——————————
Ένα γλυκό ανοιξιάτικο μεσημέρι Μαϊου τρώγαμε με τον Αλέξη Ασλάνογλου, ως συνήθως, στην ψησταριά «Το Άριστον», της Θεσσαλονίκης, τότε στη Διαγώνιο. Μετά, πήγε λίγο πιο πέρα, στην αρχή της οδού Δ. Γούναρη. Τώρα δεν υπάρχει πια.
Τα γεύματά μας εκεί ήτανε σταθερά τα ίδια : σουτζουκάκια, ρωσική (σαλάτα), πατάτες τηγανιτές, ντοματοσαλάτα και καυτερές πιπεριές, πράσινες ή κόκκινες, ψητές και ξεφλουδισμένες. Έξη (!) για τον Αλέξη και μια-δυο το πολύ για ’μένα.
Τον Αλέξη τον θαύμαζα και τον ευχαριστώ για όσα μου έμαθε. Ένα απ’ αυτά ήταν να τρώω καθημερινά καυτερές πιπεριές, μέχρι που έπαθα ... εξάρτηση. Οι καυτερές, έλεγε, εκτός απ’ τις πολλές βιταμίνες και άλλα ευεργετικά στοιχεία που έχουν, εκτός από την μοναδική νοστιμιά τους – άμα τις συνηθίσεις, το κυριότερο : κάνουνε πιο λεπτόρευστο το αίμα στις φλέβες και στις αρτηρίες. Είναι εναντίον των θρομβώσεων, των εμφραγμάτων και των εγκεφαλικών. Γενικά είναι εναντίον κάθε Κακού. Διώχνουν οποιοδήποτε Κακό. Το καίνε.
Συχνά άρπαζε μια απ’ το κοτσάνι της και την έβαζε ολόκληρη στο στόμα του, χωρίς να δείχνει ότι καίγεται, ενώ εγώ κόβοντάς την σε μικρά κομματάκια ίδρωνα κυριολεκτικά να τη φάω. Μούσκευαν τα μαλλιά στις ρίζες τους, σα να ’ταν βρεγμένο το κεφάλι μου. «Μην ανησυχείς», μου έλεγε. «Αυτό είναι καλό σημάδι. Φεύγουν όλες οι τοξίνες του οργανισμού».
Εκείνο το μεσημέρι πρόσεξα ότι ενώ αυτός πράγματι δεν καιγότανε, τα χείλη του είχαν’ ερεθιστεί και κοκκινίσει. Του το είπα. Κάτι ψιθύρισε που δεν το θυμάμαι καλά. Κάτι για την ευαισθησία, ή τον ερεθισμό της σάρκας ... που δεν έχει καμία σχέση με το «μέσα μας». Την ίδια στιγμή, ενώ ο ίδιος δεν κάπνιζε άρπαξε το δικό μου πακέτο «Άρωμα». Έκοψε από μέσα χαρτί και έγραψε ένα στίχο, στα Γαλλικά.
«Ορίστε!» Και μου το δίνει. «Ο Eluard τα λέει καλύτερα από ’μένα».