Με τον τρόπο του Γιώργου Ιωάννου
Η Αχειροποίητος της Θεσσαλονίκης είναι η αγαπημένη μου βυζαντινή εκκλησία. Φαντάζομαι και πολλών άλλων, ντόπιων και επήλυδων. Γι’ αυτό και την έχω επισκεφθεί πλειστάκις. Την έχω περιηγηθεί μέσα και έξω, έχω δώσει ραντεβού στον πεζόδρομό της, την έχω εποπτεύσει από ψηλά με ήλιο και βροχή, την έχω θαυμάσει σαβανωμένη στο πρώτο χιόνι σαν γλυπτό του Κριστό. Σε αυτή την εκκλησία επιλέγω να παρακολουθώ και τις ακολουθίες του Θείου δράματος, όταν βρίσκομαι Μεγάλη Εβδομάδα στην πόλη. Στέκομαι πάντα δίπλα στον όγδοο κίονα με την επιγραφή του Μουράτ, -αυτή την βαθιά ουλή που χάραξε ο πορθητής με το σπαθί του στο μάρμαρο το 1430-, μόνο και μόνο για να έχω καλύτερη θέα σε Αυτή, την μία και μοναδική Κυρά και Στρατηγό, την Παναγία της Ρευματοκρατόρισσα, την επιστήθια φίλη του Γιώργου Ιωάννου, που συχνά πυκνά τον εξομολογούσε. Και τι δεν θα έχει ακούσει, σκέφτομαι, εν τω μέσω της νυκτός. Διακριτική και επιφυλακτική όμως, ιδιαίτερα από τότε που την εναπόθεσαν στο νέο της γιατάκι οι κυνηγημένοι Θρακιώτες. Άκουγε, μου έλεγε, τα βάσανά του, σημείωνε στο μυαλό της τα φοβερά κι ανείπωτα μαρτύριά του, ειπωμένα επιτέλους με δάκρυα μεταμέλειας και έγνεφε καταφατικά ή αρνητικά δίχως να της ξεφύγει κουβέντα.
Στα θετικά της εξομολόγησης στην Αχειροποίητο, φαντάζομαι, θα λογάριασε εκτός από την Στρατηγό, και τους στρατιώτες της που στέκουν αγέρωχοι τριγύρω και επιτηρούν τον χώρο. Όμορφη συντροφιά. Δεκαοκτώ όλοι κι όλοι, από τους Σαράντα που εξόντωσε ο Λικίνιος στην Σεβάστεια, κι αυτοί ευωδίασαν όταν ήρθε το τέλος τους από τα πολλά καψόνια και του πάγου το φοβερό λεπίδι. Μετά το ασβέστωμα του πορθητή Μουράτ απέμειναν περίπου οι μισοί να κάνουν τη θητεία τους. Δεν φοράνε βέβαια τα «μελιτζανιά», ούτε το αμερικάνικο χακί. Άρβυλα με διπλό ταυ, τα λεγόμενα εσατζίδικα, ούτε κατά διάνοια, μα έχουν την κορμοστασιά, το μέτωπο και τη ματιά του σωτήρα ψυχών και σωμάτων. Κάτι παραπάνω θα γνώριζε και ο πεζογράφος μας.
Εκεί, στη ρίζα της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, στάθηκα ένα μεσημέρι της περασμένης Άνοιξης, όταν το συνεργείο της ΔΕΗ περνούσε νέα καλώδια του ρεύματος στην Ρευματοκράτειρα. Από το ανοιχτό όρυγμα, των ολίγων μέτρων, έβλεπα σε βάθος αιώνων. Το χώμα, ακόμη ιστορικό, αγκάλιαζε λατρευτικά, προστατευτικά, πολύτιμα θραύσματα ενός πλούσιου παρελθόντος: ψηφίδες πολύχρωμες, σπασμένα κεραμικά, πήλινους αγωγούς κοινής ωφελείας. Αίφνης, το φτυάρι του εργάτη έφερε στο φως ένα κουτάλι. Σαν ασημένιο έμοιαζε. Ποιος ξέρει πόσα στόματα τάισε, ποια πείνα μέρωσε, ποια παιδιά ανάθρεψε. Της Κατοχής ή της προσφυγιάς; Είχε άραγε σκάβοντας φτάσει στο επίπεδο του 1919, όταν ήρθαν εδώ και κόνεψαν οι πρώτοι πρόσφυγες από τη Ρωμυλία; Ή μήπως το ασημικό ήταν από τα άλλα, εκείνα που πέταξαν κακήν κακώς οι φάλαγγες των εκτοπισμένων Εβραίων βαδίζοντας προς το σιδηροδρομικό σταθμό;
Ο εργάτης συνέχισε την εκταφή των κτερισμάτων μαζί με μεγάλα κομμάτια λάσπης. «Λογικά, κάπου εδώ θα έχει και νερό», είπε σα να μονολογούσε. Φυσικά, ήθελα να του πω, νερό από τις πηγές της θερμαίας Αφροδίτης που γιάτρεψε και ανακούφισε πολλούς δυστυχείς, σε καιρούς μακρινούς, ανυποψίαστους για την συντέλεια του κόσμου. Σώμα στιλπνό της Θεάς, με τους τορνευτούς μηρούς και τα όρθια στήθη, λατρεύτηκε μετά από θερμά λουτρά που χαλαρώνουν τους ταλαιπωρημένους από την ορθοστασία μύες, είτε ορθοπερπατείς στον Βαρδάρη, είτε ξεροσταλιάζεις στην Εγνατίας Σάββατο βράδυ, μπατιρημένο κορμί. Το ίδιο σε ρημάζει η αναμονή του θαύματος ή της προδοσίας, όταν ενδίδεις, όταν αφήνεσαι κι ενδίδεις. (Αχ αυτά τα ρήματα του Καβάφη που πολύ αρέσανε στον συγγραφέα της «Σαρκοφάγου»).
Έτσι βαστήξαμε την παράδοση, «από τη γλώσσα και τις εικόνες», έλεγε, στους νεότερους. Και ποιος είμαι εγώ που θα τον αμφισβητήσει τώρα, μπροστά στο όρυγμα της ΔΕΗ, ενώ ο φιλόπονος εργάτης εξακολουθεί να ανεβάζει από το αρχαίο χώμα τα μυστικά της πόλης του: δολοπλοκίες, δολοφονίες, πουτανιές, χασικλίκια, σπιουνιές, μαζί με εκείνα τα εξαίσια δείγματα μιας τέχνης ταπεινής, που μόνο οι πρώτοι πρόσφυγες ξέραν να εκτιμήσουν. Γι’ αυτό και η Παναγιά απέφευγε τις πολλές μετακινήσεις, βολεύτηκε μες στις ανάσες των συμπατριωτών της, τη θαλπωρή της χαμηλόφωνης παρουσίας. Παρέμεινε συγκαταβατική, πίσω από τους λευκούς μπερντέδες που άπλωσαν εντός του οίκου της οι νοικοκυρές του Μπουασονά, πίσω από τις λαμαρίνες των ανταρτόπληκτων του εμφυλίου, πίσω από τις λινάτσες των συντηρητών μετά τον μεγάλο σεισμό του ’78 και διέσωσε το προαιώνιο κύρος της. (Σιγά που θα επέτρεπε Αυτή, μια Αυτοκράτειρα της Ανατολής, να την περιφέρουν σε λαοσυνάξεις μακεδονομάχων και τουρκοφάγων).
Όταν ανεβαίνω «πάνω» —και ανεβαίνω συχνά, ενοχικός σαν τον κύριο Γιώργο— σπεύδω να της εξομολογηθώ τα παραστρατήματα μου, τα λάθη και τις αβλεψίες μου, όχι πως περιμένω άφεση αμαρτιών και συγχώρεση αλλά να, είναι ότι δεν έχω πια που αλλού να πάω κι έναν δικό μου άνθρωπο να του μιλήσω. Σπίτι μας είναι εκεί όπου έχουμε κάποιον ή κάποια να κλαφτούμε δίχως τον φόβο του διωγμού.