Σε βλέπω

Σε βλέπω

Σε νίκησε η απάθεια
ούτε να χαρείς ούτε να λυπηθείς
μπορείς
ήρθαν κι οι δαίμονες και στήσανε
χορό, εκεί που τα μωρά της
γένναγε η αγάπη

Σε κοιτάζω, όπως κοιτάζει κανείς
ένα άδειο πιάτο
Τι βλέπω; μπορείς να δεις;

Μνήμη είναι η εξορία που γίνεται πατρίδα
στην άκρη μιας αποβάθρας
πιο έρημης από ποτέ

μαζί κι εγώ εκεί
πιο πολύ από ποτέ

Έτσι που σκέφτεται κανείς
πως πεθαίνει με ένα θάνατο
που δεν είναι σαν των άλλων

Με ένα θάνατο που καρφώνει
το δόντι του
στη μαδημένη σάρκα της σιωπής

Με ένα θάνατο που ξέφτισε
σα κίτρινη λαδομπογιά
κι απόμεινε έτσι μαζί μας
εκεί στην αποβάθρα
Αύγουστο μήνα

Μια νύχτα που δεν ήταν
σαν τις άλλες, Αγία, θηριώδη
που άλεθε όλα τα σταφύλια της
μαζί με τα τσαμπιά τους

κι άλεθε, συνέχεια άλεθε
Αύγουστο μήνα
μέχρι το πρωί.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: