Ο Ελπήνορας πριν και μετά τον θάνατό του

Ι. Ο θάνατος

Ήταν κάποιος Ελπήνορας απ’ όλους ο πιο νέος,
μήτε γενναίος στον πόλεμο μήτε και μυαλωμένος,
αυτός, βαρύς απ’ το κρασί, στο ιερό της Κίρκης δώμα
δροσιά ζητώντας ξάπλωσε χώρια από τους συντρόφους·
κι ακούγοντας τον θόρυβο των άλλων που κινούσαν
τινάχτηκε απ’ τον ύπνο του και, παραζαλισμένος,
αντί να κατεβεί σωστά απ’ την ψηλή τη σκάλα,
γκρεμίστηκε απ’ τη σκεπή και, τα οστά του αυχένα
τσακίζοντας, κατέβηκε στον Άδη η ψυχή του.

[Οδύσσεια, κ 552-560]

ΙΙ. Νέκυια

Πρώτη η ψυχή του Ελπήνορα τότε ήρθε, του εταίρου·
που ήταν ακόμα άταφος, έξω απ’ της γης τα σπλάχνα,
έτσι το σώμα αφήσαμε στης Κίρκης το παλάτι
άκλαυτο κι άταφο γιατί μας πίεζε άλλη ανάγκη.
Δάκρυα με πλημμύρισαν μόλις τον είδα εμπρός μου·
τον φώναξα, του μίλησα με λόγια που πετούσαν:
«Πώς έφτασες, Ελπήνορα, στο ζοφερό σκοτάδι;
Πεζός εσύ ξεπέρασες το μαύρο μου καράβι».
Έτσι είπα και στενάζοντας μου απάντησε εκείνος:
«Γιε του Λαέρτη πολυμήχανε, διογέννητε Οδυσσέα,
με τύφλωσε μοίρα κακή και το κρασί που ήπια·
κοιμόμουν και δεν πρόσεξα, στης Κίρκης το παλάτι,
να κατεβώ προσεκτικά απ’ την ψηλή τη σκάλα,
γκρεμίστηκα απ’ τη σκεπή και, τα οστά του αυχένα
τσακίζοντας, κατέβηκε στον Άδη εδώ η ψυχή μου.
Μα σε ξορκίζω, στ’ όνομα εκείνων που σου λείπουν,
της Πηνελόπης, του πατέρα σου που σ’ έχει αναστήσει,
και του Τηλέμαχου που άφησες στο ανάκτορο μονάχο·
ξέρω σαν φύγεις από δω, από τον οίκο του Άδη,
το πλοίο το καλόχτιστο στην Αία θα οδηγήσεις·
τότε, άρχοντά μου, σου ζητώ, εκεί μη με ξεχάσεις.
Φεύγοντας, άκλαυτο, άταφο μη με αφήσεις πίσω,
έτσι μη μ’ αποχωριστείς και τους θεούς θυμώσεις,
αλλά το σώμα μου, μαζί με τα όπλα που είχα, κάψε
και μνήμα φτιάξε μου εκεί που η θάλασσα αφρίζει,
να μνημονεύουν οι μελλούμενοι έναν δυστυχισμένο·
κι ύστερα στήσε το κουπί στον τύμβο μου επάνω,
αυτό που είχα ζωντανός μαζί με τους συντρόφους».
Έτσι μου μίλησε κι εγώ απάντησα και είπα:
«Δυστυχισμένε, ό,τι θες κι ό,τι ζητάς θα κάνω».
Έτσι οι δυο μας λέγαμε εκεί φρικτές κουβέντες,
από τη μια με το σπαθί εγώ πάνω απ’ το αίμα
κι από την άλλη το είδωλο του εταίρου που μιλούσε.

[ Οδύσσεια, λ 51-83 ]

Theodoor van Thulden: «Ο Οδυσσέας αποτεφρώνει το σώμα του Eλπήνορα» (1633)
Theodoor van Thulden: «Ο Οδυσσέας αποτεφρώνει το σώμα του Eλπήνορα» (1633)

ΙΙΙ. Η πυρά

Και μόλις φάνηκε η Αυγή ψηλά να κοκκινίζει,
στης Κίρκης το ανάκτορο έστειλα τους συντρόφους
του σκοτωμένου Ελπήνορα να φέρουνε το σώμα.
Αμέσως ξύλα κόψαμε και στης ακτής την άκρη
τον θάψαμε με δάκρυα, κλαίγοντας και θρηνώντας.
Κι όταν τα όπλα του νεκρού κι ο ίδιος γίναν στάχτη,
τύμβο υψώσαμε ψηλό και στήσαμε μια στήλη
και στην κορφή του μπήξαμε το άψογο κουπί του.
Έτσι όλα τα κάναμε.

[ Οδύσσεια, μ 8-16 ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: