Ο Νίκος Καρούζος σε ένα δοκιμιακό του κείμενο, αντιδιαστέλλει δύο είδη χρονικότητας : τη χρονικότητα της Ζωής και τη χρονικότητα της Ποίησης (εννοώντας συνολικά την Τέχνη). Οι δημιουργίες του ανθρώπου, αν είναι τεχνικής φύσης, ισοδυναμούν με μια ροπή της συνείδησής του προς το πρώτο είδος χρονικότητας που αφορά την κίνηση, τη μεταβολή και τη διαδοχή: το ηρακλείτειο γίγνεσθαι. Εν αντιθέσει, η ποιητική δημιουργία ισοδυναμεί με ένα άλμα της ανθρώπινης συνείδησης στο δεύτερο είδος χρονικότητας που αφορά την ακινησία αυτή τη φορά, το αμετάβλητο, το Είναι των Ελεατών. Με δυο λόγια, ό,τι κατασκευάζει η τεχνολογία (κι ο αυτοκράτορας ορθολογισμός) είναι προορισμένο να περάσει, να ξεπεραστεί από άλλα επιστημονικά και τεχνικά επιτεύγματα στην αέναη ροή των πραγμάτων προς το μέλλον, ενώ ό,τι φτιάχνει η Τέχνη (ανεξάρτητα από το αν είναι καλό ή κακό, σπουδαίο ή ασήμαντο), εκφράζει μια αξίωση αιωνιότητας. Θέλει να «μείνει στον χρόνο», να ακινητοποιηθεί εκεί που γεννήθηκε. Ας λάβουμε υπόψη τα παραπάνω καθώς βλέπουμε στο «8½» έναν σκηνοθέτη που πασχίζει να γυρίσει μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, δηλαδή ένα έργο τέχνης —μια επιθυμία αιωνιότητας— που έχει ως θέμα του την τεχνική, τη χρονικότητα που κινείται μπροστά και θέλει κυρίως να διαβαίνει, να τείνει προς το μέλλον.
Ο Guido Anselmi, είναι καλλιτέχνης και εφευρέτης παράλληλα (γιατί το σινεμά είναι τέχνη και τεχνική αξεδιάλυτα ενωμένες). Θέλει να ακινητοποιηθεί και μαζί να κινηθεί. Κι αυτή η παραδοξότητα δεν έχει να κάνει μόνο με το είδος της τέχνης που επέλεξε να υπηρετήσει αλλά και με τη ζωή του. Ως άνθρωπος ζητάει να προχωρήσει, να ακολουθήσει την ροή του γίγνεσθαι, να αφήσει πίσω του τα πράγματα, τις καταστάσεις και τα άτομα που τον κρατάνε πίσω, δέσμιο του παρελθόντος (ίσως γι' αυτό οραματίζεται την κατασκευή μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας – ποθεί το μέλλον έστω με τη μορφή της μυθοπλαστικής αναπαράστασης κι η επιθυμία του εκπληρώνεται διά της φαντασιακής οδού). Ως καλλιτέχνης, όμως, ακόμα και χωρίς να το συνειδητοποιεί, ζητάει την ακινησία, το Ον του Παρμενίδη, την αιωνιότητα. Αυτή η αντίφαση συνιστά την ύπαρξή του. Ολόκληρη η προσωπικότητα του είναι μια αντίφαση. Ωστόσο εδώ ο σκηνοθέτης-καλλιτέχνης είναι ένα σύμβολο για τον δυτικό άνθρωπο γενικά, που όλες του οι πράξεις εμπεριέχουν, σε κυμαινόμενη αναλογία, αυτή τη διπλή απαίτηση κίνησης και ακινησίας. Γαντζωνόμαστε στα εργαλεία και τους τεχνολογικούς νεωτερισμούς για να προχωρήσουμε (η αρχική σκηνή με το μποτιλιάρισμα αυτό πάει να πει, δείχνοντας συγχρόνως την ανεπάρκεια της τεχνικής να προσφέρει αποτελεσματική διέξοδο) ενώ παράλληλα ζητάμε από την τέχνη να μας επιβεβαιώσει ότι ορισμένα πράγματα παραμένουν αμετάβλητα, αιώνια, ακίνητα και αξεπέραστα, μικρά νησιά στον ωκεανό του χρόνου, ανυπότακτα στον νόμο της αλλαγής, απρόσβλητα από την φθοροποιό ισχύ του γίγνεσθαι (βιβλία, πίνακες, αγάλματα, ταινίες, τραγούδια που, ό,τι καινούργιο κι αν εμφανιστεί, δεν ξεπερνιούνται και δεν υπερβαίνονται). Η προσφυγή στα έργα τέχνης, οφείλεται εν πολλοίς στην αδάμαστη σαγήνη που ασκεί το ακίνητο αιώνιο, το μόνιμο και αναντικατάστατο μέσα σε έναν κόσμο που κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το μέλλον, προσπερνώντας, αντικαθιστώντας διαρκώς, σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Κι ο Guido, καλλιτέχνης και τεχνίτης που αδυνατεί να επιλέξει τη χρονικότητα που του ταιριάζει, καθώς δυσκολεύεται να αποφασίσει αν θα κινηθεί προς τα πίσω (το παρελθόν τον καλεί κοντά του κάθε στιγμή) ή προς τα εμπρός, γίνεται ο χαρακτηριστικός τύπος της εποχής του. Το αριστούργημα του Φελίνι, αποτυπώνει μέσα από ένα σουρεαλιστικό αισθητικό πρίσμα τον —πολύ ρεαλιστικό— διχασμό του.