Επιμέλεια αφιερώματος: Έλενα Χουζούρη
Στις 18 Φεβρουαρίου 1985, ο Γιώργος Ιωάννου επιστρέφει στη γενέτειρα πόλη, την Θεσσαλονίκη. Χιονίζει. Λευκές νιφάδες σκεπάζουν απαλά το Σέιχ-Σου, το ξανθωπό βουνό των ξανθομάλλικων παιδικών του χρόνων. Από την μεριά της γκρίζας θάλασσας φαίνεται να έρχεται η τρελή Ρωσίδα με το κάτασπρο μακρύ της φόρεμα κρατώντας στο προτεταμένο της χέρι το λευκό λουλούδι τού Ευαγγελισμού. Και ο Γιώργος Ιωάννου προχωρεί, η ομίχλη και το χιόνι πυκνώνουν, αλλά εκείνος χαίρεται και αγαλλιάται γιατί επιτέλους το σώμα του γίνεται ένα με το σώμα της πόλης του. Είναι 57 ετών και τριών μηνών, πιστός στην μόνη κληρονομιά που του άφησε ο πατέρας του, όταν στην ίδια ηλικία, είχε και αυτός πάρει τον ίδιο δρόμο για το νεκροταφείο του Ευαγγελισμού. Ο πατέρας, ο πρόσφυγας από την Κεσσάνη και η μητέρα του, η πρόσφυγας από την Ραιδεστό, αμφότεροι από την Ανατολική Θράκη, θα μετοικήσουν άρον άρον, άκοντες, διωγμένοι και καταπατημένοι, στην πόλη του Λευκού Πύργου ή του Αίματος ορθότερα, εκεί στον μυχό του Θερμαϊκού, με στεφάνι Τα Χίλια Δέντρα. Δεκαετία του ’20. Μια δεκαετία ξεριζωμών, απώλειας και προσφυγιάς αλλά και ανασύνταξης δυνάμεων για την επιβίωση, για την συνέχεια της ζωής. Η Θεσσαλονίκη από το πολεοδομικό όραμα του Εμπράρ που θα την αναγόρευε σε ευρωπαϊκή μεγαλούπολη, περιορίζεται στο να τιθασεύσει όπως-όπως τις τεράστιες ανάγκες που δημιουργεί το πολυπληθές και απρόβλεπτο, έως πρότινος, κύμα των προσφύγων. Από μελλοντική ευρωπαϊκή μεγαλούπολη μετατρέπεται σε πρωτεύουσα των προσφύγων. Ως «Νέα Χώρα» πια, αυτή η πανάρχαια πολιτεία, αντιμετωπίζει την ένταξή της στο Ελληνικό Βασίλειο με σκεπτικισμό και αμοιβαία καχυποψία. Οι έως το 1922 εθνοθρησκευτικές πληθυσμιακές αναλογίες της πόλης, με το εβραϊκό στοιχείο να κυριαρχεί, ανατρέπονται. Όταν θα γεννηθεί ο Γιώργος Ιωάννου, στις 20 Νοεμβρίου 1927, η Θεσσαλονίκη θα έχει αφήσει ήδη πίσω της πολλά από τα «εξωτικά» στοιχεία που είχαν γοητεύσει τον Πιερ Λοτί τον προηγούμενο αιώνα. Θα φέρει όμως ακόμα εμφανή τα σημάδια του κοσμοπολιτισμού της, τα οποία καθώς θα συναντηθούν με εκείνα των νεοφερμένων, θα δημιουργήσουν ένα αμάλγαμα ικανό να τροφοδοτήσει ευαίσθητα φαντασιακά, που θα εκφραστούν στην ποίηση και στην πεζογραφία της πόλης. Ο Ιωάννου θα ανατραφεί μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα και τα πολλαπλά σημάδια της θα εγγραφούν στο σώμα του. Οι πρώτες εικόνες που προσλαμβάνει στην παιδική του ηλικία προέρχονται από τις, πάνω από την οδό Εγνατίας, γειτονιές, όπου πριν την έλευση των δικών μας προσφύγων, τις κατοικούσαν τουρκικές οικογένειες, οι οποίες επίσης θα πάρουν την άγουσα της προσφυγιάς, γεγονός που δεν θα αφήσει ασυγκίνητο τον μικρό Ιωάννου. Κοινωνική οικογενειακή κατάσταση δύσκολη, ο αγώνας για την επιβίωση επίμοχθος. «Δεν μιλώ γενικά για τη Θεσσαλονίκη, αλλά για την προλεταριακή πόλη, μέσα από μια οικογένεια προλεταρίων », θα δηλώσει. Η εξαμελής οικογένεια Σορολόπη —το πραγματικό επίθετο του συγγραφέα— θα ζήσει αποκλειστικά από τον πενιχρό μισθό τού (μηχανοδηγού των Ελληνικών Σιδηροδρόμων) πατέρα. Το τρένο και το ταξίδι κατακάθονται μέσα στον μετέπειτα συγγραφέα ως πατρικές αφηγήσεις. Αργότερα θα μετουσιωθούν σε προσωπικά βιώματα. Η εφηβεία του θα ταυτιστεί με την Κατοχή, με εικόνες στέρησης, πείνας, κακουχιών αλλά και πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων. Η οικογένεια έχει αφήσει τις προσφυγικές πάνω γειτονιές, με τα παραδοσιακά καλντερίμια, και έχει κατηφορίσει νοτιότερα, στην οδό Ιουστινιανού, στην περιοχή της Παναγίας Χαλκέων, γνωστή ως «Παλιά Οβριακή», αφού ανέκαθεν τον κυρίαρχο τόνο έδιναν σ’ αυτή οι εβραϊκές οικογένειες. Ο 15χρονος, τότε, Γιώργος Ιωάννου, θα είναι ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες του εξολοθρεμού των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, βίωμα εντονότατο που θα χαραχτεί ανεξίτηλα μέσα του και αργότερα θα μετουσιωθεί σε ποίηση και πεζογραφία. Εκείνη ακριβώς την περίοδο αρχίζει τις πρώτες προσωπικές του ημερολογιακές καταγραφές, γνωστές πολύ αργότερα ως «Κατοχικό Ημερολόγιο». Σε αυτές τις ημερολογιακές καταγραφές κατατίθεται και η αντιφατική του εμπειρία από τα κατηχητικά σχολεία στα οποία εγγράφεται στις 26 Μαρτίου 1944, βασικά λόγω των συσσιτίων που αυτά οργάνωναν. Σ’ αυτά θα κάνει δυο σημαντικές, αλλά λίαν αμφιλεγόμενες, ως προς την σχέση που θα αναπτύξει μαζί τους, γνωριμίες: Τους σχεδόν συνομηλίκους του, Ντίνο Χριστιανόπουλο και Δημήτρη Μαρωνίτη . Από το 1946 έως το 1950 φοιτά στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, έχοντας την τύχη να διδαχθεί από σπουδαίους καθηγητές, και τους οποίους θα μνημονεύσει τιμητικά στο πεζογράφημά Επιχωμάτωση. Υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία και αμέσως μετά την αποστράτευσή του, το 1951 έχει να αντιμετωπίσει συνολικά την ζωή του. Προς τα πού θα την κατευθύνει; Τι δυνατότητες έχει; Ποια είναι τα σχέδια του; Από όσα έχει γράψει ο ίδιος οι δυνατότητες του είναι και αντικειμενικά και προσωπικά περιορισμένες. Οι ερωτικές του επιθυμίες πατικωμένες κάτω από ανελέητα βλέμματα και αδυσώπητους αυταρχισμούς. Του απομένουν οι μοναχικοί περίπατοι, τα φευγαλέα αγγίγματα, τα αδιόρατα βλέμματα και οι λέξεις που όταν τις βάζει στο χαρτί τον προστατεύουν αλλά και τον απελευθερώνουν. «Έφραξε ο φόβος πια τους δρόμους μου/Έφραξε ο δρόμος του σπιτιού/ Μόνο η μορφή σου απόμεινε να με δροσίζει»[ Τα Χίλια Δέντρα ]. Αυτές τις λέξεις τολμά στα 26 του χρόνια να τις δημοσιοποιήσει με τη μορφή μιας πλακέτας και 11 συνολικά ποιήματα. Την τυπώνει στο τυπογραφείο του Νίκου Νικολαϊδη, τον Μάρτιο του 1954, ιδίοις αναλώμασιν. Τίτλος της: Ηλιοτρόπια.
Την ίδια σημαδιακή χρονιά βρίσκει και την πρώτη του εργασία, για καλή του τύχη μακριά από το γονεϊκό σπίτι, σε ένα ιδιωτικό σχολείο στον Γιδά (σημερινή Αλεξάνδρεια). Το σπυρί αρχίζει και σπάει, το ξανθομάλλικο αγόρι-έφηβος-νεαρός άντρας προσπαθεί να διεκδικήσει την ζωή του. Με τις ποικίλες ενοχές του, την αίσθηση της οιονεί απώλειας, την σφιχτή, έως ασφυξίας, παράδοση της προσφυγικής ανασφάλειας, την βαθιά ανάγκη των λυγμικών υπαινιγμών, το χωνεμένο τραύμα του ερωτικού αποκλεισμού από τις αδιάλλακτα αυστηρές ψυχοκοινωνικές κατηγοριοποιήσεις γύρω του, συν την έντονη διάθεση να μιλήσει, να καταθέσει ότι κρυμμένα βιώματα έχει εντός του, εισέρχεται βήμα το βήμα στην ελληνική λογοτεχνία. Μετά τα Ηλιοτρόπια έρχονται Τα Χίλια Δέντρα . Ανάμεσά τους μεσολαβεί ένα διάστημα εννέα χρόνων. Γιατί τόσο; Γιατί οι ανάγκες της επιβίωσης τον σέρνουν, κυριολεκτικά, από δω και από κει ανά την ελληνική επικράτεια. Μέχρι να διοριστεί σε δημόσιο σχολείο, το 1960, τον βρίσκουμε για λίγο στην Αθήνα, στη Σχολή Μπαρμπίκα, μετά στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, και όταν έρθει ο διορισμός του τον στέλνουν στο Καστρί Κυνουρίας· στη συνέχεια τον μεταθέτουν στην… Βεγγάζη, έπεται η Κασσάνδρα Χαλκιδικής, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και επιτέλους φτάνει η πολυπόθητη μετάθεση για Αθήνα, το 1971.
Ωστόσο, μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, παρά τις συνεχείς μετακινήσεις, τις αλλεπάλληλες ματαιώσεις και προδοσίες φίλων, όπως ο ίδιος θα ομολογήσει, συν την κάκιστη αντιμετώπιση του από την οικογένεια του, και προπαντός απο τη μητέρα του, κατορθώνει να γράψει. Να καταθέσει δημιουργικά ό,τι τον τραυματίζει, τον πληγώνει. Αποτέλεσμα, αυτής της δύσκολης, επώδυνης περιόδου, η δεύτερη ποιητική του συλλογή Τα Χίλια Δέντρα και τον επόμενο ακριβώς χρόνο, το 1964, με ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο με τον τίτλο Για ένα φιλότιμο, ο νεαρός, έως τότε, ποιητής κάνει το μεγάλο βήμα προς την πεζογραφία. Ο Γιώργος Ιωάννου, όπως τον γνωρίσαμε μέσα από την λογοτεχνία του, γεννιόταν και μαζί του ένα ρεύμα λογοτεχνικό που αργότερα θα επηρεάσει και νεότερους συγγραφείς, εκείνο της «βιωματικής λογοτεχνίας». «Για πρώτη
σου φορά ένιωθες σε τέτοιο βαθμό αυτό που διάβαζες να λένε οι άλλοι, ξένοι ιδίως. Το ξαλάφρωμα, τη λύτρωση, από το γράψιμο της λογοτεχνίας…Για σένα «η αποκάλυψη του Θεού» όπως μας την παραδίνουν οι μεγάλοι μυστικοί συγγραφείς, είναι το γράψιμο αυτών των πεζογραφημάτων». Θα ομολογήσει αργότερα με το μοναδικό υποβλητικό εξομολογητικό του ύφος.
Πολλά και λίαν ευνοϊκά έχουν γραφεί για εκείνο το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο του Ιωάννου με τα εικοσιδύο πεζογραφήματα, όπως —για πολλούς λόγους— θα τα ονομάσει ο ίδιος ο συγγραφέας τους. Εικοσιδύο πεζογραφήματα, μικρά διαμαντάκια, που ανοίγουν μια ιδιαίτερη σελίδα στην μεταπολεμική μας λογοτεχνία. Ειδολογικά δεν ανήκουν στην κλασική φόρμα του διηγήματος. Χωρίς να εντάσσονται στην ποιητική πρόζα δονούνται από ποιητική διάθεση, όπως πρώτος παρατηρεί ο Π. Μουλλάς. Και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, πιο αναλυτικά, σημειώνει: «Πεζογραφήματα χαρακτηρίζονται στον υπότιτλο τα εικοσιδύο σύντομα κείμενα του και ο προσδιορισμός αυτός, έτσι στην γενικότητα του είναι ο μόνος σωστός, αφού ούτε στο διήγημα, ούτε σε κανένα άλλο από τα γνωστά είδη μπορούν να ενταχθούν οι ιδιότυπες αυτές σελίδες, όπου ο εξομολογητικός προσωπικός τόνος και η καίρια παρατήρηση του περιβάλλοντος κόσμου εναλλάσσονται, με περίπου «παπαδιαμάντεια αδιαφορία» για τους κανόνες μιας τεχνικής, για την τήρηση κάποιων παραδεδεγμένων ή πειστικών αφηγηματικών συμβάσεων».
Ωστόσο η πλήρης αποδοχή και η προσωπική του ωρίμανση θα έρθει όταν επιτέλους μετατεθεί στην Αθήνα, το 1971. Και όλως παραδόξως η πόλη που τον πλήγωνε και τον απόδιωχνε —«ο συνδυασμός Θεσσαλονίκης και δικών σου εσένα ποτέ δεν σε σήκωσε…»— θα κυριαρχήσει στα περισσότερα από τα βιβλία του, μετά την κάθοδό του στην Αθήνα. Όλα τα βιώματα της παιδικής-εφηβικής και νεανικής του ηλικίας στην γενέτειρα του θα αναδημιουργηθούν, θα μεταπλαστούν σε μια σπάνιας θερμοκρασίας και ατμόσφαιρας λογοτεχνία, κατά την οποία η Θεσσαλονίκη, από νύφη του Θερμαϊκού θα μετατραπεί σε νύφη της λογοτεχνίας! Και αυτό γιατί η απόσταση που την χωρίζει από την Αθήνα τον βοηθάει να αποστασιοποιηθεί, να απενοχοποιηθεί, να απελευθερωθεί από τα οικεία δηλητηριώδη βλέμματα που διαρκώς του υπενθύμιζαν τις «απαγορευμένες» ερωτικές του προτιμήσεις.
Ωστόσο, κακά τα ψέματα, δεν θα μπορέσει ποτέ να επουλωθεί το βαθύ τραύμα που έχει κατακαθίσει βαθιά μέσα του και με το παραμικρό η τραυματισμένη του ψυχοσύνθεση, με τα πολλά συναισθηματικά κενά, αντιδρά στην οποιαδήποτε κριτική, πολλώ μάλλον αν προέρχεται από παλιούς «φίλους », όπως στην περίπτωση του Ντίνου Χριστιανόπουλου και περισσότερο του Δ.Ν. Μαρωνίτη.
Δεκατέσσερα χρόνια θα μεσολαβήσουν από το 1971 έως την αποφράδα εκείνη ημέρα της 16ης Φεβρουαρίου 1985 που εξαιτίας μια μετεγχειριτικής επιπλοκής θα καταλήξει. Στο διάστημα αυτό θα ευτυχήσει και να γράψει και να εκδώσει δεκαεπτά τίτλους, ανάμεσα στους οποίους πεζογραφήματα, διηγήματα, μελέτες, δοκίμια, μεταφράσεις καθώς και δύο θεατρικά έργα. Για αρκετά χρόνια θα εκδίδει το προσωπικό του περιοδικό, Το φυλλάδιο που, για τον σημερινό μελετητή, αποτελεί σπουδαία πηγή πληροφοριών για τα λογοτεχνικά πεπραγμένα εκείνης της εποχής. Θα αξιωθεί του Κρατικού Βραβείου Μυθιστορήματος 1980 για το βιβλίο του Το δικό μας αίμα, θα έχει αναμφισβήτητα κερδίσει την εκτίμηση της δύσκολης αθηναϊκής λογοτεχνικής κοινότητας, θα έχει συγκαταλεγεί στα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων μαζί με σπουδαία ονόματα της λογοτεχνίας μας, θα έχει ανοίξει νέους δρόμους σε νεότερους λογοτέχνες. Θα φύγει, έτσι άδικα και πάνω στην ωριμότητα του, ηλικιακή και δημιουργική, με ένα παράπονο: Ότι δεν πρόλαβε να γράψει ένα μυθιστόρημα, όπως σχεδίαζε να κάνει, μόλις έπαιρνε την σύνταξή του. Μήπως όμως είχε ήδη γράψει το μεγάλο μυθιστόρημα της γενέτειρας του με τους δικούς του λογοτεχνικούς τρόπους; Δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο του, στο αφιέρωμα του περιοδικού Γράμματα και Τέχνες, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ανάμεσα στα άλλα, σημείωνε: «Ο Γιώργος Ιωάννου είναι εισηγητής ενός καινοφανούς αφηγηματικού τρόπου στα γράμματα μας: εκόμισε αυτά τα κανόνα σύντομα κείμενα σε πρώτο πρόσωπο, που απαρτίζουν το μέγιστο της τέχνης του. Πρόκειται για καθαρά λογοτεχνικά έργα που άλλοτε κλίνουν προς τον «άμορφο» συνειρμικό μονόλογο, άλλοτε υποδύονται το δοκίμιο και άλλοτε εμφανίζονται ως παραδοσιακά διηγήματα, έμφορτα όμως με αλλότρια στοιχεία ή απαλλαγμένα σε βαθμό ριζοσπαστικό από τις συμβάσεις του είδους.[…]Είναι τόσο έντονη η προσωπική σφραγίδα του Γιώργου Ιωάννου στα λογοτεχνικά κείμενα του, το αδιαφιλονίκητο δικό του ύφος, ώστε όσες καταβολές κι αν ιχνηλατήσει η έρευνα, η θέση και η σημασία της προσφοράς του δεν πρόκειται να μεταβληθούν».
Τριάντα επτά χρόνια μετά τον θάνατο τού Γιώργου Ιωάννου, ο Χάρτης, τιμώντας αυτήν την προσφορά, επανέρχεται με ένα αφιέρωμα για τη ζωή και το έργο του. Συμμετέχουν με κείμενά τους, είκοσι δύο συγγραφείς, πανεπιστημιακοί και κριτικοί, από ένα ηλικιακό φάσμα που καλύπτει τρεις γενιές, από τον νεότερο Χρήστο Κυθρεώτη έως τον μεγαλύτερο Θέμη Λιβεριάδη. Έγινε προσπάθεια να «ακουστούν» και νεότερες ηλικιακά φωνές αλλά και φωνές που δεν είχαν έως σήμερα καταθέσει την άποψη τους για το έργο του Γιώργου Ιωάννου. Επίσης στο αφιέρωμα φιλοξενείται η ραδιοφωνική [ΕΡΑ] εκπομπή που είχε κάνει η υπογράφουσα με τον Γιώργο Ιωάννου στις 20 Ιανουαρίου 1985, λίγες μόνο μέρες πριν την εισαγωγή του στο Σισμανόγλειο που τον οδήγησε στις 16 Φεβρουαρίου στον θάνατο. Ακόμα οι αναγνώστες/στριες του αφιερώματος θα έχουν την δυνατότητα μέσω του link των Αρχείων της ΕΡΤ (https://archive.ert.gr/68962/) να παρακολουθήσουν την εκπομπή «Παρασκήνιο» για τον Γιώργο Ιωάννου. Το αφιέρωμα φιλοξενεί επίσης φωτογραφίες του, αλλά και φωτογραφίες προσωπικών του αντικειμένων, όπως εκτίθενται σε ειδικά διαμορφωμένη για τον συγγραφέα αίθουσα, στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Ο Χάρτης και η επιμελήτρια του αφιερώματος ευχαριστούν: τον Πρόεδρο της ΕΡΤ Κων. Ζούλα για την άδεια να παραθέσουμε σύνδεσμο [link] της εκπομπής «Παρασκήνιο»: Γιώργος Ιωάννου, από την ιστοσελίδα των Αρχείων της ΕΡΤ
Ευχαριστούμε θερμά την καθηγήτρια Αντιγόνη Βλαβιανού για την συνεισφορά της στο αφιέρωμα· τον Γιάννη Ψυχογιό που έκανε την ψηφιακή μεταγραφή της εκπομπής της Έλενας Χουζούρη με τον Γιώργο Ιωάννου και τον Γιώργο Ευσταθίου για τις σπάνιες φωτογραφίες που μας παραχώρησε από το προσωπικό του αρχείο.