Ο ιχθυόφθαλμος
Στον κόλπο της σημερινής Σκοτίνας του Δήμου Δίου του Ολύμπου ζούσε, σύμφωνα με τον μύθο, ένα εντυπωσιακό, χρωματιστό ψάρι με τεράστια πανέμορφα πτερύγια. Εξαιτίας του εντυπωσιακού χρώματος και των ανοικονόμητων πτερυγίων του, που δεν του επέτρεπαν να κολυμπά γρήγορα, γινόταν εύκολα στόχος των πουλιών που το διέκριναν από ψηλά. Για να μπορέσει να επιβιώσει κρυβόταν σε βαθύ σπήλαιο, απρόσιτο από θεούς και ανθρώπους και μόνο το βράδυ έβγαινε, με μεγάλη προσοχή, από την κρυψώνα του.
Κάποια στιγμή, μην αντέχοντας άλλο τη συνεχόμενη απειλή και τη μοναξιά, σκαρφάλωσε με τα χίλια ζόρια και με πολλές προφυλάξεις στον Όλυμπο, παρουσιάστηκε στον Δία, του εξιστόρησε τα βάσανά του και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Δίας, εντυπωσιασμένος που ένα ψάρι κατόρθωσε να ανεβεί στην κορυφή του Ολύμπου, συγκινήθηκε βαθιά από την αντοχή και την αποφασιστικότητα, την επιμονή και την ομορφιά του. Διέταξε τον Ερμή να το πάρει μαζί του και να του δείξει τον κόσμο ολάκαιρο για να αποφασίσει το ίδιο πού θέλει να ζήσει, πού θα αισθανόταν πιο ασφαλές και δε θα ένιωθε μοναξιά. Κι επειδή τα ψάρια, όπως είναι γνωστό, δεν διαθέτουν καλή όραση, για να μπορεί να βλέπει από ψηλά ευκρινώς και λεπτομερώς τα πάντα, ο Δίας, με την πολύτιμη βοήθεια του Ασκληπιού, του χάρισε δυο πολύ μεγάλους οφθαλμούς, εξίσου εντυπωσιακούς με τα τεράστια πτερύγιά του και το βάφτισε ιχθυόφθαλμο. Σε περίπτωση δε που επιθυμούσε να γίνει άνθρωπος, ο Δίας θα αναλάμβανε ακόμη και τη μεταμόρφωσή του.
Ο Ερμής έβαλε τον ιχθυόφθαλμο μέσα σε μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα, άνοιξε μια τρύπα όση και το μάτι του και ταξίδεψαν σε όλη τη γη. Όταν επέστρεψαν στον Όλυμπο ο Δίας ρώτησε τον ιχθυόφθαλμο τι αποφάσισε κι εκείνος, χωρίς δεύτερη κουβέντα, του απάντησε αμέσως πως θέλει να ζήσει την ψαρίσια ζωή του στην Πεντέλη, μέσα στη Μαγεμένη Λίμνη μαζί με τις νεράιδες για συντροφιά. Ο Δίας κράτησε το λόγο του και με τη συνοδεία του Ερμή ο ιχθυόφθαλμος έφτασε στη λίμνη της Πεντέλης, ενώ ο Απόλλωνας με τις εννέα Μούσες, τραγούδησαν για χάρη του και για χάρη των νεράιδων που ξεπρόβαλαν ενθουσιασμένες από τις όχθες.
Ο ιχθυόφθαλμος, μετά από όσα πέρασε και είδε, έγινε σοφό ψάρι. Τις ημέρες κολυμπούσε με άνεση και ασφάλεια στην επιφάνεια της λίμνης και με τα μεγάλα του μάτια διέκρινε εύκολα τους εχθρούς του, πριν γίνουν απειλητικοί και τις νύχτες τριγυρνούσε παρέα με τις νεράιδες και τις θεότητες, που ήταν όλες ξετρελαμένες μαζί του. Πιο πολύ, όμως, συνδέθηκε με την Δούκισσα της Πλακεντίας, όταν αυτή μετακόμισε στην Αθήνα από το Ναύπλιο. Η Δούκισσα συνήθιζε να κάνει βαρκάδα ολομόναχη στη λίμνη, ενώ ο ιχθυόφθαλμος την συνόδευε, κολυμπώντας πλάι της. Για να τον τιμήσει έφτιαξε με τα χέρια της, λίγο πριν πεθάνει, ένα πελώριο μάτι και το τοποθέτησε στον βυθό της λίμνης κι εκεί μέσα, στην κόρη του μεγάλου ματιού, φώλιαζε ο ιχθυόφθαλμος μέχρι το 1964 που μπάζωσαν τη λίμνη και την έκαναν γήπεδο ποδοσφαίρου. Από τότε, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, στο σημείο εκείνο η γη δακρύζει όλο τον χρόνο, ακόμη και στις μέρες της μεγάλης ξηρασίας.
Η ζαργανογάλλω
Η ζαργανογάλλω ήταν το τυχερό ψάρι των ψαράδων της Μασσαλίας. Πίστευαν πως η ζαργανογάλλω κρύβει το μυστήριο της ζωής και σε όποιου ψαρά τα δίχτυα έπεφτε, αν την έτρωγε ωμή, θα του έφερνε τύχη μεγάλη, θα τριγυρνούσε σε όλα τα πελάγη άφοβος κι αγέραστος, ο κόσμος θα τον καμάρωνε για την κορμοστασιά του και οι γυναίκες θα τον ερωτεύονταν παράφορα.
Όταν ο Μέγας Ναπολέων έμαθε για το μεγάλη τύχη και όλα τα καλά που φέρνει η ζαργανογάλλω, δεν αντιστάθηκε και διέταξε να τις ψαρέψουν όλες από τον κόλπο του Λέοντα, κοντά στην Μασσαλία. Τις στρίμωξε, πάρα τη θέλησή τους, μέσα σε μια πισίνα, σίγουρος ότι τύχη βουνό θα τον συνοδεύει για μια ζωή και κορμοστασιά αξιοζήλευτη θα αποκτούσε. Ούτε το ένα συνέβη, ούτε το άλλο. Μάλιστα, πριν πάει στο Βατερλό, σύμφωνα με τον ιστορικό John Booth, τις έφαγε όλες ωμές, όπως πρόσταζε η παράδοση, αν και υπέφερε από το στομάχι του και με τη σιγουριά του νικητή πήγε τη μάχη κι έφαγε τα μούτρα του.
Από τότε, οι ψαράδες της Μασσαλίας για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, όταν καμιά ζαργανογάλλω πέφτει στα δίχτυα τους -σπάνιο πράγμα- σταυροκοπιούνται και τη ρίχνουν, με ευλάβεια, αμέσως, πίσω στη θάλασσα, αφήνοντας την τύχη τους ελεύθερη να πλέει στους ωκεανούς.