Εκμαγείωση του κενού

Giuseppe Sacconi (Iταλία 1854-1905): Αλληγορία της Ποίησης
Giuseppe Sacconi (Iταλία 1854-1905): Αλληγορία της Ποίησης

Εξ ιδίων στο αδιατήρητο

Η ποιητική «ολοκρατία», η αδιατάρακτη παγιότητα συνενωτικού δογματισμού, είτε επανεμφανίζεται εκ νέου επεξεργασμένη είτε παραμένοντας ανεπεξέργαστη, αποτελεί επέλαση εξιδανικευμένων αναπροσαρμογών, συγκεκλιμένων επεξηγήσεων, στις οποίες περιδίνεται η «εναλλακτική χειραφέτηση» από το αποκλίνον της ποίησης.
Η ποίηση δεν είναι ακατάβλητη διότι είναι προστατευμένη μα επειδή είναι παντελώς απροστάτευτη. Αυτό το ακατάβλητο και συνάμα απροστάτευτο γίγνεσθαι της ποίησης εκλαμβάνεται ως αξιακό μειονέκτημα καθοριστικής βαρύτητας από τους υποστηρικτές της μη ποίησης με την οποία αντικαθιστούν την ποίηση απολαμβάνοντας οποιοδήποτε έρεισμα, οποιαδήποτε πλήρωση ενωτικού μερισμού απ’ όπου προκύπτει «παρείσφρηση σε ανώτερο νόημα».

Το μυθοποίημα αυτής της διαδικασίας, ολοένα και πιο δεσμευμένο στο ιδεώδες της «αυθορεί ένωσης» μεταξύ προσφοράς και αντάμειψης ενώνεται απανωτά με την ένωσή του, με τους ενωτικούς κλάδους της έμπνευσης όσο και της πρακτικής της ενοποίησής του, μιας ενοποίησης η οποία δεν αλλάζει μα επανακάμπτει διότι το μυθοποίημα εγείρεται ήδη συλλογικά ενωμένο, αλληλέγγυο, και καταπέφτει με την ένωσή του αμείωτη και απαράλλακτη: α) τα ατομικά ρήγματα ως εσοχές νοήματος συρρικνώνονται τραγικά καθώς συμπιέζονται ολοένα και ασφυκτικότερα από δια-υποκειμενικές πληροφορίες μέσω των οποίων διενεργείται μια σύγχρονη ζωή απονομών και δικαιοδοσιών. β) οι ατομικές ακμές ως εξοχές νοήματος συρρικνώνονται τραγικά καθώς συμπιέζονται ολοένα και ασφυκτικότερα από δια-υποκειμενικές πληροφορίες μέσω των οποίων διενεργείται μια σύγχρονη ζωή αποσπάσεων κι αποστερήσεων.
Η ανάγκη για αλληλοπροστασία είναι αδήριτη διότι το φαινόμενο «προσφορά/αντάμειψη» εγείρεται από έλλειμα κατανόησης της ποιητικής συναπτότητας: παρελθόν/μέλλον. Σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο οι αποκαλούμενοι πνευματικοί παράγοντες, κριτικοί, ποιητές, δεν καταφέρνουν να διανοηθούν πως το παρελθόν βρίσκεται εξίσου υπό διαμόρφωση όπως και όσο το μέλλον, πως το παρελθόν –όπως το εξήγησα σε παλαιότερο δοκίμιο– εξακολουθεί να δημιουργείται στον βαθμό που δημιουργείται μέλλον. Παρόν είναι μονάχα η κρίση της διάνοιας ανάμεσα στα δυο, η οποία απαράβατα εξαντλείται –από τους προαναφερθέντες παράγοντες– στη διευκρίνηση αυστηρά επιλεγμένων ενδιαμέσων μα ποτέ στη διευκρίνηση της ουσίας που καθιστά άκρα αυτά τα δύο άκρα.

——————

Το ποίημα, είδος –όπως επισήμανα προ ετών– υπό εξαφάνιση∙ φέρει εκείνες τις σχεσιακές αναταράξεις, αντιθέσεις, αντιπαραβολές, μέσω των οποίων η ποίηση απολλύει διαστάσεις ώστε να αποκαλυφθεί ως μέλος κενού, υπερβαίνοντας τα εκλαμβανόμενα που ορίζουν την κατανοητική απολυτότητα η οποία εδράζει στο κέντρο ή σε όποιο άλλο σημείο αυτού που ονομάζεται «κοινή ζωή».
Στο ποίημα η αλλότητα της δημιουργικής γλώσσας άρει από λέξη προς λέξη την οριστική της επιτέλεση επιτρέποντας την ομόχρονη δημιουργία ενός έργου επόμενου εντός του προφανούς δημιουργούμενου.
Το μη ποίημα, το καθολικό στις μέρες μας ποιητικό πρότυπο, συντίθεται μέσω μη ουτοπικής ή ουτοπικής θετικότητας∙ δηλαδή μέσω κάθε κλήσης που αποσκοπεί σε ανάσυρση μιας καθολικής επιβεβαίωσης (μιας απόλυτης σύγχυσης μεταξύ θέσης, αναγωγής και κατανόησης λοιπόν), ώστε να συνεπάγεται η προθεσιακή συνοχή μιας υπεσχημένης και παραδομένης ποίησης τόσο στη διάρκεια της γραπτής εκτύλιξης όσο και της ποιητικής αξιοποίησης.
Στο μη ποίημα τίθεται προτυπικά οτιδήποτε αμελλητί πρόσφορο προς αναγνώριση μεταξύ στιχοδότη και στιχοδέκτη, το οποίο επιπρόσθετα προεικονίζει ένα αγωνιστικό κι ελπιδοφόρο επέκεινα που βρίθει αποθεώσεων, αποκαλύψεων, απελευθερωτικών αγγελμάτων.

——————

Η αισθητικοποίηση της εκφραστικής σκιάς, που πρόσκαιρα επιμηκύνεται κατά τη δύση του επινοητικού φωτός, αποτελεί πλέον μέρος της ποιητικής διαδικασίας∙ της διαχείρισης του εδώ και τώρα όπου μια τέτοια «ποιητική δυνατότητα» επενδύεται (είτε σε είτε με) κάποια επικαιρότητα που παλαιότερος ποιητής δημιούργησε.
Η ποίηση σήμερα, η ελάχιστη ποίηση, δεν προσφέρει εστίες, μικρές ή μεγάλες περιόδους χάριτος, συγκολλήσεις στο διαρρηγμένο, τον εντοπισμό του σημείου όπου πάρθηκε η «λανθασμένη κατεύθυνση», γιατί όλα αυτά έχουν κατά τρόπο εξαίρετο αναδειχθεί από την ποίηση που δημιουργήθηκε στο κοντινό (εικοστός αιώνας) ή στο απώτερο παρελθόν. Υπάρχει λοιπόν ένα δεδομένο πρόβλημα, εκείνο της αξιακής επανάληψης, η οποία όσο νεωτερικά κι αν επαναλαμβάνεται δεν δημιουργεί νέο περιεχόμενο. Το γεγονός πως η αρένα που αποκαλείται ευρύτερα «κοινωνία αναγνωστών» εξυπηρετείται με συγκεκριμένα ποιοτικά ή ερμηνευτικά κριτήρια, δεν αφορά την ποίηση και δεν εκδηλώνεται μέσω αυτής.
Με τη, λεγόμενη, πνευματική παράδοση μπορεί να έρχεται κανείς σε επαφή, διότι στη μία της πλευρά βρίσκεται εκείνος που επιζητά επαφή και στην άλλη η λεγόμενη πνευματική παράδοση. Με την πνευματική παράδοση, όμως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, διότι δεν υφίσταται κάποιο συγκεκριμένο πράγμα, δύο ή περισσότερα, τα οποία μπορούν να έχουν μεταξύ τους επαφή. Η πνευματική παράδοση λέω πως είναι γινόμενο κενό. Η απουσία πληθυντικού αριθμού σ’ αυτήν αποτελεί, ευρύτερα, απελπισμό. Για να μετάσχεις στην πνευματική παράδοση απολλύεσαι. Τι γυρεύει κανείς σ’ ένα τέτοιο απροόριστο κι εξελισσόμενο κενό;
Κάθε ποιητική προσφορά που εγγυάται ένα νέο ξεκίνημα ενώ υπαγορεύει το παραμέρισμα, την αποφυγή των δεδομένων στα οποία βασίζεται η εμφάνισή της, είναι, πολύ απλά, ευτελής, ανεξαρτήτως του βαθμού αποδοχής ή νουθεσίας. Η ποίηση δεν εκφράζεται πολυφωνικά, μολονότι πάνω σε αυτή την άποψη θεμελιώθηκε σχετικά πρόσφατα η κατόπτευσή της. Η ποίηση εκφράζεται εκδοχικά. «Όσο κι αν δεν υπάρχει τίποτα πιο κανονικό από το τέλος/οι άνθρωποι/βρίσκουν άλλα θέματα για να εγκαταλείψουν./Σε ανεντόπιστο σημείο/έρχεται η ώρα που παραδίνονται στ’ αφεντικά τους οι λέξεις».

Αθήνα, Φεβρουάριος 2010

——————

Η ποίηση είναι απολύτως αυτόνομη διότι είναι υποκείμενη σε ακυρώσεις, διαψεύσεις και εξελίξεις που η ίδια δημιουργεί∙ υπερβαίνει την απολυτοποίηση όσο και τη σχετικοποίησή της: ο ποιητής δεν τα καταφέρνει ποτέ επαρκώς διότι πληροί κενό. Τα καταφέρνουν επαρκώς όσοι καταπιάνονται με το αποκλείον είδος, με την εκπλήρωση, με τη νοηματική οριζοντιοποίηση. Μόνο η κακή ποίηση, η μη ποίηση, συνδέεται με εμπροϋπόθετες απαιτήσεις, δηλαδή εξαρτήσεις ενός φαντασιακού που εμπλουτίζει, επικαθορίζει την «κοινωνία των αναγνωστών». Οι διενεργούντες της μη ποίησης είτε δεν γνωρίζουν από έρευνα είτε δεν ερευνούν πέραν των συνθηκών όπου η επιγνωσιακή τους κατάσταση σταδιακά ή αυτομάτως χάνει το νόημα και την αξία της. Άπαντες στη δικαιο-διάσταση του προορισμένου αυτού είδους βγάζουν βόλτα τον Κέρβερό τους για να κάνει την ανάγκη του. Αυτή είναι η τωρινή, η σύγχρονη, αντιστοίχιση.
Απεναντίας η ποίηση, σήμερα, αποτελεί είδος ριζικής ετερότητας το οποίο ορίζεται από γλωσσική αυτοτέλεια και αυτόνομη, δηλαδή αντενδεικτική, νεωτερικότητα. Η ποίηση όχι μόνο δεν επιγίνεται σε σχέση με κάποια συνειδητοποίηση εκφοράς λόγου ή σε σχέση με την αναπαραγωγή κάποιας αξιόχρηστης βασιμότητας∙ δεν επιγίνεται διόλου, για τον απλούστατο λόγο πως στην ποίηση δεν υφίσταται ούτε πρότερο περιεχόμενο ούτε ύστερο, παρά μόνο δημιουργούμενο.
Η ποίηση, εννοώ, αποκλείεται από την παραδεδειγμένη συλλογική έννοια και πρακτική της ποίησης κι αυτός ο αποκλεισμός αποκαλύπτει τη βαθύτερη ηθικο-αισθητική επιζήτηση εντός της οποίας έχουν η συλλογική έννοια και η πρακτική της ποίησης αναπτυχθεί, όπου, για παράδειγμα, το υλικό ταυτίζεται με το περιεχόμενο, η αξία με το νόημα, ο ρυθμός με το μέτρο, το αίτημα με τον τρόπο. Η ποίηση δεν τίθεται στην υπηρεσία της κοινωνίας, τουναντίον, θέτει την κοινωνία σε ένα διάκενο μεταξύ πραγμάτων και εννοιών όπου καλείται να αποδοθεί, να λειτουργήσει εκ νέου, κατά την πρόσκαιρη ολοκλήρωση μέσω της οποίας ο ποιητής αναλύθηκε και άφησε για πάντα πίσω του δημιουργώντας αυτομάτως το ζήτημα μιας επόμενης πρόσκαιρης ολοκλήρωσης.
Η ποίηση αμφισβητεί οτιδήποτε σ’ αυτήν αναγνωρίζεται καθώς και τους λόγους για τους οποίους αναγνωρίζεται. Αυτή είναι η βασικότερη των οργανικών της λειτουργειών, δεν έχει λοιπόν με το αποκλείον τη σχέση που έχει το αποκλείον μ’ αυτή. Δεν ισχύει, στην περίπτωση ετούτη, ο τύπος της δυαδικής αντίθεσης μεταξύ τους μα μία άρνηση αναγνώρισης της βασικής αρχής της ποίησης: πως η προέλευση είναι όριο και το όριο προέλευση.
Εκείνο που ξεχωρίζει την ποιητική δουλειά, το ποίημα, από το έργο, δηλαδή από το ποίημα, είναι πως στη δουλειά το ποίημα αποτελεί πεδίο στο οποίο τίθενται τόσο η εξακρίβωση, λ. χ. ενός ζητήματος, όσο και το ζήτημα, υπό τις συνθήκες με τις οποίες κρατήθηκε η σημασία τους ώσπου να ενταχθούν σε αυτό. Στο έργο συμβαίνει κάτι άλλο, το ποίημα είναι ένα κενό το οποίο αποτελεί νέο πεδίο εξακρίβωσης και το ζήτημα τίθεται εκεί στις συνθήκες που το ποίημα δημιουργεί.
Το αποκλεισμένο είδος, λοιπόν, δεν έχει σχέση μήτε κοινό λόγο με το αποκλείον είδος. Η ποίηση δεν σχετίζεται με την ποιητική ή μη ποιητική συλλογικότητα και τα όριά της. Η ποίηση δημιουργείται σε μια διευρυνόμενη ή, ορθότερα, απομακρυνόμενη επικράτεια ποιητικής εμπειρίας η οποία εμπλουτίζει το ρίζωμά της όσο προεκτείνει τα γλωσσο-περιεχομενικά της όρια, δεν είναι προορισμένη μήτε προοριστική. Λειτουργεί δηλαδή σε απόλυτη ασχεσία με το αποκλείον, κοινώς αποδεκτό, ποιητικό είδος.


Εξορισμός

Η ποίηση είναι ιδιόσημη, όχι πολύσημη. Κάθε φορά που αναδιαμορφώνεται ώστε να επανεκτεθεί επανεκτίθεται και κάποιο είδος περιεχομενικής απόπειρας μέσω της οποίας δοκιμάζεται η αναδιαμόρφωση. Εντούτοις, μπορεί να συμβαίνει και κάτι ακόμη, μια ενδόρρηξη προς το μέλλον: να απορρίπτεται η ίδια η ποίηση διότι η περιεχομενική απόπειρα, μέσω της οποίας επιδιώκεται η νέα της έκθεση, είναι προϋποθετική της αξιολόγησής της. Ο ποιητής, συνεπώς, χάνει τον λόγο του, χάνει ακόμη και την ιδιότητά του κατά τη δημιουργία του ποιήματος. Και όταν αποκτά εντέλει ξανά λόγο και ιδιότητα μέσω του ποιήματος, τόσο ο λόγος όσο και η ιδιότητα διαφέρουν από εκείνο που ήταν.
Κάθε στιγμή ποίησης απωθείται από την ίδια της τη συγκρότηση, εκτρέπεται από το έργο, αυτό δεν σημαίνει μόνο αυτό που συμβαίνει μα και πως οτιδήποτε έχει εκτραπεί λόγω έργου δεν δύναται να εκτραπεί ξανά, να δημιουργηθεί ξανά ως στιγμή ποίησης.
Με την ποίηση δεν επανακτάται μήτε μεταβιβάζεται η ζωή, όπως ισχυρίζονται οι δαφνοσυντηρούμενοι. Όσο εμβαθύνει κανείς στην ποίηση τόσο απομακρύνεται από τη ζωή. Αυτό που αφήνει πίσω του ο ποιητής είναι το μέλλον του, δηλαδή η αυταπάτη του. Οξύμωρο; Διόλου, γιατί αυτή είναι, εντέλει, η αξία της ζωής, οδηγεί τον ποιητή στην ολική της απώθηση μέσω έργου: «Ο χρόνος καθιστά την ποίηση/ανώτερη απ’ τον χρόνο:/Η ποίηση αποδεικνύει τη ζωή/ανώτερη από τον εαυτό της».
Εκείνο που εκλύεται, παρ’ όλα αυτά, περιορίζεται από μια αναπάντεχη σφίξη του όλου: όντας έτοιμη η ποίηση να αλλάξει διάσταση, να εγκαταλείψει για πάντα την κατάσταση του δημιουργού της και να αποτεθεί στην κατάσταση της κοινοποίησής της, αποκόπτεται κι από τις δύο καταστάσεις, μετατρέπεται σε εκμαγείο του κενού (μέγιστη διαφορά)[1] το οποίο συνέχει τα πάντα. Το ποίημα, δηλαδή, δεν γίνεται αλλοτριώσιμο διότι ουδέποτε υπήρξε δικό. Και τούμπαλιν. Η άποψη που προϋποθέτει το αντίθετο, η επικρατούσα άποψη επί ποίησης, είναι απόδειξη μιας σημασιολογικής εξωγένειας κατά την οποία η ποίηση περιέρχεται καταληκτικά στην κοινωνία διότι δεν ανήκει στον ποιητή. Ο πολιτικός τομέας της φιλανθρωπικής ανοησίας.
Για ν’ αρχίσει να κατανοεί κάπως την ποίηση η κοινωνία θα πρέπει να αναγνωρίσει πως η εν λόγω κατανόηση περνά υποχρεωτικά μέσα από την αναγνώριση της παραβίασής της από την ποίηση.
Η ποίηση δεν είναι, πλέον, απλώς μια υπέρβαση της κατανόησης ή της ερμηνείας ενός θέματος μα μία άνευ προηγουμένου περιεχομενική ένδειξη αυτού που βρίσκεται πέρα απ’ αυτήν. Η ελαχιστότητά της, συνεπώς, όσο κι αν είναι αναπόδεκτη είναι αδιαμφισβήτητη: η ποιητική δημιουργία απαλλάσσεται πλήρως από τις διαφορικές της πτυχές, γίνεται ποίημα παραμένοντας ανεξάρτητη από τις επιλογές και τις παρωθήσεις μέσω των οποίων πραγματώνεται μα ως ποίηση παραμένει απραγματοποίητη.

Κατακλείδα

Ποίηση, μια ανεμπίπτουσα τελειούμενη υπόθεση. Ανάξια γνώση της αλήθειας όχι όπως στην ατέλειά της αξίζει μα όπως στην ασυγκόμιστη τιμή της. Θάνατός μου η ζωή της.

Παρίσι, Ιούνιος 2019

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: