Εκείνο το κοριτσάκι με το άσπρο φόρεμα και τα πυρόξανθα μαλλιά
θα είναι πάντα η μαμά μου
Στο κέντρο οι παππούδες
αποκαμωμένοι
και γύρω τα βλαστάρια
πίσω τα μεγαλύτερα
και τα μικρότερα μπροστά
δέκα στο σύνολο
πολύ τακτοποιημένα
-η έλλειψις πάσας προφυλάξεως ήτον της Εκκλησίας το ευκταίον‒
τα στερνοπούλια κρεμασμένα στην ποδιά
κι η γιαγιά να κρατάει παραμάσχαλα το τελευταίο
Οι καλοκαιρινοί ήλιοι λοιπόν θα έχουν πάντα το χρώμα ενός παιδικού χαμόγελου που τρέχει γυμνό στην αμμουδιά
τότε που με μια ανάσα βρισκόμασταν στο σπίτι του καχύποπτου γείτονα και δεν φοβόμασταν την ανηφόρα ή τα φίδια
—δεν ξέραμε ότι υπάρχουν κι αφού δεν ξέραμε ότι υπάρχουν, δεν θα υπήρχαν κιόλας—
οι καλοκαιρινοί ίσκιοι θα έχουν τη νοσταλγία κάποιας λησμονημένης προσμονής
και τα ζεστά μπισκότα από τον φούρνο το άρωμα της πατρικής στοργής
τετάρτη θα ήμασταν, βήχαμε, βήχαμε, βήχαμε, βήχαμε κι εκείνος έφερνε κάθε πρωί κι από έναν λουκουμά
ρισκάροντας τόσα πολλά
η μέρα συνώνυμη του αιθέρα
κι η νύχτα θα είναι πάντοτε ο χνουδωτός ανασασμός ενός μωρού που αποκοιμιέται όπου σταθεί κι όπου βρεθεί
το κάθε λίκνο του το λέμε φάτνη
κι αυτή είναι η σωτηρία μας
κι η Aka Lucie Berard
το κοριτσάκι εκείνο με το άσπρο φόρεμα και τα πυρόξανθα μαλλιά
θα είναι πάντα η μαμά μου
σ’ εκείνη την παλιά οικογενειακή φωτογραφία
όλο ντροπή που την εβάλανε να κάτσει στα πόδια του παππού.