«Όλες οι καλομοιριές του κόσμου και τα πλούτη»

Απρίλιος 1980, Σωφρονίσκου 11 και Γαριβάλδη, περιφερειακός Φιλοπάππου (φωτ. Κώστας Κάτσουλας. Αρχείο Γ. Ευσταθίου)
Απρίλιος 1980, Σωφρονίσκου 11 και Γαριβάλδη, περιφερειακός Φιλοπάππου (φωτ. Κώστας Κάτσουλας. Αρχείο Γ. Ευσταθίου)

Ποιος είναι, πώς περπάτησε ο Γιώργος Ιωάννου, όλοι όσοι αγαπάμε τη νεοελληνική λογοτεχνία το γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε ότι ο Ιωάννου υπήρξε λαμπρός φιλόλογος, λαογράφος, ανθολόγος, στιχουργός, ποιητής, γνώστης ικανός της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και μεταφραστής, και κυρίως πεζογράφος, εισηγητής του μικρού μεστού κειμένου, συνομιλώντας με την εποχή του αλλά και με την παράδοση και με τα τραύματα του παρελθόντος, ανθρωπογεωγράφος, περιπατητής των πόλεων όπου έζησε, σαφής και ακριβολόγος σαν χρονικογράφος, παρατηρητής πρωτίστως και αφηγητής με ποιητική, μελαγχολική προδιάθεση, ανυψώνοντας τη βιωματική αφήγησή του, σ’ ένα διαχρονικό, παρηγορητικό εμείς.

Τα προβλήματά του, όπως έχει πει και ο ίδιος, η βίωσή του, η ταλαιπωρία του, οι σχέσεις του με τους ανθρώπους γίνονται ο κεντρικός πυρήνας της κάθε ιστορίας του, γύρω από την οποία περιστρέφεται, μια νύξη, κάτι το υπαινικτικό, κάτι που του συνέβη στη ζωή. Και γύρω από αυτό το υπαινικτικό κάτι, πλέκεται διορατικά το πεζογράφημα ακουμπώντας στα βιωμένα στοιχεία. Μνήμες, φίλοι παλιοί και δρόμοι παλιοί, η Θεσσαλονίκη με τις συνοικίες της, τις σύγχρονες και τις αρχαίες, τους πρόσφυγες, τους χαφιέδες, τους ήρωες της, τους φτωχούς, τους εβραίους, τους πλούσιους, τους εργάτες, τους νεκρούς, τα μνήματα.

Λόγος γαλήνιος, παραμυθητικός, αλλά και οξύς, κάποτε καφκικός, κάποτε καβαφικός. Ήρεμος αλλά και αναστατωμένος, επίμονος, καταγγελτικός, αποκαλυπτικός, ο Γιώργος Ιωάννου συνήθως πρωτοπρόσωπος, μέσα από τα δικά του πάθη και παθήματα ανυψώνει σε συλλογική μυθιστορία τις αφηγήσεις του. Το έχει πει ο Γ.Π. Σαββίδης: ο Γιώργος Ιωάννου αν και διηγηματογράφος αξιώθηκε με τις μικρές, πικρές, τρυφερές, μελαγχολικές ιστορίες του να φιλοτεχνήσει τη μεγάλη νωπογραφία της εποχής του. Η γραφή του, υψηλής τεχνικής κατόρθωμα, από αφήγημα σε αφήγημα θερμή, εξομολογητική, ανηφορίζει και κατηφορίζει, από τη μια στιγμή στην άλλη στιγμή, στην άλλη εικόνα, στο άλλο αφήγημα, στην άλλη πόλη, στην άλλη γειτονιά, με τις φωνές να συμπλέκονται και να σβήνουν απαλά ή και παραιτημένα ή και αδιάφορα, αυτονόητα, αναπόφευκτα, όπως το κύμα με μπουνάτσα στην παραλία.

Η πρώτη αναγνωστική γνωριμία μου με τον πεζογράφο Ιωάννου ήταν τα είκοσι δύο πεζογραφήματά του στη συλλογή «Για ένα φιλότιμο», μια συλλογή που θα μπορούσε να διαβαστεί και σαν μυθιστορία από κεφάλαιο σε κεφάλαιο: το ένα μετά το άλλο τα πεζογραφήματα. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε στη Θεσσαλονίκη το 1964, η τρίτη έκδοση (αυτή που έχω δίπλα μου) το 1973 από τις Εκδόσεις Κέδρος στην Αθήνα. Συνεπαρμένη και ταραγμένη ταυτόχρονα. Πρώτη φορά ερχόμουν σ’ επαφή με κείμενα που άρχιζαν σαν εξομολόγηση, προχωρούσαν σαν σχόλιο, παρατήρηση, απόφθεγμα, μνήμη, ανάμνηση, φαντασία περιπατητική, βύθισμα στο παρελθόν, κρυφοκοίταγμα στο μέλλον, με τη σκέψη και το βλέμμα προσηλωμένα στο συλλογικό εγώ— Ανασύρω από το πεζογράφημα «Τα λαϊκά σινεμά» ένα απόσπασμα που μ’ εντυπωσίασε για την ευστοχία, την τόλμη και την οξυδέρκεια της κοινωνιολογικής του παρατήρησης:

Η εργατική τάξη είναι αρσενικιά, βγάζει ωραίους άντρες, πολύ γρήγορα όμως μαραίνονται. Η βαριά δουλειά ομορφαίνει τον άντρα και τον σακατεύει. Αντίθετα, η αστική έχει ωραίες γυναίκες που της δίνουν το γενικό τόνο. Απ’ αυτές βγαίνουν οι περίφημες κυρίες και οι διαβόητες μαμάδες. Κρυφοκοιτάζω ορισμένους εργάτες και σκέφτομαι αν θα μπορούσαν ποτέ αυτοί να βγουν και να μεγαλώσουν σε αστικό σπίτι. Σίγουρα θα τους είχαν ζεματίσει κι αυτούς την ψυχή, θα τους μαραίναν πριν την ώρα τους. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι εργάτες ζηλεύουν την αστική ζωή.

Και παρακάτω σ’ ένα άλλο απόσπασμα («Στα καμένα») με την ολοζώντανη, σαν κινηματογραφική, θα έλεγα, κινούμενη περιγραφή, λεπτομερή απεικόνιση, εύστοχες παρατηρήσεις, τρομαχτική διάθεση, στηλιτεύοντας σαρκαστικά την αρχαιολατρία των Γερμανών κατακτητών, τον λιτά ποιητικό, στοχαστικό λόγο του, την ιστορική περιδιάβαση, την υπαινικτική τοποθέτηση των γεγονότων, τις πυρκαγιές, τις αιματοχυσίες από περίοδο σε περίοδο:

Ένα πρωϊνό, καθώς πήγαινα στο φούρνο, να δω αν μοιράζουν μπομπότα, τράβηξε την προσοχή μου κάποια κίνηση μέσα σ’ ένα φρεσκοσκαμμένο όρυγμα πλάι στα σύρματα. Πλησίασα και σε λιγάκι γαντζώθηκα, γιατί κανείς δεν μου μιλούσε. Ήμουν ο μοναδικός θεατής μέσα σ’ εκείνο το σταχτί κρύο. Οι στρατιώτες τραβούσαν απ’ το κατάμαυρο χώμα κάτι τι που άσπριζε. Σε λιγάκι φάνηκε πως ήταν άγαλμα: το γυμνό κορμί ενός παιδιού με κομμένο απ’ το λαιμό το κεφάλι. Πιο βαθιά βρέθηκε και το κεφάλι του. Τότε, μέσα απ’ τον όρχο, φάνηκε να ’ρχεται βιαστικά ένας λαμπροφορεμένος ανώτερος. Κοντά του έτρεχε κάποιος μ’ ένα μηχάνημα στο χέρι — κινηματογραφική μηχανή, όπως αποδείχτηκε. Ο αξιωματικός στάθηκε στο χείλος του λάκκου και πήρε αργά το μαρμαρένιο κεφάλι στα γαντοφορεμένα του χέρια. Κάτω, στη μέση του λάκκου, πεταμένο ανάσκελα, ήταν το παιδικό κορμί με σπασμένα τα γεννητικά του όργανα. Αυτός με τη μηχανή άρχισε να παίρνει ταινία. Πότε έστρεφε προς το λάκκο, πότε προς τα ουράνια και πότε προς τον αξιωματικό. Εκείνος πάλι όταν τον κοίταζε η μηχανή, έκαμνε δήθεν πως διώχνει με το μικρό δαχτυλάκι του δεξιού του χεριού τα χώματα απ’ τα μάτια και τα ρουθούνια, ενώ με το άλλο χέρι έσφιγγε δυνατά το κεφάλι απ’ τη βάση του κρανίου. Άρχισα να τρέμω ασυγκράτητα. Μου φαινόταν πως, όπου να ’ναι θ’ αρχίσει να στάζει αίμα απ’ τον κομμένο λαιμό. Και σα να με τράβηξαν απ’ το σβέρκο, κινήθηκα βιαστικά προς το πεδίο του φακού. Τότε μονάχα με πρόσεξαν. Σταμάτησαν κι έβγαλαν άγριες φωνάρες. Σίγουρα τους είχα χαλάσει τη σκηνοθεσία. Εξαφανίστηκα καταγρατζουνισμένος. Κι όμως το άγαλμα αυτό, που τόσο τάχα το αγαπούσαν, ήταν ενός παιδιού της ηλικίας μου.

Κι όπως προχωρώ στην ανάγνωση, πότε φυλλομετρώντας, πότε διαβάζοντας αργά, σχεδόν συλλαβιστά, φτάνω και στο εξαιρετικό μνημονικό αφήγημα «Ο ξενιτεμένος», ανάμεσα στο βίωμα και την επινόηση που απηχεί τη διετή παραμονή του στο ελληνικό σχολείο της Ταγγέρης στο Μαρόκο, παραθέτω μικρό απόσπασμα: […] Θα ’θελα να μπορούσα να ρίξω μπενζίνα σε όλο τον ορίζοντα, ν’ αυτοκτονήσουν όλοι οι σκορπιοί και τα φίδια που υπάρχουν. Ίσως τότε --αν εγώ σωθώ βέβαια--- να συμφιλιωθώ με όλη αυτή την έρημο που δεν ξέρω ποιος μου την έχει κληροδοτήσει, και να παραμείνω αδιαμαρτύρητα. Μικρός οραματιζόμουν να ’χα ένα πολυβόλο στημένο στην ταράτσα μας και να θερίζω τους περαστικούς. Τότε όμως δεν ήξερα καθόλου το γιατί, απλώς με διέτρεχε καλπάζουσα πίεση. Αλλά τώρα, εγώ είμαι που νιώθω σαν σκοπευμένος από κάποια ταράτσα. Άλλαξα φαίνεται ρόλο, κι ούτε που το πήρα καθόλου χαμπάρι.

Αισθαντικός, αισθησιακός, υπομονετικός, αλληγορικός, φοβισμένος αφηγητής αλλά και νηφάλιος παρατηρητής, με τα παιχνίδια της μνήμης, σ’ έναν εσωτερικό μονόλογο που αποτυπώνει μνημονικά τις ενοχές, τις αγωνίες, τα αμαρτωλά αινίγματα της εφηβείας. Από το πεζογράφημα «Ο Μπάτης» (επώνυμο εδώ, αλλά και αύρα θαλασσινή) αποσπώ την πρώτη παράγραφο:

Κάθε χρόνο, τη βραδιά της Αναστάσεως, σκύβω με κάποια πρόφαση και χαϊδεύω μυστικά το χορτάρι στον αυλόγυρο της Αγίας Σοφίας. Δεν έχω πει ακόμη σε κανέναν τίποτε, κι ούτε νομίζω, έχουν προσέξει πως τους παρασύρω ολοένα στο ίδιο σημείο. Μάλλον θα τους έχει γίνει συνήθεια κι αυτό. Παρόλο που δε μου ταιριάζει πια, φροντίζω πάντα να έχω μαζί μου ένα κόκκινο αυγό, που εννοώ να το τσουγκρίσω με όποιον τύχει κοντά μου. Και καθώς ρίχνω στη γη τα τσόφλια του, σκέφτομαι με κάποια χαρά, πως όταν φύγει ο κόσμος, ίσως ξαναρθεί ο φίλος μου ο Μπάτης να τα συναρμολογήσει κι αυτά, όπως έγινε κάποτε με όλες εκείνες τις άσεμνες φωτογραφίες.

Εξαιρετικής πυκνότητας και αυτό το πεζογράφημα, από τα δραματικότερα της συλλογής και ταυτοχρόνως λυτρωτικό. Κι έτσι από πεζογράφημα σε πεζογράφημα, με την αίσθηση πάντα ότι κρυφακούω τα ανομολόγητα μυστικά της ελληνικής κοινωνίας, τον αμήχανο βηματισμό της, τη στενοχώρια, την αδικία αλλά και την ευσπλαχνία της. Ο Γιώργος Ιωάννου με το ελεητικό μάτι και το προσεχτικό βάδισμα, τα καλοξυσμένα πάντα μολύβια του, σεβαστικός αλλά και σαρκαστικός όπου η ανάγκη το καλεί, καθαρολόγος πάντα, με γλώσσα φυσική σαν ομιλία ταπεινή και έντεχνη με του συμβολισμού τις νύξεις, σαν λεπτούργημα εξαιρετικού μάστορα. Τον είχα αγαπήσει πολύ τον Γιώργο Ιωάννου κι ας μην είμαστε φίλοι, ούτε μια φορά δεν είχαμε πιει έναν καφέ να τα πούμε, κι όμως τα λέγαμε με τα μάτια τις φορές που συναντιόμαστε στον Κέδρο, φίλος αγαπημένος του φίλου μου Γιάννη Κοντού. Και πώς το λένε; Ο φίλος του φίλου μας είναι και δικός μας φίλος.

Κι έρχεται ο Φλεβάρης του 2022, 37 χρόνια από τον θάνατό του.

Ημέρα Πέμπτη του 1985 μου είχε τηλεφωνήσει ο Γιάννης Κοντός. Ο Ιωάννου ξαναμπήκε επειγόντως στο Νοσοκομείο. Είναι γερό σκαρί ο Γιώργος του λέω, μη φοβάσαι. Αγαπούσα τον Ιωάννου, αλλά από μακριά. Ο Γιάννης όμως ήταν πολύ δεμένος μαζί του. Θυμήθηκα ένα πρωινό του 1980 στα Δικαστήρια. Είχαμε πάει μάρτυρες υπερασπίσεως του Ηλία Πετρόπουλου. Εγώ κι ο Γιάννης, ο Ιωάννου και ο Ταχτσής. Η ώρα περνούσε στα παγκάκια των διαδρόμων, γελούσαμε, ερχόταν κι έφευγε κόσμος, έπειτα, αν θυμάμαι καλά, η δίκη αναβλήθηκε. Μείναμε οι τέσσερις, πήγαμε και φάγαμε, φωτογραφηθήκαμε σ’ έναν υπαίθριο φωτογράφο. Να ’στε καλά, χρυσά μου, είπε ο Ταχτσής, ήμαστε μαλωμένοι και με σας φιλιώσαμε, Γιώργο, τι λες; Ο Γιώργος συμφώνησε. Γελούσαν και μιλούσαν για τα παλιά. Εγώ κι ο Γιάννης ακούγαμε.

Πέμπτη και Παρασκευή διαβάζω το «Εις εαυτόν». Κάθε τόσο διακόπτω βουρκωμένη. Σάββατο μου τηλεφώνησε ο Γιάννης. Ο Γιώργος πέθανε. Θα τον ανεβάσουν στη Θεσσαλονίκη – «Νιώθεις ευτυχισμένος που μίλησες, όπως μίλησες. Το γράψιμο για σένα είναι πηγή βαθιάς ευτυχίας. Μα δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ τους τελευταίους στίχους από την Ερωφίλη» :

Όλες οι καλομοιριές του κόσμου και τα πλούτη
μια μόν’ ασκιά ’ναι στη ζωή την πικραμένη τούτη.
Μια φουσκαλίδα του νερού, μια λαύρα που τελειώνει
τόσο γοργά όσο πλειά ψηλά τσι λόχες τση σηκώνει.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: