Συναντηθήκαμε ένα μεσημέρι, τέλη Μαρτίου του 1984, στο καφέ του συγκροτήματος Λαμπράκη στη Χρήστου Λαδά. Ο Γιώργος Iωάννου θα ήταν το έκτο στη σειρά «Άλλο Πορτρέτο» του Ταχυδρόμου (βλέπε αναλυτικά εδώ). Είχαν προηγηθεί ο Λάκης Λαζόπουλος, η Άννα Παναγιωτοπούλου, ο Ηλίας Λογοθέτης, και ο Σταμάτης Φασουλής. Του έδειξα τα πορτρέτα, όλα με κάμποσο αυτοσαρκασμό, του άρεσαν, του άρεσε κι η ιδέα -είχε ήδη μιλήσει με την Ελένη Πετάση. Είχε έρθει αποφασισμένος: Ήθελε μία φωτογραφία ως συνδαιτημόνας στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα. Φανταζόταν τον εαυτό του ως συνομιλητή του Σωκράτη, τον γοήτευε κάποιος Μενέξενος, είπε, ένα πρόσωπο σε έναν από τους πλατωνικούς διαλόγους. Πήγα να σημειώσω το όνομα αλλά με σταμάτησε, δεν έχει νόημα να τον ψάξετε, μου είπε, δεν έχουμε καμία σχέση, ούτε έχει σημασία. «Απλώς μου αρέσει το όνομα — ας πούμε πως είμαι ένας αρχαίος φιλόσοφος που συμμετέχει στο Συμπόσιο και μπορεί και να λέγεται Μενέξενος». Πως αποδίδει κανείς άραγε εικονογραφικά το Συμπόσιο; αναρωτήθηκα. «Α, μην ανησυχείτε», μου λέει, «θα έρθετε στο σπίτι μου και θα τα έχω όλα έτοιμα». «Το κάνουμε συχνά με τους φίλους μου», πρόσθεσε. Τον κοίταξα απορημένος και συνέχισε με μια δόση ενθουσιασμού: «Εγώ θα αναλάβω τα σκηνικά και τα κοστούμια, εσείς τα φωτογραφικά»…
Το σπίτι ήταν στο κέντρο της Αθήνας, κάπου μεταξύ Νεάπολης και Λυκαβηττού, δεν θυμάμαι πια ακριβώς που. Με περίμενε με τα παντζούρια κλειστά, στο ημίφως. Βαθυκόκκινες σατέν κουρτίνες σκέπαζαν τα σκοτεινά παράθυρα, βελούδινα καλύμματα ήταν απλωμένα στο καναπέ, πλουμιστά μαξιλάρια ήταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Θα μπορούσε να είναι το σκηνικό για ρωμαϊκό όργιο, σκέφτηκα, μπορεί να το είπα κιόλας. Ένα μεγάλο καλάθι με φρούτα ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι. Έτρωγαν φρούτα άραγε στο Συμπόσιο; «Α, δεν ξέρω, εγώ πάντως φρούτα τρώω», είπε. «Και δεν πίνω». Μέχρι να τακτοποιήσω το κάδρο και τη μηχανή είχε επιστρέψει ντυμένος φιλόσοφος: φορούσε ένα γαλάζιο παλιομοδίτικο φανελάκι κι ήταν τυλιγμένος μ’ ένα ασορτί γαλάζιο σεντόνι. «Καλύτερο από χλαμύδα, ε;» είπε πονηρά. Γελάσαμε. Ξάπλωσε με άνεση στον καναπέ σαν να ήταν ανάκλιντρο, βάλαμε τα φρούτα πρώτο πλάνο, πήρε ένα μήλο στο χέρι του και το κοίταξε με βαθυστόχαστο ύφος. «Σίγουρα να μην βγάλουμε και με λευκό σεντόνι;» τον ρώτησα όταν τελειώσαμε. «Μπα, ας το ανατρέψουμε λίγο, όλοι με λευκά τους φαντάζονται» είπε. Ίσως και να μην είχε καν λευκά σεντόνια, σκέφτηκα αργότερα.