Μια στάλα οροπέδιο ήταν η πατρίδα μου με φρύδια σμιχτά,
σαν αλόγου τη χαίτη ριγμένη δεξιά κι αριστερά.
Μια στάλα βροχής ήταν η πατρίδα μου, λιμνούλα γίνηκε ξαφνικά
ψάρια ορμήσαν μέσα αρπακτικά και λόγια ανθρώπων φρικτά.
Μια κότα σέρνεται πλησίον μικρού βλασταριού: Πότε θα ανθήσεις; Πότε θα ανθήσεις; Έφτασε η άνοιξη. Οι άνθρωποι έχουν αγοράσει τα υλικά για να φτιάξουν τις μέρες τις δυστυχίας τους, τις μέρες τις ευτυχίας τους και τον σταυρό, από τη μια η ψυχή και από την άλλη το σώμα, πλάτη με πλάτη.
Στις αποβάθρες, ο θείος μου, ο Κολοκοτρώνης από την παλιά φουρνιά, με μια γυναίκα άγνωστη. Αυτήν αγαπώ, έλεγε και ξανάλεγε, την παντρεύτηκε στο στόμα του λύκου, μιας απόκρημνης ρεματιάς της σκέψης μου, την φωνάζω θεία, εκείνη χαίρεται και μαγειρεύει κάθε τόσο ψαρόσουπα και τηγανίτες και με καλεί να φάμε όλοι μαζί. Στρώνει αντί τραπεζομάντηλου το νυφικό της σεντόνι, καθόμαστε όλοι τριγύρω και λέμε ιστορίες από το γάμο. Να φάμε ξεχνάμε, μόνο πίνουμε, πίνουμε πολύ και καπνίζουμε κι αυτή μας τραγουδά παλιά τραγούδια, δικά της τραγούδια, μέχρι και τ’ άλογα σταματούν τον καλπασμό, τόσο ωραία φωνή έχει, τόσο ωραία νύφη κάναμε εκ του μηδενός. Μια νύφη με λαμπιρίζουσα περικεφαλαία, με πορφυρούς χιτώνες και καταγάλανο εθνόσημο, αποφασισμένη να μας γοητεύσει. Κι όταν την ρωτάμε το όνομά της δεν μας το λέει, δεν θέλει να εκτεθεί, αυτό υποστηρίζει, ούτε ο θείος μου ο Κολοκοτρώνης ξέρει πως την λένε, κούκλα μου τη φωνάζει, αγαπούλα μου και τέτοια της λέει κι εμείς μάθαμε από αυτόν και τη λέμε κούκλα και αγαπούλα κι αυτής, της αρέσει τόσο πολύ, μαζεύει από τα δάση που κάηκαν όλα τα πουλιά του κόσμου και τα βάζει να μας κελαηδούν κι απλόχερα σκορπά τη θαλασσινή, καλοκαιρινή της αύρα. Τέτοια νύφη κάναμε παράξενη, γοητευτική και μυστήρια.