«Δεν είναι, στ’ αλήθεια, πολύ παράξενο να βλέπει κανείς ότι, από τον καιρό που άρχισε ο άνθρωπος να περπατάει, κανείς ποτέ δεν αναρωτήθηκε γιατί περπατάει, πώς περπατάει, αν περπατάει, αν μπορεί να περπατήσει καλύτερα, τι κάνει περπατώντας, αν θα υπήρχε τρόπος να επιβάλει, να αλλάξει, να αναλύσει το περπάτημά του;» ρωτούσε στα 1833 ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ στη Θεωρία του βαδίσματος αναζητώντας «το κλειδί των αιώνιων ιερογλυφικών του ανθρώπινου βαδίσματος».
Ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος μιας πόλης είναι οι δρόμοι της, οι αρτηρίες της, αυτές που διασφαλίζουν την ύπαρξη προορισμών, μια προοπτική διάστασης στην πόλη: οι δρόμοι διαπαιδαγωγούν το βλέμμα, είναι άξονες, δίοδοι από τους ανοιχτούς στους κλειστούς χώρους, σηματοδοτούν πάντοτε μια διάβαση και μια μετάβαση, είναι τόποι και τοπία της συλλογικής μνήμης και της ατομικής βιωμένης εμπειρίας. Στον ρητορικό τόπο του εγκλωβισμένου πλήθους προστίθεται ο τόπος του καταναλωτικού βλέμματος, βλέμματος αδηφάγου, που συνεπάγεται τη διαρκή μετατόπιση, και, επομένως, το ανεκπλήρωτο της επιθυμίας.
Ο Γιώργος Ιωάννου θεωρούσε τον εαυτό του «προμηθευτή, θηρευτή της ασφάλτου», οιονεί βαδιζομανής. Περπατάει για να εξερευνήσει τους τόπους της εκάστοτε πόλης του, της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, ύστερα από το φθινόπωρο του 1971. Στα πρώτα του χρόνια κατοικεί στην πάνω από την Εγνατία πόλη, στην οδό Ευριπίδου, αυτήν που θα ονοματίσει ως «Τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον» στο Δικό μας αίμα. Περπατά στα καλντερίμια της πόλης, όπως στο καλντερίμι της Αγίου Δημητρίου. Περπατά στους δρόμους προς τα λαïκά σινεμά, που τόσο τρυφερά περιγράφει στο Για ένα φιλότιμο. Περπατά στην Αγίου Δημητρίου, στην Κασσάνδρου, στην Αγίου Δημητρίου, κατεβαίνει προς την Πλατεία Βαρδαρίου για να φτάσει στον Σιδηροδρομικό Σταθμό να βρει τον μηχανοδηγό στους Ελληνικούς Σιδηροδρόμους πατέρα του. Τριγυρνάει και παρατηρεί και βλέπει εικόνες, «το μισό σχεδόν της ανθρωπότητας». Μετά περιπλανιέται κατά την περίοδο της Κατοχής, με την πείνα να επιβάλλει την αναζήτηση τροφής, και εξεικονίζει τα βήματά του στο Κατοχικό Ημερολόγιο, από τις 25 Νοεμβρίου 1943 έως και τις 26 Μαρτίου 1944. Η Θεσσαλονίκη, ήδη αναπαυτικά εγκατεστημένη στα ολιγόστιχα πρώτα ποιήματά του, δρόμοι, πλατείες, περάσματα, διαβάσεις, τοπία καταγωγής. Στα Ηλιοτρόπια, αλλά και στα Χίλια Δέντρα, «η πόλη λειτουργεί σαν απειλητική σκιά, με όγκους οι οποίοι περισσότερο μαντεύονται παρά αποκαλύπτονται, θέτουν αινίγματα, δημιουργούν αποχρώσεις, εξάπτουν τη φαντασία, ανοίγουν λογαριασμούς», όπως η Έλενα Χουζούρη αρμοδίως σχολιάζει. Ο λόγος για μια πόλη που ομιλεί υπόκωφα μέσα στους στίχους, πόλη έμπλεη μοναξιάς, πόλη απειλητική, με τις φωτεινές ρεκλάμες να τον ζαλίζουν και «τις πλούσιες επιγραφές [αλλού] να τον εξωθούνε», όπως μας εμπιστεύεται στα Χίλια Δέντρα. Αισθάνεται ο Ιωάννου μόνος και εγκατελελειμμένος, «ημερομίσθιος εργάτης»: «Απολυόμαστε τις γιορτές και προσλαμβανόμαστε τις καθημερινές αενάως. Κάποια στιγμή όμως δεν προσλαμβανόμαστε ξανά», ακούμε τον δικό του λόγο, με τον εν προκειμένω εύγλωττο τίτλο «Της μοναξιάς και της εγκατάλειψης» στην Καταπακτή του.1953, ιδιωτικό σχολείο, Γιδάς, σημερινή Αλεξάνδρεια, έναν χρόνο πριν εκδώσει τα Ηλιοτρόπια, δύο χρόνια πριν αλλάξει το επώνυμό του σε Ιωάννου και κατεβεί στην Αθήνα στο Κολλέγιο Αθηνών. Μετά σύντομη παραμονή, επιστρέφει εκών άκων στη γενέτειρα, βρίσκεται σε αδιέξοδο, σε εκείνο «το πηγάδι», το διάβασμα, ο κινηματογράφος, το περπάτημα –κυρίως αυτό–, οι διέξοδοί του. Διέξοδος και στη συγγραφική αφλογιστία. Επιμένει να σουλατσάρει στον τόπο καταγωγής, να «τριγυρίζει», και αυτά τα «τριγυρίσματα», λόγου χάριν, γύρω από την Πλατεία Βαρδαρίου εμβολιάζουν με εντυπώσεις που θα αποτυπώσει στο πρώτο βιβλίο με πεζά κείμενα, το Για ένα φιλότιμο, που θα κυκλοφορήσει το 1961. Μετά, Τρίκαλα, Λάρισα, σε πλήρη κινητικότητα, όπου κυοφορείται η δεύτερη ποιητική συλλογή του Τα Χίλια Δέντρα, ανοιχτός πια στη συλλογική συνείδηση της πόλης του, της Θεσσαλονίκης. Ύστερα, Άστρος Κυνουρίας, 1960, όπου γράφονται σταδιακά, μετά από παραμονή και ενός χρόνου στη Βεγγάζη, τα διηγήματα που απαρτίζουν τη συλλογή Για ένα φιλότιμο. Η πόλη όπου γεννήθηκε και την οποία περπάτησε, τα οδόσημά της, τα πάθη των ανθρώπων και οι συλλογικές νοοτροπίες, η ιστορία της «πόλης των φαντασμάτων» εξεικονίζονται με τόνο εξομολογητικό, οιονεί συνειρμικό. Συγχρόνως στην πεζογραφία του εξαρθρώνει την αφηγηματική ύλη, δυναμιτίζει μέχρι ανατινάξεως τις αφηγηματικές συμβάσεις και τις αξονικές διαπραγματεύσεις. Πάει, όπως ένας εκ πεποιθήσεως πεζός, πίσω μπρος και πάλι πίσω.
Πόλεις-σώματα
Με το σώμα του σαν βέλος να οδηγεί στον προορισμό, στον εκάστοτε στόχο, ο Ιωάννου φαίνεται να προκαλεί την ασάλευτη τάξη στους αδιάβατους δρόμους. Χορογραφεί ως περιπατητής στα πεζοδρόμια –εκεί πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ένας τύπος ασφάλτου, στο Παρίσι το 1824–,αψηφά την ταχύτητα, μετακινείται και δρα, δρα για να μετακινηθεί, σιωπηλός και σιωπών ακονίζει τη σκέψη, με το μάτι ακούει ό,τι το αυτί χάνει, και οι εντυπώσεις εγκυμονούν αισθήσεις και γεννούν αισθήματα, σκέπτεται και σκοπεύει, προχωρά ευθυτενής, ορθός το γόνυ προτείνει, κινείται σε διαδρομές χαραγμένες και γράφει στο πεζοδρόμιο τις δικές του, γράφει ξανά και πάλι την πόλη ως δικό του χώρο. Μαύρα σημάδια σε λευκό χαρτί, «βιωματική λογοτεχνία», με τις πρόζες τους πυρακτωμένες από εμπύρετο ποιητικό πυρήνα, την ποιητική του χώρου, που διαρθρώνει την αφηγηματική σκευή, με τα υλικά της, λόγου χάριν, τα σοκάκια της Ραμόνας, τα καφενεία, τους τεκέδες, τις μάντρες με τα παλιοσίδερα, τις λαïκές του γειτονιές και τους προσφυγικούς συνοικισμούς, άντρες και γυναίκες, η ανθρωπογεωγραφία του Ιωάννου ως περιπατητή, που «τα παίζουν όλα για όλα». Μετά, Θεσσαλονίκη, πάλι.
Ξετυλίγει ο περιπατητής Ιωάννου τις πόλεις αργά –με το βάδισμά του «να είναι συχνά εξίσου εύγλωττο με τη φυσιογνωμία του»– και συχνά διαπιστώνει ότι η πόλη συνεχίζει να τον περιμένει, οι δρόμοι, οι πλατείες – οι πιο θελκτικές από αυτές συχνά πυκνά Ευρώπη αναγγέλλονται από τα πέριξ, από δρομάκια-προπομπούς. Η αίγλη που απολαμβάνουν οι εμβληματικές πλατείες, της Θεσσαλονίκης πρώτα, της Αθήνας ύστερα, διαχέεται σε αρκετή έκταση τριγύρω και ο περιπατητής, καθώς βαδίζει, ρυθμίζει το βήμα του από την αίγλη τούτη. Κλειστές, αυτάρκεις οι πλατείες ανασαίνουν αργά αργά από το παρελθόν τους και δυσπιστούν στους διαβάτες, στην ίδια τους την απλή ιδιότητα να είναι κατά κυριολεξία περαστικοί.
Στις πλατείες δεν κάθεται κανείς να ταξινομήσει τις εντυπώσεις του, ο Ιωάννου δεν καθυστερεί, βρίσκεται εκεί για να δεχτεί μια νέα εντύπωση στην οποία οι προηγούμενες έχουν εγκυστωθεί, κι έτσι διαποτισμένος από όλες μαζί αποσυντίθεται και ενσωματώνεται σε ό,τι περιβάλλει την πλατεία – εκεί ο πεζός απεκδύεται την αυτάρκειά του, την αλαζονεία του, ο πεζοπορών Ιωάννου απεκδύεται τη φιλάρεσκη συστολή του. (Και) έτσι ζει την ένταση της πόλης ο περιπλανώμενος, βλέπει τι υπάρχει, θυμάται τι υπήρξε, σκέφτεται τι θα μπορούσε να υπάρξει. Ο πεζός βιώνει την πορώδη υπόσταση του δημόσιου χώρου, ο οδοιπόρος με το σώμα του, «την πιο κοντινή μας γεωγραφία», γράφει στην κυριολεξία την πόλη επί τόπου. Είναι εδώ και βλέπει απέναντι, είναι μέσα και βλέπει έξω, είναι ο εαυτός του και συγχρόνως έτερος, είναι υποκείμενο και αντικείμενο παρατήρησης για τους άλλους, ανεβοκατεβαίνει στις εισόδους του μετρό και μπαίνει στις στοές, ενώ το φως εναλλάσσεται με τη σκιά, μετρά τα βήματά του, εξονυχίζει διαβάσεις σαν να παίζει κουτσό πάνω στον χάρτη της πόλης. Το σώμα ζωσμένο από τους δρόμους που το στρίβουν και το συστρέφουν μπρος πίσω, κατακυριευμένο από τη βουή τόσων διαφορών και τη νευρικότητα της κίνησης, γίνεται σώμα ηδονοβλεψία και οι πόλεις του Ιωάννου γίνονται σώματα. Τις διατρέχει ως σώματα.
«Από το χάος στο χαρτί»
Η πόλη, καθώς βαδίζει ο Ιωάννου, απλώνεται εμπρός του ως κείμενο, ως κειμενολογικός ιστός. Το σώμα του οδοιπόρου, του περιπατητή Ιωάννου, προσπαθώ να πω, γράφει και συγχρόνως διαβάζει την ανισόπαχη καλλιγραφία του αστεακού κειμένου. Έτσι, και έτσι, το αστεακό κείμενο διαπορθμεύεται στην κειμενική επιφάνεια, γραφή ενσώματη, σωματική ενέργεια φορτισμένη εμ-παθώς με μνήμες, αισθήσεις, λόγια, σιωπές λαλέουσες, αισθήσεις και συναισθήματα. Η γραφή του οδοιπόρου Ιωάννου, θέλω να πω, είναι μία αίρεσις. Άλλωστε, επέμεινε να μη χρησιμοποιήσει γραφομηχανή, δεδομένου ότι «δεν σου επιτρέπει να θυμηθείς με την κίνηση, καθώς γράφεις μια λέξη να κάνεις συνειρμούς κινητικούς, να θυμηθείς με το σώμα σου, να σύρεις ακόμα και με τη μυϊκή σου δύναμη, τις λέξεις, τις φράσεις, τις παραγράφους, από το χάος στο χαρτί», όπως ο ίδιος μάς εξομολογείται.
Τα δίκτυα τούτων των γραφών, γραφές διαδρομών από σημείο σε σημείο, από τόπο σε τόπο, από συμβάν σε συμβάν, από γεγονός στο επόμενο, από χρονική συγκυρία σε άλλη, γραφές που προχωρούν και διακλαδίζονται, συγκροτούν μια ιστορία πολλαπλή συντεθειμένη από λοξές διαδρομές και θραύσματα τροχιών, αλλοιώσεις χώρων και διαπιστεύσεις ιχνών. Ο πεζός Ιωάννου ιχνηλατεί, έτσι, τη σκοτεινή κινητικότητα της κατοικημένης πόλης, «βοτανολογεἰ» την άσφαλτο, για να θυμηθούμε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, ανιχνεύει την ιστορία της πόλης μέσα από τις πινακίδες των δρόμων, τις επιγραφές και τις προθήκες των καταστημάτων, τα πρόσωπα και τις φυσιογνωμίες των περαστικών. Έτσι το κείμενο της πόλης, η πόλη ως κείμενο, παρεισδύει στην πόλη που μετακινείται, μια πόλη μεταφορική – «η πόλη είναι ένα μεγάλο μοναστήρι», έλεγε ο Έρασμος. Η πόλη για τον περιπατητή και τον οδοιπόρο, για τον Ιωάννου ως οδοιπόρο, λειτουργεί ως τόπος μετασχηματισμών και ιδιοποιήσεων, αναλόγως και της κλίσης της κεφαλής του και του τρόπου με τον οποίο βαδίζει. Αυτός, ο συγγραφέας και εν βαδίσματι συνοδίτες του, οι άλλοι. Κάποιοι άνθρωποι περπατούν γυρίζοντας, φοβισμένοι, συνεχώς το κεφάλι τους αριστερά δεξιά, άλλοι εφορμούν μπροστά ίδιοι ανεμοστρόβιλοι, άλλοι, πάλι, σηκώνουν το ένα πόδι βιαστικά, το άλλο με ραθυμία, άλλοι προχωρούν σκυμμένοι, άλλοι γερτοί, γέρνουν το σώμα τους προς τα πίσω ή προς τα μπρος, όσοι οι άνθρωποι, άλλοι τόσοι οι τρόποι που βαδίζουν. Έτσι, ιδρύονται σχέσεις αλληλεγγύης, φιλότητας που εκβάλλουν στη γραφή ως φιλοδώρημα. Δημιουργεί ο οδοιπόρος τις δικές του ιστορίες και αφηγήσεις –βλέμματα, συναπαντήματα, νύξεις, υπαινιγμούς μέσα από σιωπές, ήχους, βόμβους, μυρωδιές, ομιλίες– που συνδέονται με τις ιστορίες των άλλων περιπατητών (όλοι μας μετέχουμε σε πολλές ταυτότητες) – «το βάδισμα και η χειρονομία» , σημείωνε ο Μπαλζάκ, « συνιστούν ένα παθιασμένο συμπλήρωμα λίγο πολύ του λόγου» και μας ρωτούσε : «Τα λόγια δεν είναι, άραγε, κατά κάποιον τρόπο το βάδισμα της καρδιάς και του μυαλού;», δεν είναι τα λόγια οδοιπορία προς τη φιλότητα;
Εδώ, μάλιστα, σε αυτές τις ιδρυτικές φιλότητες, βρίσκεται και η συγγραφική ηθική του Ιωάννου, στο να υπογράφει ως πρωτόκολλα συγκινήσεων όλα όσα πεζοπορών βλέπει.
Βλέπει, παρατηρεί ο Ιωάννου, για να επιστρέψει στο γράψιμο, και, ναι, ο Ιωάννου, όπως οιονεί όλοι οι βαδιζομανείς συγγραφείς, είναι αιωνίως αυτοδίδακτοι. Γιατί το βαδίζειν δεν λειτουργεί για αυτόν μόνον ως εξολκέας συναισθημάτων και εν-τυπώσεων, μια καταβύθιση στην ιστορία των τόπων και στη μικροïστορία των ανθρώπων. Δεν λειτουργεί το βαδίζειν απλώς ως εργαλείο εξερεύνησης. Βγαίνει εκεί έξω για να επιστρέψει στο γραφείο του με την ψίχα της ανθρώπινης μεταλαβιάς στην άκρη των χεριών του. Βγαίνει για να επιστρέψει. Περιχαρής. Στο γραφείο του: «Βγαίνω και το πόδι μου χαίρεται. Περπατώ στη Σταδίου, περπατώ στην Πανεπιστημίου, περπατώ στην Εγνατία, περπατώ εδώ, περπατώ εκεί, και αγαλλιά η ψυχή μου», περπατά και στην Πλατεία Ομονοίας, βιβλίο από μόνη της ολόκληρο, περπατά στο κομμάτι της Πατησίων ανάμεσα στην Πλατεία Κάνιγγος και στην Πανεπιστημίου, να μη χάσει «το μεσημεριάτικο πέρασμα από το επίκεντρο της πρωτεύουσας», με τα πόδια προς και από τη δουλειά. Ή, πάλι, «περπάτησες, χόρτασες πια, προπάντων έλυσες τα προβλήματά σου, που ήθελες να συλλογιστείς». Αλλά και τη μοναξιά του συγγραφέα το περπάτημα του Ιωάννου σημασιοδοτεί, όπως εμφαίνεται στις μέρες τις γιορτινές, τις «μεγάλες μέρες», τότε που «οι δρόμοι είναι ακόμα μεγαλύτεροι και η ανεμπόδιστη μοναξιά ουρλιάζει πάνω κάτω σαν ασθενοφόρο», όπως διαβάζουμε με το χέρι του γραμμένο στο κείμενο «Οι μεγάλοι δρόμοι», εκτύπως διαπιστευμένο στην Εύφλεκτη χώρα.
Ο Ιωάννου ως χορογράφος
Έτσι, η πόλη, για να επανέλθουμε σε αυτήν, για τον περιπατητή Ιωάννου είναι ένα αντικείμενο παρεμβάσεων και συγχρόνως «υποκείμενο που εμπλουτίζεται ακατάπαυστα με νέα κατηγορήματα, ταυτόχρονα η μηχανή και ο ήρωας της νεωτερικότητας», για να θυμηθούμε τον Μισἐλ ντε Σερτό.
Χορογραφεί ο περιπατητής Ιωάννου και είναι ένας τρόπος αυτός να φτιάξει τη δική του ιστορία, χαράζει ο διαβάτης τον προσωπικό του χώρο στην πόλη, τον «επινοεί», διεκδικεί και ερμηνεύει τον χώρο με το περπάτημα –είναι δραστηριότητα και συγχρόνως μεταφορά το περπάτημα, είναι ένας τρόπος να ορίσουμε την ταυτότητά μας ως κατοίκων του αστικού χώρου, ως πολιτών (η ταυτότητα συγκροτείται πάντα στη μικρή κλίμακα, μην το ξεχνάμε), με τα αργά βήματα ο οδοιπόρος γράφει τον χώρο– έχει κάτι το μεγαλειώδες η αργή κίνηση, η οικονομία της κίνησης είναι ένα μέσον για να δώσουμε στο βάδισμα ευγένεια και χάρη.
Τα βήματα του Ιωάννου διαπλέκονται και σχηματίζουν χώρους, πλάθουν και υφαίνουν τους τόπους, συγχρόνως ίχνη και τροχιές, εδώ απαλά, πιο κάτω πυκνά καθώς περνούν από το εδώ στο παραπέρα. Το περπάτημα είναι ένα ενέργημα, έτσι όπως είναι η εκφώνηση για τη γλώσσα. Ο πεζός ταυτόχρονα ιδιοποιείται το τοπογραφικό σύστημα της πόλης και πραγματώνει με τα βήματά του τον τόπο, ένα σύνολο δυνατοτήτων. Έτσι ο πεζός, ο Ιωάννου, εν προκειμένω, ιδρύει με τα βήματά του ένα ασυνεχές —ένα ασύνδετο, το οποίο επιλέγει και τεμαχίζει τον χώρο που διανύεται ανάλογα με τη χρήση που επιφυλάσσει στους τόπους—, το περπάτημα, το σουλατσάρισμα, η εν πόλει περιπλάνηση αποτολμά, επιβεβαιώνει, αμφισβητεί, αποδέχεται και σέβεται τις τροχιές τις οποίες μιλά. «Το οδοιπορικό έπος», για να θυμηθούμε πάλι τον Ντε Σερτό, «παίζει με τη χωρική οργάνωση, όσο πανοπτική κι αν είναι: δεν είναι ούτε ξένο προς αυτήν ούτε σύμφωνο, δημιουργεί μέσα της σκιές και διφορούμενα, της εισάγει λαθραία το πλήθος των αναφορών και παραθεμάτων του». Συνιστά το βάδισμα το αποτέλεσμα διαδοχικών συναντήσεων και ευκαιριών, που ακατάπαυστα το αλλοιώνουν και το μετατρέπουν. Έτσι, ο Ιωάννου μπορεί να διαβαστεί και ως συγγραφέας μονίμως εν κινήσει, εν δράσει. Το περπάτημα για αυτόν εγκαθιδρύει σχέση ερωτική, ερωτογενή, αν προτιμάτε, με τις πόλεις και τα οδόσημά της, ιδίως τα της Θεσσαλονίκης, της πόλης και των ανθρώπων της. Εκεί, πάντα, υπάρχει «το σημείο, η γωνιά που τους περιμέναμε», «στο ραντεβού που τους γνωρίσαμε», «τόσοι και τόσοι άνθρωποι που λίγο ερωτευτήκαμε από τη νεανική μας ηλικία», και έχουν πια εξαφανιστεί. Έτσι, η οδοιπορία για τον Ιωάννου μπορεί να αντιμετωπιστεί και ως λυγμικό πρόκριμα φιλανθρωπίας.
Οι ποικίλες πτυχές, στις οποίες μόλις αναφερθήκαμε, συγκροτούν για τον Ιωάννου μια ρητορική του βαδίσματος – έτσι, εξάλλου, η εμβάθυνση στη γνώση του βαδίσματος, από την εποχή ήδη του Μπαλζάκ, αποκτά τη σημασία ολοκληρωμένης επιστήμης, το βάδισμα συνιστά και συστήνει τρόπο αναγνώρισης και διαπίστευσης του χώρου, αφού το βάδισμα είναι «η σκέψη εν δράσει».
Μια βιτρίνα, λόγου χάριν, μπορεί να αντιπροσωπεύει έναν ολόκληρο δρόμο σε μια συνοικία —το βάδισμα διαστέλλει το χωρικό στοιχείο—, ένα αστικό λείψανο σε μια γωνιά διανοίγει με την παρουσία του απουσίες — το βάδισμα συστέλλει το χωρικό στοιχείο, πριν εξεικονιστεί στη γραφή, «με τα σημάδια της [πόλης] απάνω [του]».
Με το περπάτημα, ακόμα και οι κοπιώντες βιώνουν και αναμιμνήσκουν την πόλη, μια σύνθεση χρόνου, όπου συναιρούνται το παρόν με το μέλλον στο αστικό παρόν (δρόμοι, τοπωνύμια, κτίρια, άνθρωποι, διαβάσεις και περάσματα, κλειστά συστήματα πεζών, υποστάσεις, στάσεις και ενστάσεις, μια διαδήλωση χειρονομιών), και κατασκευάζουν τη βιωμένη εμπειρία του δρόμου καθ’ οδόν, αναλόγως και του τρόπου με τον οποίο περπατάμε.
Ο Ιωάννου ως flâneur
Περπατώ πάει να πει δεν έχω τόπο. Η περιπλάνηση την οποία πολλαπλασιάζει η πόλη και τη συγκεντρώνει, μετασχηματίζει το αστεακό τοπίο σε έναν ιστό από αναρίθμητες εκτοπίσεις, διαδρομές και μετατοπίσεις, διασταυρώσεις, συνυφάνσεις και αποκλίσεις. Τούτα τα δρομολόγια, ο πεζός, διά της ρητορικής του βαδίσματος –κανένας από εμάς δεν σκέπτεται το περπάτημα, όταν περπατά, σημειώνω– συγκροτεί στο δικό του κείμενο για την πόλη, το δικό του πέρασμα διαμέσου αυτής, που είναι και μια διαδρομή μέσα στη σημασία που κρύβουν τα κύρια ονόματα, που σε κάθε σημείο της πόλης μας γνέφουν. Αυτά τα ονόματα είναι που μετατρέπουν τους τόπους σε περάσματα. Τα ονόματα στις ταμπέλες, αλλά και οι αριθμοί των δρόμων, μαγνητίζουν τροχιές, στοιχειώνουν όνειρα, διατάσσουν σημασιολογικά την επιφάνεια της πόλης, είναι τελεστές διευθετήσεων στον χώρο και στον χρόνο, υπομνηματίζουν την Ιστορία και τη μικροϊστορία, και την οπισθογραφούν. Τα ονόματα κατευθύνουν τα δρομολόγια, οδόσημα σε μια πορεία, διανοίγουν νοήματα και κατευθύνσεις, συνδέουν χειρονομίες και βήματα, υποδεικνύουν προσβάσεις και αποκλεισμούς, συμ-βολίζουν και προσανατολίζουν τα βήματα. Τα ονόματα πάνω στη γεωγραφία της πόλης, μια γεωγραφία κυριολεκτικών ή κρυμμένων σημασιών, αρθρώνουν μια γεωγραφία του ποιητικού, έναν ιστό απροσδιοριστιών, καθιστούν δυνατές ή αξιόπιστες τις χωρικές ιδιοποιήσεις, καθιστούν τον χώρο κατοικήσιμο, αφού τον ενδύουν με ένα όνομα, ταξινομούν ταυτότητες και τις αναλύουν, ανακαλούν απουσίες, που σημαδεύουν τα σώματα καθώς βηματίζουν. Γι’ αυτό ο Ιωάννου παρομοιάζει το σώμα του με την πόλη, τη γενέτειρά του, προς την οποία πάντοτε αυτός «κατατείνει», ως άλλος πρόσφυγας του χρόνου.
Και ως flâneur, θα μπορούσε να αναγνωστεί ο Ιωάννου, το υπαινιχτήκαμε κιόλας. Η πολυκοσμία είναι για αυτόν συγχρόνως ελπίδα και απειλή, όπως για τους flâneurs: «αναπόσπαστατο μέρος ο ίδιος ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου φαντασμαγορικού θεάματος από το οποίο απουσιάζει κάθε συνεκτική δομή, ανοιχτός σε όλα τα εφήμερα θέλγητρα, αλλά καλυμμένος ο ίδιος από τη “μάσκα’’ του, ο flâneur είναι ένας από εκείνους ‘’τους ξετρελαμένους που αναζητούν την ευτυχία στην κίνηση’’, σε μια αυτοαναιρούμενη σειρά έντονων στιγμών. Έτσι, γοητεύει και ταυτόχρονα γοητεύεται από τις αναπάντεχες, σαγηνευτικές, φευγαλέες εντυπώσεις που έρχονται, συναντούν την πλανεμένη ματιά του και παρέρχονται ανεπιστρεπτί: ένα περαστικό βλέμμα, μια αγαλμάτινη γάμπα, μια πυρρόξανθη κόμη», συνοψίζει η Τζίνα Πολίτη. Περπατώντας έχουμε όλες τις επιλογές, έχουμε όλες τις δυνατότητες: να συνεχίσουμε, να βιαστούμε, να καθυστερήσουμε, να σταματήσουμε, να ξεστρατίσουμε, να ξεχαστούμε, πάντοτε σε άμεση επαφή με τις λεπτομέρειες του αστικού χώρου και τη συλλογική μνήμη που έχει εγκιβωτιστεί σε αυτόν.
Περπατώντας ο Ιωάννου ψαύει τις ουλές των αντικειμένων, ιχνηλατεί την ποιητική των ουλών, τα κενά, το παρελθόν που κοιμάται μέσα τους, όπως και στις καθημερινές χειρονομίες, μικρές επαναστάσεις που υπνώττουν και βαδίζοντας πάει να τις ξυπνήσει, όπως ένα κείμενο που κείται και το φέρνουμε στη ζωή διαβάζοντάς το, όπως ο πλάνητας, περιπλανώμενος και επομένως άπατρις. Έτσι, ο Ιωάννου πεζοπορεί για να βρει την καταδική του πατρίδα – τίποτα, άλλωστε, το ανθρώπινο δεν του είναι ξένο.
Ο Ιωάννου με τα πόδια επιλέγει την αργή ζωή. Δεν αρέσκεται στη ζωή που περνάει μπροστά του με ταχύτητα τέτοια, ώστε να μην προλαβαίνει να τη δει και να τη σκεφτεί. Επιλέγει να ζήσει και να (εγ)γράψει μια ζωή που έχει στιγμές αναμονής και δράσης, τον καιρό του σπείρειν και τον καιρό του θερίζειν. Μια ζωή ηδείας νωθρότητος. Όποιος «πηγαίνει με το πάσο του», όποιος επιλέγει να βαδίσει, είναι ένας μικρός επαναστάτης. Αν έτσι τον διαβάσουμε, ο Ιωάννου ένας μικρός επαναστάτης είναι.
Εξάλλου, η πεζοπορία, όπως και το ταξίδι, όπως το διάβασμα, αναπληρώνουν την έξοδο και την επιστροφή για τους μη-τόπους της φαντασίας, πάντοτε ένα άνοιγμα στο άλλο και στον άλλον, μυθ-ιστορίες. Ο λόγος για την ηδονή του ανθρώπου που περπατά, σε κάθε βήμα άλλος σε αναζήτηση του άλλου, όπως ένα αιωνίως παιδί. Ο Γιώργος Ιωάννου, «θηρευτής της ασφάλτου».