Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

XXΧΙV. Οι ξυ­πό­λη­τες των ται­νιών, 24: Οι «άπι­στες»

Επιστολή στην Στεφάν Οντράν, μέρος Δ΄

Claude Chabrol, Betty [1992]

Claude Chabrol, Betty [1992]

Claude Chabrol, Betty [1992]

Ωραία μου Στε­φάν.

Μετά από όλες αυ­τές τις απι­στί­ες, τα γυ­ρί­σμα­τα της ίδιας της ζω­ής ή της κι­νη­μα­το­γρα­φι­κής μη­χα­νής του σκη­νο­θέ­τη συ­ζύ­γου σου φρό­ντι­σαν να σου δεί­ξουν την άλ­λη πλευ­ρά του νο­μί­σμα­τος. Εί­κο­σι τέσ­σε­ρα χρό­νια με­τά, άλ­λω­στε, η ανα­πό­τρε­πτη φθο­ρά του χρό­νου θα συ­νερ­γού­σε ώστε η αει­θα­λής γοη­τεία σου να υπο­λεί­πε­ται της εύ­πλα­στης θελ­κτι­κό­τη­τας μιας γυ­ναί­κας νε­ό­τε­ρης (στην ηλι­κία ή στην άφι­ξη). Ο Σα­μπρόλ σί­γου­ρα θα σου δι­η­γή­θη­κε την ιστο­ρία: ο Ζορζ Σι­με­νόν τον ρώ­τη­σε για ποιο λό­γο οι σκη­νο­θέ­τες δεν φτιά­χνουν πε­ρισ­σό­τε­ρες ται­νί­ες χω­ρίς πλο­κή (σή­με­ρα ίσως θα ρω­τού­σε το αντί­θε­το). Ο συγ­γρα­φέ­ας, συ­νέ­χι­σε, απαι­τεί την πλο­κή για να κι­νή­σει τα γε­γο­νό­τα πά­νω στις λευ­κές σε­λί­δες, ενώ ο σκη­νο­θέ­της έχει εξαρ­χής το σπά­νιο δώ­ρο του αν­θρώ­πι­νου προ­σώ­που, που από μό­νο του μπο­ρεί να εκ­φρά­σει τα πά­ντα αλ­λά και να μας κά­νει να ανα­ρω­τιό­μα­στε για το ποιον και τις πρά­ξεις του φο­ρέα του. Η απά­ντη­ση του Σα­μπρόλ ήταν έμπρα­κτη: θα έφτια­χνε λοι­πόν μια τέ­τοια ται­νία και θα διά­λε­γε το μυ­θι­στό­ρη­μα Betty που εμπνεύ­στη­κε κι έγρα­ψε ο Σι­με­νόν χά­ρη σ’ εκεί­νη την κου­βέ­ντα.

Μια γυ­ναί­κα μπαί­νει μού­σκε­μα από την βρο­χή σ’ ένα μπαρ. Εί­ναι με­θυ­σμέ­νη και μοιά­ζει δυ­στυ­χής· έχει έκ­φρα­ση απελ­πι­σμέ­νη και μά­τια βυ­θι­σμέ­να στον πό­νο. Κα­πνί­ζει αλ­λε­πάλ­λη­λα τσι­γά­ρα και ψω­νί­ζε­ται από έναν άντρα που της προ­τεί­νει να φύ­γουν. Πη­γαί­νουν μέ­σω ενός σκο­τει­νού πε­ρι­φε­ρεια­κού σ’ ένα απο­μα­κρυ­σμέ­νο εστια­τό­ριο. Ο άντρας που ισχυ­ρί­ζε­ται πως εί­ναι για­τρός βρί­σκε­ται ήδη υπό την επή­ρεια ναρ­κω­τι­κών. Μό­λις αρ­χί­σει να της ψελ­λί­ζει αδια­νό­η­τες φρά­σεις και λί­γο προ­τού γί­νει απει­λη­τι­κός, εμ­φα­νί­ζε­σαι εσύ: σπεύ­δεις από το μπαρ όπου κα­θό­σουν και την παίρ­νεις δί­πλα σου. Εί­σαι η Λορ, ετών 49, εί­ναι η Μπέ­τι, ετών 28. Γνω­ρί­ζεις ήδη αυ­τόν τον δια­τα­ραγ­μέ­νο πε­λά­τη για­τί το εστια­τό­ριο, «η Τρύ­πα» όπως ονο­μά­ζε­ται, ανή­κει στον σύ­ντρο­φό σου Μά­ριο και απο­τε­λεί κα­τα­φύ­γιο βα­σα­νι­σμέ­νων ψυ­χών. Εί­σαι μια πρώ­ην νο­σο­κό­μα και νυν πλού­σια χή­ρα που φρο­ντί­ζει τους πε­λά­τες, ενώ το δι­πλα­νό ξε­νο­δο­χείο εί­ναι κτή­μα και κα­τοι­κία σου. Προ­θυ­μο­ποιεί­σαι να την φι­λο­ξε­νή­σεις εκεί σ’ ένα δω­μά­τιο, πρώ­τα για μια νύ­χτα, με­τά για πολ­λές ακό­μα.

Εί­σαι και πά­λι, λοι­πόν, ευ­κα­τά­στα­τη και βα­ριε­στη­μέ­νη, αυ­τή τη φο­ρά όμως εν­δε­δυ­μέ­νη με την ευ­γέ­νεια μιας νο­σο­κο­μεια­κής φρο­ντί­δας. Κά­θε βρά­δυ βρί­σκε­σαι ανά­με­σα στους δυ­στυ­χείς της «Τρύ­πας» που δεν έχει την μορ­φή του τυ­πι­κού κι­νη­μα­το­γρα­φι­κού χα­μαι­τυ­πεί­ου όπου διά­φο­ροι με­θυ­σμέ­νοι τρε­κλί­ζουν στο ημί­φως με ένα μπου­κά­λι στο χέ­ρι. Εδώ όλοι εί­ναι κα­λο­ντυ­μέ­νοι και προ­σπα­θούν να δεί­χνουν αξιο­πρε­πείς κά­τω από ένα σχε­τι­κά δυ­να­τό φως, ελα­φρώς γα­λά­ζιο λό­γω ενός ενυ­δρεί­ου που τέ­μνει σχε­δόν εγκάρ­σια την αί­θου­σα, σα να εί­μα­στε σ’ ένα «συ­νη­θι­σμέ­νο» στέ­κι, πό­σο μάλ­λον όταν ακού­γε­ται το θε­σπέ­σιο με­λο­δρα­μα­τι­κό τρα­γού­δι του Michel Jonasz Je voudrais te dire que je t’ attends, μια φρά­ση που πι­θα­νώς θα ήθε­λαν να ψελ­λί­σουν οι πε­ρισ­σό­τε­ροι: θα ήθε­λα να σου πω πως σε πε­ρι­μέ­νω. Αν κα­τά τύ­χη έρ­θουν κά­ποιοι ανυ­πο­ψί­α­στοι πε­λά­τες, ο Μά­ριο σπεύ­δει για πα­ραγ­γε­λία λέ­γο­ντας «Υπο­θέ­τω θέ­λε­τε όλοι μα­νι­τά­ρια», κι όταν εκεί­νοι μάλ­λον έκ­πλη­κτοι τον ρω­τούν τι άλ­λο υπάρ­χει, αυ­τός απα­ντά μ’ ένα ψυ­χρό, δή­θεν αθώο χα­μό­γε­λο, «μό­νο μα­νι­τά­ρια». Η ανύ­παρ­κτη στο πα­ρόν πλο­κή, όπως την συ­ζή­τη­σαν οι δυο Γάλ­λοι μετρ, πε­ριο­ρί­ζε­ται στο ρε­στο­ράν όπου πί­νε­τε και συ­ζη­τά­τε και στο δω­μά­τιο του ξε­νο­δο­χεί­ου όπου την πε­ρι­ποιεί­σαι και την φρο­ντί­ζεις μέ­χρι να συ­νέλ­θει απ’ την κα­τάρ­ρευ­σή της.

Στους δυο αυ­τούς χώ­ρους σου δι­η­γεί­ται με αλ­λε­πάλ­λη­λα, θραυ­σμα­τι­κά φλας μπακ την ζωή της σε τρεις δια­φο­ρε­τι­κούς, εναλ­λασ­σό­με­νους κύ­κλους. Στον πρώ­το στε­νά­ζουν ο έρω­τας και ο πρώ­ι­μος γά­μος της μ’ έναν πλού­σιο γό­νο και η ασφυ­κτι­κή δια­βί­ω­ση μέ­σα στον αυ­στη­ρό οι­κο­γε­νεια­κό του κλοιό· στον δεύ­τε­ρο, οι συ­νε­χείς απι­στί­ες της και η σχέ­ση με έναν νε­α­ρό φοι­τη­τή· στον τρί­το, η παι­δι­κή ηλι­κία με την τραυ­μα­τι­κή μνή­μη της κρυ­φής ερω­το­τρο­πί­ας του πα­τέ­ρα της με μια γυ­ναί­κα. Ενώ οι τε­λευ­ταί­ες δυο ιστο­ρί­ες εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο στα­τι­κές και απλώς κα­θα­ρί­ζουν στα­δια­κά την ει­κό­να, η πρώ­τη οδη­γεί­ται σε δρα­μα­τι­κή κο­ρύ­φω­ση κα­θώς η ερω­τι­κή της ιστο­ρία κά­πο­τε απο­κα­λύ­πτε­ται στην οι­κο­γέ­νειά της με τρα­γι­κές συ­νέ­πειες. Η άγνω­στη ψυ­χο­γρα­φία / ψυ­χορ­ρα­γία της Μπέ­τι ξε­δι­πλώ­νε­ται ως παζλ κα­θώς η πλο­κή τε­λι­κά φτά­νει από το πα­ρελ­θόν.

Μ’ έναν ψυ­χρό και άβου­λο σύ­ζυ­γο, υπο­ταγ­μέ­νο σε μια μη­τριαρ­χι­κή μη­τέ­ρα που κυ­ριαρ­χεί στο σπί­τι, θα σκέ­φτη­κες πως η μοι­χεία δεν απο­τε­λεί πα­ρά την πρώ­τη δια­θέ­σι­μη δια­φυ­γή. Όμως η ίδια πα­ρα­δε­χό­ταν την ερω­το­μα­νία της, την δια­καή κι ακα­τα­μά­χη­τη επι­θυ­μία να συ­νευ­ρε­θεί με άντρες, που την έφε­ρε στο ση­μείο να προ­σκα­λέ­σει τον ερα­στή της στο ίδιο της το σπί­τι ένα βρά­δυ που οι άλ­λοι έλει­παν σε μια θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση. Τον υπο­δέ­χτη­κε ξυ­πό­λη­τη με χο­ρευ­τι­κές κι­νή­σεις κι έσπευ­σαν στα κα­θιε­ρω­μέ­να τους πά­νω στον οι­κο­γε­νεια­κό κα­να­πέ. Η ανα­βο­λή της πα­ρά­στα­σης εί­χε ως απο­τέ­λε­σμα την βί­αιη δια­κο­πή της δι­κού τους ερω­τι­κού μο­νό­πρα­κτου: σύσ­σω­μος ο οί­κος βρέ­θη­κε μπρο­στά στο απο­τρό­παιο θέ­α­μα και προ­τού πε­τα­χτεί στο δρό­μο υπο­χρε­ώ­θη­κε να επι­λέ­ξει: ή θα έφευ­γε χω­ρίς τί­πο­τα, γνω­ρί­ζο­ντας πως αναμ­φι­σβή­τη­τα θα έχα­νε την δι­κα­στι­κή δια­μά­χη για τις μι­κρές της κό­ρες ή θα υπέ­γρα­φε την πα­ρα­χώ­ρη­ση της επι­μέ­λειάς τους στην οι­κο­γέ­νεια ένα­ντι ενός με­γά­λου χρη­μα­τι­κού πο­σού. Ήταν εμ­φα­νές πως τους ήταν πλέ­ον άχρη­στη· η δου­λειά της ως ορ­γά­νου ανα­πα­ρα­γω­γής κλη­ρο­νό­μων εί­χε τε­λειώ­σει. Εξαρ­χής, άλ­λω­στε, την απο­κα­λού­σαν μη­τέ­ρα, προ­τού καν γεν­νή­σει, συ­νε­πώς οποια­δή­πο­τε γυ­ναί­κα θα μπο­ρού­σε να έχει παί­ξει αυ­τό τον ρό­λο. Η απελ­πι­σία κι ο πα­νι­κός την οδή­γη­σαν στην δεύ­τε­ρη επι­λο­γή και, εξα­να­γκα­σμέ­νη στο μέ­γι­στο τα­πεί­νω­μα, βρέ­θη­κε στους δρό­μους να τρε­κλί­ζει και ν’ ανα­ζη­τά την αλ­κο­ο­λι­κή λή­θη.

Σας θυ­μά­μαι και τις δυο πο­λύ κα­λά να γε­μί­ζε­τε την οθό­νη με κο­ντι­νά πλά­να και προ­σπα­θού­σα να δια­κρί­νω πά­νω στα πρό­σω­πά σας κά­τι από το μυ­στή­ριο της αν­θρώ­πι­νης ψυ­χής. Πρώ­τα εσέ­να: μια σχε­δόν μη­τρι­κή πα­ρου­σία διαρ­κώς δί­πλα της. Εμ­φα­νώς την πε­ριέ­βαλ­λες με στορ­γή αλ­λά συ­χνά κά­λυ­πτες τα λό­για της με τα λό­για σου, σα να ήθε­λες να δια­τη­ρείς τον έλεγ­χο και να ορί­ζεις πλή­ρως τους όρους της επι­κοι­νω­νί­ας σας, ίσως κι επει­δή ήταν σα να τα γνώ­ρι­ζες όλα: εί­χες κι εσύ το δι­κό σου τα­ρα­χώ­δες, κά­πο­τε και κοι­νό πα­ρελ­θόν. Πες μου, για ποιο λό­γο την πε­ρι­μά­ζε­ψες; Την επι­θυ­μού­σες ως γυ­ναί­κα; Δεν έδει­ξες κά­τι τέ­τοιο, αν και υπήρ­ξε μια κά­πως ιδιαί­τε­ρη στιγ­μή. Όταν βγή­κε από το πρώ­το της μπά­νιο στο δω­μά­τιο, την εί­δες ξυ­πό­λη­τη και γο­νά­τι­σες μπρο­στά της για να της φο­ρέ­σεις κά­ποιες πα­ντό­φλες. Η κά­με­ρα εστί­α­σε στα πό­δια της κα­θώς τα άγ­γι­ξες για να τα ντύ­σεις – μια στιγ­μή ακι­νη­σί­ας κι η εί­σο­δος κά­ποιας μου­σι­κής φρά­σης ίσως τό­νι­σαν κά­τι ανο­μο­λό­γη­το. Μή­πως ήθε­λες απλή συ­ντρο­φιά; Κά­ποια να έχει πε­ρά­σει χει­ρό­τε­ρα από τα δι­κά σου; Εί­χες το σύν­δρο­μο της Μη­τέ­ρας Τε­ρέ­ζας; Ήθε­λες να απο­τε­λέ­σεις το ζω­ντα­νό πα­ρά­δειγ­μα της «κα­λο­σύ­νης των ξέ­νων»;

Αν εσύ ήσουν η συ­γκρα­τη­μέ­νη ακρο­ά­τρια, εκεί­νη ήταν μια γυ­ναί­κα συ­ναι­σθη­μα­τι­κά πα­ρά­λυ­τη και ανε­πα­νόρ­θω­τα τα­πει­νω­μέ­νη. Στο έγ­γρα­φο που την έβα­λαν να υπο­γρά­ψει δή­λω­νε: Εγώ η Ελί­ζα­μπεθ Ετάμπλ, ετών 28, χω­ρίς επάγ­γελ­μα, δη­λώ­νω πως υπήρ­ξα πόρ­νη, πως εί­χα ερα­στές πριν και με­τά τον γά­μο μου και κοι­μή­θη­κα μα­ζί μ’ έναν από αυ­τούς δί­πλα στο παι­δι­κό δω­μά­τιο. Η υπο­γρα­φή κο­στο­λο­γή­θη­κε στα 200.000 φρά­γκα. Ταυ­τό­χρο­να όμως ήταν ένα σώ­μα εύ­φλε­κτο, που αι­σθα­νό­ταν ή χρη­σι­μο­ποιού­σε την αχα­λί­νω­τη σε­ξουα­λι­κή επι­θυ­μία ως την μο­να­δι­κή αί­σθη­ση ελευ­θε­ρί­ας ή για κά­ποιον σκο­τει­νό λό­γο. Κά­πο­τε σου μί­λη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο για την «ερω­τι­κή» σκη­νή που εί­δε ολο­ζώ­ντα­νη μπρο­στά της όταν ήταν μι­κρή. Ο πα­τέ­ρας της πά­νω σε μια γυ­ναί­κα ορει­βα­τού­σεδεν υπήρ­χε κα­ταλ­λη­λό­τε­ρη λέ­ξη. Το πρό­σω­πο της γυ­ναί­κας έγρα­φε πό­νο ή ευ­χα­ρί­στη­ση. Νό­μι­ζα, σου εί­πε, πως οι γυ­ναί­κες πρέ­πει να υπο­φέ­ρουν για έναν άντρα, να εί­ναι θύ­μα­τα. Ελ­κύ­στη­κα τό­σο πο­λύ και φο­βή­θη­κα το ίδιο, ταυ­τό­χρο­να. Ήθε­λα να δω τα πά­ντα ως το τέ­λος, το πρό­σω­πό της «με­τά», ν’ ακού­σω την φω­νή της. Κυ­νη­γού­σα όλους τους άντρες για να πλη­γώ­σω τον εαυ­τό μου. H αλ­λό­κο­τη ομορ­φιά της ίσως τε­λι­κά έκρυ­βε μια ψυ­χο­λο­γι­κή δια­τα­ρα­χή ή απλώς μια κυ­νι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα που επι­θυ­μού­σε να κα­τα­στρέ­φει κά­θε της σχέ­ση για χά­ρη μιας άλ­λης. Η Μπέ­τι εμ­φα­νι­ζό­ταν ως θύ­μα αλ­λά τε­λι­κά της άρε­σε να πλη­γώ­νει όσους την αγα­πού­σαν κι εσύ, κα­λό­καρ­δή μου Λορ, υπο­τί­μη­σες αυ­τή την αμε­τα­νό­η­τη, ανε­ξέ­λεγ­κτη πλευ­ρά της, μια από­λυ­τα εγω­ι­στι­κή φύ­ση που ανα­ζη­τού­σε κά­θε ευ­χα­ρί­στη­ση στην δι­κή της ηδο­νή και στον πό­νο των άλ­λων.

Τό­τε κα­τά­λα­βα πως η πλο­κή ζη­τού­σε ώθη­ση. Οι ιστο­ρί­ες σας εί­χαν πια ει­πω­θεί και δεν θα πα­ρα­μέ­να­τε έτσι. Όταν ο Μά­ριο κά­ποια στιγ­μή της χα­μο­γέ­λα­σε πί­σω από μια μι­σά­νοι­χτη πόρ­τα (και θυ­μά­μαι πως από μι­σά­νοι­χτη πόρ­τα σάς εί­χε δει κι αυ­τή να κά­νε­τε έρω­τα μια από τις πρώ­τες της νύ­χτες εκεί), υπο­ψιά­στη­κα το ανα­πό­δρα­στο. Χω­ρίς να το πά­ρει κα­νείς μας εί­δη­ση, κρυ­φά κι από τις κά­με­ρες, το νέο ζευ­γά­ρι εί­χε ήδη συ­νεν­νοη­θεί. Αυ­τή η γυ­ναί­κα που νυ­χο­πα­τού­σε ξυ­πό­λη­τη από πόρ­τα σε πόρ­τα φαί­νε­ται πως εί­χε ανταλ­λά­ξει τις απα­ραί­τη­τες μα­τιές με τον Μά­ριο. Σε άφη­σε, Λορ, η Μπέ­τι «σου», κι έφυ­γαν μα­ζί. Αυ­τή ήταν το νέο, το άγνω­στο και το ατε­λεί­ω­τα δια­θέ­σι­μο, ενώ εσύ το πα­λιό, το γνω­στό και το πε­πε­ρα­σμέ­νο. Έγι­ναν όλα κά­τω απ’ τη μύ­τη μας ενώ έπρε­πε να το υπο­ψια­στού­με απ’ την αρ­χή. Ο αξε­πέ­ρα­στος ηδο­νι­σμός της θα ανα­ζη­τού­σε νέο πε­δίο, η αμαρ­τω­λή που εμ­φα­νί­στη­κε ως αγία επέ­στρε­φε στην αμαρ­τία της. Οι θέ­σεις αντι­στρά­φη­καν: τώ­ρα γι­νό­σουν εσύ το θύ­μα που θα χρεια­ζό­ταν βο­ή­θεια αλ­λά ποιος θα σου την έδι­νε; Το βλέμ­μα σου όταν έμπαι­νες σ’ ένα τα­ξί για να φύ­γεις ορι­στι­κά από εκεί, τα έλε­γε όλα. Τί­τλοι τέ­λους.

Η κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή σου ζωή ακο­λου­θού­σε την βιο­λο­γι­κή ή και αντί­στρο­φα. Με­γά­λω­νες, ωρί­μα­ζες και πα­ρέ­μει­νες, όπως κά­θε ωραία γυ­ναί­κα, εσα­εί ωραία. Τε­λεί­ω­σε κι η ζωή σου με τον Κλοντ Σα­μπρόλ, που κά­πο­τε σάρ­κα­σε τον ίδιο τον έρω­τα όταν δή­λω­σε πως χω­ρί­σα­τε επει­δή, από την δι­κή του πλευ­ρά, αντι­λή­φθη­κε πως εν­δια­φε­ρό­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο για την ηθο­ποιό πα­ρά για την γυ­ναί­κα Στε­φάν Οντράν. Ποιος ξέ­ρει τι μπο­ρεί να τον ώθη­σε σ’ αυ­τή την άκομ­ψη ομο­λο­γία! Η ται­νία της ζω­ής σου διάρ­κε­σε 85 χρό­νια, κα­θό­λου άσχη­μα δη­λα­δή· της Μα­ρί Τρε­ντι­νιάν που έπρα­ξε την Μπέ­τι κρά­τη­σε λι­γό­τε­ρο από τα μι­σά, και, σκέ­ψου, θα μπο­ρού­σε να εί­ναι κό­ρη σου, αφού με τον πα­τέ­ρα της Ζαν-Λουί Τρε­ντι­νιάν εί­χα­τε ένα σύ­ντο­μο γά­μο, προ­τού συ­νται­ριά­ξεις με τον Σα­μπρόλ που, πά­ντα δαι­μό­νιος, σας έβα­λε στην ται­νία Les biches (βλ. προη­γού­με­νο τεύ­χος) να αγκα­λια­στεί­τε έστω και «στα ψέ­μα­τα». Τα ίδια αυ­τά ψέ­μα­τα, άλ­λω­στε, του σι­νε­μά μας κρα­τούν αλη­θι­νούς τό­σα χρό­νια, έτσι δεν εί­ναι;


{ Συ­νε­χί­ζε­ται, πά­ντα συ­νε­χί­ζε­ται }

Η ται­νία: Betty (Claude Chabrol, 1992). Οι γυ­ναί­κες: Stéphane Audran, Marie Trintignant. 

Το τρα­γού­δι: Michel Jonasz Je voudrais te dire que je t’ attends (1976)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: