Ο κ. Ιωάννου

Φωτ. Ανδρέα Μπέλια
Φωτ. Ανδρέα Μπέλια


Στα τέλη του 1978, στα δεκαεννιά μου, φοιτούσα στη Ζαρίφειο Παιδαγωνική Ακαδημία της Αλεξανδρούπολης, όπου βρέθηκα σχεδόν κατά λάθος. Περίμενα με αγωνία την επανόρθωση του λάθους, δηλαδή τη μεταγραφή μου στην Αθήνα, και ήμουν διατεθειμένος να παραμείνω εκεί μόνο έναν-δύο μήνες. Είχα αποφασίσει ότι, αν δεν έπαιρνα μεταγραφή, θα εγκατέλειπα τη σχολή.
Στην αλληλογραφία που είχα εκείνες τις ημέρες με τον Μένη Κουμανταρέα, τον μέντορα και μετέπειτα στενό φίλο μου, γίνεται λόγος για τον Γιώργο Ιωάννου. «Ο κ. Ιωάννου», όπως τον αναφέρω χαρακτηριστικά σε μια απάντησή μου, ήταν τότε αποσπασμένος στο υπουργείο Παιδείας, και ο Μένης μεσολαβεί μήπως και γίνει η μεταγραφή. Το ίδιο προσπαθούσαν και οι γονείς μου, με ένα δικό τους μέσον.
Η συντομευμένη προσφώνηση «κ.» με κάνει να αναρωτιέμαι πότε διάβασα Ιωάννου. Ένα λογοτέχνη που αγαπάς τόσο βαθιά, όσο αγάπησα τον δημιουργό βιβλίων όπως η Η πρωτεύουσα των προσφύγων και τα Πολλαπλά κατάγματα, δύσκολα τον αποκαλείς, σε κάποιον εξίσου σημαντικό λογοτέχνη και φίλο του, «κ. Ιωάννου».
Πάντως, το πρώτο βιβλίο του Ιωάννου, που περιήλθε στην κατοχή μου και με κατέκτησε αμέσως, ήταν η συγκεντρωτική έκδοση Πεζογραφήματα: Για ένα φιλότιμο, Η σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά. Ένας τόμος σχήματος τσέπης, όπου συγκεντρώθηκαν, το 1976, οι τρείς πρώτες συλλογές πεζογραφημάτων του.
Δυστυχώς, στο αντίτυπό μου, δεν έχω σημειώσει πότε το απέκτησα. Θα μπορούσα, κάλλιστα, να έχω προμηθευτεί τη συγκεντρωτική έκδοση επιστρέφοντας από την Αλεξανδρούπολη, απ’ όπου είχα στείλει εκείνο το γράμμα στον Μένη με το «ο κ. Ιωάννου». Το 1978, πάντως, είναι η χρονιά που ο Ιωάννου δημοσιεύει Το δικό μας αίμα, αλλά και αρχίζει να εκδίδει το δικό του περιοδικό, το Φυλλάδιο.
Για να θέσουμε το θέμα σε μια προοπτική: το 1978 είναι η χρονιά που η φήμη του Ιωάννου μεσουρανεί, και γίνεται πια ευρύτερα γνωστός ως πεζογράφος. Μια δόξα που θα εξακολουθήσει να κλιμακώνεται για επτά ακόμη χρόνια, ώς τον αιφνίδιο, άδικο (λες και υπάρχει δίκαιος!) θάνατό του, το 1985. Ήταν τότε 58 ετών, πέντε χρόνια μικρότερος απ’ όσο είναι τώρα ο υποφαινόμενος.
«Λοιπόν, λοιπόν», ακούω κάποιον νεότερο να ρωτάει από τον εξώστη ή και από την πλατεία, «πόσο γνωστός, πόσο διάσημος ήταν; Πόσο πολύ τον διάβαζαν, λίγο πριν από τον θάνατό του, τον Ιωάννου;» Η απάντησή μου είναι: πολύ, πάρα πολύ. Διάβαζαν τα άρθα-παρεμβάσεις του στον Τύπο, όπως διάβαζαν και τα βιβλία του, τα οποία ανατυπώνονταν μαζικά. Και, αναμφίβολα, τον διάβαζαν πολύ περισσότερο απ’ όσο τον διαβάζουν σήμερα, που τον έχουμε σχεδόν ξεχάσει, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς.
Εκτός από το πεζογράφημα, ο Ιωάννου καλλιέργησε ποικίλα λογοτεχνικά είδη: ποίηση, στιχουργική, δοκίμιο, χρονογράφημα, θέατρο, ιστορικό αντίλογο, μετάφραση αρχαίας ελληνικής γραμματείας, μελέτη λαϊκού πολιτισμού, κ.ά. Ωστόσο, θα λέγαμε ότι το πεζογράφημα, ιδίως όπως το διακονεί εκείνος, είναι το είδος στο οποίο διέπρεψε και σχεδόν το εφηύρε, το δημιούργησε.
Κατ’ εξοχήν δείγματα του συγκεκριμένου είδους είναι οι τρεις πρώτες συλλογές του, με τις οποίες προκάλεσε μεγάλη αίσθηση και δεν ξεχώρισε απλώς, αλλά κυριολεκτικά επιβλήθηκε, δημοσιεύοντάς τες από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ώς τα μέσα της επομένης. Συγκεκριμένα, το 1964 εκδίδει την πρώτη συλλογή, το 1971 τη δεύτερη και το 1974 την τρίτη και τελευταία, ενώ το 1976 κυκλοφορεί η συγκεντρωτική έκδοση όπου τον πρωτοδιάβασα.
Το πεζογράφημα του Ιωάννου είναι ένα σύντομο, εξομολογητικό κείμενο ή δοκίμιο, που θυμίζει διήγημα. Φλερτάρει με την αυτοβιογραφία, το χρονογράφημα, την ηθογραφία, τη λαογραφία, και στην πραγματικότητα αποτελεί ένα είδος μικτό και υβριδικό, νεόκοπο. Την καταγωγή του έλκει περισσότερο από τη βυζαντινή χρονικογραφία, παρά από τη δυτική λογοτεχνική παράδοση. Καθόλου τυχαία, ο Ιωάννου δεν έγραψε ποτέ μυθιστόρημα.
Μια βασική διαφορά του πεζογραφήματος του Ιωάννου από το καθαρόαιμο διήγημα είναι ότι στα δικά του σύντομα πεζά δεν κυριαρχούν η μυθοπλασία και το παραμύθι, όσο η πραγματικότητα. Είναι, ας πούμε, θραύσματα ενός αυτοβιογραφικού ντοκιμαντέρ-ημερολογίου, όπου, αυτό που απομακρύνει το έργο από την πραγματικότητα και το απογειώνει, είναι η προσωπική ματιά, η αλλοίωση που επιφέρει η υποκειμενική οπτική γωνία στην αντικειμενική αλήθεια.
Η συλλογή του Ιωάννου που συγγενεύει περισσότερο από κάθε άλλη με αυτό που είναι γνωστό ως διήγημα στον δυτικό λογοτεχνικό κανόνα ―δηλαδή, τα πεζογραφήματά του στα οποία υπερτερεί η μυθοπλασία σε βάρος της πραγματικότητας―, είναι ο αγαπημένος μου Επιτάφιος θρήνος. Αγαπημένος μου, επειδή ως αφηγηματική ιδιοσυγκρασία κλίνω σαφώς προς τη μυθοπλασία. Με αποκορύφωμα το πρώτο, το ομώνυμο διήγημα.
Το Ομόνοια 1980, πάλι, αυτό το οδοιπορικό στον ομφαλό της Αθήνας, βρίσκεται στο αντίθετο άκρο, και παραμένει τόσο καθηλωμένο στις εντυπώσεις της χρονιάς του τίτλου, ώστε, αν και το γράψιμο του Ιωάννου είναι όπως πάντα διαχρονικό, ο σημερινός αναγνώστης εύκολα το θεωρεί παρωχημένο, σαν να πρόκειται για αμιγές δημοσιογραφικό, άρα εφήμερο, κείμενο.

Συνήθως, τα πεζογραφήματα του Ιωάννου κινούνται ανάμεσα στα δύο ανωτέρω άκρα. Και, ασφαλώς, ο ίδιος λόγος που το έργο του γνώρισε τόσο μεγάλη απήχηση όσο ζούσε, κρύβεται και πίσω από την έλλειψη πλατιάς απήχησής του σήμερα. Η καταγραφή και η αποτύπωση της εποχής που γράφονται και διαδραματίζονται τα γραπτά του, τα κάνει να φαίνονται κάπως εκτός εποχής στις μέρες μας.
Λένε ότι, μετά τον θάνατό τους, οι λογοτέχνες υφίστανται ένα είδος έκλειψης, για μισό περίπου αιώνα. Και μετά, είτε θα επανέλθουν θριαμβευτικά στο προσκήνιο είτε θα χαθούν οριστικά στην άβυσσο της λήθης. Στοιχηματίζω ότι τα γραπτά του Ιωάννου υφίστανται μεν την εν λόγω έκλειψη, αλλά κατά κανέναν τρόπο ο συγγραφέας τους δεν επέστρεψε στην ανωνυμία, δεν έγινε «ο κ. Ιωάννου», δεν θα ξαναγίνει ποτέ.
Εν ολίγοις, στοιχηματίζω στα αθάνατα χαρακτηριστικά της πρόζας του Γιώργου Ιωάννου, ο οποίος, αργά ή γρήγορα, θα βγεί πάλι από την αφάνεια, θα αντεπιτεθεί και θα λάμψει ξανά. Και μόνο το συντομότατο (τέσσερις παράγραφοι λίγων αράδων), συγκλονιστικό κομμάτι από τη Σαρκοφάγο που τιτλοφορείται «Τα κεφάλια» και συνοψίζει το μετεμφυλιακό κλίμα στη Βόρεια Ελλάδα, θα αρκούσε για να χριστεί κλασικός στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Στοιχηματίζω ότι τα πεζογραφήματά του, με την πάροδο του χρόνου, θα λάμψουν σαν τα πολύτιμα μέταλλα, που όντως είναι. Μεγαλύτερες δόσεις μυθοπλασίας, θα τα βοηθούσαν, ίσως, να γίνουν πιο προσιτά στον σύγχρονο αναγνώστη. Όμως, το αύριο θα τα καθαρίσει από το επικαιρικό τους βάρος, και θα προσδώσει ξανά δύναμη και μαγνητική έλξη στα αρχετυπικά στοιχεία τους. Το μέλλον ανήκει στον Ιωάννου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: