Μικρή κλίμακα: Γιώργος Αποσκίτης, Γιάννης Ατζακάς, Όλγα Παπακώστα, Μαρία Τσιμά

Η στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.

————————

Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση:
«η ζωή είναι αγρίως απίθανη» της Μαργαρίτας Καραπάνου.



H ζωή είναι αγρίως απίθανη

Μα πού πάνε τις νύχτες όλ’ αυτά τα παιδιά που τα βλέπουμε κάθε μέρα να βουτάνε απ’ τον μόλο; «Στη Χώρα δεν τα ξέρει κανείς ούτε τα ’χει δει. Στο νησί μας δεν ζούνε παιδιά, χρόνια τώρα», η ίδια κουβέντα βγαίνει απ’ όλα τα στόματα. Μόνο ο βαρκάρης που μας πέρασε απέναντι εκείνο το βράδυ ψέλλισε, λίγο πριν μας αφήσει, με χαμηλωμένο το βλέμμα: «Για μπάνιο είχαν πάει, στα βράχια, όπως κάθε Πάσχα, για μπάνιο…».

Γιώργος Αποσκίτης


Τα όνειρα

Με τόσα χρόνια στη ράχη του, το είχε μάθει καλά, η ζωή είναι αγρίως απίθανη. Υπάρχουν όμως, ξέρει, και κάποια όνειρα, παράξενα και σημαδιακά, αγρίως απίθανα.
Η συχωρεμένη η μάνα του, καθισμένη στο κεφαλόσκαλο, τον καμάρωνε από ώρα να λιανίζει τα ξύλα και να τα στοιβάζει με τάξη κάτω από το μπαλκόνι. Είχε μόλις απολυθεί, λέει, φορούσε ακόμη τα στρατιωτικά του. Η μάνα έλαμπε από χαρά, που είχε γλιτώσει σώος από τα νύχια τους, από το φοβερό τάγμα ημιονηγών, όπου είχαν ρίξει τον γιο τού αντάρτη. Πέρασαν κιόλας είκοσι χρόνια που ο άντρας της δρασκέλισε την αυλόπορτα, έγινε άφαντος, ποτέ δεν έμαθε.
Άφησε το τσεκούρι και στάθηκε να ανασάνει. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας γοργός καλπασμός να σιμώνει. Σε λίγο, ένα κόκκινο φαρί έφτασε φρουμάζοντας μπροστά στην αυλόπορτα. Ο καβαλάρης του, ένα ξανθό παλικαρόπουλο, σήκωσε το χέρι κι έκανε να χαιρετήσει. Είδε τότε που η μάνα του, σαν να έβλεπε κάποιο φάντασμα, απέστρεψε το πρόσωπο, σηκώθηκε απότομα, «κακό μαντάτο θα πάρουμε» μουρμούρισε και πέρασε μέσα στο σπίτι. Ο καβαλάρης γύρισε αμέσως το άλογο και χάθηκαν ξαφνικά όπως ήρθαν.
Μετά από καιρό είδε πάλι το ίδιο όνειρο. Ήταν μόνος του στην αυλή και έκοβε τα ρόδια τους, που είχαν σχιστεί και οι ρώγες τους σκόρπιζαν στο χώμα. Άκουσε πάλι τον ίδιο καλπασμό. Το παλικαρόπουλο, κάπως μεγαλύτερο τώρα, ξεπέζεψε και πέρασε στην αυλή. Έβγαλε από το σακίδιό του έναν μαύρο φάκελο και τον κοίταζε αμίλητος. «Ο πατέρας μας δεν μπόρεσε να έρθει» είπε μόνο, και το όνειρο έσβησε.

Γιάννης Ατζακάς


DESTROY

Και στην αρχή δεν πεινούσα, γιατί ήταν πρωί και είχα πιει το προηγούμενο βράδυ. Και ετοίμασα έναν καφέ, ψευτοκαφέ, από κριθάρι και κιχώριο, με μια κουταλιά ζάχαρη και ένα γαλατάκι νουνού λάιτ. Και περίμενα τηλέφωνο απ’ τον Ηλία και το μυαλό μου δεν καθάριζε με τίποτα.
Μέχρι να έρθει, έκανα πρόβες ρούχα καλοκαιρινά και πηγαινοερχόμουν στον καθρέφτη. Πρώτη φορά τόσο αδύνατη εδώ και χρόνια, σκεφτόμουν. Κοίτα πόσο καλά μου πάνε τα φουστάνια και το στενό καινούριο τζιν πώς αγκαλιάζει τα ψηλά, λεπτά μου πόδια.

Γυμναστική, το μυστικό είναι η γυμναστική.

Θα αργήσω, είπε ο Ηλίας, θα είμαι εκεί κατά τις δώδεκα.

Θυμήθηκα ένα κέικ ανάμικτο που είχα αγοράσει από το φούρνο. Και λέω δεν κόβω ένα κομμάτι, πες πως τρώω πρωινό. Ήταν αφράτο, μοσχομυριστό, λίγο να προσπαθούσες θα το πέρναγες για σπιτικό. Και είχε μεριές μεριές κακάο ώστε να σπάει εκείνη η γλύκα της βανίλιας, μμμ, θεσπέσιο.

Και έτρεξα για να ανοίξω στον Ηλία.

Δεν έμεινε πολύ, δεν θα πηγαίναμε μαζί για φαγητό. Το πρόγραμμά του είχε τελείως αλλάξει. Μπες στο Γιου Τιουμπ να δεις τι είναι το νόρντικ, μου φώναξε απ’ τις σκάλες. Και μπήκα και είδα μια κοντή και στρουμπουλή να περπατάει με δυο μπαστούνια στα γρασίδια. Λένε πως θεωρείται ιδανικό αντίδοτο για την καθιστική ζωή.

Α, η ζωή είναι αγρίως απίθανη.

Και έφαγα κι άλλο ένα κομμάτι κέικ.

Και έριξα σε ένα μπολ ξηρούς καρπούς και άρχισα να τους μασουλάω.

Και ήταν τόσο αλμυροί όσο τους ήθελα.

Όλγα Παπακώστα


Η ζωή είναι αγρίως απίθανη

Ο πατέρας έχτιζε ξερολιθιές. Πήγαινε στ’ αρμάκια με μιαν αξίνα, έβγαζε τις πέτρες μία μία και τις έβαζε κοντά κοντά φτιάχνοντας μικρούς σωρούς. Πέτρες κάθε λογής. Μεγάλες και πλατιές, μέτριες και μικρές. Τις κούμπωνε χωρίς λάσπη κι έφτιαχνε μικρά πεζούλια. Στη βάση έστρωνε τις μεγάλες κι όσο σηκωνότανε οι αιμασιές τις πιο μικρές. Ξερολιθιές για όλες τις χρήσεις. Για τα νερά. Για να ορίζει κανείς τα χτήματά του. Για να φυτέψει ελιές, αμυγδαλιές, τ’ αμπέλι του. Για να φυτρώσει μια άγρια μαργαρίτα που να κοιτάει τη θάλασσα. Αυτό το χτίσιμο έκρυβε ένα μυστήριο - εκεί- ανάμεσα στις σχισματιές και στις τρύπες. Ο πατέρας έβλεπε με τον καιρό μέσα στις λιθιές όλα τα ζωντανά του θεού να βρίσκουν καταφύγιο. Κι οι σφίγγες και τα μελίσσια κι οι σαύρες και τα φίδια. Και μέσα στη ρωγμή να οι φραγκοσυκιές, να η κάππαρη, η αγριοτσουκνίδα, οι μολόχες. Όλο και κάποιο πουλί έφερνε τους σπόρους ή ο αέρας ή ένα μικρό ζώο που πήγαινε στην πέτρα ν’ απαγκιάσει. Κι ο πατέρας σιγά σιγά χωρίς να το ξέρει γέμιζε τις ξερολιθιές με πεταλούδες κι αράχνες και σαλιγκάρια και πασχαλίτσες και ποντικούς και σκατζοχοίρια. Κι οι ξερολιθιές του, τα δαμάκια του, τη μέρα λουζότανε στο φως κι έκαιγαν, όταν περνούσαν από πάνω τους τα σύννεφα σκοτείνιαζαν και όταν πλενότανε με τη βροχή αστράφταν. Οι ξερολιθιές θάμπωναν με τις ομίχλες και όταν έπεσε το πρώτο χιόνι ο πατέρας μου πέθανε.

Μαρία Τσιμά

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: