Εγώ θα είμαι εδώ και όχι αλλού. Εδώ θα είμαι – μα δε θα μου αρκεί. Θα επιθυμώ ν’ ανακαλέσω μια στιγμή μου, να εντοπίσω μια εικόνα του εαυτού, όπως μέσ’ απ’ τα κείμενα προκύπτει, όπως από τους συνειρμούς μου συγκροτείται. «Ως άτομα», είχε πει, «διαπιστώνουμε πως η ανάπτυξή μας εξαρτάται απ’ τους ανθρώπους που συναντάμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας. (Στους ανθρώπους αυτούς περιλαμβάνονται και οι συγγραφείς, που τα βιβλία τους διαβάζουμε, και οι χαρακτήρες έργων μυθοπλασίας και ιστορίας)». Εδώ βαραίνει –ως συνήθως– περισσότερο εκείνο που είναι μέσα στην παρένθεση.
Να δοκιμάσω να καταγράψω μια τέτοια συνάντηση; Και ν’ αποπειραθώ μια περιήγηση που θ’ αναδείξει τις συντεταγμένες της, που θα υποδείξει τις τύχες, τις εκδοχές και τις λυτρωτικές της αγωνίες; Πώς θα σκιαγραφούσα τους νευρώνες, πώς θα μπορούσα ν’ αποδώσω τον αντίκτυπο που απ’ τις διακλαδώσεις της ανάγνωσης προκύπτει, την ώρα που η πράξη της συμβαίνει – κι, ακόμη περισσότερο, κατόπιν εορτής, στον τρόπο που θυμάμαι και ξεχνώ, που ανθολογώ και που παρερμηνεύω, που το έργο, σε νόημα και ρυθμό, μ’ εμβολιάζει, αγγίζει επικράτειες εντός μου, συστέλλεται, διαστέλλεται, εμμένει, ανανεώνει την επικαιρότητά του, πυροδοτεί –ιδίως άθελά του– συνάψεις, συνειρμούς, ώσπου να γίνει το κάτοπτρο της περιπέτειάς μου, το πληρεξούσιο της κάθε μου εμπειρίας, καθώς μαζί του αντιδικώ, του αντιστέκομαι ή επιλέγω ν’ αφεθώ στην κεντρομόλο δύναμή του, ώσπου μου χτίζει πλαίσιο και σχήμα να υπάρχω, να πω κι εγώ –ή να υποδυθώ– ότι «με τ’ αποσπάσματα τούτα στήριξα τα ερείπιά μου».[1]
Να πω κι εγώ ότι «πατήματα αντηχούν μέσα στη μνήμη», πατήματα ασάλευτου δρομέα, που προσπαθεί να παραβγεί τον εαυτό του από το ένα άκρο της Ευρώπης ώς το άλλο, κυλίεται και πάει, τα πέλματα στον τάπητα του ηλεκτρικού διαδρόμου, δεσμώτης των Κούπερ και Στόουμπ,[2] μέσα στο γυμναστήριο, μες στο πολυκατάστημα, μες στη μικρή παράκτια πόλη στις ακτές του ωκεανού. Κι είχα μπροστά μου δυο οθόνες, που εξέπεμπαν βωβά τα γεγονότα της τότε επικαιρότητας (αλληλουχία ανάμνηση, θαμπή ακτινοβολία): ο τότε πρόεδρος των Η.Π.Α. ν’ απονέμει χάρη σ’ έναν διάνο για την Ημέρα των Ευχαριστιών, στη Μέση Ανατολή να επελαύνει το Ισλαμικό Κράτος, ν’ ακούγονται κρότοι, λυγμοί, υπόκωφοι τριγμοί της Ιστορίας την ώρα που πυκνώνει.
Και από την ώρα αυτή, της πύκνωσης, με τους ταχείς διασκελισμούς και την παγκόσμια εποπτεία, ανακαλώ τις πολύμηνες ταραχές στο Φέργκιουσον του Μιζούρι, από τα πρώτα, τότε, φανερώματα του Black Lives Matter, με αφορμή τη δολοφονία του δεκαοκτάχρονου Αφροαμερικανού Μάικλ Μπράουν και την εκδίκαση της υπόθεσης, που άφησε ατιμώρητο τον δράστη της, αστυνομικό Ντάρεν Ουίλσον – ένα, μόνο, απ’ τα εκατοντάδες παρόμοια περιστατικά φυλετικής, κρατικής ή μη, βίας. Κι αν γίνεται ο καθένας γεωμέτρης της ύπαρξής του, αν γίνεται γεωγράφος του πλανήτη, όλα τα εγγράφει –πώς αλλιώς;– κατοπτρισμένα στην ψηφιακή τους αντανάκλαση.
Το Φέργκιουσον, μ’ επισυνημμένο, πλέον, στο τοπωνύμιο το νέο συμβολικό του βάρος, ανήκει στη μητροπολιτική περιοχή του Σεντ Λιούις, γενέτειρας του Έλιοτ∙ με τη σκέψη μου στα πριν από τον Προύφροκ –και με την αφορμή δυο σχετικών εκδόσεων, νεανικών ποιημάτων του και βιογραφίας των πρώιμών του χρόνων–,[3] βρέθηκα ν’ απορώ πόσο άραγε ν’ απείχαν οι εστίες των γεγονότων –το Canfield Drive, ας πούμε, όπου πυροβολήθηκε ο Μπράουν– από το πατρικό σπίτι του ποιητή στο 2635 Locust Street. Όπως εξυπακούεται, η διαδικτυακή ευχέρειά μας εξασφαλίζει στιγμιαίες, σχεδόν, αποκρίσεις, σωρεύοντας, ωστόσο, από πάνω τους πληροφορίες, ως στρώματα, που αποζητούν ν’ αποκωδικοποιηθούν και να μετατραπούν σε αφηγήσεις.
Από το ένα σημείο στο άλλο μεσολαβούν δεκαοκτώ χιλιόμετρα, τρεις ώρες, περίπου, πεζοπορίας, παράλληλα προς τον Μισισιπή. Εστιάζω στον χάρτη και απομακρύνομαι, μελετώ τα ορόσημα, προσπαθώ να φανταστώ πόσο αγνώριστο θα είναι το τοπίο. O παραποτάμιος αυτοκινητόδρομος φέρει τ’ όνομα του Μαρκ Τουέιν – ο μικρός Έλιοτ τον θαύμαζε, το ασθενικό του σώμα, όμως, θα τον απέτρεπε από περιπέτειες σαν του Χάκλμπερι Φιν. Θα τις διάβαζε, μόνο – καθισμένος, ίσως, στα μπροστινά παράθυρα που έβλεπαν στον δρόμο∙ και μες στο σπίτι, οι σκιές των ανιόντων: έναν χρόνο νεκρός στη γέννηση του Έλιοτ, ο παππούς του, Ουίλιαμ Γκρίνλιφ, πάστορας και παιδαγωγός, μετεγκατεστημένος από τη Μασαχουσέτη στο Μιζούρι, μεθοριακή πολιτεία του Νότου, που έδωσε στρατιώτες και στις δυο πλευρές του Εμφυλίου. Βιογραφώντας τον, η νύφη του, Σάρλοτ Σαμπ Στερνς, μητέρα του Έλιοτ, αφιερώνει ένα απ’ τα κεφάλαια στο θέμα των φυλετικών διακρίσεων στη μεταπολεμικά διαμορφωμένη κατάσταση (“The Negro in the Reconstruction Period”): αντιλαμβανόμαστε έναν μετριοπαθή, με τα δεδομένα της εποχής του, κι επιφυλακτικό ανθρωπισμό, που προκρίνει αργές αλλαγές, προτάσσει την τεχνική εκπαίδευση ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για τη σταδιακή παραχώρηση κοινωνικών δικαιωμάτων, επισημαίνει τα περιστατικά ρατσιστικής βίας, κατανοεί την αναγκαία μετανάστευση των μαύρων σ’ άλλες, δεκτικότερες, πολιτείες, την υποβοηθά χωρίς, όμως, να την ενθαρρύνει.
Ο Έλιοτ πεθαίνει το 1965, έναν αιώνα, ακριβώς, έπειτα από τη λήξη του Αμερικανικού Εμφυλίου. Πολλές από τις αργές αλλαγές που οραματιζόταν ο παππούς του δεν είχαν ακόμη συντελεστεί. Το Φέργκιουσον, βαπτισμένο από έναν ντόπιο κτηματία που, με αντάλλαγμα μιαν αποθήκη, είχε δωρίσει δέκα εκτάρια γης για να τα διασχίσουν οι γραμμές του σιδηροδρόμου, κατοικούνταν, ακόμη, από αμιγώς λευκό πληθυσμό, αποτελώντας μια από τις λεγόμενες “sundown towns”, τις πόλεις, δηλαδή, όπου απαγορευόταν η παρουσία Αφροαμερικανών έπειτα από τη δύση του ηλίου – και η εφαρμογή της απαγόρευσης εξασφαλιζόταν μ’ έννομα και μ’ έκνομα μέσα.
«Πατήματα αντηχούν μέσα στη μνήμη», πατήματα ασάλευτου δρομέα – πόσο, άραγε, απέχει το Φέργκιουσον από το νότιο Σόμερσετ και το μικρό χωριό του East Coker, τίτλο και σκηνικό ενός από τα Τέσσερα Κουαρτέτα; Πριν από μια, περίπου, δεκαετία, οι κάτοικοί του κινητοποιήθηκαν διαμαρτυρόμενοι για ένα σχέδιο οικιστικής επέκτασης και ανάπτυξης, που προέβλεπε την οικοδόμηση 3.700 σπιτιών και μιας βιομηχανικής ζώνης: “Crops, not concrete” («σοδειές, όχι τσιμέντο») ήταν το σύνθημα της πρωτοβουλίας ενάντια σε αυτό που αντιλαμβανόταν ως απειλή αλλοίωσης του τοπικού χαρακτήρα – αν και