Το έξω που μας κοιτάει

Ο Γιώργος Ιωάννου με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στην παραλία (Αρχείο Γ. Ευσταθίου)
Ο Γιώργος Ιωάννου με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στην παραλία (Αρχείο Γ. Ευσταθίου)


Είναι φο­ρές που κά­ποιες ιδιαί­τε­ρες ανα­μνή­σεις, όταν τις ευ­νο­εί το κλί­μα, μας κυ­νη­γούν σαν τρε­λά σκυ­λιά και δεν μπο­ρού­με να κά­νου­με τί­πο­τα. Τό­τε η σκλη­ρό­τη­τά τους, δη­λα­δή ο αμε­τα­νό­η­τος τρό­πος που μας επι­σκέ­πτο­νται, μπερ­δεύ­ουν τους χρό­νους. Το τώ­ρα το χθες και το αύ­ριο συγ­χέ­ο­νται. Τι επο­χή ! Εί­χε φύ­γει για πά­ντα , αλ­λά ξα­να­γύ­ρι­ζε. Έμοια­ζε μα­κρι­νή, αλ­λά ήταν και σα να συ­νέ­βη χθες. Πέ­ρα­σαν χρό­νια, ο αγα­πη­μέ­νος φί­λος, που δεν υπάρ­χει πια, τον εί­χε πά­ρει τη­λέ­φω­νο και του ζή­τη­σε να πε­ρά­σει από το Δια­βά­ζω με­ση­με­ρά­κι για να τσι­μπή­σουν κά­τι πί­νο­ντας κρα­σί. Όταν μπή­κε στο γρα­φείο, ο συγ­γρα­φέ­ας, ο κύ­ριος Γιώρ­γος, κα­θό­ταν και συ­ζη­τού­σε μα­ζί του. Εί­χε πε­ρά­σει απρό­σκλη­τος, έτσι για να τα πού­νε, για­τί τον εί­χε φέ­ρει ο δρό­μος του, ή για να κό­ψει κί­νη­ση και τα λοι­πά. Όταν, σή­με­ρα πια, πή­ρε τη­λέ­φω­νο η Έλε­να και του ζή­τη­σε δυο λό­για για τον Ιω­άν­νου, αυ­τή η ει­κό­να καρ­φώ­θη­κε στο μυα­λό του σαν ένα χαρ­τά­κι στον φελ­λό του τοί­χου, αλ­λά και σαν ρα­ντε­βού που εί­χε ξε­χά­σει. Ιδρώ­τας.

Ο φί­λος εί­χε φύ­γει εδώ και χρό­νια, όμως τα ίχνη της μνή­μης κρα­τού­σαν ακό­μα την πού­δρα της βα­θιάς φι­λί­ας. Την ημέ­ρα , λοι­πόν, που «επέ­τρε­ψε» στον εαυ­τό του να «θυ­μη­θεί» τη συ­νά­ντη­ση στο πε­ριο­δι­κό, αυ­τή εμ­φα­νί­στη­κε λί­γο θο­λή και τσα­λα­κω­μέ­νη. Ο φί­λος ήταν όπως τον εί­χε αφή­σει ΓΕ­ΝΙ­ΚΑ και ο συγ­γρα­φέ­ας έμοια­ζε σα να εί­χε μό­λις βγει από το πο­τά­μι, πε­σμέ­νος με τα ρού­χα κα­τά λά­θος. Οι κου­βέ­ντες που γύρ­να­γαν στην ατμό­σφαι­ρα ήταν κά­ποια αστεία και πλά­κες του συ­να­φιού, κου­τσο­μπο­λιά και κα­κιού­λες, λί­γη δη­λα­δή οι­κειο­ποί­η­ση μέ­σα στην απο­προ­σω­ποί­η­ση που δια­κρί­νει το συ­νά­φι, όπου όλοι και όλες λέ­νε κά­τι στα γρή­γο­ρα, σα να έχουν κά­τι σπου­δαιό­τε­ρο να κά­νουν και βιά­ζο­νται, ΟΜΩΣ, από την πρώ­τη στιγ­μή που εί­δε τον συγ­γρα­φέα, διέ­κρι­νε μια στε­νά­χω­ρη πα­γω­μά­ρα. Ο άν­θρω­πος αυ­τός εί­χε κά­τι το μα­γι­κό, δη­λα­δή μια μυ­στι­κι­στι­κή μο­να­δι­κό­τη­τα που λέ­ει ο Κίρ­κε­γκαρντ, σα να εί­χε μυ­στι­κά που δεν έπρε­πε να απο­κα­λύ­ψει, γι’ αυ­τό και έλε­γε λί­γα, πο­λύ λί­γα, με γλώσ­σα αι­νιγ­μα­τι­κή, με­τα­χρο­νο­λο­γη­μέ­νη, μια γλώσ­σα με­τα-υλι­κό, που ανα­ζη­τού­σε μιαν άλ­λη οπτι­κή γω­νία.
Θυ­μή­θη­κε τό­τε, ξαφ­νι­κά, μια εφη­βι­κή αμε­ρι­κά­νι­κη ται­νία, όπου μια ομά­δα μι­κρών παι­διών πα­ρα­σύρ­θη­κε από ένα νε­α­ρό ερ­γα­τό­παι­δο για να ζή­σουν μια μι­κρή πε­ρι­πέ­τεια. Εί­χαν ορ­μή­ξει εκ­στα­σια­σμέ­να στο δά­σος, με με­γά­λη άνε­ση, για­τί ο οδη­γός ήξε­ρε να δια­βά­ζει στις πέ­τρες και στα δέν­δρα τα σύμ­βο­λα, κι έτσι με­τά από πολ­λά ζιγκ ζαγκ μέ­σα στη φύ­ση, βρέ­θη­καν σε ένα πο­λύ πρό­χει­ρο κά­μπιγκ ανέρ­γων-προ­σφύ­γων, που μι­λού­σαν τη γλώσ­σα χό­μπο. Ας πού­με την αρ­γκό. Μια γλώσ­σα-παι­χνί­δι με καρ­το­λί­νες, κά­τι που δεν φά­ντα­ζε μια άλ­λη οπτι­κή γω­νία, αλ­λά ήταν όλη οπτι­κές γω­νί­ες. Σαν τί­πο­τα να μη λέ­γο­νταν κυ­ριο­λε­κτι­κά, αλ­λά μό­νο με­τα­φο­ρι­κά και με πα­ρο­μοιώ­σεις, σα να ήταν κά­θε άν­θρω­πος συ­νά­φι δια­φο­ρε­τι­κό. Αυ­τή ήταν από ό,τι θυ­μά­ται και η συ­νει­σφο­ρά του στην κου­βέ­ντα αυ­τή, το­νί­ζο­ντας με έμ­φα­ση πως αυ­τή η χό­μπο έμοια­ζε με την γλώσ­σα της Λο­γο­τε­χνί­ας. Το αρ­χι­κά τριμ­μέ­νο, πε­ρί­ερ­γο βέ­βαια, φτιαγ­μέ­νο απλοϊ­κά, αλ­λά συ­νω­μο­τι­κό και συμ­βο­λι­κό, πράγ­μα που έκα­νε τον συγ­γρα­φέα να χα­μο­γε­λά­σει , σα να μού­γκρι­ζε εσω­τε­ρι­κά, όπως κά­νει κά­ποιος που δο­κι­μά­ζει φα­γη­τό που τον τρε­λαί­νει. Αυ­τή ήταν η πρώ­τη αί­σθη­ση γι’ αυ­τόν τον άν­θρω­πο, που το βλέμ­μα του δεν έψα­χνε ένα χα­μέ­νο κό­σμο, αλ­λά και κά­τι χα­μέ­νο στον κό­σμο που έρ­χο­νταν. Εί­ναι κά­ποιες στιγ­μές που οι άν­θρω­ποι μοιά­ζουν να μπαι­νο­βγαί­νουν σε δο­κι­μα­στή­ρια ρού­χων, χω­ρίς να μπο­ρούν να απο­φα­σί­σουν τί θέ­λουν να φο­ρέ­σουν.
Κι εί­χαν βγει έξω τό­τε και τον πή­γαι­ναν σε μια στά­ση να πά­ρει το λε­ω­φο­ρείο για το σπί­τι του. Και δε θυ­μά­ται αν ήταν τέ­λος φθι­νο­πώ­ρου. Και αν τα Εξάρ­χεια έμοια­ζαν με πα­ρα­θα­λάσ­σιο οι­κι­σμό. Και κα­θώς περ­πα­τού­σαν δεν γνώ­ρι­ζαν πώς θα ήταν η μέ­ρα το πρωί της επο­μέ­νης. Αλ­λά πού και που με κε­νά και αφη­ρη­μέ­να βλέμ­μα­τα η γλώσ­σα χό­μπο έκα­νε τη δου­λειά της και γε­λού­σαν, γε­λού­σαν χω­ρίς λό­γο, σα να εί­χαν μπει στον άδειο χώ­ρο μέ­σα τους την ώρα που έλει­πε ο εαυ­τός τους και γοη­τευό­ντου­σαν από κά­τι αφη­ρη­μέ­νο, που μό­νο κά­τι τέ­τοιες στιγ­μές εμ­φα­νί­ζε­ται χω­ρίς να εί­ναι κά­τι χει­ρο­πια­στό. Όλο αυ­τό το γύ­ρω να πού­με. Με αυ­τούς μέ­σα. Κι αυ­τός έλε­γε κά­θε τό­σο , βλέ­πο­ντας τα δρώ­με­να και τους άλ­λους πε­ρα­στι­κούς,το ίδιο πράγ­μα. «Κα­τά­μα­τα με σαρ­κα­σμό»! Με­τά γε­λώ­ντας το άλ­λα­ζε σε «κα­τά­σαρ­κα με σαρ­κα­σμό»! Αλ­λά περ­νώ­ντας μέ­σα από ένα μι­κρό παρ­κά­κι βλέ­πο­ντας ένα ζευ­γα­ρά­κι να φι­λιέ­ται με γλωσ­σό­φι­λα, γύ­ρι­σε και τους εί­πε «δεν εί­ναι κα­κά­σχη­μο αυ­τό που κά­νουν;», βά­ζο­ντας ένα ερω­τη­μα­τι­κό στο τέ­λος. Αυ­τό που εί­ναι πε­ρί­ερ­γο, εί­ναι πως πολ­λά χρό­νια με­τά, ο Θω­μάς του αφη­γή­θη­κε ένα πα­ρό­μοιο πε­ρι­στα­τι­κό με τον κύ­ριο Ντί­νο, που εί­πε το ίδιο πράγ­μα για ζευ­γα­ρά­κι στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Και­ρό με­τά, χω­ρίς φυ­σι­κά τον συγ­γρα­φέα, έπι­ναν τσι­που­ρά­κι στο σπί­τι του φί­λου και σχο­λί­α­ζαν τα Ηλιο­τρό­πια και τα Χί­λια Δέ­ντρα, πρώ­τες ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές του κυ­ρί­ου Γιώρ­γου, μι­λώ­ντας για το Απα­γο­ρεύ­ε­ται το πτύ­ειν. Το…Λη­σμό­νη­σε τους δρό­μους της βρο­χής το πε­ρι­στέ­ρι ή Ανα­χω­ρεί το τρέ­νο των επτά, στο βα­γό­νι πά­λι απα­γο­ρεύ­ε­ται το πτύ­ειν. Και γέ­λα­γαν, λέ­γο­ντας πό­σο σά­λιο θέ­λουν οι λέ­ξεις για να «δου­λέ­ψουν». Ναι, συμ­φω­νού­σαν, ήταν σπου­δαί­ος υδα­το­γρά­φος, και ενώ έδι­νε την εντύ­πω­ση πως κοί­τα­ζε μέ­σα από το πα­ρά­θυ­ρο, στο βά­θος τον εν­διέ­φε­ρε το ΕΞΩ που μας κοι­τά­ει κα­θώς το τρέ­νο τρέ­χει. Άλ­λω­στε, αυ­τό που έκα­νε σαν εξαι­ρε­τι­κός φω­το­γρά­φος της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας που δρα­πε­τεύ­ει αμή­χα­να, ήταν να βρί­σκει την ανε­παί­σθη­τη από­στα­ση ανά­με­σα σε μια ελά­χι­στη ψυ­χο­λο­γία των προ­σώ­πων και το στή­σι­μο ενός ανέκ­δο­του αστυ­νο­μι­κού δελ­τί­ου. Χρό­νια με­τά, κα­τά­λα­βε πως ο συγ­γρα­φέ­ας αυ­τός έψα­χνε μό­νο δι­καιο­λο­γί­ες. Με μία ποιό­τη­τα ελέ­ους, έψα­χνε την χα­μέ­νη λι­πο­τα­ξία του πε­ρι­θώ­ριου, που έλε­γε ο Ζι­ράρ. Κι η ποί­η­σή του, που κου­βα­λά­ει μια αθέ­α­τη πε­ζο­γρα­φία, πε­ριέ­χει μέ­σα της, σε ανα­μο­νή, μυ­στι­κά που πλα­νιού­νται σαν τρα­γού­δια, υπο­λείμ­μα­τα ύπαρ­ξης σε βρώ­μι­κους σι­δη­ρο­δρο­μι­κούς σταθ­μούς, όπου άν­θρω­ποι που εί­ναι βά­ρος της γης, μοιά­ζουν με κού­κλες ακί­νη­τες, που αφή­νουν τα μά­τια τους να υγραν­θούν λί­γο στο άκου­σμα του ρε­μπέ­τι­κου ¨Μα­ζί σου ξε­μυα­λί­στη­κα¨. Αυ­τός, λοι­πόν, ο ποι­η­τής -συγ­γρα­φέ­ας, που ζού­σε , όσο κι αν περ­πα­τού­σε, στην κά­μα­ρα με την κά­με­ρα, που ήτα­νε πε­ζο­γρά­φος για­τί έκα­νε ποι­η­τι­κό ρε­πορ­τάζ, γρά­φει το κα­τα­πλη­κτι­κό ποί­η­μα «¨Τό­τε που έλει­πỨ, κα­τα­λή­γο­ντας να σι­γο­ψυ­θι­ρί­ζει «¨κά­τι έχουν δει, κά­τι έχουν δει και που δε λέ­ει να πά­ρει τέ­λος Θέ μου»¨. Ήταν από τους ελά­χι­στους της Θεσ­σα­λο­νί­κης, που από νω­ρίς απο­κά­λυ­ψαν τα ιδε­ο­λο­γι­κά τους πι­στεύω κα­θώς και τη γνώ­μη του για μια μι­κρή πό­λη που εί­χε εξα­φα­νι­στεί μέ­σα στην πό­λη. Την πό­λη των Εβραί­ων. Έλ­λει­ψη, Απου­σία, Ζωή πλα­σμέ­νη από ό,τι δε ζή­σα­με, αλ­λά πε­ρι­μέ­νο­ντας στο Σταθ­μό «¨Αρ­γά τη νύ­χτα όταν ΙΣΩΣ κα­τε­βούν… ωχροί σφίγ­γο­ντας τα δό­ντια…αρ­γή­σα­τε τό­σο να μου γρά­ψε­τε, αρ­γή­σα­τε τό­σο να μου γρά­ψε­τε, θα κά­νω δή­θεν αδιά­φο­ρα». Πό­σο πι­κρα­μέ­να, πε­ρή­φα­να, αδιά­φο­ρα θρη­νεί για το Τσίρ­κο που χά­θη­κε, το γνή­σιο δη­λα­δή θέ­α­μα, την Γέ­νε­ση, για να πε­ρά­σου­με στη σύγ­χρο­νη ζωή, την ατσίρ­κο­τη, και να φα­νεί το πό­σο δύ­σκο­λο εί­ναι να μά­θου­με της πε­νί­ας τη νέα γλώσ­σα ,και τους νέ­ους τρό­πους.
Το ήξε­ρε πως δε θα έβρι­σκε άλ­λη πό­λη φεύ­γο­ντας, γι’ αυ­τό η ποί­η­σή του υμνεί με πε­ζο­γρα­φι­κό ύφος τον μα­ρα­σμό, την ξε­νι­τιά, την πε­ρι­πλά­νη­ση και τον κομ­μου­νι­σμό του δρό­μου. Πά­ντα με ευ­πρέ­πεια. Και μέ­τρο. Αντί­θε­τα σε λα­ο­πλά­νους και λα­ο­γρά­φους που ψά­χνουν ενα­γω­νί­ως ξε­βρά­κω­τες και εξευ­τε­λι­στι­κές ει­κό­νες για να μι­λή­σουν για «Το τό­τε που λεί­πα­μ廨. Αυ­τός εί­ναι κι ο λό­γος που και στην ποί­η­σή του, πε­ρισ­σό­τε­ρο όμως στα πε­ζά του, υπάρ­χει μέ­σα από την χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή του ευ­τα­ξία και πα­ρω­δία και πολ­λή κρυμ­μέ­νη βρι­σιά. Και τί ποί­η­μα! Τι λαϊ­κό τρα­γού­δι! «Μ’ άσπρη μου­σα­μα­διά μες στη βρο­χή»¨! Μοιά­ζει με το «¨λε­βέ­ντης ερο­βό­λα­γ廨του Μί­κη, όμως εδώ «Στο μέ­τω­πο ξαν­θά μαλ­λιά, άσπρη μου­σα­μα­διά μές΄ τη βρο­χή, λευ­κό ανοι­ξιά­τι­κο γα­ρύ­φα­λο». Τα ξαν­θά μαλ­λιά, που δη­μιουρ­γούν ερω­τι­κές αντα­πο­κρί­σεις και γη­πε­δι­κή γοη­τεία. Αυ­τός, λοι­πόν, ο ποι­η­τής πε­ζο­γρά­φος, που λά­τρευε το μι­κρό, το λί­γο, γι΄αυ­τό τον κα­τη­γό­ρη­σαν για χρο­νι­κο­γρά­φο, αυ­τός ο συγ­γρα­φέ­ας που έγρα­φε πο­λύ σω­στά γράμ­μα­τα, αλ­λά με τό­ση σω­στά υπο­λο­γι­σμέ­νη μυ­στι­κο­πά­θεια, που ανά­γκα­σε τον Κου­μα­ντα­ρέα να πει ότι έγρα­φε χω­ρίς λο­γο­τε­χνι­κούς τρό­πους, που μπό­λια­σε την αφή­γη­ση με δια­κρι­τι­κό δο­κι­μια­κό λό­γο, ήταν και πα­ρέ­μει­νε σε όλη του τη ζωή εχθρός της με­γά­λης πλο­κής, εχθρός των σχέ­σε­ων και των δε­σμών. Πώς μπο­ρεί ένας τέ­τοιος άν­θρω­πος, που ήταν ο ίδιος φυ­λα­κή του δι­κού του παι­διού μέ­σα του, ένας ποι­η­τής, που ομο­λο­γεί «ένας από­ψε να με άγ­γι­ζε στον ώμο αμέ­σως θα κα­τέρ­ρεα στα πό­δια του», να βρει την ησυ­χία να ασχο­λη­θεί με την με­γά­λη φόρ­μα. Αυ­τός που έψα­χνε το ωραιό­τε­ρο το­πίο να ζω­γρα­φί­σει και δεν το έβρι­σκε. Αυ­τός που ένιω­σε νω­ρίς πως ο πιο με­γά­λος έρω­τας του αν­θρώ­που εί­ναι αυ­τός που δεν θα ζή­σει πο­τέ. Αυ­τός, λοι­πόν, που έψα­χνε το με­γά­λο μέ­σα στο μι­κρό, στο ελά­χι­στο. Γι΄αυ­τό ενώ ήταν πα­ρα­μυ­θάς, πί­σω από το πα­ρα­μύ­θι σέρ­νο­νταν χιού­μορ, σαρ­κα­σμός κι ίσως με­ρι­κές φο­ρές κα­κία. Αυ­τή η θυ­μο­σο­φι­κή στά­ση του, που λει­τουρ­γού­σε υπό­γεια αφο­ρι­στι­κά, του επέ­τρε­πε να ανα­σκα­λεύ­ει τα κα­θη­με­ρι­νά, δί­νο­ντας έμ­φα­ση με­ρι­κές φο­ρές σε ηθι­κά κρι­τή­ρια αμ­φι­σβη­τού­με­να. Δεν ήταν ποι­η­τής και πε­ζο­γρά­φος της αμαρ­τί­ας. Μό­νο της δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τας. Γι΄αυ­τό και λά­τρης του Μυ­στι­κού Θιά­σου, ωστό­σο, ανέ­δει­ξε την απο­ξέ­νω­ση, την αστό­χευ­τη υπε­ρα­πό­λαυ­ση, την ασκη­τι­κή πο­ρεία μέ­σα στην έρη­μο. Ένας σπου­δαί­ος εξε­γερ­μέ­νος μέ­σα στην απαρ­χής αυ­το­λο­γο­κρι­μέ­νη του ύπαρ­ξη. Γι΄αυ­τό το Θέ­μα και το Πλαί­σιο εί­ναι τό­σο ορα­τά. Έτσι υπάρ­χει κά­τι πο­λύ μο­ντέρ­νο στη γρα­φή του, πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νο για να εί­ναι κυ­ριο­λε­κτι­κό. Κά­τι απο­λί­τι­κο που το κά­νει πο­λι­τι­κό. Κά­τι απα­θές που κα­τα­λή­γει στην εμπά­θεια. Ήταν συ­ντη­ρη­τι­κός, όχι όμως κον­δυ­λο­φό­ρος. Ήταν ένας γνή­σιος με­λαγ­χο­λι­κός που δεν άφη­νε τις εξο­μο­λο­γή­σεις του να πά­νε πο­λύ βα­θιά, κρύ­βο­ντάς τες μέ­σα στην φι­λο­λο­γι­κή του επάρ­κεια. Ό,τι όμως κι αν έγρα­ψε ήταν στρα­το­λο­γη­μέ­νο στον καη­μό των αν­θρώ­πων.

Γε­λού­σαν με τον φί­λο που δεν υπάρ­χει εδώ και χρό­νια, και πα­ρά τις δια­φω­νί­ες τους, συμ­φω­νού­σαν για τον «υπο­χθό­νιο» χα­ρα­κτή­ρα των πε­ζο­γρα­φη­μά­των του. Δεν τόλ­μη­σε να ασχο­λη­θεί με το μυ­θι­στό­ρη­μα, αν όμως υπάρ­χει κά­τι μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό στη γρα­φή του αυ­τό εί­ναι το κε­νό που ελ­λο­χεύ­ει πα­ντού. Πολ­λές φο­ρές η λα­τρεία της μι­νια­τού­ρας φτιά­χνει ψευ­δαί­σθη­ση, δη­λα­δή ένα εγκώ­μιο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού χρό­νου, ένα χρό­νο-παί­γνιο που ένας μύ­στης τον μι­κραί­νει τό­σο πο­λύ για να χω­ρέ­σει σε ένα τό­σο δα σκεύ­ος. Και κά­τι τε­λευ­ταίο. Αυ­τή η πολ­λές φο­ρές κυ­ριο­λε­κτι­κή ερω­τι­κή αί­σθη­ση στον κύ­ριο Γιώρ­γο, έχει στό­χο την κα­τάρ­γη­ση του αι­σθη­σια­σμού. Άλ­λω­στε, χρη­σι­μο­ποιού­σε τον καυ­μό σαν ερ­γα­λείο για την ανά­δει­ξη εσχα­το­λο­γι­κών πε­ριο­χών. Κι αυ­τό, ναι , εί­ναι το πιο ση­μα­ντι­κό. Αυ­τή η κρού­στα της γρα­φής του, ωραία και σω­στή, έκρυ­βε μια βα­θιά αντι­λο­γο­τε­χνι­κή αί­σθη­ση. Εί­χε μια αυ­τοει­ρω­νία. Γι' αυ­τό και η γρα­φή του δια­τη­ρού­σε πά­ντα μια ποιό­τη­τα συ­ντρι­βής. Εκεί μέ­σα κρυ­βό­ταν κι ο ίδιος.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: