H αναφορά στο έργο του Γιώργου Ιωάννου παραμένει για μένα υπόθεση κάθε άλλο παρά εύκολη για διάφορους, κυρίως συναισθηματικούς, λόγους. Ο Κωστής Μοσκώφ έγραψε πολύ εύστοχα ότι ο Ιωάννου «ρούφηξε τους σαρκοφάγους χυμούς της πόλης». Είναι αλήθεια ότι οι συχνές λογοτεχνικές περιδιαβάσεις στη Θεσσαλονίκη αποτελούν για τον Ιωάννου το πρόσχημα όχι μόνο για να περιγράψει αλλά κυρίως για να αισθανθεί τα προσωπικά βιώματα που οι χώροι αυτοί ανακαλούν στη μνήμη του, βιώματα αποθησαυρισμένα τα οποία συνέθεσαν όψεις της «πόλης των φαντασμάτων», τριάντα χρόνια πριν από τον Μαζάουερ.
Ο Ιωάννου απομονώνει διαδρομές και επιλογές (είτε οικογενειακές είτε κοινωνικές είτε άλλες) σε μια εποχή που τα εμπόδια που συναντούσε η επανένταξη των Σαλονικιών Εβραίων στη συλλογικότητα της πόλης όσο και τα προβλήματα που έπρεπε άμεσα να αντιμετωπίσουν αφορούσαν παρά μόνο ελάχιστους στην πόλη. Έθεσε θέματα τα οποία πολύ πρόσφατα άρχισε να συζητούνται εκτενέστερα, πέρα από τα όρια των συνεδρίων και των παντός είδους επιστημονικών συναντήσεων. Αναφέρομαι στο κίνητρο της αδιαφορίας των πολιτών της Θεσσαλονίκης για την τύχη των συμπολιτών τους τόσο στα μέσα όσο και στα τέλη της δεκαετίας του ’40. Ο Ιωάννου, πρώτος από όλους και σε τέτοια έκταση, «έδειξε» ότι η ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης δεν σταμάτησε με τη γενοκτονία, παρά το ανεπανόρθωτο πλήγμα που αυτοί υπέστησαν.
Τα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου σχετικά με την ευρύτερη θεματική της ιστορίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης δημοσιεύονται σε μια εποχή που είναι κυρίαρχη ακόμη η απορία γιατί οι ελάχιστοι επιζώντες των ναζιστικών στρατοπέδων θανάτου και οι άλλοι που είχαν επιζήσει κρυπτόμενοι σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας δεν μίλησαν νωρίτερα για τα όσα πρωτοφανή είχαν βιώσει, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της Κατοχής αλλά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Ο Ιωάννου δημοσιεύει αυτά τα κείμενα την εποχή που οι περισσότεροι από αυτούς παραδέχονταν ότι ήθελαν να σωπήσουν, ιδίως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, γιατί ήθελαν να λησμονήσουν. Αυτό, βέβαια, είχε ως αποτέλεσμα να στερήσουν από τον υπόλοιπο κόσμο τη γνώση της ανυπόφορης αλήθειας, ανυπόφορη αλήθεια που πρώτος, δια της πεζογραφίας, έφερε στο φως ο Ιωάννου.
Στο έργο του Ιωάννου, λοιπόν, οι χαμένοι Εβραίοι αντιπροσωπεύουν το παρελθόν, τόσο το προσωπικό παρελθόν των παιδικών του χρόνων όσο και το συλλογικό παρελθόν της πόλης. Κυρίως, όμως, δηλώνεται φωναχτά, κι αυτό για μένα έχει πολύ μεγάλη σημασία, η ενοχή, ο θάνατος, η απουσία και η απώλεια της παιδικής αθωότητας. Η τραγικότητα του Ολοκαυτώματος μετατοπίζεται, δια των κειμένων του, στη ζωή της οικογένειάς του.
Ο Ιωάννου προσεγγίζει τη δεκαετία του ’60 ό,τι έχει απομείνει από την Κοινότητα των Σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Αυτά που έχουν απομείνει είναι βουβά λείψανα και θολές διάσπαρτες μνήμες. Το παλιό εβραϊκό νεκροταφείο, ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του εβραϊσμού, σε χώρο που στεγάζει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (αριθμούσε προπολεμικά 350.000 τάφους) ήταν στα χρόνια τα νεότητας του Ιωάννου ένας πελώριος ανοικτός χώρος που φιλοξενούσε είτε τις εφηβικές περιπέτειες των νεαρών πρωταγωνιστών κειμένων του είτε τροφοδοτούσε εξακολουθητικά με οικοδομικά υλικά την πόλη που άλλαζε οριστικό πολεοδομικό πρόσωπο.
Ο Ιωάννου ανέδειξε τις δυσχερείς συνθήκες που επικράτησαν την εποχή της ανασυγκρότησης της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, γνώριζε τις διαρκείς —άγονες ωστόσο— προσπάθειες για την επανάκτηση των κατασχεμένων ακινήτων, με δεδομένη την αδιαφορία του κράτους να βοηθήσει την Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης. Αυτά, προφανώς, τα συσχέτιζε και με μαρτυρίες επιζώντων σχετικά με τα γεγονότα που συγκλόνιζαν την καθημερινότητα των Ισραηλιτών της Θεσσαλονίκης τόσο πριν όσο και μετά τη γενοκτονία. Και όλα αυτά, το υπογραμμίζω, σε μια εποχή που όσον αφορά, ιδίως, την οικονομική εκμετάλλευση των περιουσιών, που άφησαν πίσω τους οι Εβραίοι, τόσο της κινητής όσο και της ακίνητης, η κοινωνία δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμη το μέγεθος και τη σημασία της λεηλασίας.
Για αυτό, άλλωστε, η Ισραηλιτική Κοινότητα τίμησε εξακολουθητικά το έργο του Ιωάννου. Γιατί ήταν αυτό το έργο που στάθμισε στις σωστές διαστάσεις το γεγονός ότι η Κοινότητα εύλογα δεν μπορούσε να αποσπαστεί από την οδυνηρή μνημόνευση του παρελθόντος. Γιατί με τα κείμενά του ο Ιωάννου ανέδειξε ότι οι Εβραίοι, χωρίς να απομακρύνονται από τον κλονισμό που οι οικογένειες τους είχαν υποστεί, δέχονταν την πραγματικότητα της απώλειας και εξοικειώθηκαν σταδιακά με τη διαχείριση της νέας πραγματικότητας. Τα κείμενά του ήρθαν αντιμέτωπα με την αδιαφορία και τη σιωπή, που επικράτησαν στην πόλη μεταπολεμικά, συνθήκες που ήταν δυστυχώς εξακολουθητικά παρούσες σε σχέση με τον εβραϊκό διωγμό, επιλογές που πήγαζαν από διαφορετικά κίνητρα, κοινωνική και πολιτική υπόσταση.
Αλλά και γενικότερα, αν εξετάσουμε ευρύτερα το έργου του, αναρωτιέμαι συχνά, ποιος, άλλος συγγραφέας κατάφερε να συνδυάσει, τόσο αρμονικά τη διεξοδική αφήγηση με την ποιητική συναίρεση πραγμάτων όσο ο Ιωάννου; Ποιος, άλλος πέτυχε, με την ιδιοτυπία της αφηγηματικής φωνής του, να είναι τόσο υποβλητικός αλλά και καθημερινός συνάμα; Ποιος άλλος γονιμοποίησε τόσο δημιουργικά με το ιδιότυπο πεζογραφικό του ύφος τη γραφή τόσων νεότερων ομοτέχνων του; Ποιος άλλος κατέγραψε ιδανικότερα τη σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα, υπερασπιζόμενος την ανθρωπογεωγραφία των μοναχικών τύπων της πόλης;
Κανείς δεν ενσωμάτωσε τόσο δημιουργικά στο έργο του τα ρεύματα της νεοελληνικής πολιτιστικής παράδοσης όσο ο Γιώργος Ιωάννου. Κανείς δεν εξέφρασε αμεσότερα το θλιμμένο παράπονο, κανείς δεν σάρκασε και δεν αυτοσαρκάστηκε τόσο παραστατικά. Και όλα αυτά με τον ποιητή Ιωάννου να ακολουθεί διαρκώς το συγγραφέα σε όλο το πεζογραφικό έργο του, μια και ο ποιητής είχε ήδη καταθέσει όλους σχεδόν τους βασικούς θεματικούς άξονες που πραγματεύτηκε αργότερα ο πεζογράφος.