Ο Ποιητής Αντώνης Φωστιέρης

Έργο του Σωτήρη Σόρογκα (λεπτομέρεια)
Έργο του Σωτήρη Σόρογκα (λεπτομέρεια)

Θε­ο­δό­σης Πυ­λα­ρι­νός, Ο Ποι­η­τής Αντώ­νης Φω­στιέ­ρης, Θε­μα­τι­κές και Μορ­φο­λο­γι­κές Προ­σεγ­γί­σεις στο έρ­γο του, Εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη 2021

——————

Ο Θε­ο­δό­σης Πυ­λα­ρι­νός εί­ναι ομό­τι­μος Κα­θη­γη­τής στο Ιό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο, με­λε­τη­τής, ερευ­νη­τής, κρι­τι­κός με πλού­σιο συγ­γρα­φι­κό έρ­γο και ιδιαί­τε­ρη ενα­σχό­λη­ση με την Επτα­νη­σια­κή Σχο­λή, την κυ­πρια­κή λο­γο­τε­χνία, τη γε­νιά του εβδο­μή­ντα και τον πε­ριο­δι­κό τύ­πο, συ­νερ­γά­της φι­λο­λο­γι­κών και λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κών, μέ­λος γνω­στών επι­στη­μο­νι­κών Εται­ρειών, επι­στη­μο­νι­κός υπεύ­θυ­νος στα Κερ­κυ­ραϊ­κά Χρο­νι­κά και στον Ιό­νιο Λό­γο, επι­με­λη­τής συλ­λο­γι­κών τό­μων όπως Τα πρα­κτι­κά του Επι­στη­μο­νι­κού Συ­νε­δρί­ου «Το κρι­τι­κό έρ­γο του Ι. Μ. Πα­να­γιω­τό­που­λου, του οποί­ου εξέ­δω­σε επτά τό­μους, με πρό­σφα­τες δη­μο­σιεύ­σεις για την Ει­ρή­νη Δεν­δρι­νού, τον Ι. Πο­λυ­λά, την αλ­λη­λο­γρα­φία του Μυ­στα­κί­δη και Πιε­ρί­δη, τον Κύ­κλο του Φοί­βου Σταυ­ρί­δη, τον Αντώ­νη Φω­στιέ­ρη, τον Κώ­στα Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου, τον Γιώρ­γο Μαρ­κό­που­λο, Κ. Πα­λα­μά… εν συ­νό­ψει βε­βαί­ως.
Σή­με­ρα έχου­με στα χέ­ρια μας το νέο βι­βλίο του, Ο Ποι­η­τής Αντώ­νης Φω­στιέ­ρης «Θε­μα­τι­κές και Μορ­φο­λο­γι­κές Προ­σεγ­γί­σεις στο έρ­γο του», στο οποίο βι­βλίο θα προ­σεγ­γί­σει συ­νο­λι­κά το έρ­γο του ση­μα­ντι­κό­τα­του ποι­η­τή της γε­νιάς του, της γε­νιάς του εβδο­μή­ντα, ο οποί­ος έχει συ­νε­χή πα­ρου­σία στα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα, δέ­κα ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές και εί­κο­σι πέ­ντε με­τα­φρά­σεις βι­βλί­ων στο εξω­τε­ρι­κό. Το βι­βλίο πε­ρι­λαμ­βά­νει δύο κύ­ρια Με­γά­λα Μέ­ρη, τη θε­μα­τι­κή των ποι­η­μά­των της κά­θε συλ­λο­γής, το ένα και τα εκ­φρα­στι­κά μέ­σα το άλ­λο, όλα με κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια και με πα­ρα­δείγ­μα­τα για την τεκ­μη­ρί­ω­ση.
Στα Ποι­ή­μα­τα, στην συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση του Κα­στα­νιώ­τη 1970-2005 – βε­βαί­ως, έχου­με και την πιο πρό­σφα­τη Άπα­ντα τα Ποι­ή­μα­τα (1970-2020)- στην οποία πα­ρα­πέ­μπει ο Πυ­λα­ρι­νός, θα βρού­με το θη­σαύ­ρι­σμα των γνώ­σε­ων του ποι­η­τή –αρ­χαία και νέα ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, φι­λο­σο­φία και χρι­στια­νι­κή σκέ­ψη- και φυ­σι­κά Ηρά­κλει­το και Προ­σω­κρα­τι­κούς, Πλά­τω­να και Αρι­στο­τέ­λη. Εν ολί­γοις, αντλεί από όλον τον πλού­το της αν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης και δη­μιουρ­γί­ας. Επί­σης, ο Πυ­λα­ρι­νός επι­ση­μαί­νει ότι ο Φω­στιέ­ρης ευ­νο­ή­θη­κε από την κρι­τι­κή και από τη με­τα­μόρ­φω­σή της σε ζω­γρα­φι­κή και μου­σι­κή. Κι ακό­μα ψη­φιο­ποι­ή­θη­κε, κα­τα­γρά­φτη­κε η απαγ­γε­λία του σε δί­σκο, μί­λη­σε στο ρα­διό­φω­νο και στην τη­λε­ό­ρα­ση. Και ακό­μα κά­τι που π[ρέ­πει εκ των προ­τέ­ρων να το­νι­στεί εί­ναι ότι ο Φω­στιέ­ρης δεν προ­σπα­θεί μέ­σα από την ποί­η­σή του να δι­δά­ξει ή να επι­βά­λει την όποια άπο­ψή του∙ «δεν έχει κα­νο­νι­στι­κή στο­χο­θε­σία». 

Πά­νω στον τοί­χο που θα γρά­ψω ακρο­βα­τώ
Πά­νω στον τοί­χο που ’χω γρά­ψει ισορ­ρο­πώ

Ο Πυ­λα­ρι­νός θα κλεί­σει την εκτε­τα­μέ­νη Ει­σα­γω­γή του με την ευα­ρέ­σκειά του επει­δή πολ­λοί νε­ό­τε­ροι με­λε­τη­τές ή φοι­τη­τές κά­νουν πτυ­χια­κές και με­τα­πτυ­χια­κές ερ­γα­σί­ες στο έρ­γο του Φω­στιέ­ρη. Πο­λύ σω­στά και συ­γκι­νη­τι­κά θα έλε­γα, πιά­νει το νή­μα της ερ­γα­σί­ας του από την πρώ­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με τον τί­τλο Το Με­γά­λο Τα­ξί­δι (1971), το οποίο υπο­δη­λώ­νει το με­γά­λο τα­ξί­δι και στη ζωή αλ­λά και στην Τέ­χνη, συλ­λο­γή έκρη­ξη «των ατό­μων στον πυ­ρή­να του με­γά­λου νο­ή­μα­τος».
Μπαί­νο­ντας στα εν­δό­τε­ρα της έρευ­νας και συ­γκε­κρι­μέ­να στο ποί­η­μα «Της οι­κο­γε­νεί­ας των Αρ­πυιών», ο στό­χος του εί­ναι να με­λε­τή­σει το θέ­μα, όπου ο νε­α­ρός, δε­κα­ε­πτά ετών, ποι­η­τής επε­ξερ­γά­ζε­ται το «κα­τ’ άν­θρω­πον με­τα­φυ­σι­κό» και «κα­τά φύ­σιν απα­θές», «δυ­σα­νά­λο­γο, ανε­λέ­η­το που­λί». Θέ­τει, δη­λα­δή, από πο­λύ νω­ρίς το θέ­μα του θα­νά­του και μά­λι­στα με ένα «που­λί» μυ­θο­λο­γι­κό που με­τα­φέ­ρει τις ψυ­χές στον Άδη και, ενώ το θέ­μα δεν έχει τε­χνο­τρο­πία, η ποί­η­ση του Φω­στιέ­ρη, όπως θα φα­νεί και στην εξέ­λι­ξή της, έχει∙ εί­ναι μο­ντέρ­να. Το Με­γά­λο Τα­ξί­δι εί­ναι προ­ϊ­όν νε­ό­τη­τος, όμως αξιο­πρό­σε­κτο, με ανα­φο­ρές στους προ­γό­νους ποι­η­τές και σε­βα­σμό στην πα­ρά­δο­ση με εξαί­ρε­ση την ποί­η­ση του Πα­λα­μά, για τον επι­κο­λυ­ρι­σμό του και του Σι­κε­λια­νού για την υψι­πέ­τεια.
Στη συ­νέ­χεια θα ασχο­λη­θεί με τον Φω­στιέ­ρη εκ­δό­τη πε­ριο­δι­κών, στα οποία θα κα­τα­θέ­σει βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία, «πρώ­ι­μες συ­γκι­νή­σεις» από τις επα­φές του με τους πνευ­μα­τι­κούς αν­θρώ­πους. Το πε­ριο­δι­κό Η λέ­ξη απο­τε­λεί κο­ρύ­φω­ση της κα­ριέ­ρας του στο εί­δος και συμ­βο­λή στο ποι­η­τι­κό του έρ­γο. Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες, τα πρό­σω­πα και τα πράγ­μα­τα εί­ναι πά­ρα πολ­λά και πο­λύ ση­μα­ντι­κά. 

Εί­ναι κά­ποιες νύ­χτες μά­ταια θλι­βε­ρές /Και κά­ποιες μέ­ρες/
Π’ αρ­με­νί­ζουν μες στον χρό­νο σα νω­θρές γα­λέ­ρες

Στην επό­με­νη συλ­λο­γή Εσω­τε­ρι­κοί Χώ­ροι ή Τα εί­κο­σι (1973), ο Φω­στιέ­ρης, κα­τά τη με­λέ­τη του Πυ­λα­ρι­νού, θε­ω­ρεί την ποί­η­ση τέ­χνη της σιω­πής - «Η σιω­πή μας εί­ναι φτιαγ­μέ­νη από σιω­πές»- κε­ντρί­ζει τη φα­ντα­σία, μας κά­νει έκ­πλη­ξη και μας αιφ­νι­διά­ζει. Οι προ­βλη­μα­τι­σμοί συ­νο­ψί­ζο­νται στον ρό­λο της εσω­τε­ρι­κής φω­νής που με­τα­τρέ­πε­ται σε συ­ναί­σθη­μα κι εκεί­νο πυ­ρο­δο­τεί τη συ­γκί­νη­ση. Στη συλ­λο­γή έχουν επι­ση­μαν­θεί επιρ­ρο­ές από το Απο­με­σή­με­ρο ενός φαύ­νου, που βα­σί­ζε­ται στο ομώ­νυ­μο ποί­η­μα του Μα­λαρ­μέ που έχει με­λο­ποι­η­θεί από τον Ντε­μπυ­σύ. Ακό­μα ο Πυ­λα­ρι­νός επι­ση­μαί­νει αξιο­ση­μεί­ω­τα παι­χνί­δια με τις λέ­ξεις όπως αη­δό­νι/ Α ηδο­νή, ένα αγε­ρά­κι /ένα γε­ρά­κι, μείγ­μα γεύ­σε­ων και αι­σθή­σε­ων, έλ­ξε­ων και απω­θή­σε­ων. Στις εκ­πλή­ξεις, ας προ­σθέ­σου­με και την «απα­στρά­πτου­σα απαι­σιο­δο­ξία», η οποία όμως εί­ναι γό­νι­μη και εν τέ­λει κα­τα­λή­γει στην γρα­φή, η οποία ού­τως ή άλ­λως εί­ναι αι­σιό­δο­ξη λει­τουρ­γία. Να προ­σθέ­σου­με ακό­μη την απο­δο­χή της φθο­ράς, τον πό­θο του αγνώ­στου, την ανα­ζή­τη­ση του ασύλ­λη­πτου, τη συ­σχέ­τι­ση του έρω­τα με τον θά­να­το.

Κι όταν βρα­διά­ζει/ κα­θώς σε πα­ρα­θύ­ρια/ Τρα­βά­με τις κουρ­τί­νες/
Κι ανά­βου­με στο εσω­τε­ρι­κό τα φώ­τα

Η συλ­λο­γή Σκο­τει­νός έρω­τας (1977) βρί­σκε­ται σχε­δόν ολό­κλη­ρη στη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση, πράγ­μα που υπο­δη­λώ­νει ότι ο ποι­η­τής εί­ναι σί­γου­ρος για τα εκ­φρα­στι­κά του μέ­σα. Εί­ναι εύ­στο­χοι και προ­σφυ­είς οι τί­τλοι των ποι­η­μά­των, γί­νε­ται σχο­λια­σμός στη σχέ­ση του Έρω­τα και του Σκό­τους, στις ανα­τρο­πές της κα­θε­στη­κυί­ας τά­ξης, στη χα­λι­να­γω­γη­μέ­νη φα­ντα­σία και στην επι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη, ο ποι­η­τής δεν δογ­μα­τί­ζει. Πρό­κει­ται για «έλ­λο­γη ποί­η­ση», δη­λα­δή μια ποί­η­ση που αρ­δεύ­ε­ται «από συ­ναι­σθη­μα­τι­κές ή ενο­ρα­τι­κές αλ­λά και από δια­νοη­τι­κές πη­γές», όπως εί­πε ο ίδιος ο ποι­η­τής σε συ­νέ­ντευ­ξή του. Τα σχό­λια του Πυ­λα­ρι­νού εξα­κτι­νώ­νο­νται στον Πλά­τω­να, Αρι­στο­τέ­λη, Ηρά­κλει­το ανα­ζη­τώ­ντας τις ρί­ζες του ποι­η­τι­κού φαι­νό­με­νου και της θεί­ας μα­νί­ας. «Η ποί­η­ση τί­θε­ται στην υπη­ρε­σία της εξι­χνί­α­σης του με­λα­νό­μορ­φου βί­ου, αξιο­ποιώ­ντας όλα τα χρώ­μα­τα που έχει θη­σαυ­ρί­σει στην φα­ρέ­τρα της», όπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά απο­δί­δε­ται στους στί­χους: 

Το μαύ­ρο εί­ν’ οι λέ­ξεις / Που πέ­σα­νε η μια πά­νω στην άλ­λη/ Τα τυ­πω­μέ­να ποι­ή­μα­τα /
Το ένα πά­νω στ’ άλ­λο/ Κι όλα τα χρώ­μα­τα που ζή­τη­σαν εκεί/ Το τε­λι­κό κρυ­σφή­γε­το
.
 

Ποί­η­ση Μες στην Ποί­η­ση (1977). Όπως έχου­με δει μέ­χρι τώ­ρα, το πέν­θος, το­νί­ζει ο Πυ­λα­ρι­νός, «νο­τί­ζει την ποί­η­ση του Φω­στιέ­ρη από τα πρώ­τα τρυ­φε­ρά συν­θέ­μα­τα της νε­α­νι­κής ηλι­κί­ας του». Ωστό­σο αυ­τή η «πεν­θη­φο­ρία» του εί­ναι η απο­στα­σιο­ποί­η­ση από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του θα­νά­του και η απο­μυ­θο­ποί­η­σή του. Τα ποι­ή­μα­τα αυ­τής της συλ­λο­γής δεν εί­ναι αυ­στη­ρά ποι­ή­μα­τα τε­χνι­κής και ερ­γα­στη­ρί­ου, αλ­λά «κα­νό­νες έμπνευ­σης και γρα­φής. Και ακό­μα έχουν μια εκρη­κτι­κή ιδιο­συ­στα­σία, η οποία οφεί­λε­ται στις πρω­τό­γνω­ρες με­τα­φο­ρές, όπως το ποί­η­μα σκά­ει σα ρό­δι, χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο έθι­μο που όμως «δί­νει και την αί­σθη­ση ενός ποι­η­τι­κού Big Bang». 

Αυ­τές οι λέ­ξεις σκά­σα­νε σα ρό­δι/ Στα σκα­λο­πά­τια των και­ρών που έρ­χο­νται 

Ο Διά­βο­λος τρα­γού­δη­σε σω­στά (1981). Σ’ αυ­τή τη συλ­λο­γή θα βρού­με τη δι­πλή φύ­ση του κό­σμου μας που παίρ­νει τη μορ­φή του σα­τα­νά, ο οποί­ος εί­ναι γνώ­ρι­μος και αν­θρώ­πι­νος, εί­ναι ο εκ­πε­σών άγ­γε­λος που πο­θεί τον πρό­τε­ρο έντι­μο βίο. Πί­σω από το πρό­σω­πο, ωστό­σο, εί­ναι ο ίδιος ο άν­θρω­πος Εγώ, μο­νά­χα εγώ, και διά­βο­λος και άγ­γε­λος. Τα δύο ποι­ή­μα­τα, τα οποία πα­ρα­θέ­τει ο Πυ­λα­ρι­νός απο­δει­κνύ­ουν κα­λά αυ­τή την τα­λά­ντευ­ση του ενός προς τον άλ­λο. Ακό­μα μας ξαφ­νιά­ζει με την επί­κλη­ση του ύπνου, του αστιγ­μα­τι­σμού ή της μυω­πί­ας, για να απο­φύ­γει «τον κομ­φορ­μι­σμό της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας». Ο διά­βο­λος λοι­πόν, τρα­γου­δά­ει σω­στά για­τί έχει κι αυ­τός τους δι­κούς του δρό­μους διείσ­δυ­σης στο άγνω­στο και σκο­τει­νό. Να μια μπο­ντλ­ρι­κή εκ­δο­χή στο θέ­μα. 

