, τα ενσωματωμένα σπαράγματα σε ευθύ λόγο, τα ομιλούντα ονόματα (π.χ. Κέρδων/κέρδος), η πληθώρα αποφθεγματικών εκφράσεων και παροιμιών, οι όρκοι (ή οιονεί όρκοι) και βέβαια οι απολαυστικότατοι εγκωμιαστικοί κατάλογοι με τον καταιγιστικό ρυθμό εκφοράς, όπως είναι το παραλήρημα της Γυλλίδας για τα αγαθά της Αιγύπτου, ή για τα προσόντα του πεντάκις πανελληνιονίκη Γρύλλου στη Μαστροπό, ή η αυτάρεσκη απαρίθμηση της ποικιλίας των υποδημάτων από τον δαιμόνιο Κέρδωνα στον Τσαγκάρη.
* Θυμίζω ότι από αυτό το γεγονός εμπνεύστηκε ο Κ.Π. Καβάφης το ποίημα «Οι μιμίαμβοι του Ηρώδου» (1892).