Η Κάτια παρατηρεί τις καμένες γωνιές από το τραπέζι. Τις αγγίζει με το δάχτυλό της και αναρωτιέται πώς δημιουργήθηκαν. Πρώτη φορά βλέπει το τραπέζι της κουζίνας χωρίς τραπεζομάντιλο. Η μαμά έστρωνε παλιά ένα λευκό με δαντελίτσα στην άκρη. Από τότε που εξαφανίστηκε ο μπαμπάς αντικαταστάθηκε με ένα μπλε σκούρο. Δεν αφήνει ποτέ κανέναν να το τινάξει μετά το φαγητό.
Η μαμά στο μεταξύ μαγειρεύει και της λέει τα κουτσομπολιά της γειτονιάς. «Λείπεις τόσο καιρό στην Αθήνα κι εδώ έχουν γίνει σημεία και τέρατα! Θυμάσαι τον Γιώργο από απέναντι; Έριξε έναν καβγά τις προάλλες με την Ρίτσα.» Η Κάτια κουνάει το κεφάλι χωρίς να πολυακούει, το μυαλό της είναι κολλημένο στις καμένες γωνιές. «Και μετά έπιασε τη μικρή από το μαλλί και της έλεγε ζήτα συγγνώμη αμέσως από τον μπαμπά, άσε που κάπνιζε κι ένα τσιγάρο που η στάχτη έπεφτε στο κεφαλάκι της και εμείς βγήκαμε έξω και τους κοιτάζαμε με το στόμα ανοιχτό. Χαμός σου λέω. Το λυπήθηκε η ψυχή μου το παιδί, ακούς καλέ που σου μιλάω;».
Και τότε θυμάται.
Η μαμά ξαπλωμένη στο τραπέζι της κουζίνας με τη νυχτικιά της σηκωμένη και τα πόδια της να κρέμονται. Το βρακί της πεταμένο στο πάτωμα δίπλα στο λευκό τραπεζομάντιλο. Ο μπαμπάς από πάνω της κουνιέται και βογκάει. Το χέρι του κλείνει το στόμα της μαμάς. Από το δικό του στόμα κρέμεται ένα τσιγάρο. Η μαμά τον σπρώχνει αλλά εκείνος βάζει κι άλλη δύναμη. Λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούγεται ένας δυνατός αναστεναγμός από τον μπαμπά. Βγάζει το τσιγάρο από το στόμα του και το σβήνει στη γωνία του τραπεζιού. Σηκώνεται και κουμπώνει το παντελόνι του. Η μαμά μαζεύει το βρακί της, σκουπίζει τα μάτια της και ρίχνει νερό στο πρόσωπό της. Η Κάτια, τρέχει γρήγορα στο δωμάτιό της και παίρνει αγκαλιά το αρκουδάκι της.
Η Κάτια ξύνει δυνατά με το νύχι της τις καμένες γωνιές. Σηκώνεται κι αγκαλιάζει τη μαμά από πίσω. Ο σβέρκος της μυρίζει ανθόνερο.
«Ήρθε η ώρα να το πετάξουμε αυτό το τραπέζι», της λέει.
Η μαμά γυρίζει απότομα και την κοιτάζει στα μάτια. Με το δεξί της χέρι πιάνει το μπλε σκούρο τραπεζομάντιλο που είναι διπλωμένο πλάι της.