Τον ξεπάτωναν τον χρόνο, τον ξεπατίκωναν τον χρόνο. Τον είχαν βάλει στο μάτι τον χρόνο, αφού κι αυτός τους ενέδρευε. Επεξεργάζονταν μεθόδους και τεχνικές, τεχνάσματα, με άσματα ατίθασα μουσική υπόκρουση, ο Τζόνι Λάιντον, αειθαλής ελέφας πια, στητός, στιβαρός, να ιερουργεί I've seen you up far too close Getting rid of the albatross, κλείνοντας το μάτι στον Μποντλέρ, κι αυτοί να ψάλλουν μαζί του το τραγούδι που ξεγελάει τον χρόνο. Κι απ᾽ τον Μποντλέρ αυτοί να το γυρνάνε στον Ρεμπό, να τρέχουν σαββατιάτικα στην Cheap Art, στα Εξάρχεια, να δουν, ν᾽ ακούσουν, να μυρίσουν, να ψαύσουν, να γευτούν, και με τις πέντε αισθήσεις σε κατεπείγουσα επιφυλακή, τον Τσιτσό να γίνεται —όχι να ερμηνεύει, όχι, να γίνεται— Ρεμπό, να γίνεται εποχή, να γίνεται κόλαση. Ξεχαρβάλωναν τον χρόνο, ξέκαναν τον χρόνο, έκαναν τον χρόνο σαραβαλάκι, γίνονταν, μαζί με τον Τσιτσό, οι ίδιοι χρόνος για να υπερβούν τον χρόνο, γίνονταν, μαζί με τον Τσιτσό, κόλαση για να υπερβούν την κόλαση, γίνονταν, μαζί με τον Τσιτσό, δευτερόλεπτα (κορσέδες τα έλεγε τα δευτερόλεπτα ο Καρούζος) για να τσακίσουν τα δευτερόλεπτα, να τα κάψουν, να τα πιούνε, να τα φάνε, να χωνέψουν τα δευτερόλεπτα άλλοτε, κι άλλοτε να τα ξεράσουν, τα δευτερόλεπτα, στο φλεγόμενο δάπεδο.
Βλέπουν τον Τσιτσό, τον Φίλιππο Τιτσόπουλο που τον λένε Τσιτσό μες στη μανία τους να κόβουν δρόμο και συλλαβές (Αρανί, Σταθό, Μπαμπασά, Μοσχό, και πάει λέγοντας), ναι, τον βλέπουν να κινείται σπασμωδικά σαν τον μακαρίτη τον Ίαν Κέρτις, για δύο λεπτά, και μετά να εκτινάσσεται στο κέντρο της αίθουσας με κινήσεις που παραπέμπουν στη χορογραφία του Τομ Γουέιτς και του Νικ Κέιβ ταυτοχρόνως, κι εκεί ν᾽ αδράχνει μιαν ανθοδέσμη με τουλίπες και να την ανεμίζει και να την εκτοξεύει στο μεγάλο παράθυρο. Τον ακούνε να βραχνιάζει με σαιξπιρική φωνή, να βρυχάται, να πετσοκόβει, να διαλύει, να κατακερματίζει τα λόγια του Ρεμπό, και να τα ανασυνθέτει, μεταμορφωμένος, ο Τσιτσό, σε αφηνιασμένο Αρτό Και το θυμάμαι, / παννυχίδα η ζωή μου, / φιέστα βακχική, οι καρδιές να ξεσκίζονται, / να ρέουν τα κρασιά / Το πήρα μια νύχτα τ᾽ Όμορφο / στα λάγνα γόνατά μου,/ το κάθισα, / γλυκό το βρήκα, το ευλόγησα.
Συνάζονται — η Φράξια της Κυψέλης, η Ταξιαρχία Ιμμάνουελ Καντ, ο Φιλοζόφ Φλανέρ, ο Δόκτωρ Μπάμπα, ο Πάτερ Διαθέσιμος, ο Ράσκυ ΙΙ, η Πριγκίπισσα του Αρνητικού, το Τρίο Πουλέν, ο Μοσχό Κλεμεντί, ο Ριπ «Γκέοργκ» Κίρμπι, η Χλόη του Ακρίθακα, και βλέπουν τον Τσιτσό να κρεμάει πάνω του κομμάτια ωμού κρέατος, μεγάλα κομμάτια, και αρμαθιές λουκάνικα, και να τυλίγει με λουλούδια και φρούτα και καραβίδες το πρόσωπό του, να γίνεται κήπος ολόκληρος και σφαγείο και ψαράδικο μαζί, και μέσα από κει, μες στο πετσί και την πανίδα και τη χλωρίδα του Ρεμπό, να εκτοξεύει λέξεις αρπαγμένες από την Εποχή στην Κόλαση, κι άλλες λέξεις λεηλατημένες από τον Ριχάρδο τον Τρίτο, σ᾽ ένα εμπρηστικό κολάζ, σε μια περιδίνηση φθεγμάτων που στροβιλίζονται πυρωμένα στο κρύο κρέας του κρανίου του και στην αίθουσα. And therefore, since I cannot prove a lover, / To entertain these fair well-spoken days, / I am determined to prove a villain / And hate the idle pleasures of these days. / Plots have I laid, inductions dangerous, / By drunken prophecies, libels and dreams.
Βλέπουν τον χρόνο να κονιορτοποιείται από τον Τσιτσό, που έχει βάλει τώρα στην πρίζα ένα ηλεκτρικό σίδερο, ενώ σ᾽ ένα σκαμπό έχει στηθεί ο Δρ Μπάμπα και απαγγέλλει κι αυτός Ρεμπό, το «Μεθυσμένο Καράβι», αλλά με κρητική προφορά, με γρέζια Ψαραντώνη, κι ύστερα κρατάει το μικρόφωνο στον Τσιτσό που επανέρχεται στην Κόλαση, και κατόπιν αδράχνει το σίδερο κι αρχίζει να καυτηριάζει τα λουλούδια, να καψαλίζει τα κρέατα, να κλοτσάει και να αναποδογυρίζει τηλεοπτικές συσκευές, δημιουργώντας ένα τοπίο Ναμ Τζουν Πάικ που ιδιοφυώς το δένει με το Θέατρο της Σκληρότητας από τη μια και με τις διαλέξεις/παραστάσεις του Γιόζεφ Μπόις από την άλλη, κι όλοι οι συναγμένοι τώρα μυρίζουν τα καμένα κρέατα και τα τσουρουφλισμένα άνθη και το αλεύρι που έχει ήδη απλώσει ο Τσιτσό στο πρόσωπό του, και δαγκάνουν και γεύονται τα μήλα (δεκαπέντε πέντε κιλά) που έχει εκτινάξει ο Δόκτωρ Μπάμπα στο δάπεδο, ενώ ο Φιλοζόφ Φλανέρ, που συν τοις άλλοις έχει πάρει το κολάι στην τέχνη του Μπρασάι, φωτογραφίζει καταιγιστικά τον καταιγισμό λέξεων και κινήσεων και χοροπηδητών και πτώσεων του Τσιτσό, που τώρα ωρύεται Δαίμονα, κίβδηλε, κοτάς να με διαλύσεις με τις κασκαρίκες σου,/ Με στάλες φλόγας, με πυρο υγρό, θα σε ξεκάνω / Ανάβω από ζωή / Φουντώνει η φωτιά / Δίνε του, Δαίμονα / Ξεκουμπίσου! / Σιχτίρ από δω πια!
Το δάπεδο γίνεται σκηνή της κόλασης που φέρνει κάθαρση, οι συναγμένοι βλέπουν, ακούν, μυρίζουν, γεύονται, και ψαύουν τον σωριασμένο Τσιτσό που χτυπιέται σαν επιληπτικός, κι ύστερα δίνει μια και πετάγεται όρθιος και είναι ο Ρεμπό που την κοπανάει από την κόλαση, όχι άλλη κόλαση, όχι άλλο κάρβουνο, στάσου! μύγδαλα!, και μήλα και γλαδιόλες και τουλίπες, κι ένα φλασκί με ιρλανδέζικο ουίσκι, και περνάει τώρα στην στητή κατάφαση, στο Μέγα Ναι στη ζωή, και δεν οιμώζει πια, δεν βρυχάται, έχει περάσει στην επικράτεια της μειλιχιότητας, κρατάει ένα κερί, βαδίζει αργά, ένας κεραυνός σε slow motion, μειδιά, κοιτάζει τους συναγμένους, τον ένα μετά τον άλλο, κι αυτοί, όλοι, τον ψαύουν καθώς αργοσαλεύει μες στην αίθουσα, κι ο Φιλοζόφ Φλανέρ φωτογραφίζει τα πάντα, καταγράφει όσα συμβαίνουν, έχει μεταμορφωθεί σε Γιόνας Μέκας, κι ο Πάτερ Διαθέσιμος γυρίζει και ψιθυρίζει στον Δόκτορα Μπάμπα αργά, ξανά και ξανά, επαναληπτικά, σαν μαγγανεία, σαν ουρλιαχτό με σιγαστήρα: Ο Χρόνος είναι το Καλλιτεχνικό Ψευδώνυμο του Θεού / Ο Χρόνος είναι το Καλλιτεχνικό Ψευδώνυμο του Θεού / Ο Χρόνος είναι το Καλλιτεχνικό Ψευδώνυμο του Θεού.
Έχουν καθαρθεί, οι συναγμένοι, όπως έχει καθαρθεί και ο Τσιτσό, έχουν περάσει από το καμίνι της άρνησης στη λαλέουσα παγάν, στο έλα-να-δεις, στο απόψε-κάνεις-μπαμ, στο βαρκούλες ανεμίζουν της κατάφασης, και τρώνε μήλα, και γελάνε, και λικνίζονται στο ρυθμό της μουσικής που τώρα ακούγεται από τα ηχεία, έχουν γίνει οι Ανενδοίαστοι Ταβλαδόροι της Ύπαρξης, πετάνε τη σκούφια τους, ενώ ο Τσιτσό κινείται αργά στο χώρο, μιμείται αδρά τον Τρελό Πιερό, αγκαλιάζει νοερά την Άννα Καρίνα, φιλάει στο κούτελο την Ζιλιέτ Γκρεκό, πίνει ιρλανδέζικο από το φλασκί, αργά, ανάβει ένα τσιγάρο, πολύ αργά, τραβάει μια ρουφηξιά, μειδιά, ναι, μειδιά, κλείνει το μάτι, μειδιά πάλι, απλώνει το χέρι στο μετείκασμα της αγάπης, κατευθύνεται προς την έξοδο της Cheap Art, βαδίζει, πάντα αργά, καπνίζει, πάντα αργά, στρέφεται, πάντα αργά, βγάζει από την τσέπη του πανωφοριού του ένα ρολό χαρτί, ξετυλίγει, οι συναγμένοι βλέπουν/διαβάζουν: ONLY GODARD CAN JUDGE ME.