Πε­τά­ει ο διά­βο­λος με τρυ­φε­ρά φτε­ρά/ Πέ­φτει από ’να κό­σμον άλ­λο

Η συλ­λο­γή Το Θα και το Να του Θα­νά­του (1987) έχει μια με­γά­λη πρω­το­τυ­πία στον τί­τλο όπου τε­μα­χί­ζο­νται τα συ­στα­τι­κά του κυ­ρί­ως θέ­μα­τος -Του θα­νά­του- σαν για να εξε­ρευ­νη­θούν «οι μυ­στη­ρια­κές εκεί­νες φω­νές, οι κραυ­γές και οι ήχοι, που εξέ­φρα­σαν τις εν­δό­μυ­χες ανά­γκες ή ορ­μές, έως ότου συ­ναρ­μο­στούν και συ­ντε­θούν σε λό­γο». Το Με­γά­λο Τα­ξί­δι του ποι­η­τή, που άρ­χι­σε το 1971, τον πλού­τι­σε με γνώ­ση και εμπει­ρία και τον ωρί­μα­σε έτσι ώστε να μπο­ρεί να «πο­λιορ­κεί επί­μο­να την αλή­θεια» και η αλή­θεια εί­ναι ότι η ζωή έχει νό­η­μα εφό­σον με­τέ­χει του θα­νά­του. Τα ποι­ή­μα­τα εί­ναι πο­λύ­στι­χα και ο Πυ­λα­ρι­νός θε­ω­ρεί ότι σ’ αυ­τά ο ποι­η­τής «προσ­δί­δει σχή­μα στον θά­να­το». Οι ανα­φο­ρές σε ποι­ή­μα­τα και οι λε­πτο­μέ­ρειες εί­ναι πολ­λές και δεν ξε­χνά­με το «Μα­κά­ριοι οι πεν­θού­ντες ότι αυ­τοί πα­ρα­κλη­θή­σο­νται», όπως προ­σθέ­τει στις ση­μειώ­σεις του ο με­λε­τη­τής. Και φυ­σι­κά, να μην ξε­χά­σου­με τα σχή­μα­τα λό­γου –με­τα­φο­ρές, συ­γκρού­σεις, πρω­θύ­στε­ρα, αντι­φά­σεις- που όλα «απο­τυ­πώ­νουν το βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα της ζω­ής».  

Ομ­φά­λιο κα­λώ­διο που με κρα­τάς/ Δε­μέ­νο με τον κό­σμο

Η σκέ­ψη ανή­κει στο πέν­θος (1996) η ίδια θε­μα­τι­κή, «η ενώ­δυ­νος ψυ­χή συ­νει­δη­το­ποιεί … την αν­θρώ­πι­νη πε­ρι­πέ­τεια». Ο με­λε­τη­τής πα­ρα­τη­ρεί ότι εκ γε­νε­τής η σκέ­ψη ρέ­πει προς τον πέν­θος. Πρό­κει­ται για ποι­ή­μα­τα ποι­η­τι­κής, με ποι­ή­μα­τα του «έμ­φρο­νος λό­γου και τη με­τα­τρο­πή του σε γρα­πτό». Ο Φω­στιέ­ρης εί­ναι poeta doctus, κά­τι που έχει ξα­νά υπο­στη­ρι­χτεί. Και ακό­μα, ανά­με­σα στα πολ­λά, άλ­λω­στε, εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά ανα­φε­ρό­με­νη «ποι­η­τι­κή σκευή» του Φω­στιέ­ρη, η οποία,ού­τως ή άλ­λως, βρί­θει σε όλες τις συλ­λο­γές, με την ευ­φά­ντα­στη λε­πτο­μέ­ρεια της ει­κο­ποι­ί­ας του, τις με­τα­φο­ρές και τις σπά­νιες συ­νά­ψεις ου­σια­στι­κών και επι­θέ­των, την πο­λύ­τρο­πη και­νο­το­μία εν τέ­λει. 

Τα ποι­ή­μα­τα δι­ψούν… Μια λα­ο­θά­λασ­σα/ Να τρέ­μει σύ­γκορ­μη απ’ τη ρώ­μη των ρη­μά­των/ Ή να σφυ­ρί­ζει έστω/ Μια γε­λοία πα­ρή­χη­ση (σαν την πιο πά­νω) / Αφρί­ζο­ντας
/ Από έκ­στα­ση κι από θυ­μό.

Πο­λύ­τι­μη λή­θη (2003). Οι επ­ση­μάν­σεις του Πυ­λα­ρι­νού πολ­λές: ο εν­δια­φέ­ρον δί­ση­μος –ακου­στι­κά– τί­τλος, οι πο­λύ­τι­μοι λί­θοι και η πο­λύ­τι­μη λή­θη, οι αό­ρα­τες αορ­τές προς προ­γε­νέ­στε­ρους ποι­η­τές –Ελύ­τη, Κα­ρυω­τά­κη, Μα­βί­λη, Κα­βά­φη– η επι­λο­γή της κα­θα­ρής έκ­φρα­σης, η απόρ­ρι­ψη του νε­φε­λώ­δους, το επί­θε­το «κρυ­φός». Ο Φω­στιέ­ρης προ­τεί­νει την «Απο­μά­θη­ση» των ακού­σιων και αυ­το­νο­ή­των, «Για­τί η Ποί­η­ση μας ξε­μα­θαί­νει από τον κό­σμο, τέ­τοιον που τον βρή­κα­με∙ τον κό­σμο της φθο­ράς που έρ­χε­ται κά­ποια στιγ­μή να δού­με ότι εί­ναι η μό­νη οδός για να υπερ­βού­με τη φθο­ρά, με την έν­νοια που ο θά­να­τος εί­ναι η μό­νη οδός για την Ανά­στα­ση», λέ­ει ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της (Ανοι­χτά Χαρ­τιά, σελ. 39). Συ­νά­δει με την πα­ρα­πά­νω «απο­μά­θη­ση» και η απο­φυ­γή των κα­θιε­ρω­μέ­νων σχη­μά­των, του εκ συ­νη­θεί­ας κοι­νό­χρη­στου, του σο­φού στε­ρε­ό­τυ­που, που δεν αντέ­χει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και γι’ αυ­τό το ανα­νοη­μα­το­δο­τεί.

Δε λέ­νε ψέ­μα­τα οι πα­λιές φω­το­γρα­φί­ες

Στα Το­πία του Τί­πο­τα (2013) έχου­με το «γρα­πτό» και το «γρα­φτό» και εκεί­νο επο­μέ­νως που ο λα­ός μας λέ­ει μοί­ρα ή γραμ­μέ­νο. Η συλ­λο­γή πε­ρι­λαμ­βά­νει ποι­ή­μα­τα που εί­ναι «προ­α­πει­κο­νί­σεις των Το­πί­ων του Τί­πο­τα». Ο ποι­η­τής μας κά­νει μια ποι­η­τι­κή έκ­πλη­ξη που εί­ναι η ανα­ζή­τη­ση του πυ­ρή­να στο «λο­γι­ζό­με­νο ως μη­δέν», μια ποί­η­ση που δεν εί­ναι μη­δε­νι­στι­κή αλ­λά ισού­ται με τη ζωή, λέ­ει πά­ντα ο Πυ­λα­ρι­νός, με εύ­λη­πτες και ευ­φά­ντα­στες με­τα­φο­ρές, που προ­σλαμ­βά­νουν δια­στά­σεις ζω­ντα­νών μαρ­τυ­ριών, όπως τα «Ξύ­λα οι­κό­σι­τα» ή το «Κα­τοι­κί­διο δά­σος».  

