Κράτα με, κράτα, πατρίδα
Στις Βρυξέλλες εκεί
έχει ομίχλη πυκνή
στην Ουάσιγκτον μια
τραγική παγωνιά.
Δεν ανήκει σ’ εμάς
η ακτή του νοτιά
και στην ανατολή
οι μπελάδες πολλοί.
Κάποιος πείθει λαούς
πως χωρίς Ουκρανούς
θα περνάν πιο καλά –
μα να πει ποιος μπορεί:
«Φίλε, πάμε στραβά!».
Στα εικοσπέντε σου εσύ,
έχεις πάλι καεί,
κάνεις βήμα μπροστά
μα πιστεύεις ξανά
κάποιον που ’χει ορκιστεί
στην Αγία Γραφή
και ψευτιές λέει ενώ σε κοιτά
μες στα μάτια σου τα γαλανά.
Πατρίδα μου κράτα με
μ’ ό,τι δε χάθηκε,
δεν ξεπουλήθηκε,
μ’ όλα σου τ’ άγια.
Μη γίνω αδύναμος, άπληστος, άχρηστος,
κράτα με, κράτα, πατρίδα γερά.
Οι δρόμοι γεμάτοι φωτιές που φουντώνουν,
πέτρες που πέφτουν, πληγές που ματώνουν.
Μόνοι διαλέξαμ’ αυτόν τον αγώνα μας,
μάνα, πατρίδα… Εσύ ’σαι για μας!
Μ’ επιθέσεις σκληρές,
για να βγουν στις ακτές,
καίνε πόλεις, χωριά
και σκοτώνουν παιδιά.
Στις ειδήσεις ψευτιές
μας χτυπάν σαν γροθιές,
τ’ όνειρό σου, Ουκρανία,
σου το κάνουν φτηνό σουβενίρ ξαφνικά.
Στα τριάντα σου εσύ,
μας εκπλήσσεις πολύ
που την Κόλαση αυτή
πολεμάς μοναχή.
Έχεις γίνει σοφή,
τον εχθρό έχεις δει
στον λαιμό σου να χώνει
τ’ ατσάλινα νύχια του τ’ αρπαχτικά.
Πατρίδα μου, κράτα με,
ζω με το πνεύμα σου,
με όσα ζήσαμε
κι όσα περάσαμε.
Μ’ όλες τις μνήμες σου, είσαι συνείδηση
κι αίμα μου, κράτα με πιο δυνατά.
Κράτα πατρίδα μου, αγαπημένη μου,
δε σου ζητάω μια χάρη αχάριστα,
δεν περιμένω συμπόνια αβασάνιστα,
σ’ έχω, πατρίδα μου, μες στην καρδιά.
Αχ, κράτα, πατρίδα μου,
πάλι σε ικέτεψα…
Δες, δε φοβάμαι, κεφάλι δεν έσκυψα,
σε υπερασπίζομαι μ’ όλο το πάθος,
πέφτω, σηκώνομαι και σ’ αγαπώ.
Κράτα, πατρίδα μου, κράτα, γενναία μου,
άσε τα λόγια μου, κοίτα τα έργα μου,
όλη η γενιά σου σε θέλει ελεύθερη,
να είσ’ ελεύθερη θέλω κι εγώ.