Βραβείο Δοκιμίου 2021
Η Χριστίνα Ντουνιά, oμότιμη καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1952 στο Πέτα της Άρτας. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, με μεταπτυχιακές σπουδές στην École des hautes études en sciences sociales (EHESS) και στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόνης, υποστήριξε τη διδακτορική της διατριβή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, ενώ έδωσε διαλέξεις και πρόσφερε σεμιναριακά μαθήματα σε Πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Εργάστηκε ως κριτικός βιβλίου στο περιοδικό Αντί, όπου επίσης ασχολήθηκε με το πολιτιστικό ρεπορτάζ. Έγραφε στη στήλη «Μικρά Φιλολογικά» του περιοδικού Το Δέντρο, ενώ κριτικές και δοκίμιά της έχουν δημοσιευθεί σε άλλα περιοδικά (Το Πρίσμα, Εντευκτήριο, Διαβάζω, Νέα Εστία, Η λέξη,
Ο Μανδραγόρας, Μολυβδοκονδυλοπελεκητής, Πλανόδιον, Χάρτης, Σύναψις, The Athens Review of Books, Book' s Journal, Ulenspiegel) και σε εφημερίδες («Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, «Αναγνώσεις» της Αυγής, Το Βήμα, Τα Νέα, Η εφημερίδα των Συντακτών). Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματείας, της Εταιρείας Συγγραφέων και της Επιστημονικής Επιτροπής του Αρχείου Καβάφη. Διετέλεσε επίσης μέλος του Ενιαίου Φορέα Διδασκόντων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΡΤ και της Κριτικής Επιτροπής λογοτεχνικών βραβείων του περιοδικού Διαβάζω.
Η Χριστίνα Ντουνιά έχει γράψει αρκετές μονογραφίες που εκδόθηκαν αυτοτελώς· παράλληλα, εισηγήσεις και μελέτες της έχουν δημοσιευθεί σε πρακτικά επιστημονικών συνεδρίων και σύμμεικτους τόμους. Ασχολείται κυρίως με ζητήματα ιστορίας της λογοτεχνίας, εκδοτικής κειμένων, γενικής και συγκριτικής γραμματολογίας, ιδεολογίας και αισθητικής.
Το 2000 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο Δοκιμίου και το 2016 με το Βραβείο Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών. Είναι παντρεμένη με τον Χ. Γ. Λάζο και έχει έναν γιο, τον Φίλιππο.
Ε Ρ Γ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
————
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Λογοτεχνία και Πολιτική στο Μεσοπόλεμο. Τα περιοδικά της Αριστεράς, Καστανιώτης 1996.
Βρέχει σ’ αυτό το όνειρο, (διηγήματα), Καστανιώτης 1998.
Κ. Γ. Καρυωτάκης, Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Καστανιώτης, 2000.
Ν. Καζαντζάκης. Βιογραφία, Εργογραφία, Κριτικές, έκδ. Πολιτιστικής Ολυμπιάδας 2004.
Μαρία Πολυδούρη, Μόνο γιατί μ’ αγάπησες, Ημερολόγιο 2005 (εισαγωγή-χρονολόγιο-επιμέλεια), Μεταίχμιο 2004.
Ντόρας Ρωζέττη, Η ερωμένη της, φιλολογική επιμέλεια-επίμετρο, Μεταίχμιο 2005.
Πέτρος Πικρός. Τα όρια και η υπέρβαση του νατουραλισμού, (δοκίμιο), Γαβριηλίδης 2006.
Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ο λόγος των δημιουργών – Ημερολόγιο 2009, εισαγωγή-επιμέλεια, Μεταίχμιο 2008.
Πέτρου Πικρού, Χαμένα κορμιά, εισαγωγή-επιμέλεια, Άγρα 2009.
Πέτρου Πικρού, Σα θα γίνουμε άνθρωποι, εισαγωγή-επιμέλεια, Άγρα 2009.
Πέτρου Πικρού, Τουμπεκί, εισαγωγή-επιμέλεια, Άγρα 2010.
Μαρία Πολυδούρη, Τα ποιήματα, φιλολογική επιμέλεια και Επίμετρο με τίτλο: «Μαρία Πολυδούρη ή τα ρόδα του αίματος», Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2014.
Μαρία Πολυδούρη, Ρομάντσο και άλλα πεζά, φιλολογική επιμέλεια-εισαγωγή, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 2014.
Κώστας Καρυωτάκης: Με τ' όνειρο οι ψυχές και με το πάθος, εισαγωγή-ανθολόγηση, εφ. Η Καθημερινή 2014.
Στη σαγήνη του Ε. Α. Πόε, Γαβριηλίδης 2019.
Νίκος Καζαντζάκης. Άγιον Όρος. Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1914, επιμέλεια-εισαγωγή-σχόλια: Χριστίνα Ντουνιά - Βούλα Βασιλειάδη, Ηράκλειο, Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη 2020.
Αργοναύτες και Σύντροφοι. Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του '30, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 2021.
Σ Υ Ν Ε Ν Τ Ε Υ Ξ Ε Ι Σ
Συζήτηση με τον Μανώλη Πιμπλή, Βιβλιοβούλιο (Εκπομπή στο Κανάλι της Βουλής), 5/12/2021
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο, Δρόμος της Αριστεράς (22/2/2022) https://edromos.gr/christina-ntoynia-argonaytes-kai-syntrofoi/
[...]
— Τι κρατάτε εσείς ως πιο σημαντικό από τη λογοτεχνία του μεσοπολέμου;
—Τη δύναμη των ιδεών και τη διάθεση να προχωρήσουν αλλάζοντας: τον εαυτό τους, την τέχνη, την κοινωνία, την Ελλάδα, τον κόσμο. «Ο καθείς και τα όπλα του» βέβαια, όπως λέει και ο ποιητής.
Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Ε Σ Γ Ι Α Τ Ο Β Ι Β Λ Ι Ο
«Αργοναύτες και σύντροφοι»
Τον αναγνώστη κατακτά επίσης η επιστημονική εντιμότητα και η σεμνότητα της γραφής: οι υποθέσεις, που διατυπώνονται με μια εμπράγματη αντίληψη, καθώς στηρίζονται, εκτός από την κριτική διαίσθηση, σε αδιαμφισβήτητα τεκμήρια. οι θέσεις που εκφράζονται, η αξιοποίηση και ο έλεγχος των πηγών, αλλά και των ηχηρών αποσιωπήσεων. Γιατί η κριτική τόλμη της Ντουνιά, γνώριμη και από τις προηγούμενες εργασίες της, οδηγεί σε ενδιαφέρουσες υποθέσεις και σε δίκαιες κρίσεις. Γιατί στην ανάγνωση αυτή χαίρεται κανείς την υπέροχη αρετή της επιείκειας, καθώς η συγγραφέας ενεργεί πάντα ως ανατόμος, όχι ως δικαστής.
Είναι λοιπόν μια μελέτη με σπάνιες συνθετικές και επιστημονικές αρετές που σε φέρνει σε επαφή με έναν πλούτο επιλεγμένων, δυσεύρετων συχνά, πηγών και σου επιβάλλεται, ταυτόχρονα, με τη γοητεία της αφήγησης. Είναι το χάρισμα της συγγραφέως να γράφει βιβλία αναγνώσιμα («τα καλά ηδέα ποιούσα») χωρίς καμιά επιστημονική έκπτωση. Αλλά και η ικανότητα να προσφέρει με γενναιοδωρία τους θησαυρούς της γνώσης («ξέροντας να τους δώσει», αυτούς που η ίδια με καιρό και με κόπο έχει κατακτήσει. Και είναι, επιπλέον, η καλαισθησία του βιβλίου, με το εικαστικό του Γιάννη Ψυχοπαίδη στο εξώφυλλο, το γραμματόσημο «Αργώ» του 1958 στο οπισθόφυλλο, τα προσεγμένα τυπογραφικά στοιχεία που συγκροτούν μια από τις αρτιότερες –βιβλιοφιλική θα την έλεγα– εκδόσεις της «Εστίας [...].
Αντώνης Καρτσάκης, «Οδικός χάρτης για τη λογοτεχνία μιας διάσημης δεκαετίας», περ. Φρέαρ (13/7/2021) https://frear.gr/?p=31751
Το ανά χείρας βιβλίο απογράφει ακριβώς αυτό το πέρασμα, από τη δεκαετία του 1920 στην επόμενη, τα διαδραματιζόμενα στην δεκαετία του 1930 και κάποιες μεταπολεμικές απολήξεις τους, όπου φτιάχτηκε το ακόμα και σήμερα κυρίαρχο παράδειγμα. Πώς το κάνει όμως, με ποια εργαλεία; Κατά τη γνώμη μου, με τα εργαλεία του Δημαρά, εκσυγχρονισμένα οριακά μέσα από τον Μάριο Βίττι, έστω και χρησιμοποιούμενα «υπό λοξήν γωνία». Το ερώτημα όμως είναι αν αρκεί το πλήθος των πληροφοριών και των παρατηρήσεων, που όντως εισφέρει η Ντουνιά, αξιοποιώντας την πολυετή ενασχόλησή της με τον Μεσοπόλεμο, όπως και ένα κεφάλαιο του βιβλίου, εκείνο για το «γλωσσικό ζήτημα», όπου φέρνει στο φως τελείως καινούρια στοιχεία∙ αν δηλαδή όλα αυτά αρθρώνονται σε μια σύγχρονη, σημερινή ιστόρηση της λογοτεχνίας του ’30, όπου μάλιστα επιστρατεύεται η έννοια του λογοτεχνικού πεδίου του Μπουρντιέ, όπως ήδη δηλώνεται στον υπότιτλο του βιβλίου, «Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ’30».
[…] Ο τρόπος που βλέπω εγώ το ανά χείρας βιβλίο είναι ως μια όψη του ακαδημαϊκού φιλολογικού πεδίου της τελευταίας εικοσαετίας, των θεωρητικών (τρόπος του λέγειν...) και γραμματολογικών δεσμεύσεων στις οποίες υπόκειται, αφού τον ορίζοντα αυτού του πεδίου αναπαράγει, παρ’ ότι ασφυκτιά μέσα σε αυτόν, και εν τέλει αδικείται. Επειδή όμως παρακολουθώ για χρόνια, και νομίζω συστηματικά, το έργο της Χριστίνας Ντουνιά, ελπίζω πως, τώρα που αφυπηρέτησε από το πανεπιστήμιο, το δοκίμιο και το κριτικό σχήμα για τα οποία έκανα λόγο θα έχει την ευκαιρία να μας τα δώσει. Χρειάζεται μόνο να ξαναδεί, κριτικά και συνθετικά, το σημαντικής έκτασης έργο της.
Κώστας Βούλγαρης, «Η λογοτεχνία στον μεσοπόλεμο», εφ. Η Αυγή (15/7/21) https://www.avgi.gr/entheta/anagnoseis/391642_i-logotehnia-ston-mesopolemo
Εχοντας μελετήσει εις βάθος, εκτός από τα καταστατικά κείμενα του Μεσοπολέμου, και το πλήθος του περικειμενικού υλικού που τα πλαισίωσε και νοηματοδότησε (κριτικές, δοκίμια, ημερολόγια, αλληλογραφία, συνεντεύξεις), η Χριστίνα Ντουνιά είναι σε θέση να αναδείξει μερικά από τα μείζονα διακυβεύματα των σχέσεων και αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους Μεσοπολεμικούς και τους προγενέστερούς τους, και ανάμεσα στους λογοτέχνες της δεκαετίας του ’20 κι εκείνους της δεκαετίας του ’30. Κατορθώνει έτσι να παρακολουθήσει το λογοτεχνικό πεδίο –ανθρώπους, θεσμούς, γραπτά– καθώς παράγεται και αναπαράγεται κάτω από τη βαριά σκιά του Παλαμά, μες στο διχαστικό περιβάλλον βενιζελικών και αντιβενιζελικών, μες στις ιδεοληψίες καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών, κάτω από την πίεση των αναγκών της εθνικής ανασυγκρότησης την επομένη της Μικρασιατικής Καταστροφής, σε αναζήτηση των οραμάτων κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας, και μες στην αγωνία των διαρκών αισθητικών αναζητήσεων.
Χρειάζεται η πολυετής τριβή με ένα πολυσχιδές υλικό, ένα ισχυρό αίσθημα ιστορίας και μια ικανότητα ευαίσθητης ανάγνωσης των λογοτεχνικών κειμένων προκειμένου να κατορθώσεις, όπως η Ντουνιά, να υπερβείς τις συνήθως στεγνές ορίζουσες της φιλολογικής μελέτης και, τηρώντας τις δύσκολες προδιαγραφές της επιστήμης, να μετατρέψεις ένα πεδίο έρευνας σε ζωντανή εποχή. Με μια κρίσιμη φράση απ’ τις συνεντεύξεις, με την τεχνική της δραματοποίησης που προσφέρουν οι ανταλλαγές απόψεων στις επιστολές, με εικόνες μέσα από τα κείμενα των μυθιστορημάτων, καθώς και με την εύστοχη χρήση στίχων, η συγγραφέας κατορθώνει να ζωντανέψει τη γενιά που αισθητικοποίησε το Αιγαίο, ένιωσε σαν ομάδα Αργοναυτών, δοκίμασε την υπερρεαλιστική μέθη, ανέπτυξε παρακμιακό πεσιμισμό αλλά και αγωνιστικό οίστρο, ή επέλεξε να υμνήσει τον σαρκικό δαίμονα».
Ελισάβετ Κοτζιά, «Η γενιά που αισθητικοποίησε το Αιγαίο», εφ.Η Καθημερινή (14/9/2021) https://www.kathimerini.gr/culture/561494701/i-genia-poy-aisthitikopoiise-to-aigaio/?fbclid=IwAR3wC537ANYz5YPA7CkOSMbNJymRcka4YoVFn56LIXMSJq36yXb-rhSyTpg
Η ελληνική λογοτεχνία του Μεσοπολέμου είναι ένα θέμα με το οποίο έχει ταυτιστεί το μεγαλύτερο και το σημαντικότερο μέρος του ερευνητικού έργου της Χριστίνας Ντουνιά. Με το καινούργιο της βιβλίο
Αργοναύτες και σύντροφοι. Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ‘30, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», η Ντουνιά συνδέει την πρώτη με τη δεύτερη μεσοπολεμική δεκαετία για να δώσει σάρκα και οστά στην έννοια του λογοτεχνικού πεδίου όπως την έχουμε παραλάβει από τον Πιέρ Μπουρντιέ, προσεγγίζοντας την παραγωγή της δεκαετίας του 1930 υπό το φως μιας σειράς διεργασιών μέσω των οποίων οι πεζογράφοι και οι ποιητές της εποχής καταφέρνουν να υπαγάγουν την τέχνη τους σε καθεστώς υψηλού αυτοπροσδιορισμού, να την ανακαλύψουν εξαρχής σε μια περιπέτεια σαν κι εκείνη της αργοναυτικής εκστρατείας, κρατώντας την μακριά από αποπροσανατολιστικούς περισπασμούς.[...]
Και από την πολιτική, τη γλώσσα και τις εκδοχές του ελληνικού υπερρεαλισμού πηγαίνουμε προς τη θεωρία του ελληνικού τοπίου, νευραλγική ούτως ή άλλως για τη γενιά του 1930. Το κλειδί εν προκειμένω είναι ο Περικλής Γιαννόπουλος, τις απηχήσεις του οποίου η Ντουνιά αναζητεί, μέσα από ενδελεχή και εκτεταμένη έρευνα, στο ιστορικό ή το ανιστορικό Αιγαίο του Σεφέρη και του Ελύτη, αποσυνδέοντας αμφοτέρους, μαζί και την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου, από τον εθνικισμό και τις εξιδανικεύσεις του Γιαννόπουλου.
[...] Η δεκαετία και η γενιά του 1930 σε πλήρη, πανοραμική ανάπτυξη πλην με όραση καλειδοσκοπίου: εικόνες, όψεις και πρόσωπα σε διαφορετικές προβολές, σε αναπάντεχους αντικατοπτρισμούς και σε απροσδόκητες, αν και απολύτως εύλογες συσχετίσεις από μιαν ερευνήτρια που δεν μας κάνει μόνο κοινωνούς της ευαισθησίας και της επιστημοσύνης της, αλλά και κρατάει σταθερά αμείωτο το αναγνωστικό μας ενδιαφέρον χάρη στη σκηνοθετική της δεξιοσύνη και στην αφηγηματική της δεινότητα. Ποιος είπε ότι οι φιλολογικές συζητήσεις πρέπει να είναι ξερές σαν έρημοι;
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Η αργοναυτική εκστρατεία της γενιάς του ΄30», ηλ. περ. Ο Αναγνώστης (7/10/2021) https://www.oanagnostis.gr/i-argonaytiki-ekstrateia-tis-genias-toy-30-toy-vaggeli-chatzivasileioy/
[...]
Οι δύο παραπάνω θέσεις συνιστούν τους ομόκεντρους κύκλους μέσα στους οποίους αναπτύσσει την προβληματική της η Χριστίνα Ντουνιά γύρω από το πεδίο της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη μεσοπολεμική δεκαετία. Αν, βέβαια, το θεωρητικό εργαλείο του Πιερ Μπουρντιέ κατονομάζεται ρητά από τον υπότιτλο –όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ΄30– ο ευφυής τίτλος,Αργοναύτες και Σύντροφοι, παραπέμπει στους ριζοσπαστικούς πειραματισμούς και τα ουτοπικά προτάγματα των μεσοπολεμικών κοινωνιών. Πέρα, λοιπόν, από την αγαπημένη θαλασσινή θεματική των μοντερνιστών, η Αργοναυτική εκστρατεία αλλά και οι περιπέτειες του Οδυσσέα φωτίζουν τα συλλογικά προτάγματα εκ δεξιών και εξ ευωνύμων του πολιτικού χάρτη. Δεν είναι τυχαίο ότι τα μισά κεφάλαια της μελέτης ασχολούνται ρητώς με την πολιτική και την ιδεολογία, ενώ στα υπόλοιπα, μέσω της αισθητικής, της κριτικής, αλλά και της συζήτησης γύρω από την αναζήτηση νέων αφηγηματικών τρόπων, η πολιτική και η ιδεολογία είναι εκείνες που διαπλέκουν υποδόρια τις ανθρώπινες ενέργειες και συμβάλλουν στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων εξουσίας. Κατά αυτόν τον τρόπο ερμηνεύονται εναργώς οι κατά τα άλλα ετερόκλιτες και ανίερες συμμαχίες μεταξύ διαφορετικών προσωπικοτήτων της αβανγκάρντ: Η μπωντλαιρική έλξη του μπολσεβικισμού αλλά και η γενικευμένη επίθεση στις αστικές αξίες πριμοδοτούσε τη θεωρητική σκεύη συντηρητικών αλλά και προοδευτικών, καθώς και τη μετακίνηση μεταξύ των δύο αυτών στρατοπέδων.
[...]Έχοντας κατά νου τα παραπάνω, η χρονική συγκυρία της έκδοσης του έργου Αργοναύτες και Σύντροφοι είναι κομβικής σημασίας: Σχεδόν ένα αιώνα μετά από μία ακόμη κρίση του εγχειρήματος της νεωτερικότητας η Χριστίνα Ντουνιά φωτίζει μια εποχή που τα ερωτήματα και τα διλήμματα παραμένουν τραγικά επίκαιρα. Ακόμα και αν οι ιστορικοί υπερθεματίζουν για το ξεπέρασμα της εθνικοσοσιαλιστικής/φυλετικής, της κομμουνιστικής ή και φιλελεύθερης ουτοπίας, φαίνεται πως οι ιδέες αρνούνται να ενταφιαστούν, γεγονός που προειδοποιεί ότι οι διαφορετικές πολιτικές, οι αξίες και οι ιδεολογίες «πρέπει να παίρνονται στα σοβαρά».Στη σημερινή μεταμοντέρνα συνθήκη, όπου το συλλογικό έχει εξαφανισθεί από το ατομικό, τα αισθητικά ρεύματα έχουν υποκατασταθεί από ένα ιδιότυπο δόγμα του σοκ και οι φυγόκεντρες καλλιτεχνικές τάσεις πριμοδοτούν την ατομική μακροημέρευση παρά τα συλλογικά προτάγματα, το ξαναζωντάνεμα μιας εποχής όπου δεν έχει συντελεστεί ακόμα η προδοσία των διανοουμένων χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Στο κλασικό πια ερώτημα του Μπαρτ, – Ιστορία ή Λογοτεχνία; – η συγγραφέας εύστοχα απαντά με τον συνδυασμό και των δύο. Όμως μονάχα με την βαθιά ενσυναίσθηση, την συμμετοχή στα κοινά και εντέλει την αγάπη για την λογοτεχνία είναι σε θέση ο κριτικός να αναστήσει μια ολόκληρη εποχή. Σύμφωνα με τον κριτικό George Steiner «η λογοτεχνική κριτική πρέπει να γεννιέται από ένα χρέος αγάπης». Έτσι, η Χριστίνα Ντουνιά καταφέρνει να ορίσει τις συντεταγμένες του θαλάσσιου ταξιδιού που επιχείρησαν οι πρωταγωνιστές του μεσοπολέμου προς την ουτοπία. Όπως το ήθελε περίπου και ένας από του αγαπημένους συγγραφείς των επιφυλλίδων και των λογοτεχνικών περιοδικών του μεσοπολέμου – ο Oscar Wilde – ο χάρτης που δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία δεν αξίζει ούτε και να τον κοιτάς».
Μάνος Κουμής, «Γενιά ΄30 : Το λογοτεχνικό δαιμόνιο απέναντι στη κρίση της νεωτερικότητας», ηλ. περ. Ο Αναγνώστης (31/3/2022) https://www.oanagnostis.gr/genia-30-to-logotechniko-daimonio-apenanti-sti-krisi-tis-neoterikotitas-toy-manoy-koymi/
Συνεχίζοντας η ακαταπόνητη Χριστίνα Ντουνιά τις εργασίες της γύρω από το μεσοπόλεμο και τη γενιά του ’30 καταθέτει εδώ μια τριμερή μελέτη (τμήματά είχαν παρουσιαστεί εν μέρει σε συνέδρια και διαλέξεις) που έρχεται να συμπληρώσει αλλά και να διαφωτίσει πλευρές της μεσοπολεμικής περιόδου στη βάση νεότερων δεδομένων και επανεκτιμήσεων. Βενιζελισμός, προλεταριακή τέχνη και η γλώσσα ως διαφοροποιητικό στοιχείο στο πρώτο μέρος παρέχουν το σκηνικό όπου η Ντουνιά διερευνά την ποίηση στο δεύτερο μέρος και την πεζογραφία στο τρίτο. Η ανομοιογένεια και η πολλαπλότητα εντός της γενιάς αυτής είναι, νομίζω, ένα βασικό ζήτημα που αναδεικνύεται, ιδίως στο ποιητικό πεδίο, όπου η δυναμική δημιουργεί έντονες ζυμώσεις επιδραστικές για την εξέλιξη του είδους. Η προβολή προσώπων και τάσεων όπως ο Γιαννόπουλος και η ντεκαντάνς, (ήδη μελετημένα μερικώς από τη Ντουνιά) ανοίγει νέα ερευνητικά ζητήματα στο πολυδύναμο τοπίο των δύο μεσοπολεμικών δεκαετιών. Στα θετικά του βιβλίου ο τρόπος γραφής: ένα σε εξαιρετικά δομημένο όλο, επιστημονικότητα με αφηγηματική ικανότητα και ρέοντα λόγο.
Βαρβάρα Ρούσσου, «7+1 δοκίμια που ξεχώρισα», ηλ. περ. Ο Αναγνώστης https://www.oanagnostis.gr/7-1-dokimia-poy-xechorisa-tis-varvaras-royssoy/?fbclid=IwAR3Fpzb0CVfv_41JLWJv93xSqSuGMG20ApjW0vcE8X9k9g154p1vOURJvtA
[...]
Η Ντουνιά, άλλωστε, συστηματική μελετήτρια κυρίως της πρώτης δεκαετίας του Μεσοπολέμου (Καρυωτάκης, Πολυδούρη, Πικρός, ντεκαντάν ποιητές, κριτική και λογοτεχνικά περιοδικά της Αριστεράς) με ευελιξία και ίσως με αναστοχαστική διάθεση (καθώς η φιλολογική της ενασχόληση είναι, τολμώ να πω, και πολιτικά βιωματική) κατορθώνει να αρθεί πάνω από τις άγονες αντιπαραθέσεις για τη συνοχή, τη σημασία και τη μεθοδολογική χρησιμότητα του όρου «γενιά», αλλά και από τη θεωρούμενη αντιπαλότητα με τους νέους ποιητές του ’20 που καταλήγει στο ψευδές δίλημμα «Σεφέρης ή Καρυωτάκης».
Πώς το κατορθώνει; Αποδεχόμενη συμβατικά τον όρο γενιά του ’30, αλλά υποκαθιστώντας τον ουσιαστικά στην προσέγγισή της από την κρίσιμη και λειτουργική έννοια του «λογοτεχνικού πεδίου». Ο όρος που επινόησε ο Μπουρντιέ τής αφήνει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, επιτρέπει τη δυναμική και διαλεκτική προσέγγιση διαφορετικών και κάποτε συγκρουόμενων δρώντων υποκειμένων εντός του πεδίου, δίνει κοινωνιολογική προοπτική στο εγχείρημα συνδέοντας με άλλες πτυχές του πολιτισμικού ή του πολιτικού πεδίου και νομιμοποιεί την ένταξη σε ένα ενιαίο αφήγημα ετερόκλητων προσώπων, έργων, αισθητικών αναζητήσεων και ιδεών. Έτσι η Ντουνιά κατορθώνει να αναδείξει τον κοινό προσανατολισμό, την επιθυμία για το μοντέρνο, τη συγκρουσιακή συνύπαρξη και την πρόθεση ανανέωσης του λογοτεχνικού κανόνα ανάμεσα σε κατά τα άλλα πολύ διαφορετικούς συγγραφείς. [...]
Η ιστορικοφιλολογική μέθοδος την οποία υπηρετεί σε όλο το έργο της η Ντουνιά (η φιλολογία ως ιστορική επιστήμη που διαπλέκεται με τις ιδέες) προϋποθέτει έρευνα, εντοπισμό και κυρίως επεξεργασία πηγών και τεκμηρίων ώστε να μπορούν να επανατεθούν στο τραπέζι με διαφορετικό τρόπο ζητήματα ιδεολογίας και πολιτικής, γλώσσας και αισθητικής, συγκριτικής γραμματολογίας και κριτικής πρόσληψης. Στα μελετήματα του τόμου η συγγραφέας μελετά όχι μόνο τα λογοτεχνικά έργα των συγγραφέων της γενιάς, αλλά και αρχεία, περιοδικά, εφημερίδες, αλληλογραφίες, ημερολόγια και κάθε είδους ντοκουμέντα που μπορούν να αξιοποιηθούν, δίνοντας συχνά έμφαση στις κριτικές διαμάχες και τις φιλολογικές συζητήσεις στον δημόσιο χώρο. Η φιλολογική κουζίνα των υποσημειώσεών της, χωρίς υπερβολή, μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα. Από τη βιβλιογραφική της εγρήγορση προκύπτει ένα διαλογικό βιβλίο που συνομιλεί με τα πορίσματα και τις προτάσεις της φιλολογικής και όχι μόνο κοινότητας. Στα προσόντα του βιβλίου ας προστεθούν η αφηγηματική χάρη του ύφους και η ακρίβεια της ανάλυσης.
Κώστας Καραβίδας, Η λογοτεχνική δεκαετία του ’30: από τη «γενιά» στο «πεδίο», Η εφημερίδα των Συντακτών (6.2.2022) https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/330867_i-logotehniki-dekaetia-toy-30-apo-ti-genia-sto-pedio
[...]
Σ’ αυτήν την πιο πρόσφατη μελέτη της, όπως η ίδια επισημαίνει, η δυναμική που ανέπτυξαν οι συγγραφείς που έδρασαν στον ελληνικό μεσοπόλεμο και μεσουράνησαν για δύο τουλάχιστον δεκαετίες ήταν καταλυτική. Οι δε Αργοναύτες πολλοί και ποικίλης προέλευσης. Η συγγραφέας δανείζεται τους μυθολογικούς ήρωες που εκστράτευσαν για να κερδίσουν το πολυπόθητο χρυσόμαλλο δέρας, το οποίο δέχτηκε πολλές ερμηνείες, από το μυθιστόρημα «Αργώ» του Γιώργου Θεοτοκά. Σ’ αυτό, ο και συγγραφέας του μανιφέστου της γενιάς του ’30 με τίτλο «Ελεύθερο πνεύμα» οριοθετούσε τις επιδιώξεις της νέας γενιάς συγγραφέων και τους τοποθετούσε στον λογοτεχνικό χάρτη, αναφέροντας πως οι Αργοναύτες του ήταν: νεοκαντιανοί, εγελιανοί, μπερξονιστές, νιτσεϊστές, φροϊδιστές, υλιστές, ντετερμινιστές και άλλοι. Οι νέοι συγγραφείς αποστασιοποιημένοι από όλες τις παραπάνω δοξασίες που ήταν τότε πολύ της μόδας επιθυμούσαν να δημιουργήσουν το καινούργιο και να αποτελέσουν οι ίδιοι την αβάν γκαρντ της λογοτεχνίας. Να σημειωθεί ότι συγγραφείς και έργα είναι ένα εξαιρετικά πολυπληθές σύνολο αλλά και ανομοιογενές υφολογικά, αφού ξεκινά από τον ρεαλισμό και φθίνει στον υπερεαλισμό περνώντας από τον συμβολισμό και τον μοντερνισμό.
[...]
Μια μελέτη όπως αυτή δεν αποτελεί μια στατική εικόνα που απεικονίζει μια παρελθούσα εποχή, αλλά περιέχει ολόκληρη τη διαδρομή που έχει διανύσει η συγγραφέας της από τότε που πρωτοάγγιξε το θέμα, διερχόμενη από όλους τους σταθμούς και τις αναδρομές της περιπλάνησής της σε αυτό.
Ωστόσο δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να προστεθεί μια ακόμη μελέτη στην βιβλιογραφία γύρω από την πολυθρύλητη γενιά του ’30 αν δεν περιείχε, όπως η παρούσα, νέα στοιχεία και νέες απαντήσεις σε «ορισμένα ερωτήματα κάτω από το πρίσμα νεότερων επιστημονικών εργασιών» και δεν διατυπώνονταν «ορισμένες προτάσεις για τη δομή και τη λειτουργία του λογοτεχνικού πεδίου μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό και φιλολογικό πλαίσιο», όπως επισημαίνει και η συγγραφέας.
Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος, «Αργοναύτες πολλοί και ποικίλης προέλευσης» εφ. Η Εποχή (6.2.2022) https://www.epohi.gr/article/42494/argonaytes-polloi-kai-poikilhs-proeleyshs
Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι στο λογοτεχνικό περιβάλλον του Μεσοπολέμου η Χριστίνα Ντουνιά κινείται σαν στο σπίτι της — και κάθε τόσο μας ξεναγεί στα ενδιαφέροντα φιλολογικά της ευρήματα. Της χρωστάμε βιβλία όπως το Λογοτεχνία και πολιτική. Τα περιοδικά της αριστεράς στο μεσοπόλεμο (Καστανιώτης 1996), που αποτελεί σημείο αναφοράς για την εξοικείωσή μας με τον μεσοπολεμικό λογοτεχνικό Τύπο, τις ζυμώσεις της αριστερής κριτικής και τη σχέση καλλιτεχνικής και ιδεολογικής πρωτοπορίας· το Κ.Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης (Καστανιώτης 2000), που χαρτογραφεί με μυθιστορηματικό τρόπο την κριτική αλλά ενίοτε και τη δημιουργική πρόσληψη του Καρυωτάκη από τη δεκαετία του 1920 μέχρι και τη δεκαετία του 1960· την πολύπλευρη ανάδειξη της προσωπικότητας και του έργου σημαντικών μορφών του Μεσοπολέμου μέσω της έκδοσης και μελέτης του έργου τους (σε δυο τόμους συγκέντρωσε τα ποιητικά και πεζογραφικά άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη, ενώ σε τρία βιβλία συγκέντρωσε και αποτίμησε την πεζογραφική παραγωγή του Πέτρου Πικρού)· τον εντοπισμό χαρακτηριστικών φωνών του ενίοτε ιδιαίτερα προοδευτικού και ερωτικά τολμηρού μεσοπολεμικού κλίματος, όπως είναι η πεζογραφική πένα της Ντόρας Ρωζέττη στην Ερωμένη της (Μεταίχμιο 2011). Υπάρχουν, επιπλέον, διάσπαρτα πολλά δημοσιεύματά της για τη Γενιά του 1920, τόσο για τους κριτικούς όσο και για τους ποιητές της, την πορεία των οποίων «από την ποίηση της παρακμής στην κοινωνική αμφισβήτηση» ιχνηλατεί συστηματικά εδώ και δεκαετίες.
[…] Η ουσία είναι ότι κλείνοντας κανείς το βιβλίο της Χριστίνας Ντουνιά Αργοναύτες και σύντροφοι, έχει την αίσθηση ότι έχει επιβιβαστεί, για λίγο, στην Αργώ της Γενιάς του '30, έχει αναμιχθεί με το ετερόκλητο και γεμάτο ζωντάνια πλήρωμά της, έχει δει τι ύδατα άφησε πίσω της και προς τα που κατευθυνόταν, έστω και με απότομες αλλαγές των ανέμων. Πέρα από την ολοζώντανη και διαυγή γλώσσα της και τη στέρεη γνώση του λογοτεχνικού πεδίου που μελετά, η συγγραφέας έχει το χάρισμα να εντοπίζει καίριες φράσεις από κάθε είδους κείμενα (λογοτεχνικά, κριτικά, δοκιμιακά, ημερολογιακά, επιστολικά κλπ.) και να τις υφαίνει στον λόγο της παράγοντας πειστικές αφηγήσεις. Η πιο πολύτροπη, καρπερή και κρίσιμη για την εξέλιξη της λογοτεχνίας και της κριτικής μας δεκαετία του 20ού αιώνα ξεδιπλώνεται μπροστά μας σε σημαντικές στιγμές της και παράλληλα κερδίζουμε την πάντα απαραίτητη απόλαυση της ανάγνωσης.
Αθηνά Βογιατζόγλου, «Μια καλειδοσκοπική ματιά στη λογοτεχνική ζωή της δεκαετίας του '30», ηλ. περ. Χάρτης, Μάρτιος 2022 https://www.hartismag.gr/hartis-39/biblia/arghonaites-kai-sintrofoi-mia-kaleidoskopiki-matia-sti-loghotekhniki-zoi-tis-dekaetias-toi-30-14-simeiwseis?fbclid=IwAR1uSXthHdKw5KL-2Uo-LDaO7ofVWezCp_CTjXbXicpwee-J2QU9yJ_fDeI
[…]
Όπως, νομίζω, διαφαίνεται από τις παραπάνω επισημάνσεις, το πολύτιμο βιβλίο της Ντουνιά ασχολείται με μια ευρεία γκάμα θεμάτων, που όλα περιστρέφονται γύρω από την επιθυμία των νέων λογοτεχνών του 1930 να εκφράσουν το αίτημα της ανανέωσης και της αλλαγής και γύρω από τον αγώνα τους να διεκδικήσουν τον προσωπικό τους χώρο στη δόμηση και την ιεράρχηση του λογοτεχνικού πεδίου. Έχοντας στις αποσκευές της τις μονογραφίες της για εμβληματικές μορφές της δεκαετίας του 1920 όπως ο Πέτρος Πικρός, ο Καρυωτάκη και η Πολυδούρη, η συγγραφέας δείχνει εδώ, με τρόπο ευκρινή και εύληπτο, την πορεία των νέων του 1930 προς αυτό που κυρίως τους διακρίνει και τους συνέχει, δηλαδή την «προγραμματική –και συλλογική– αισιοδοξία τους απέναντι στην κοινωνική αμφισβήτηση και στον πεσσιμισμό των λεγόμενων “παρακμιακών”.
[...]
Η Ντουνιά συχνά διαλέγεται με προγενέστερες μελέτες σχετικά με τη γενιά του ’30, σαφέστατα με την εμβληματική μονογραφία του Mario Vitti Η γενιά του τριάντα. Ιδεολογία και μορφή, αλλά και με άλλα βιβλία και άρθρα, ελέγχοντας, ωστόσο, προσεκτικά τις πηγές της και δίνοντας, πάντοτε, το προσωπικό της στίγμα με τόλμη και ευαισθησία. Αξιοποιούνται κριτικά σημειώματα, άρθρα δοκιμιακού τύπου, ημερολόγια, αλληλογραφίες, συνεντεύξεις, και, ασφαλέστατα, στίχοι από ποιήματα και αποσπάσματα από μυθιστορήματα. Η ισχυρότατη βιβλιογραφική τεκμηρίωση και η προσεκτική χρήση παραθεμάτων –με τα οποία η συγγραφέας άλλοτε συμφωνεί και άλλοτε διαφωνεί– αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του βιβλίου.
Το Αργοναύτες και σύντροφοι προσφέρει μια καλειδοσκοπική θέαση όχι μόνο της θρυλικής γενιάς αλλά ολόκληρης της λογοτεχνικής δραστηριότητας της συγκεκριμένης δεκαετίας, με συνδέσεις, φανερές ή κρυπτικές, με τη δεκαετία του ’20 αλλά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Απροσδόκητες εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ λογοτεχνών αναδεικνύονται, αναμενόμενοι και μη αναμενόμενοι διακειμενικοί συσχετισμοί αναδύονται, λογοτεχνικές και ιστορικές γέφυρες εντοπίζονται, διασταυρώσεις μυθικών «αργοναυτών» και μεσοπολεμικών «συντρόφων» ιχνηλατούνται, παράδοξες και όχι τόσο παράδοξες ιδεολογικές και αισθητικές συνοδοιπορίες και αντιπαραθέσεις αναλύονται με τη δέουσα προσοχή και ένας ολόκληρος κόσμος –οικείος και μαζί ανοίκειος– παίρνει σάρκα και οστά, χάρη στη γραφή της Ντουνιά, που, χωρίς να χάνει την επιστημονική της βάση, δεν παύει ποτέ να είναι γοητευτική.
Θανάσης Αγάθος, «Ξαναδιαβάζοντας τη γενιά του ’30», περ. The Books' Journal (1/3/2022) https://booksjournal.gr/kritikes/logotexnia/3675-ksanadiavazontas-ti-genia-tou-30
ΕΠΙΣΗΣ
Τίνα Μανδηλαρά, Τα καλύτερα βιβλία του 2021, περ. Lifo (28/12/2021) https://www.lifo.gr/culture/vivlio/ta-kalytera-biblia-toy-2021?fbclid=IwAR0GzSXYE5GdJ604Z52dMSsvDoezCg77Ci2wSX9qvP39aAVm_QyaPwfpbSk
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«Αργοναύτες και σύντροφοι»
Ι
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
[...] Στη δεκαετία του ’30 παρατηρείται μια γενικευμένη διάθεση εξόδου από την κρίση που σημαδεύει την προηγούμενη δεκαετία, είτε η κρίση αυτή εκδηλώνεται με την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και την έλλειψη εθνικού οράματος είτε με την ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων που γεννούν τη διάθεση αμφισβήτησης των παραδοσιακών αξιών και της κρατικής εξουσίας. Όπως συμβαίνει και στην Ευρώπη στις αρχές του 1900 και κυρίως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι δρόμοι για την υπέρβαση των αδιεξόδων και του πεσσιμισμού που εκφράστηκαν μέσα από τις ποικίλες όψεις της Ντεκαντάνς[1] οδηγούν στην ενίσχυση των εθνικών ταυτοτήτων και την δυναμική επαναξιολόγηση της παράδοσης που χαρακτηρίζει τον αγγλοσαξωνικό μοντερνισμό, αλλά και μέσα από τα κινήματα της αβανγκάρντ που εκφράζουν τις τάσεις μιας δυναμικής –και συχνά βίαιης– ανατροπής. Στην Ελλάδα αυτές οι δύο γραμμές κάποτε συνυπάρχουν: η λαϊκή τέχνη των ασπούδαχτων και η ανάδειξη του ελληνικού τοπίου, άχρονου ή σπαρμένου με αρχαιότητες, ταυτοτικά ζητήματα που αγγίζουν το διακύβευμα της «ελληνικότητας», όσο προχωρούν τα χρόνια εντοπίζονται τόσο στους μαρξιστές (Ρίτσος, Βρεττάκος), όσο και στους υπερρεαλιστές (Εγγονόπουλος, Γκάτσος). Το άνοιγμα των συνόρων και η επαφή με τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά πράγματα δεν εμφανίζεται εδώ για πρώτη φορά· στη δεκαετία του ’20 το φαινόμενο ήταν εντονότερο γιατί συνδυαζόταν με μια έντονη διάθεση κοσμοπολιτισμού και αδιαφορίας των νέων για ζητήματα εθνικής ανασυγκρότησης.
Εκτός από το ενδιαφέρον για τις ευρωπαϊκές λογοτεχνικές κατακτήσεις, η παράδοση του δημοτικισμού, ο Παλαμάς και ο Σικελιανός, εγγράφονται, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στη γενεαλογία των νέων της γενιάς του ’30: συνδετικός κρίκος η εθνική γλώσσα σε συνδυασμό με την ελληνική φύση, ένας κρίκος που λείπει από τους νέους της προηγούμενης δεκαετίας, που προτιμούν τις «κλειστές κάμαρες» και τα αθηναϊκά στέκια, ενώ έχουν ως πρότυπά τους τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη. Κυρίως αυτό που συνέχει και διακρίνει τους νέους της δεκαετίας του ’30 είναι η προγραμματική –και συλλογική– αισιοδοξία τους απέναντι στην κοινωνική αμφισβήτηση και στον πεσσιμισμό των λεγόμενων «παρακμιακών». Η ιδέα της κατάκτησης υψηλών στόχων, είτε περνάει μέσα από το αίτημα της εθνικής αναγέννησης είτε μέσα από την επιθυμία συστράτευσης σε κοινωνικούς/ταξικούς αγώνες, κερδίζει έδαφος. Με τα λόγια του αφηγητή στην Αργώ του Θεοτοκά:
Ωστόσο, μες σ’ αυτήν την απερίγραπτη ανακατωσούρα των ιδεών και των συναισθημάτων, χάραζε κάποια κοινή φιλοδοξία, συνειδητή ή ασυνείδητη, κάποιος κοινός πόθος ή μεράκι ή παράπονο που ένωνε όλα αυτά τα ανήσυχα παιδιά. Πίεζε την καρδιά τους η τραγική μοίρα του ελληνικού γένους, το βάρος του μεγάλου ονόματος, η ιδέα της ανυπαρξίας της Ελλάδας στη σύγχρονη πνευματική ζωή του κόσμου. Αισθανόντανε την ανάγκη [...] να ζήσουνε ξανά τη ζωή του πνεύματος, όχι πια σαν ταπεινοί μιμητές των μεγάλων προγόνων και σαν καθυστερημένοι μαθητές των ξένων, μα σαν εξερευνητές, σαν κατακτητές, σαν αληθινοί Έλληνες. [...] Το Χρυσόμαλλο Δέρας. Το ξύπνημα του ελληνικού πνεύματος, η δημιουργία, η Αναγέννηση. Η Δόξα…[2] [...]
ΙΙ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Κεφ. 3
«ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΜΙΑΣ ΓΕΝΕΑΣ»
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ
Ήταν και μπορεί να είναι ακόμη «πιστεύω» και σημείο των καιρών πως μόνο με μια κάποια μεικτή, ή και με την καθαρεύουσα, μπορούσαμε να κάνουμε «μοντερνισμό». Η δημοτική ήταν μια χωριατοπούλα εύρωστη και τραγανή, αλλά υπερβολικά εύρωστη για τους λεπτούς αισθητές, και άξια το πολύ-πολύ για ηθογραφίες. Η γνώμη τούτη των διανοουμένων της Αθήνας μπέρδευε τη γλωσσική διδασκαλία του Καβάφη και του Καρυωτάκη.
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
[22.11.1937] Μέρες, Γʹ σ. 91.
Το ζήτημα της δημοτικής γλώσσας και η ανάγκη τυποποίησής της αναδεικνύονται στη δεκαετία του ’30 ως βασικό διακύβευμα στη διαμόρφωση του πνευματικού πεδίου. Ήδη είχε ωριμάσει η ιδέα για την αναγκαιότητα ενός τυπικού της νέας ελληνικής γλώσσας και πλήθαιναν οι φωνές για τη σωστή χρήση της δημοτικής στη λογοτεχνία. Αρκετές συζητήσεις, κριτικές, και αντιπαραθέσεις οδήγησαν σε μια ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία που αποσκοπούσε στη διοργάνωση ενός συνεδρίου λογοτεχνών. Όσο και αν το σχέδιο για ένα γλωσσικό συνέδριο κανονιστικού χαρακτήρα δεν έμοιαζε ιδιαίτερα υλοποιήσιμο, οι λόγοι που υπαγόρευαν τη σύλληψή του ήταν πολύ ουσιαστικοί: απηχούσαν την επιθυμία των λογοτεχνών της γενιάς του ’30, που διεκδικούσαν την ηγεμονία στον πνευματικό χώρο, να διαμορφώσουν τη δική τους πρόταση για τη λύση του γλωσσικού ζητήματος, εκτιμώντας ότι οι συνθήκες επέτρεπαν την ανάληψη ενός παρόμοιου εγχειρήματος. Αντικειμενικός στόχος ήταν η οριστική εγκατάλειψη της καθαρεύουσας και η ρύθμιση μιας γραπτής δημοτικής, που όμως δεν θα αποτελούσε φωνογραφική απόδοση του λαϊκού λόγου, όπως υποστήριζε ο Ψυχάρης, αλλά θα ήταν προϊόν διαμεσολάβησης της λογοτεχνίας, καρπός της συνάντησης του δημιουργού με τις πηγές της γλώσσας του. Ο Γιώργος Σεφέρης, κεντρικό πρόσωπο της γενιάς, διαδραματίζει και εδώ καθοδηγητικό ρόλο, όπως συνάγουμε από το άρθρο του Άγγελου Τερζάκη στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα, που φέρει τον εύγλωττο τίτλο «Συγκρότηση μιας γενεάς». Εκεί, ο αρθρογράφος, αφού υπογραμμίσει το γεγονός της πλήρους επικράτησης της δημοτικής γλώσσας στη λογοτεχνία, αναφέρεται στο πρόβλημα της γλωσσικής ακαταστασίας και ασυνέπειας των νέων συγγραφέων, καθώς και στο αίτημα για την ανάγκη κωδικοποίησης της δημοτικής:
Και πάνω σ’ αυτό θυμούμαι την ιδέα που είχε ρίξει φίλος ποιητής, ο Σεφέρης, σε κύκλο νέων συγγραφέων μία βραδιά της περυσινής χρονιάς […]. Η ιδέα αυτή είναι να γίνει ένα συνέδριο νέων συγγραφέων. Επί τη βάσει μιας μικρής προετοιμασίας που θα έχει προηγηθεί, να τεθούν υπ’ όψη τους τα σημεία εκείνα του γραμματικού τυπικού που έχουνε κατά το πλείστο ωριμάσει. Αφού συνταχθεί κι υπογραφεί προκαταβολικά ένα είδος συνυποσχετικού μεταξύ τους, να παρθούν αποφάσεις οριστικές πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα και να δηλώσουν όλοι, ότι στο εξής και σε κάθε τους εκδήλωση λογοτεχνική θα εφαρμόζουνε τους καθιερωμένους τύπους απαρέγκλιτα και συστηματικά.[3]
Ο Τερζάκης θεωρεί ένα τέτοιο εγχείρημα απαραίτητο για την ολοκλήρωση της φυσιογνωμίας της γενιάς του και για τον ρόλο που οφείλει να αναλάβει στην πνευματική ζωή του τόπου· αυτή η γενιά, για να είναι συνεπής προς τα οράματα και τις επιδιώξεις της, οφείλει –μεταξύ άλλων– να εμφανίζεται «συγκροτημένη κι ομόφωνη στη δημοσιότητα». Ο Σεφέρης, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ασχολήθηκε ενεργά με το ζήτημα αυτό· μάλιστα αρκετά χρόνια αργότερα αναφέρεται έμμεσα σε αυτή την πρωτοβουλία, όταν διαπιστώνει «–με τη νωχελική ευλογία της Παιδείας μας– μια περίοδο γλωσσικής αδιαφορίας, επιδερμικής γραφής, και ασπόνδυλων φραστικών σχημάτων», για να δηλώσει στη συνέχεια: «την έβλεπε κανείς να έρχεται αυτή την κατάσταση, εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα τουλάχιστο».[4]
ΙΙΙ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Κεφ. 2
ΜΥΘΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Από τον Περικλή Γιαννόπουλο στη γενιά του ’30
[...]
Τις άχρονες και πανοραμικές εικόνες του προηγούμενου παραθέματος διαδέχονται περιγραφές εικόνων που προσφέρονται σε μιαν εκ του σύνεγγυς παρατήρηση. Ο Γιαννόπουλος φαίνεται να μεταφέρει εδώ την προσωπική του εμπειρία· είναι η εποχή που μακριά από την Αθήνα έμενε στα νησιά των Κυκλάδων, κυρίως στη Σύρο. Ένα ρίγος αισθησιασμού διαπερνά και εδώ, όπως και σε πολλά άλλα κείμενά του, την αναπαράσταση μιας κόρης που ρεμβάζει:
Κόρη εις περιστύλιον, περιφερικόν παραλιακού εξώστου προσθέτει την ποίησιν του θήλεως, περιφέρει μαλακώτατον ραδινόν σχήμα σαν δονουμένη και κυμαινομένη υπό των καλλονών, τείνουσα μεγάλους οφθαλμούς νοσταλγού άνωθεν μελαγχολικών πόθων ανθούντων εις μειδίαμα χειλέων, σαν λυπουμένη παρομοίως με τας Νύμφας, διότι το φως αποσύρεται από την μορφήν όλων των και μετ’ ολίγον δεν θα φαίνονται πλέον. Και γίνεται αισθητή η κυμαινομένη κόρη σαν άσμα ναύτου μελαγχολικότατον,[5] ως νυκτωδία τις ηδυτάτη περιραίνουσα τον αέρα.
Όλα τα συμβάντα του παρελθόντος είναι αρμονικά δεμένα με το ελληνικό αιγαιοπελαγίτικο τοπίο, όπου είναι δυνατή η βίωση μιας υπερβατικής αίσθησης του χρόνου, «η σήμερον ως αύριον και ως χθες», όπως θα έλεγε και ο Ανδρέας Εμπειρίκος:[6]
Και όλα τα περασμένα ανεξύμνητα κλέεα κλέη, διότι είναι νοητά μόνον εις τα ηρωικά και τα μεγάλα πνεύματα, όλα ισοϋψή και τρισμέγιστα διερχόμενα άνωθεν των ανθρωπίνων· ισοϋψή και τρισμέγιστα όπως ο δαυλός του Κανάρη, όλα ζωντανότερα των ζωντανοτέρων και απτοτέρων πραγμάτων της ζωής, όλα τα κορυφαιότατα ποιήματα του πλανήτου αυτού αναφαίνονται άνθη φυσικότατα.
Ο Γιαννόπουλος ξεκίνησε το 1892 γράφοντας στη δημοτική, ενώ αργότερα, παραμένοντας δημοτικιστής, χρησιμοποίησε μια γλώσσα μεικτή, δηλαδή «γλώσσαν αχαλινώτως ελευθεριάζουσαν γραμματικώς», όπως ο ίδιος την αποκαλεί, και η οποία ίσως αποτέλεσε και το παράδειγμα για τη γλώσσα του Ανδρέα Εμπειρίκου. Ο Έλληνας υπερρεαλιστής ρητά και θαυμαστικά αναφέρεται σε κείνον, αφού τον συγκαταλέγει μεταξύ των εκλεκτών ποιητών που αγαπούν το ύψος και την ελευθερία: «ο Περικλής Γιαννόπουλος που ελληνικά τα ήθελε όλα κ’ έκρυβε μέσα του βαθιά μια φλογερή ψυχή Σαβοναρόλα»,[7] ωστόσο η σχέση τους δεν έχει απασχολήσει ακόμα τη φιλολογία μας. Άλλωστε και ο Ελύτης, όπως και ο Εμπειρίκος, δεν ομολογούν καθαρά τις οφειλές τους στον Γιαννόπουλο. Αυτό σ’ έναν βαθμό ίσως οφείλεται στις ακραία σοβινιστικές θέσεις του τελευταίου, οι οποίες υιοθετήθηκαν μεταπολεμικά από φασιστικούς κύκλους, και στις αντιδράσεις που προκάλεσε το αφιέρωμα των Νέων Γραμμάτων, ακόμα και μέσα στους κόλπους της γενιάς του ’30.[8]
Θα μπορούσαμε πάντως νόμιμα να υποθέσουμε ότι το έργο και οι ιδέες του Γιαννόπουλου επηρέασαν τις απόψεις των υπερρεαλιστών –εκτός του Ελύτη– για γλωσσική ανεξιθρησκία και ελευθερία στη χρήση των λέξεων. Ο Γιαννόπουλος θεωρούσε ότι η γλωσσική διαμάχη ήταν για τους νέους μια άσκοπη σπατάλη ενέργειας, που δέσμευε την ελεύθερη έκφραση και τους αποσπούσε από το μείζον: δηλαδή από τον αγώνα για εθνική αναγεννηση.[9] Θεωρήθηκε δημοτικιστής ακόμα και από ριζοσπάστες στρατευμένους στον αγώνα του δημοτικισμού, όπως ο Δημήτρης Γληνός,[10] και πίστευε ότι η καθαρεύουσα δεν είναι γνήσια έκφραση του λαού, είναι ενα «φόρεμα», μια «γελοία, καταλερωμενη τήβεννος», ένα «κουρέλι» που πρέπει να σκιστεί.[11] Διεκδικούσε όμως ένα ύφος προσωπικό, μια γλώσσα χωρίς αποκλεισμούς και κανονιστικές δεσμεύσεις.[12] Στο τελευταίο του έργο Έκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινόν
(1907), γράφει χαρακτηριστικά:
Η Εργασία αυτή θελει να γίνει πρώτον η Συντριπτική Μηχανή των ηλιθίων καλουπιών και των Αρχαιοβλακογραμματικών και των Νεοβλακογραμματικών, θελει να παρουσιάσει τελος πάντων όσον το δυνατόν περισσότερον γλωσσικόν υλικόν, διότι νομίζει ότι όπως όλα τα άλλα και η Γλώσσα πρέπει να γίνει τρίμματα και Πρώτη Ύλη πρώτα, διά να αναπλασθή έπειτα Νέα Μορφή ΑΛΗΘΙΝΗ αποτελούμενη από όλα όσα αποτελούν αυτήν και εμάς.
[...]
IV
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ
Κεφ. 2
Ο ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ ΚΑΙ Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ «ΝΤΕΚΑΝΤΑΝ»
Η Eroica δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1937 και εκδόθηκε αυτοτελώς το 1938. Είναι αφιερωμένη σ’ έναν «φιλομόφυλο»[13] σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Σεφέρη: «Στον κύριο Δ.Λ., ποιητή και αισθητικό από το Μεσσολόγγι». Η αφιέρωση στον Δημήτρη Λιμπεράκη (1880-1967), έναν καλλιεργημένο αισθητιστή των αρχών του 20ού αιώνα, μια ποιητική μορφή που απέφευγε τον θόρυβο της αγοράς, σπατάλησε τη μεγάλη περιουσία του σε ταξίδια, έργα τέχνης και δωρεές για να χαθεί τελικά μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα μιας επαρχιακής πόλης, πέρα από τη φιλική σχέση των δύο λογοτεχνών, δείχνει και το ενδιαφέρον του Πολίτη για περιπτώσεις λογοτεχνών έξω από τον κανόνα ή τους κύκλους της γενιάς του ’30.[14] Όπως αφηγείται ο συμπατριώτης του Θωμάς Γκόρπας, που τον είχε γνωρίσει όταν ζούσε πια αποτραβηγμένος στο Μεσολόγγι:
Στα χρόνια του 1950 ο Λιμπεράκης μας μιλούσε για την μεγαλοσύνη του Μαλακάση και του Καβάφη, του Βάρναλη, του Φιλύρα και του Καρυωτάκη και εκτιμούσε την ποίηση του Παπατσώνη, του Ουράνη και του Δρίβα αλλά και των σουρεαλιστών (Κάλας, Εμπειρίκος). Θα μπορούσαμε να πούμε σήμερα με σιγουριά ότι ο δημιουργός των «Φιλενάδων» και άλλων αριστουργημάτων ήξερε καλά ότι η πορεία της παγκόσμιας ποίησης είχε οριστικά σημαδευτεί από τους Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Πόε... [...] Ο Λιμπεράκης ήταν ένας από τους πρώτους σοσιαλιστές, στο πλάι του Κ. Θεοτόκη και του Κ. Χατζόπουλου και στα 1900 είχε ξεσκολίσει με τον Μαρξ, τον Έγκελς, τον Φρόυντ... Μου έλεγε ότι η Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία τον είχε συγκλονίσει, αλλά με τα κόμματα δεν τα πήγαινε καλά.[15]
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Πολίτης επιλέγει τον Λιμπεράκη, από όλους τους φίλους του, για να αφιερώσει ένα μυθιστόρημα που περιστρέφεται γύρω από τα θέματα της φιλίας, της εφηβείας και του έρωτα. Και είναι χρήσιμο να σημειώσουμε ότι δεν μένει μόνο στην αφιέρωση, αλλά δημιουργεί εμπνεόμενος από την προσωπικότητα και τους τρόπους αυτού του μαρξιστή-αισθητιστή δύο μυθιστορηματικούς τύπους: τον κύριο Κλήμη της Ερόικα και τον Κύριλλο του μεταπολεμικού του μυθιστορήματος Το Γυρί.[16] Ιδού πώς αναφέρεται ο Γκόρπας στον παράξενα γοητευτικό, ξεχασμένο σήμερα ποιητή, που συνδεόταν επίσης με τον Δημήτρη Μητρόπουλο, έναν ξεχωριστό όσο και σπουδαίο καλλιτέχνη, που μελοποίησε νεότατος καβαφικά ερωτικά ποιήματα:
Στα νιάτα του ήταν πανέμορφος, κομψός, φυσιολάτρης, φαγάς και πότης. Συνδέθηκε με φιλία με μερικά από τα σημαντικότερα πρόσωπα του περασμένου αιώνα: Ντάνκαν, Γκόρκι, Γητς, Ρίλκε, Μωρουά... Πολλοί τον λάτρεψαν, Έλληνες και ξένοι. Ένας απ’ αυτούς, ο αρχιμουσικός Δημήτρης Μητρόπουλος στην διαθήκη του εξέφρασε την επιθυμία κατά την ταφή του, αντί για το καθορισμένο θρησκευτικό τελετουργικό, κάποιος ν’ απαγγείλει ποίημα του Λιμπεράκη. 'Ετσι κι έγινε, η κοινή τους φίλη Κατίνα Παξινού είπε το ποίημα...[17]
Αναφέρθηκα στη φιλία Πολίτη-Λιμπεράκη για να δώσω άλλο ένα στοιχείο που φωτίζει την ιδιαίτερη περίπτωση του μεσοπολεμικού συγγραφέα. Ο Κοσμάς Πολίτης επιτυγχάνει να δημιουργήσει μια πεζογραφία που συνδυάζει τον αισθητισμό, την Ντεκαντάνς και την ελευθεριάζουσα ερωτική συμπεριφορά της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας με τη φυσιολατρία και τη χρήση της αρχαιότητας που χαρακτηρίζει τις λογοτεχνικές κινήσεις της δεκαετίας του ’30. Ο ίδιος, παρά τη συνεργασία του με τα Νέα Γράμματα, παραμένει ένας μοναχικός καλλιτέχνης, κοσμοπολίτης και με έντονο το ενδιαφέρον του για τα κοινωνικά ζητήματα. Μεταπολεμικά μάλιστα εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα, γεγονός που του στοίχισε μια σειρά από διώξεις.
- Σε μεγάλο βαθμό η αντίθεση πρώτης και δεύτερης μεσοπολεμικής δεκαετίας στην Ελλάδα σχετίζεται με την παρεξηγημένη θεώρηση της Décadence ως παρακμιακού και παρωχημένου κινήματος. Βλ. πρόχειρα: Decadence in the age of modernism, edited by Kate Hext and Alex Murray, Bαλτιμόρη, Johns Hopkins U P, 2019, και Χριστίνα Ντουνιά, «Η δεκαετία του 1920. Από την ποίηση της παρακμής στην κοινωνική αμφισβήτηση»: Για μια Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου: Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011, (επιμ. Αγγέλα Καστρινάκη - Αλέξης Πολίτης - Δημήτρης Τζιόβας) Ηράκλειο, ΠΕΚ/Μουσείο Μπενάκη, 2012, 61-82.
- Γ. Θεοτοκάς, Αργώ, τ. Αʹ, Εστία 81980, σ. 60.
- Άγγελος Τερζάκης, «Συγκρότηση μιας γενεάς», Νεοελληνικά Γράμματα, τχ. 8 (23.1.1937), σ. 2.
- Γιώργος Σεφέρης, «Πρόλογος της βʹ έκδοσης»: Δοκιμές, τ. Αʹ (1936-1947), (φιλολ. επιμ. Γ.Π. Σαββίδης), Ίκαρος 51984, [11944], σ. 12-13.
- Πρβλ. τους στίχους του Εμπειρίκου: «Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας / Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη» από το ποίημα «Στροφές στροφάλων» (Ανδρέας Εμπειρίκος, «Στροφές στροφάλων», Ενδοχώρα, Άγρα 41980, σ. 101). Το «Αιγαίου Εσπερινός» αναδημοσιεύεται στο αφιέρωμα των Νέων Γραμμάτων, ό.π., σ. 141-146.
- Ανδρέας Εμπειρίκος, Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αέριον και ως χθες, Άγρα 1984.
- Α. Εμπειρίκος «Του Αιγάγρου», [Γλυφάδα 12.7.1960]: Οκτάνα, Ίκαρος 1980, σ. 33.
- Ο Ελύτης στα Ανοιχτά χαρτιά, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, επισημαίνει την ανάγκη επιλεκτικής προσέγγισης των θεωριών Γιαννόπουλου-Δραγούμη.
- Περικλής Γιαννόπουλος, «Τα δυο ιδανικά: Δύο μηδενικά», ό.π., σ. 2. Βλ. και Ντουνιά, «Περικλής Γιαννόπουλος: Από τον ευρωπαϊκό αισθητισμό στην ελληνοκεντρική αισθητική»: Λόγος και Χρόνος στη νεοελληνική γραμματεία (18ος-19ος αι.). Πρακτικά Συνεδρίου προς τιμήν του Αλέξη Πολίτη (επιμ. Στέφανος Κακλαμάνης, Αλέξης Καλοκαιρινός, Δημήτρης Πολυχρονάκης), Ηράκλειο, ΠΕΚ, 2015, σ. 770.
- Ο Δημήτρης Γληνός, στο άρθρο του «Η κρίση του δημοτικισμού», όπου περιγράφει τρία στάδια στην πορεία επικράτησης του δημοτικισμού [= πρώτο το φιλολογικό, δεύτερο το εκπαιδευτικό και τρίτο το «εθνικοκοινωνικό»] θεωρεί σημαντικό τον ρόλο του «ρομαντικού οραματιστή» Γιαννόπουλου στο «εθνικοκοινωνικό στάδιο». Βλ. Δ.Α. Γληνός, «Η κρίση του δημοτικισμού», Δελτίο Εκπαιδευτικού Ομίλου, τ. 11, Αθήνα, Τυπογραφείο «Εστίας», 1924, σ. 8-11. Το 1927 με νέο άρθρο του στην Αναγέννηση αναφέρεται και πάλι στη συμβολή του Γιαννόπουλου, ο οποίος μέσα από τον «εθνικοκοινωνικό δημοτικισμό» του επηρέασε πολλούς διανοούμενους. Δ.Α. Γληνός, «Ανασκόπηση», Αναγέννηση, έτος Βʹ (Σεπτέμβριος 1927), σ. 1-3.
- Περικλής Γιαννόπουλος, «Ένας περίεργος κριτικός, Μια περίεργος κριτική», Κριτική, τχ. 1 (1933), σ. 54.
- Στο ίδιο, σ. 55.
- Γράφει ο Σεφέρης στον Κατσίμπαλη, στις 2.10.1936: «Ο Κ. Πολίτης, που τον είδα ένα βράδυ στου Ζαχαράτου, κουβάλησε ένα χειρόγραφο για το περιοδικό. Την Ερόικα. Ιστορία παιδιών έως 15 ή 16 [ετών] που αρχίζει με κάμποσο brio (μόνο το πρώτο κεφάλαιο είναι γραμμένο), έχει όλα τα χαρίσματα του συγγραφέα της, παρακολουθεί κάποτε πολύ απόμακρα κλασσικές αναμνήσεις και είναι αφιερωμένη σ’ έναν φιλομόφυλο. Θα του γράψω ενθαρρυντικά». Βλ. Γ.Κ. Κατσίμπαλης – Γιώργος Σεφέρης, «Αγαπητέ μου Γιώργο». Αλληλογραφία (1924-1970), τ. Αʹ, (επιμ. επιστολών, σχόλ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος), Ίκαρος 2009, σ. 347-348.
- Για τη ζωή και το έργο του Λιμπεράκη, βλ. Γιώργος Κοκοσούλας, Μίμης Λιμπεράκης: Ο ποιητής και αισθητικός απ’ το Μεσολόγγι, εκδ. Φιλιππότης, 1997. Βλ., επίσης, για τη σχέση του έργου του Κοσμά Πολίτη με τον Λιμπεράκη, Ασπασία Γκιόκα, Η διακειμενικότητα στο πεζογραφικό έργο του Κοσμά Πολίτη: λόγος-εικόνα-μουσική, Αδημοσίευτη διατριβή, ΕΚΠΑ, 2012.
- Θωμάς Γκόρπας, «Άγνωστες σελίδες από τη ζωή ενός πρωτοπόρου ποιητή και αισθητικού»: Λογοτέχνες της Λιμνοθάλασσας, Ναύπακτος, Παπαχαραλάμπειος Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου, 2002.
- Βλ. και Γιώργος Κοκοσούλας, Μίμης Λιμπεράκης (1880-1967). Ο ποιητής και αισθητικός απ’ το Μεσολόγγι, ό.π. Ο Λιμπεράκης δημοσιεύει στην Ηγησώ, τχ. 4 (1907) σ. 57-58, ένα ποίημα με τίτλο «Εσπερινοί», γραμμένο με έναν πολύ πρώιμο ελευθερόστιχο τρόπο και φυσικά σε τολμηρή δημοτική.
- Ο Μητρόπουλος μελοποίησε ερωτικά ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη, στη μέση της δεκαετίας του 1920: P. C. Cavafy – D. Mitropoulos, 10 Inventions, Αθήνα, Λιθογρ. Καρύδη, χ.χ. Η πρώτη εκτέλεση του έργου στην Αθήνα έγινε στις 5 Ιουνίου 1927. Βλ. Απόστολος Κώστιος, Δημήτρης Μητρόπουλος, ΜΙΕΤ 1985.