Έτσι ανύ­παρ­κτο/ Γεν­νιέ­ται/ Τα πραγ­μα­τι­κό 

Τα ποι­ή­μα­τα του Φω­στιέ­ρη συ­σχε­τί­ζουν τη ζω­γρα­φι­κή με την ποί­η­ση υπο­δη­λώ­νουν την αθα­να­σία της τέ­χνης αλ­λά και την, από τα αρ­χαία χρό­νια, συ­σχέ­τι­σή τους από τον Σι­μω­νί­δη τον Κείο - η ζω­γρα­φι­κή εί­ναι ποί­η­ση σιω­πώ­σα και η ποί­η­ση ζω­γρα­φι­κή ομι­λού­σα- και Ut Pictura Poesis - σαν ζω­γρα­φιά εί­ναι η ποί­η­ση, από τον Ορά­τιος στο έρ­γο του Ars poetica. Πα­λαιά λοι­πόν η σχέ­ση, αλ­λά νέα η συ­σχέ­τι­ση.

Θά­να­τος ο Δεύ­τε­ρος (2020). Εί­ναι η τε­λευ­ταία ως τώ­ρα συλ­λο­γή, την οποία το­νί­ζε­ται η «αυ­το­κρα­το­ρι­κή» εξου­σία του θα­νά­του. Ο τί­τλος δί­νει και την πεμ­πτου­σία της συλ­λο­γής. Και με αυ­τήν ο Φω­στιέ­ρης επα­νέρ­χε­ται στους αρ­χαί­ους φι­λο­σό­φους, στις πρώ­τες αρ­χές του κό­σμου και στις πε­ρί ψυ­χής δο­ξα­σί­ες. Μέ­σα στα ποι­ή­μα­τα προ­βάλ­λε­ται το τί­πο­τα και το ανύ­παρ­κτο, το «Άχρα­ντο Κε­νό», το «Υπε­ρού­σιο Τί­πο­τα» και το «θαύ­μα φα­ντα­σί­ας… Η μα­κα­ρία οδός, οι χο­ές… πά­νω απ’ το βά­ρα­θρο/ του ανέ­σπε­ρου Κε­νού». «Όμως το ψέ­μα της αλή­θειας κου­βα­λά­ει την ποί­η­ση», μας λέ­ει, σαν να μας δι­καιο­λο­γεί αυ­τό που θέ­λου­με να πι­στεύ­ου­με.  

Πό­σο στ’ αλή­θεια βα­ρε­τή/ Ολό­κλη­ρη αιω­νιό­τη­τα

Το απο­κα­τε­στη­μέ­νο κρυ­φό σο­νέ­το στη μορ­φή του δε­κα­τε­τρά­στι­χου, όχι μό­νο ως ει­κό­να αλ­λά και ως πε­ριε­χό­με­νο, απο­τε­λεί τι­μή στον Κ.Γ.Κ. αλ­λά και γε­μά­το αντι­θέ­σεις, εί­ναι συν­θε­μέ­νο εν πολ­λοίς από τα κα­ρυω­τα­κι­κά υλι­κά. Ποιος τε­λι­κά εί­ναι ο θά­να­τος ο Πρώ­τος; Στο Δεύ­τε­ρο με­γά­λο Μέ­ρος του βι­βλί­ου ο Πυ­λα­ρι­νός θα κά­νει εξο­νυ­χι­στι­κή έρευ­να της μορ­φο­λο­γί­ας των ποι­η­μά­των. Θα μι­λή­σει για τα μο­τί­βα –χρό­νος, σκο­τά­δι, μαύ­ρο, έρω­τας, λή­θη, θά­να­τος, ποί­η­ση, επέ­κει­να- και τη δια­φο­ρε­τι­κή απο­τύ­πω­σή τους κά­θε φο­ρά, ανά­λο­γα με το κλί­μα που θέ­λουν να δια­μορ­φώ­σουν. Το ύφος, τα λό­για στοι­χεία αλ­λά και τα κα­θη­με­ρι­νά, την επι­λο­γή του λε­ξι­λο­γί­ου, τα σχή­μα­τα λό­γου, τις αντι­θέ­σεις και τα οξύ­μω­ρα, τις δι­ση­μί­ες και τις αμ­φι­ση­μί­ες, όλα εκεί­να που συμ­βάλ­λουν στην ανά­δει­ξη του θέ­μα­τος και στην υπο­βο­λή του κρυμ­μέ­νου νο­ή­μα­τος. Θα λέ­γα­με, σ’ αυ­τή τη φά­ση της με­λέ­της, ο Πυ­λα­ρι­νός επα­νε­πε­ξερ­γά­ζε­ται λε­πτο­με­ρώς αλ­λά από άλ­λη πλέ­ον σκο­πιά το έρ­γο του ποι­η­τή, δεί­χνο­ντας στον ανα­γνώ­στη το ερ­γα­στή­ριο, την κοι­λιά του κύ­τους, τον εγκέ­φα­λο που μέ­σα του γεν­νή­θη­κε το ποί­η­μα. Πρό­κει­ται πλέ­ον για μία με­λέ­τη ερ­γα­στη­ρί­ου που έχει ωστό­σο και εκεί­νη την κρυμ­μέ­νη γοη­τεία της, διό­τι εδώ φαί­νε­ται πό­σο ο ποι­η­τής έχει πα­λέ­ψει με το στί­χο πο­λύ πριν τον «γεν­νή­σει».
Το βι­βλίο με αυ­τή την έν­νοια απο­κτά ένα ακό­μα προ­σόν, κα­θί­στα­ται πο­λύ­τι­μο βο­ή­θη­μα για τον με­λε­τη­τή, αν και δεν νο­μί­ζω πως ο μελ­λο­ντι­κός με­λε­τη­τής θα εί­ναι πο­λύ τυ­χε­ρός αν βρει κά­τι να σχο­λιά­σει ακό­μα.
Δια­βά­ζο­ντας τη με­λέ­τη του Πυ­λα­ρι­νού ο ανα­γνώ­στης αλ­λά και ο με­λε­τη­τής εμ­βα­θύ­νει στη φι­λο­σο­φία, ανα­κα­λύ­πτει το κρυμ­μέ­νο νό­η­μα της τυ­πο­γρα­φί­ας, τους αρ­χαί­ους μύ­θους και τα κεί­με­να, επι­κοι­νω­νεί με όλο το φά­σμα των γνώ­σε­ων και των συ­ναι­σθή­σε­ων του Φω­στιέ­ρη για­τί η ποί­η­σή του εί­ναι, πέ­ρα από το αυ­στη­ρώς ποι­η­τι­κό της μέ­ρος, μια πλού­σια πη­γή γνώ­σης, συ­ναι­σθή­μα­τος και ενο­ρα­τι­κής σκέ­ψης. Και το βι­βλίο του Πυ­λα­ρι­νού γραμ­μέ­νο με μια γλώσ­σα λό­για, ευ­ρη­μα­τι­κή και γλωσ­σο­πλα­στι­κή, με ση­μα­σία και στην πιο μι­κρή λε­πτο­μέ­ρεια απο­τε­λεί υπό­δειγ­μα γρα­φής και με­θό­δου ερ­γα­σί­ας, αλ­λά και θη­σαυ­ρό γνώ­σε­ων. Ο απαι­τη­τι­κός ανα­γνώ­στης δεν πρέ­πει να πα­ρα­λεί­ψει τις υπο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις∙ απο­τε­λούν και αυ­τές ένα ξε­χω­ρι­στό βι­βλίο αλ­λά και ανα­πό­σπα­στο μέ­ρος του κυ­ρί­ως σώ­μα­τος. Πο­λυ­τι­μό­τα­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες, εξαι­ρε­τι­κά σχό­λια, δια­φω­τι­στι­κές επι­ση­μάν­σεις μας δεί­χνουν από τι λα­βύ­ριν­θο ανα­δύ­θη­κε η λι­γνή επι­φά­νεια του κά­θε ποι­ή­μα­τος.
Το βι­βλίο ολο­κλη­ρώ­νε­ται με Πα­ράρ­τη­μα, Ερ­γο­γρα­φία, Ει­κα­στι­κές απο­τυ­πώ­σεις, Με­λο­ποι­ή­σεις Εκ­δη­λώ­σεις, Πη­γές, Ευ­ρε­τή­ρια ονο­μά­των και τί­τλων.
Ένα σώ­μα 700 σε­λί­δων, η πα­ρα­γω­γή μιας ζω­ής, τα νιά­τα ενός αν­θρώ­που και η εξέ­λι­ξή του, το πα­ρόν και το μέλ­λον που έρ­χε­ται 

Το γή­ρας/ Πα­ρά τα χρό­νια του /έρ­χε­ται τρέ­χο­ντας. 

Πο­λύ εν­δια­φέ­ρον και υπαι­νι­κτι­κό στο εξώ­φυλ­λο το έρ­γο του Σω­τή­ρη Σό­ρο­γκα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: