Όποτε συλλογίζομαι την πόλη μας, όλο την Αγίου Δημητρίου και την Εγνατία φέρνω στο μυαλό μου.
Γιώργος Ιωάννου, «Η πρωτεύουσα των προσφύγων»
Αγαπητέ μου Γιώργο.
Βρήκα το θάρρος να σου γράψω παραβλέποντας τα σύνορα των δύο κόσμων μιας κι εσύ κατοικείς πια σε τόπους αχαρτογράφητους, ενώ εγώ διαμένω ακόμη στην οδό του πολιούχου Αγίου, αυτή που οι Οθωμανοί ονόμαζαν οδό Μιδάτ Πασά.
Δεν με θυμάσαι ή μάλλον δεν με συνάντησες ποτέ. Ίσως κάποτε όταν ανέβαινες στη Θεσσαλονίκη για να επισκεφτείς την αδελφή σου με την οποία μέναμε δίπλα και τα παράθυρά μας άνοιγαν το ένα απέναντι στο άλλο, να κοιταχτήκαμε τυχαία κάπου στον μεγάλο δρόμο. Πιο πολύ γι’ αυτόν τον δρόμο θέλω να σου πω, την Αγίου Δημητρίου και για την Εγνατία βέβαια και τα μεταξύ τους κάθετα δρομάκια, που στα χρόνια σου μύριζαν σινάπια και ζοχιά, ενώ τώρα αναδύεται η μυρωδιά του κάτουρου απ’ τους δύσμοιρους σκύλους συντροφιάς, που αξιώνονται μια ολιγόλεπτη βόλτα στο πεζοδρόμιο αφού όλη μέρα στριφογυρνάνε σε στενόχωρα διαμερίσματα. Τα νέα της Αγίου Δημητρίου ίσως να μη φτάνουν εκεί που είσαι, μπορεί τα σύννεφα εκεί πάνω να είναι στεγανά ή οι άγγελοι να κατάγονται από την Αθήνα και να μη πολυνοιάζονται.
Σου γράφω, λοιπόν, για να σου πω τα νέα μας τριάντα έξι χρόνια από τότε που έφυγες, που μας άφησες σύξυλους, βόρειους και νότιους, εξαιτίας εκείνης της εγχείρισης του προστάτη, που διόλου δεν σε προστάτεψε. Όπως θυμάσαι, τα μπαλκόνια του μεγάλου δρόμου ήταν και τότε στενά και μίζερα, όμως ολόκληρη η ζωή πια έχει γίνει στενόχωρη και μόνο τα κάγκελα ψήλωσαν. Φαντάζομαι βέβαια την έκφραση στο πρόσωπό σου, όταν θα διαβάζεις αυτό το γράμμα, έτοιμος είσαι να μου πεις: Πλανάσαι, αυτή η πόλη ποτέ δεν ήταν ευρύχωρη.
Αγαπητέ μου Γιώργο. Γεννήθηκες τρία χρόνια αργότερα από τον πατέρα μου. Παρ’ όλη τη διαφορά της ηλικίας μας πήγαμε στο ίδιο γυμνάσιο, στο 3ο Αρρένων, σε άλλο όμως κτήριο. εγώ σε εκείνο το άχαρο νέο κτίσμα που όταν το είδες, φρόντισες να εκφράσεις γραπτώς τον αποτροπιασμό σου. Γιατί γκρίνιαξες αλήθεια; Ένα βιομηχανικό κήτος αντίκρισες, μια μονάδα παραγωγής αποφοίτων. Ποιος νοιαζόταν στα τέλη της δικτατορίας για την καλαισθησία; Κι όμως αυτό το κτήριο, ύστερα από κάποιες απέλπιδες προσπάθειες εξωραϊσμού του, έχει προσθέσει στην πινακίδα του το όνομά σου. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι με μνήμη στα σχολεία.
Περπατήσαμε στα ίδια πεζοδρόμια της Αγίου Δημητρίου με αρκετές δεκαετίες διαφορά. Θα θυμάσαι το κατάστημα με τις κορνίζες και τους αφελείς πίνακες λίγο πριν φτάσουμε στον μεγάλο ναό ή το μαγαζί του Μπακαλιού με τα σιδερικά, αυτό υπάρχει ακόμα. Πολλές φορές προφασίζομαι πως χρειάζομαι κάτι και μπαίνω μέσα για να ψωνίσω, για μια συμπληρωματική δόση νοσταλγίας πάω – σε σένα μόνο το εξομολογούμαι.
Είχες γράψει: Η μέση μου, το πανωκόρμι μου, όπου και οι μαστιγώσεις, αντιστοιχεί αποδώ μεριά μάλλον με το Διοικητήριο.
Το μεγάλο μπουρί στη γωνία απέναντι από το Διοικητήριο το θυμάσαι; Ήταν από τον φούρνο του Ηρακλή που έψηνε ξηρούς καρπούς και μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά, υπάρχουν ακόμα αυτοί οι ξηροί καρποί σε άλλο κοντινό κτήριο. Πιο δίπλα η μαρμαροστρωμένη πλατεία, που κομματιάστηκε στις αρχές του ενενήντα για να γίνει παρκινγκ κι από τότε χαίνει μια μεγάλη τρύπα με παραμελημένα αρχαία. Λένε θα την ξαναφτιάξουν εκείνη την πλατεία, μεταχρονολογημένη ομολογία μιας αδιανόητης γκάφας και περισσής ενοχής. Πολλαπλά κατάγματα, πόσους γύψους μπορεί να αντέξει το κακοποιημένο σώμα αυτής της πόλης;
Πριν αρχίσω αυτό το γράμμα, ξανάπιασα στα χέρια μου τα περισσότερα από τα βιβλία σου όχι σε αναζήτηση του δικού σου ύφους και της αίσθησης που τα διατρέχει, αυτά μένουν ακόμη μέσα μου ζωντανά, αλλά περισσότερο σε αναζήτηση λεπτομερειών όπως αυτή για το δρομάκι με το όνομα του παλιού σου λυκειάρχη, του Βασίλη Χατζηανδρέου. Για σένα ήταν ένα στενοσόκακο νυχτερινών ερώτων, για τη δική μου τη γενιά ήταν ο δρόμος για το ασφαλέστερο δίτερμα. Μόνο εκεί μας άφηναν οι μανάδες μας να παίξουμε μπάλα, αφού όλοι οι γύρω δρόμοι ήταν πια πλημμυρισμένοι από αυτοκίνητα και γι’ αυτό επικίνδυνοι. Μόνο εκεί παίζαμε και στο Χημείο στο πανεπιστήμιο απέναντι, όταν έλειπε ο βλοσυρός φύλακας που μας έπαιρνε στο κυνήγι.
Στους γύρω δρόμους, στη Μελενίκου και στα παρακείμενα στενά έμεναν πάντα φοιτητές. Τους θυμάμαι, άνδρες ήταν τότε οι πιο πολλοί, ανάμεσά τους αρκετοί Κύπριοι και Λίβυοι, να φλερτάρουν όλοι με νεαρές στα διπλανά μπαλκόνια, και να στήνουν φάρσες. Από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες ακούγονταν Ξυλούρης και Βιολάρης και στα κάγκελα λιάζονταν βελέντζες απλωμένες, υφασμένες οι πιο πολλές στα σπίτια της ελληνικής επαρχίας. Κάτω, στα ανήλιαγα στενά, τους έχω ακόμα εικόνα να σέρνουν αργά τα πόδια και να κουβαλούν στο ένα χέρι κάτι θηριώδη συγγράμματα και στο άλλο να κρατούν απ’ τον λαιμό ένα γυάλινο μπουκάλι γάλα.
Σήμερα περπατώντας στις ίδιες φοιτητικές γειτονιές αμέσως αναγνωρίζεις όλη την ενταφιαστική ομοιομορφία των τελευταίων χρόνων. Φωτοτυπίες, πιο δίπλα πλαστικοποιήσεις, βιβλιοδεσίες και πάλι φωτοτυπίες. Το φαγητό είναι πίτσα κομμάτι με 0,90 ευρώ ενώ τα ταβερνεία ίδια μεταξύ τους κι απαράλλαχτα, με ξιδόκρασο ενώ ακούγονται σουξέ και νεοσκυλάδικα. Στις κολώνες ανακοινώσεις για εκδρομές - ξεφαντώματα στη Μύκονο και υπαινικτικές αγγελίες για πανεπιστημιακές εργασίες, που κάποιοι άλλοι μπορούν να γράψουν για τον καθένα έναντι αδράς πληρωμής... Στα καφενεία, που έγιναν cafe, βλέπεις αντικριστές μεγάλες οθόνες για τα ματς, για να μη μπορεί να ξεφύγει το βλέμμα από πουθενά. Δεν είναι σαν εκείνες τις παλιές τηλεοράσεις που ήξερες, που τις έλεγες χοντροκώλες, τούτες είναι fit.
Γιώργο μου, να γινόταν να ’βγαινες και σήμερα μια βόλτα κατά μήκος του μεγάλου δρόμου, απ’ την Ευαγγελίστρια ως πέρα δυτικά στου Καφαντάρη. Θα ένιωθες μια πρώτη δυσφορία από τα λερναία τραπεζοκαθίσματα κι ύστερα θα κοντοστεκόσουν με περιέργεια σ’ εκείνα τα μαγαζιά με τα στοιχήματα, πολύχρωμα, με πολλές οθόνες κι αυτά, που ολοένα παραθέτουν αριθμούς και οι πελάτες σε ψηλά σκαμνιά με μολύβι στο χέρι να παρακολουθούν απορροφημένοι της τύχης τα γυρίσματα. Χαρτί, μολύβι και φρέντο καπουτσίνο. Είναι αμέτρητοι πραγματικά σήμερα οι Φρεντοκαπουτσίνοι, τάγμα ολόκληρο. Θα τους βρεις εκτός από τα καφέ στα στοιχηματάδικα, ακόμη και στα μπουγατσατζίδικα γιατί κι αυτά βγάζουν καρέκλες στο πεζοδρόμιο. Ψηλά σκαμνιά κι αυτοί σκαρφαλωμένοι να ακουμπάνε επάνω σε άβολα τραπέζια φορώντας βερμούδες και σαγιονάρες έτοιμες να εγκαταλείψουν τα τελευταία δάχτυλα. Δεν είναι εκείνη η παλιά φτώχεια, που την ήξερες, Γιώργο, κάτι άλλο χειρότερο είναι…
Μας φαντάζομαι να περπατάμε κατά μήκος του μεγάλου δρόμου. Είχες γράψει κάποτε: Θεέ μου – στείλε μια βαριά αρρώστια για τα αυτοκίνητα… Δεν έπιασε καμιά σου κατάρα, ζουν και βασιλεύουν και κατακυριεύουν τη γη. Η Αγίου Δημητρίου είναι ένας ποταμός οχημάτων, όχι πια διπλής κατεύθυνσης, μόνο αυτό άλλαξε, ένας είναι πια ο ρους που εκβάλλει μετά το Καυταντζόγλειο. Τα δέντρα, τα πεζοδρόμια, ακόμη και ο μεγάλος ναός είναι οι φτωχοί συγγενείς των αυτοκινήτων. Περπατάμε τώρα στις όχθες αυτού του μολυσμένου ποταμού που βουίζει σα να σχηματίζει κάθε τόσο καταρράχτες.
Θέλεις μήπως να στρίψουμε κάτω αριστερά να βγούμε στην πλατεία Δικαστηρίων; Να περάσουμε κάτω απ’ το σπίτι σας στην Ιουστινιανού για να δούμε το μπαλκόνι σας; Εκεί απ’ όπου έβλεπες τα καραβάνια των Εβραίων της πόλης μας να οδεύουν με έναν μπόγο στην πλάτη κατά το Χιρς κι ύστερα για τα κλειστά βαγόνια του θανάτου.
«Τερματικός σταθμός Κρακοβία. Παρακαλείσθε πριν αφήσετε την αμαξοστοιχία να βεβαιωθείτε πως δεν έχετε ξεχάσει τις προσωπικές σας ενοχές, αφού γεννηθήκατε σ’ αυτή τη φυλή κι όχι στην άλλη την ανώτερη»... Επιλογή πάνω στην αποβάθρα, selection, ομίχλη, άγρια λυκόσκυλα κρατημένα με λουρί απ’ τους ανθρωποφύλακες κι ύστερα σιωπή.
Γιώργο, να γυρίσουμε τώρα την πλάτη στον Βαρδάρη που αγάπησες και να πάμε προς την Αγία Σοφία; Εκεί που έτρωγες στα κατοχικά συσσίτια. Θα με ρωτήσεις, και με το δίκιο σου, τι είναι όλες αυτές οι λαμαρίνες πάνω στην Εγνατία. Για το μετρό είναι, Γιώργο, για ένα πουκάμισο αδειανό… Μπορείς να βγάλεις και μια φωτογραφία, εσταντανέ. Δε χρειάζεται να βιαστείς και του χρόνου που θα περάσουμε εδώ θα τις βρεις, είναι από την εποχή της αχρηστοκρατίας, κάποιες απ’ αυτές θα κηρυχτούν διατηρητέες. Να προχωρήσουμε όμως…
Τι, δε θέλεις; Εντάξει Γιώργο, να σταματήσουμε. Κι εγώ να σου πω κουράστηκα. Ξέρω, μην αποφεύγεις να με κοιτάξεις, καταλαβαίνω… Πιο πολύ από την ίδια τη Σαλονίκη τις πληγές της αγαπήσαμε. Γι’ αυτό ποτέ δεν αφήσαμε να γίνει μέσα μας η αποκαθήλωση, δε φοβόμαστε να βλέπουμε το πληγιασμένο σώμα.
Καλή αντάμωση, Γιώργο. Να μου φιλήσεις τους συγγραφείς μας που είναι μαζί σου εκεί πάνω. Να τους πεις πως αν κάποτε η δημοτική αρχή δώσει τα ονόματά τους σε κάποιον δρόμο, εγώ θα σου ξαναγράψω. Μάλλον αυτό θα αργήσει και ίσως το πιθανότερο να μη σου γράψω ποτέ πια.
Ο γείτονάς σου, Ισίδωρος Ζουργός