Ξεφυλλίζω το δικό μου ‘Καζαμία νεκρών’. Φεβρουάριο του 1985 έφυγε ο Γιώργος Ιωάννου. Σήμερα, βλέποντας φωτογραφίες και γράμματά του ανακαλώ σκόρπιες μνήμες απ’ όσα έζησα μαζί του.
Μας γνώρισε φθινόπωρο του 1968 στη Θεσσαλονίκη ο Γιώργος Σαββίδης. Είχε κανονίσει, όπως άλλωστε συνήθιζε, το πού και τι θα φάμε ! «Απόψε θα πάμε για ψάρι στου Μπούκη (στη Μηχανιώνα). Και έχε υπ’ όψη σου : αυτήν τη φορά κάλεσα και τον Γιώργο Ιωάννου. Να γνωριστείτε επιτέλους, και έξω απ’ τα βιβλία, γιατί εσείς εδώ, είστε πολύ … μπαγιάτηδες και δεν παίρνετε εύκολα πρωτοβουλία» …
Την επόμενη κιόλας μέρα ο Ιωάννου μου τηλεφώνησε να βρεθούμε ‘κατά μόνας’. Να πάω σπίτι του, στην Αγίου Δημητρίου. Έμεινα αρκετές ώρες. Κατά τα ξημερώματα, ‘σφραγίζοντας’ όπως είπε τη γνωριμία μας, μου διάβασε στο φως του κεριού ένα, απόσπασμα διηγήματός του από την ανέκδοτη τότε Σαρκοφάγο: την «Παναγιά τη Ρευματοκρατόρισσα».
... Στη μισοβυθισμένη μες στα χώματα Αχειροποίητο,
σε μια γωνιά του νάρθηκα, βρίσκεται σχεδόν παραπεταμένη η Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα. Κατεβαίνω αρκετά συχνά και την κοιτάζω πικροχαμογελώντας για την κοινή κατάντια μας. Δε μοιάζει, βέβαια, με προσκύνημα αυτό που κάνω και το ξέρω καλά. Είναι πιο πολύ σαν επίσκεψη σε μια παλιά φιλενάδα της γιαγιάς μου και της προγιαγιάς μου, όπου πάω για να χαϊδευτώ και να κλαυτώ, μια κι έχουν λείψει προπολλού εκείνες. Το κερί τ' ανάβω απλώς για να βλεπόμαστε καλύτερα. Κρυφοκοιταζόμαστε ώσπου να λιώσει κι ύστερα τη φιλώ στα πεταχτά και φεύγω. Τα συναισθήματά μας πάντοτε τα καταπιέζουμε στο σπίτι. Ώρες ώρες θαρρώ πως κάτι θέλει να μου μιλήσει. Αυτό και να γίνει δεν πρόκειται να το θεωρήσω για θαύμα.
Όταν ένα λατρευτό μου πρόσωπο έκαμνε συνέχεια αιμοπτύσεις βαριές τρέχοντας σαν τρελός για γιατρούς, πέρασα μια στιγμή και το 'πα στην εικόνα. Μα, ήταν αργά πιά. Έτσι τρέχω πάντα στις δύσκολες ή τις χαρούμενες στιγμές και της τα λέω όλα. Κι όχι πως περιμένω καμιά βοήθεια. Τι να σου κάνει κι αυτή ενάντια στην παντοδύναμη μοίρα; Απλώς νιώθω τη βαθιά ανάγκη να τα εμπιστευτώ σ' ένα δικό μου πρόσωπο, που ξέρει τη ρίζα μου και τη φύτρα μου κι ανησυχεί ίσως για ορισμένα καμώματά μου. Στους γάμους, τις κηδείες και τα βαφτίσια πάντα τους συγγενείς δεν πρωτοθυμάται κανένας;
Μια μέρα, τώρα τελευταία, καθώς της παραπονιόμουν νοερά για την αφόρητη πια ερημιά μου, άκουσα μέσα μου σαν απάντηση ένα ποντιακό τραγούδι με ωραίο σκοπό:
Τυραννίουμαι και κλαίω
και κανέναν δεν το λέω.
Σ' ένα ν-έμορφον κορτσόπλον
τα παράπονα μ' θα λέω.
Την είδα σα να μου έγνεφε ενθαρρυντικά — ίδια η γιαγιά μου, που ως τα τελευταία της έλπιζε για δισέγγονα. «Δίκιο έχεις, ψιθύρισα. Καιρός και για κορτσόπλον, πράγματι. Θα σβήσει το ρέμα μιας γενιάς ολόκληρης απάvω μου, έτσι όπως πάω».
Ήμουν αρκετά συγκινημένος και προς το τέλος βούρκωσα – κι όσο κι αν προσπάθησα να το κρύψω, εκείνος το κατάλαβε. Δυο χρόνια μετά, στην Αθήνα πια, μου εξομολογήθηκε πως το είχε προσέξει... κι αυτό μας ‘έδεσε’ απ’ την αρχή , παραβάλλοντας και συνδέοντάς το με άλλες δικές του, πικρές εμπειρίες...
«Να το ξέρεις : πολλοί άνθρωποι δεν επικοινωνούν και – ιδιαίτερα στο ‘χώρο’ μας, οι περισσότεροι κρύβουνε την συγκίνηση, την αγάπη, ή το θαυμασμό τους για την έκφραση του Άλλου. Αυτοί είναι κομπλεξικοί που κάποτε καταντούνε και φθονεροί. Δεν είναι ουσιαστικά ‘δικοί’ μας… Kι ας απατούνε τα φαινόμενα.»
Αυτός ήταν ο Γιώργος. Έδινε κι έπαιρνε χαρά από τους ανθρώπους κι αντίστοιχα ήταν ευάλωτος να πληγωθεί με το παραμικρό. Τότε αμύνονταν σαν σκαντζόχοιρος, όπως στη ‘θυμωμένη φιλία’ του με τον Μαρωνίτη, που είχε πάρει μεγάλη δημοσιότητα και δίχασε όσους τους παρακολουθούσαν.
Αποστρεφότανε την πόζα και την υποκρισία. Χαρακτηριστικό είναι πως στην κηδεία του Σεφέρη, σε ‘χαλεπούς καιρούς’, ξέφυγε από την ‘στοιχημένη’ σειρά του ‘λογοτεχνικού κατεστημένου’ κι έγινε ένα με τους νεολαίους – μπροστά ... με υψωμένη τη γροθιά, κλαίγοντας και ουρλιάζοντας συνθήματα.
Θυμάμαι σε μια εκδρομή πηγαίνοντας στην Καστοριά, τον ρώτησα μες στ’ αυτοκίνητο, τι συγκράτησε – σαν πιο μεγάλος, από την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Θαρρείς και τον ακούω πάλι με βροντερή φωνή να τραγουδάει – άγνωστα για ’μένα, αντάρτικα τραγούδια. Νόμιζα πως θα έσπαγαν τα τζάμια.
Αρχές της δεκαετίας του ’70 μετακόμισε οριστικά στην Αθήνα. Όταν κατέβαινα βλεπόμασταν, αλλά είχαμε και τακτική αλληλογραφία. Για να ακριβολογώ τα γράμματά μας και κάποια τηλέφωνα ήτανε πιο πυκνά και πάντα ‘στην ώρα τους’ όπου χρειάζονταν, ή όταν συνέβαινε – είτε στον έναν είτε στον άλλον κάτι ξεχωριστό, καλό ή κακό. Μου έγραψε παραμονές της δίκης του Τραμ, μου έγραψε για τα εγκαίνια του εστιατορίου μου ‘Ραγιά’, “μια τερπνή εστία” όπως το ’λεγε...