Είναι φορές που κάποιες ιδιαίτερες αναμνήσεις, όταν τις ευνοεί το κλίμα, μας κυνηγούν σαν τρελά σκυλιά και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Τότε η σκληρότητά τους, δηλαδή ο αμετανόητος τρόπος που μας επισκέπτονται, μπερδεύουν τους χρόνους. Το τώρα το χθες και το αύριο συγχέονται. Τι εποχή ! Είχε φύγει για πάντα , αλλά ξαναγύριζε. Έμοιαζε μακρινή, αλλά ήταν και σα να συνέβη χθες. Πέρασαν χρόνια, ο αγαπημένος φίλος, που δεν υπάρχει πια, τον είχε πάρει τηλέφωνο και του ζήτησε να περάσει από το Διαβάζω μεσημεράκι για να τσιμπήσουν κάτι πίνοντας κρασί. Όταν μπήκε στο γραφείο, ο συγγραφέας, ο κύριος Γιώργος, καθόταν και συζητούσε μαζί του. Είχε περάσει απρόσκλητος, έτσι για να τα πούνε, γιατί τον είχε φέρει ο δρόμος του, ή για να κόψει κίνηση και τα λοιπά. Όταν, σήμερα πια, πήρε τηλέφωνο η Έλενα και του ζήτησε δυο λόγια για τον Ιωάννου, αυτή η εικόνα καρφώθηκε στο μυαλό του σαν ένα χαρτάκι στον φελλό του τοίχου, αλλά και σαν ραντεβού που είχε ξεχάσει. Ιδρώτας.
Ο φίλος είχε φύγει εδώ και χρόνια, όμως τα ίχνη της μνήμης κρατούσαν ακόμα την πούδρα της βαθιάς φιλίας. Την ημέρα , λοιπόν, που «επέτρεψε» στον εαυτό του να «θυμηθεί» τη συνάντηση στο περιοδικό, αυτή εμφανίστηκε λίγο θολή και τσαλακωμένη. Ο φίλος ήταν όπως τον είχε αφήσει ΓΕΝΙΚΑ και ο συγγραφέας έμοιαζε σα να είχε μόλις βγει από το ποτάμι, πεσμένος με τα ρούχα κατά λάθος. Οι κουβέντες που γύρναγαν στην ατμόσφαιρα ήταν κάποια αστεία και πλάκες του συναφιού, κουτσομπολιά και κακιούλες, λίγη δηλαδή οικειοποίηση μέσα στην αποπροσωποίηση που διακρίνει το συνάφι, όπου όλοι και όλες λένε κάτι στα γρήγορα, σα να έχουν κάτι σπουδαιότερο να κάνουν και βιάζονται, ΟΜΩΣ, από την πρώτη στιγμή που είδε τον συγγραφέα, διέκρινε μια στενάχωρη παγωμάρα. Ο άνθρωπος αυτός είχε κάτι το μαγικό, δηλαδή μια μυστικιστική μοναδικότητα που λέει ο Κίρκεγκαρντ, σα να είχε μυστικά που δεν έπρεπε να αποκαλύψει, γι’ αυτό και έλεγε λίγα, πολύ λίγα, με γλώσσα αινιγματική, μεταχρονολογημένη, μια γλώσσα μετα-υλικό, που αναζητούσε μιαν άλλη οπτική γωνία.
Θυμήθηκε τότε, ξαφνικά, μια εφηβική αμερικάνικη ταινία, όπου μια ομάδα μικρών παιδιών παρασύρθηκε από ένα νεαρό εργατόπαιδο για να ζήσουν μια μικρή περιπέτεια. Είχαν ορμήξει εκστασιασμένα στο δάσος, με μεγάλη άνεση, γιατί ο οδηγός ήξερε να διαβάζει στις πέτρες και στα δένδρα τα σύμβολα, κι έτσι μετά από πολλά ζιγκ ζαγκ μέσα στη φύση, βρέθηκαν σε ένα πολύ πρόχειρο κάμπιγκ ανέργων-προσφύγων, που μιλούσαν τη γλώσσα χόμπο. Ας πούμε την αργκό. Μια γλώσσα-παιχνίδι με καρτολίνες, κάτι που δεν φάνταζε μια άλλη οπτική γωνία, αλλά ήταν όλη οπτικές γωνίες. Σαν τίποτα να μη λέγονταν κυριολεκτικά, αλλά μόνο μεταφορικά και με παρομοιώσεις, σα να ήταν κάθε άνθρωπος συνάφι διαφορετικό. Αυτή ήταν από ό,τι θυμάται και η συνεισφορά του στην κουβέντα αυτή, τονίζοντας με έμφαση πως αυτή η χόμπο έμοιαζε με την γλώσσα της Λογοτεχνίας. Το αρχικά τριμμένο, περίεργο βέβαια, φτιαγμένο απλοϊκά, αλλά συνωμοτικό και συμβολικό, πράγμα που έκανε τον συγγραφέα να χαμογελάσει , σα να μούγκριζε εσωτερικά, όπως κάνει κάποιος που δοκιμάζει φαγητό που τον τρελαίνει. Αυτή ήταν η πρώτη αίσθηση γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που το βλέμμα του δεν έψαχνε ένα χαμένο κόσμο, αλλά και κάτι χαμένο στον κόσμο που έρχονταν. Είναι κάποιες στιγμές που οι άνθρωποι μοιάζουν να μπαινοβγαίνουν σε δοκιμαστήρια ρούχων, χωρίς να μπορούν να αποφασίσουν τί θέλουν να φορέσουν.
Κι είχαν βγει έξω τότε και τον πήγαιναν σε μια στάση να πάρει το λεωφορείο για το σπίτι του. Και δε θυμάται αν ήταν τέλος φθινοπώρου. Και αν τα Εξάρχεια έμοιαζαν με παραθαλάσσιο οικισμό. Και καθώς περπατούσαν δεν γνώριζαν πώς θα ήταν η μέρα το πρωί της επομένης. Αλλά πού και που με κενά και αφηρημένα βλέμματα η γλώσσα χόμπο έκανε τη δουλειά της και γελούσαν, γελούσαν χωρίς λόγο, σα να είχαν μπει στον άδειο χώρο μέσα τους την ώρα που έλειπε ο εαυτός τους και γοητευόντουσαν από κάτι αφηρημένο, που μόνο κάτι τέτοιες στιγμές εμφανίζεται χωρίς να είναι κάτι χειροπιαστό. Όλο αυτό το γύρω να πούμε. Με αυτούς μέσα. Κι αυτός έλεγε κάθε τόσο , βλέποντας τα δρώμενα και τους άλλους περαστικούς,το ίδιο πράγμα. «Κατάματα με σαρκασμό»! Μετά γελώντας το άλλαζε σε «κατάσαρκα με σαρκασμό»! Αλλά περνώντας μέσα από ένα μικρό παρκάκι βλέποντας ένα ζευγαράκι να φιλιέται με γλωσσόφιλα, γύρισε και τους είπε «δεν είναι κακάσχημο αυτό που κάνουν;», βάζοντας ένα ερωτηματικό στο τέλος. Αυτό που είναι περίεργο, είναι πως πολλά χρόνια μετά, ο Θωμάς του αφηγήθηκε ένα παρόμοιο περιστατικό με τον κύριο Ντίνο, που είπε το ίδιο πράγμα για ζευγαράκι στη Θεσσαλονίκη. Καιρό μετά, χωρίς φυσικά τον συγγραφέα, έπιναν τσιπουράκι στο σπίτι του φίλου και σχολίαζαν τα Ηλιοτρόπια και τα Χίλια Δέντρα, πρώτες ποιητικές συλλογές του κυρίου Γιώργου, μιλώντας για το Απαγορεύεται το πτύειν. Το…Λησμόνησε τους δρόμους της βροχής το περιστέρι ή Αναχωρεί το τρένο των επτά, στο βαγόνι πάλι απαγορεύεται το πτύειν. Και γέλαγαν, λέγοντας πόσο σάλιο θέλουν οι λέξεις για να «δουλέψουν». Ναι, συμφωνούσαν, ήταν σπουδαίος υδατογράφος, και ενώ έδινε την εντύπωση πως κοίταζε μέσα από το παράθυρο, στο βάθος τον ενδιέφερε το ΕΞΩ που μας κοιτάει καθώς το τρένο τρέχει. Άλλωστε, αυτό που έκανε σαν εξαιρετικός φωτογράφος της καθημερινότητας που δραπετεύει αμήχανα, ήταν να βρίσκει την ανεπαίσθητη απόσταση ανάμεσα σε μια ελάχιστη ψυχολογία των προσώπων και το στήσιμο ενός ανέκδοτου αστυνομικού δελτίου. Χρόνια μετά, κατάλαβε πως ο συγγραφέας αυτός έψαχνε μόνο δικαιολογίες. Με μία ποιότητα ελέους, έψαχνε την χαμένη λιποταξία του περιθώριου, που έλεγε ο Ζιράρ. Κι η ποίησή του, που κουβαλάει μια αθέατη πεζογραφία, περιέχει μέσα της, σε αναμονή, μυστικά που πλανιούνται σαν τραγούδια, υπολείμματα ύπαρξης σε βρώμικους σιδηροδρομικούς σταθμούς, όπου άνθρωποι που είναι βάρος της γης, μοιάζουν με κούκλες ακίνητες, που αφήνουν τα μάτια τους να υγρανθούν λίγο στο άκουσμα του ρεμπέτικου ¨Μαζί σου ξεμυαλίστηκα¨. Αυτός, λοιπόν, ο ποιητής -συγγραφέας, που ζούσε , όσο κι αν περπατούσε, στην κάμαρα με την κάμερα, που ήτανε πεζογράφος γιατί έκανε ποιητικό ρεπορτάζ, γράφει το καταπληκτικό ποίημα «¨Τότε που έλειπỨ, καταλήγοντας να σιγοψυθιρίζει «¨κάτι έχουν δει, κάτι έχουν δει και που δε λέει να πάρει τέλος Θέ μου»¨. Ήταν από τους ελάχιστους της Θεσσαλονίκης, που από νωρίς αποκάλυψαν τα ιδεολογικά τους πιστεύω καθώς και τη γνώμη του για μια μικρή πόλη που είχε εξαφανιστεί μέσα στην πόλη. Την πόλη των Εβραίων. Έλλειψη, Απουσία, Ζωή πλασμένη από ό,τι δε ζήσαμε, αλλά περιμένοντας στο Σταθμό «¨Αργά τη νύχτα όταν ΙΣΩΣ κατεβούν… ωχροί σφίγγοντας τα δόντια…αργήσατε τόσο να μου γράψετε, αργήσατε τόσο να μου γράψετε, θα κάνω δήθεν αδιάφορα». Πόσο πικραμένα, περήφανα, αδιάφορα θρηνεί για το Τσίρκο που χάθηκε, το γνήσιο δηλαδή θέαμα, την Γένεση, για να περάσουμε στη σύγχρονη ζωή, την ατσίρκοτη, και να φανεί το πόσο δύσκολο είναι να μάθουμε της πενίας τη νέα γλώσσα ,και τους νέους τρόπους.
Το ήξερε πως δε θα έβρισκε άλλη πόλη φεύγοντας, γι’ αυτό η ποίησή του υμνεί με πεζογραφικό ύφος τον μαρασμό, την ξενιτιά, την περιπλάνηση και τον κομμουνισμό του δρόμου. Πάντα με ευπρέπεια. Και μέτρο. Αντίθετα σε λαοπλάνους και λαογράφους που ψάχνουν εναγωνίως ξεβράκωτες και εξευτελιστικές εικόνες για να μιλήσουν για «Το τότε που λείπαμ廨. Αυτός είναι κι ο λόγος που και στην ποίησή του, περισσότερο όμως στα πεζά του, υπάρχει μέσα από την χαρακτηριστική του ευταξία και παρωδία και πολλή κρυμμένη βρισιά. Και τί ποίημα! Τι λαϊκό τραγούδι! «Μ’ άσπρη μουσαμαδιά μες στη βροχή»¨! Μοιάζει με το «¨λεβέντης εροβόλαγ廨του Μίκη, όμως εδώ «Στο μέτωπο ξανθά μαλλιά, άσπρη μουσαμαδιά μές΄ τη βροχή, λευκό ανοιξιάτικο γαρύφαλο». Τα ξανθά μαλλιά, που δημιουργούν ερωτικές ανταποκρίσεις και γηπεδική γοητεία. Αυτός, λοιπόν, ο ποιητής πεζογράφος, που λάτρευε το μικρό, το λίγο, γι΄αυτό τον κατηγόρησαν για χρονικογράφο, αυτός ο συγγραφέας που έγραφε πολύ σωστά γράμματα, αλλά με τόση σωστά υπολογισμένη μυστικοπάθεια, που ανάγκασε τον Κουμανταρέα να πει ότι έγραφε χωρίς λογοτεχνικούς τρόπους, που μπόλιασε την αφήγηση με διακριτικό δοκιμιακό λόγο, ήταν και παρέμεινε σε όλη του τη ζωή εχθρός της μεγάλης πλοκής, εχθρός των σχέσεων και των δεσμών. Πώς μπορεί ένας τέτοιος άνθρωπος, που ήταν ο ίδιος φυλακή του δικού του παιδιού μέσα του, ένας ποιητής, που ομολογεί «ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του», να βρει την ησυχία να ασχοληθεί με την μεγάλη φόρμα. Αυτός που έψαχνε το ωραιότερο τοπίο να ζωγραφίσει και δεν το έβρισκε. Αυτός που ένιωσε νωρίς πως ο πιο μεγάλος έρωτας του ανθρώπου είναι αυτός που δεν θα ζήσει ποτέ. Αυτός, λοιπόν, που έψαχνε το μεγάλο μέσα στο μικρό, στο ελάχιστο. Γι΄αυτό ενώ ήταν παραμυθάς, πίσω από το παραμύθι σέρνονταν χιούμορ, σαρκασμός κι ίσως μερικές φορές κακία. Αυτή η θυμοσοφική στάση του, που λειτουργούσε υπόγεια αφοριστικά, του επέτρεπε να ανασκαλεύει τα καθημερινά, δίνοντας έμφαση μερικές φορές σε ηθικά κριτήρια αμφισβητούμενα. Δεν ήταν ποιητής και πεζογράφος της αμαρτίας. Μόνο της διαφορετικότητας. Γι΄αυτό και λάτρης του Μυστικού Θιάσου, ωστόσο, ανέδειξε την αποξένωση, την αστόχευτη υπεραπόλαυση, την ασκητική πορεία μέσα στην έρημο. Ένας σπουδαίος εξεγερμένος μέσα στην απαρχής αυτολογοκριμένη του ύπαρξη. Γι΄αυτό το Θέμα και το Πλαίσιο είναι τόσο ορατά. Έτσι υπάρχει κάτι πολύ μοντέρνο στη γραφή του, πολύ συγκεκριμένο για να είναι κυριολεκτικό. Κάτι απολίτικο που το κάνει πολιτικό. Κάτι απαθές που καταλήγει στην εμπάθεια. Ήταν συντηρητικός, όχι όμως κονδυλοφόρος. Ήταν ένας γνήσιος μελαγχολικός που δεν άφηνε τις εξομολογήσεις του να πάνε πολύ βαθιά, κρύβοντάς τες μέσα στην φιλολογική του επάρκεια. Ό,τι όμως κι αν έγραψε ήταν στρατολογημένο στον καημό των ανθρώπων.
Γελούσαν με τον φίλο που δεν υπάρχει εδώ και χρόνια, και παρά τις διαφωνίες τους, συμφωνούσαν για τον «υποχθόνιο» χαρακτήρα των πεζογραφημάτων του. Δεν τόλμησε να ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, αν όμως υπάρχει κάτι μυθιστορηματικό στη γραφή του αυτό είναι το κενό που ελλοχεύει παντού. Πολλές φορές η λατρεία της μινιατούρας φτιάχνει ψευδαίσθηση, δηλαδή ένα εγκώμιο μυθιστορηματικού χρόνου, ένα χρόνο-παίγνιο που ένας μύστης τον μικραίνει τόσο πολύ για να χωρέσει σε ένα τόσο δα σκεύος. Και κάτι τελευταίο. Αυτή η πολλές φορές κυριολεκτική ερωτική αίσθηση στον κύριο Γιώργο, έχει στόχο την κατάργηση του αισθησιασμού. Άλλωστε, χρησιμοποιούσε τον καυμό σαν εργαλείο για την ανάδειξη εσχατολογικών περιοχών. Κι αυτό, ναι , είναι το πιο σημαντικό. Αυτή η κρούστα της γραφής του, ωραία και σωστή, έκρυβε μια βαθιά αντιλογοτεχνική αίσθηση. Είχε μια αυτοειρωνία. Γι' αυτό και η γραφή του διατηρούσε πάντα μια ποιότητα συντριβής. Εκεί μέσα κρυβόταν κι ο ίδιος.