DESTROY
Και στην αρχή δεν πεινούσα, γιατί ήταν πρωί και είχα πιει το προηγούμενο βράδυ. Και ετοίμασα έναν καφέ, ψευτοκαφέ, από κριθάρι και κιχώριο, με μια κουταλιά ζάχαρη και ένα γαλατάκι νουνού λάιτ. Και περίμενα τηλέφωνο απ’ τον Ηλία και το μυαλό μου δεν καθάριζε με τίποτα.
Μέχρι να έρθει, έκανα πρόβες ρούχα καλοκαιρινά και πηγαινοερχόμουν στον καθρέφτη. Πρώτη φορά τόσο αδύνατη εδώ και χρόνια, σκεφτόμουν. Κοίτα πόσο καλά μου πάνε τα φουστάνια και το στενό καινούριο τζιν πώς αγκαλιάζει τα ψηλά, λεπτά μου πόδια.
Γυμναστική, το μυστικό είναι η γυμναστική.
Θα αργήσω, είπε ο Ηλίας, θα είμαι εκεί κατά τις δώδεκα.
Θυμήθηκα ένα κέικ ανάμικτο που είχα αγοράσει από το φούρνο. Και λέω δεν κόβω ένα κομμάτι, πες πως τρώω πρωινό. Ήταν αφράτο, μοσχομυριστό, λίγο να προσπαθούσες θα το πέρναγες για σπιτικό. Και είχε μεριές μεριές κακάο ώστε να σπάει εκείνη η γλύκα της βανίλιας, μμμ, θεσπέσιο.
Και έτρεξα για να ανοίξω στον Ηλία.
Δεν έμεινε πολύ, δεν θα πηγαίναμε μαζί για φαγητό. Το πρόγραμμά του είχε τελείως αλλάξει. Μπες στο Γιου Τιουμπ να δεις τι είναι το νόρντικ, μου φώναξε απ’ τις σκάλες. Και μπήκα και είδα μια κοντή και στρουμπουλή να περπατάει με δυο μπαστούνια στα γρασίδια. Λένε πως θεωρείται ιδανικό αντίδοτο για την καθιστική ζωή.
Α, η ζωή είναι αγρίως απίθανη.
Και έφαγα κι άλλο ένα κομμάτι κέικ.
Και έριξα σε ένα μπολ ξηρούς καρπούς και άρχισα να τους μασουλάω.
Και ήταν τόσο αλμυροί όσο τους ήθελα.
Όλγα Παπακώστα