Πρώτη η ψυχή του Ελπήνορα τότε ήρθε, του εταίρου·
που ήταν ακόμα άταφος, έξω απ’ της γης τα σπλάχνα,
έτσι το σώμα αφήσαμε στης Κίρκης το παλάτι
άκλαυτο κι άταφο γιατί μας πίεζε άλλη ανάγκη.
Δάκρυα με πλημμύρισαν μόλις τον είδα εμπρός μου·
τον φώναξα, του μίλησα με λόγια που πετούσαν:
«Πώς έφτασες, Ελπήνορα, στο ζοφερό σκοτάδι;
Πεζός εσύ ξεπέρασες το μαύρο μου καράβι».
Έτσι είπα και στενάζοντας μου απάντησε εκείνος:
«Γιε του Λαέρτη πολυμήχανε, διογέννητε Οδυσσέα,
με τύφλωσε μοίρα κακή και το κρασί που ήπια·
κοιμόμουν και δεν πρόσεξα, στης Κίρκης το παλάτι,
να κατεβώ προσεκτικά απ’ την ψηλή τη σκάλα,
γκρεμίστηκα απ’ τη σκεπή και, τα οστά του αυχένα
τσακίζοντας, κατέβηκε στον Άδη εδώ η ψυχή μου.
Μα σε ξορκίζω, στ’ όνομα εκείνων που σου λείπουν,
της Πηνελόπης, του πατέρα σου που σ’ έχει αναστήσει,
και του Τηλέμαχου που άφησες στο ανάκτορο μονάχο·
ξέρω σαν φύγεις από δω, από τον οίκο του Άδη,
το πλοίο το καλόχτιστο στην Αία θα οδηγήσεις·
τότε, άρχοντά μου, σου ζητώ, εκεί μη με ξεχάσεις.
Φεύγοντας, άκλαυτο, άταφο μη με αφήσεις πίσω,
έτσι μη μ’ αποχωριστείς και τους θεούς θυμώσεις,
αλλά το σώμα μου, μαζί με τα όπλα που είχα, κάψε
και μνήμα φτιάξε μου εκεί που η θάλασσα αφρίζει,
να μνημονεύουν οι μελλούμενοι έναν δυστυχισμένο·
κι ύστερα στήσε το κουπί στον τύμβο μου επάνω,
αυτό που είχα ζωντανός μαζί με τους συντρόφους».
Έτσι μου μίλησε κι εγώ απάντησα και είπα:
«Δυστυχισμένε, ό,τι θες κι ό,τι ζητάς θα κάνω».
Έτσι οι δυο μας λέγαμε εκεί φρικτές κουβέντες,
από τη μια με το σπαθί εγώ πάνω απ’ το αίμα
κι από την άλλη το είδωλο του εταίρου που μιλούσε.
[ Οδύσσεια, λ 51-83 ]