Πόστα αγνοούμενων

πού να βρί­σκο­νται τώ­ρα πε­τα­μέ­να
πού να κεί­το­νται τώ­ρα ση­πό­με­να
τα πα­ραρ­ριγ­μέ­να τα λυ­πη­τε­ρά σώ­μα­τα
αυ­τά που χά­σαν τις πλη­γές τους
και κερ­δί­σαν τη ρί­ζα και το χώ­μα
της βα­ρε­τής και πα­νάρ­χαιας πη­γής τους

Τ.Κ.Παπατσώνης, Ursa Minor


Τα χρό­νια εκεί­να, που η πό­στα[1] περ­νού­σε από τον σταθ­μό, όρι­ζε και την κα­θη­με­ρι­νή ζωή στην ημιο­ρει­νή κω­μό­πο­λη. Όμως, για ένα διά­στη­μα με τον πό­λε­μο, στα­μά­τη­σε η δια­δρο­μή της – άλ­λω­στε με την ανα­τί­να­ξη τής πέ­τρι­νης γέ­φυ­ρας, τους κομ­μέ­νους δρό­μους, από πού να ’ρ­θει, από πού να φύ­γει; Πα­λιά, οι μά­χες γί­νο­νταν στα βου­νά, εκεί­να τα χρό­νια όμως, μέ­σα σε κα­τοι­κη­μέ­νους τό­πους. Άκαρ­πες έμε­ναν οι γυ­ναί­κες μα­ζί με τα χω­ρά­φια. Οι άντρες έλει­παν με τους απα­νω­τούς πο­λέ­μους μα ο σταθ­μός, χτι­σμέ­νος με άσπρη πε­λε­κη­τή πέ­τρα, στε­κό­ταν ορ­θός με την υδα­το­δε­ξα­με­νή στο πλάι του, που στην κορ­φή της φώ­λια­ζαν στη­τά στο ένα πό­δι οι πε­λαρ­γοί. Όλα τα χτί­σμα­τα στη θέ­ση τους, μό­νο που εί­χε ξε­θω­ριά­σει η επι­γρα­φή στο κλει­δου­χείο: «Απα­γο­ρεύ­ε­ται το κά­πνι­σμα και πά­σα χρή­σις πυ­ρός».
Όταν πέ­ρα­σε κι αυ­τό το δι­πλό κα­κό, η βάρ­βα­ρη κα­το­χή και ο αδελ­φο­χα­μός, φά­νη­κε με τη σκευο­φό­ρο της και πά­λι η πό­στα. Στο κα­φε­νείο του Σταθ­μού έβα­ψαν τον πά­γκο και τα σι­δε­ρέ­νια τρα­πε­ζά­κια, στα ρά­φια έβα­λαν μπρού­τζι­να πο­τη­ρά­κια, οι ορ­γα­νο­παί­χτες σαν κα­τέ­φθα­ναν με τα λα­λού­με­νά τους για τα πα­νη­γύ­ρια έρι­χναν γυ­ρο­βο­λιές στο ίσιω­μα, δί­πλα στο κρη­πί­δω­μα – εκεί κα­τέ­λη­γε κι η κυ­ρια­κά­τι­κη βόλ­τα που άρ­χι­ζε απ’ την πλα­τεία. Απ’ τα συ­ντρί­μια των και­ρών πε­τά­χτη­κε με την ορ­μή του κα­τα­χω­νια­σμέ­νου σπό­ρου που τι­νά­ζει τα χυ­μώ­δη βλα­στά­ρια του, η υπό­σχε­ση της νέ­ας ζω­ής. Το σχο­λείο από μο­νο­θέ­σιο έγι­νε τε­τρα­θέ­σιο, στην κοι­νό­τη­τα ήρ­θε γρα­φο­μη­χα­νή, στο αγρο­τι­κό ια­τρείο μα­ζί με τον για­τρό ήρ­θε και η μαία να ξε­γεν­νά­ει τις γυ­ναί­κες, που ξα­νάρ­χι­σαν να αρα­διά­ζουν παι­διά, ο δρα­γά­της με­τά τον ανα­δα­σμό πη­γαι­νο­έρ­χο­νταν στο ει­ρη­νο­δι­κείο με κα­ταγ­γε­λί­ες για κα­τα­πα­τή­σεις, κλη­ρο­νο­μι­κές δια­φο­ρές που θέ­ριευαν την αρ­πα­κτι­κό­τη­τα των ισχυ­ρών. Οι χα­ρές και τα βα­σα­νά­κια του έρω­τα, χο­ροί πα­λιοί, πα­τρο­πα­ρά­δο­τοι μα και «ευ­ρω­παϊ­κοί», όπως τους έλε­γαν, κά­ποια λί­γα βι­βλία, που κυ­κλο­φο­ρού­σαν χέ­ρι με χέ­ρι, έδι­ναν νέα πνοή στη ζωή τους.
Δεν πέ­ρα­σε μια δε­κα­ε­τία κι άρ­χι­σε η με­τα­νά­στευ­ση. Οι νέ­οι έφευ­γαν στη χώ­ρα εκεί­νη, που εί­χε γε­μί­σει με ερεί­πια τον τό­πο τους, κι η πό­στα έφερ­νε τώ­ρα όχι μο­νά­χα γράμ­μα­τα, μα και επι­τα­γές και μι­κρο­δέ­μα­τα: «Αυ­τό το παλ­του­δά­κι για τη μι­κρή, το αυ­το­κι­νη­τά­κι, ίδια μάρ­κα με αυ­τά που φτιά­χνου­με στη φά­μπρι­κα, η φω­το­γρα­φία μου στο πο­τά­μι που πά­γω­σε...» Κι οι μη­χα­νο­δη­γοί έκλε­βαν το διά­λειμ­μα για να πιουν ένα τσί­που­ρο, κέ­ρα­σμα από τον σταθ­μάρ­χη με τη βρο­ντε­ρή φω­νή, με το κόκ­κι­νο πη­λί­κιο και τη σφυ­ρί­χτρα, που κρα­τού­σε τον ξύ­λι­νο ση­μα­το­δό­τη (κόκ­κι­νο από τη μια με­ριά – «στέ­κα!», πρά­σι­νο απ’ την άλ­λη – «δρό­μοο!»), μα κι αυ­τοί βιά­ζο­νταν να βρε­θούν στον τερ­μα­τι­κό σταθ­μό. Οι κλει­δού­χοι με το ψα­λί­δι άλ­λα­ζαν τις γραμ­μές, οι πα­σα­ζο­φύ­λα­κες φρό­ντι­ζαν τις χει­ρο­κί­νη­τες μπά­ρες. Και το βου­νό, που υψώ­νο­νταν από πά­νω τους, με το κά­στρο να στε­φα­νώ­νει την κορ­φή του, σύ­νο­ρο κι αυ­τό του κό­σμου τους.
Σε λί­γα χρό­νια η πό­στα ξέ­χα­σε και πά­λι τον σταθ­μό, με αφορ­μή το ατύ­χη­μα που έγι­νε στο πα­σά­ζο εξό­δου, κα­θώς περ­νού­σε ένα κο­πά­δι. Με τον και­ρό ο τό­πος άρ­χι­σε να ερη­μώ­νει, το κα­φε­νείο φα­λί­ρι­σε, το σχο­λείο και πά­λι μο­νο­θέ­σιο, η κοι­νό­τη­τα συγ­χω­νεύ­τη­κε με τον όμο­ρο δή­μο με το αρ­χαίο όνο­μα, και στις δια­μαρ­τυ­ρί­ες των κα­τοί­κων η προϊ­στα­μέ­νη αρ­χή διε­μή­νυε πως οι συ­ναλ­λα­γές θα γί­νο­νται στην έδρα του δή­μου – εξάλ­λου, όταν κλεί­νει ένας ασή­μα­ντος σταθ­μός, αυ­ξά­νει η τα­χύ­τη­τα του συρ­μού, γλυ­τώ­νεις τις απρό­βλε­πτες κα­θυ­στε­ρή­σεις. Όσο για τις συ­γκρού­σεις ή τον εκτρο­χια­σμό, ήξε­ραν οι αρ­μό­διοι πού να ρί­ξουν το βά­ρος – για όλα έφται­γε, ως συ­νή­θως, ο νε­κρός οδη­γός.
Μα και στη σκευο­φό­ρο οι ξύ­λι­νοι πά­γκοι έμε­ναν αδεια­νοί. Μια σκυ­λί­τσα, η Χά­ντρα, που τα μα­τά­κια της έλα­μπαν, με κα­φε­τιά μπα­λώ­μα­τα στην άσπρη της γου­νί­τσα, πη­γαι­νο­έρ­χο­νταν από τις πλα­γιό­πορ­τες, ψά­χνο­ντας χέ­ρια φι­λι­κά, λά­φυ­ρα ασυ­νό­δευ­τα. Προ­σπερ­νού­σαν τον σταθ­μό οι οδη­γοί βια­στι­κά με κά­ποια επι­φύ­λα­ξη, για­τί εί­χαν ακου­στά για την θρυ­λού­με­νη εκεί­νη την επί­θε­ση με πέ­τρες από τους λι­γο­στούς πια κα­τοί­κους, ωστό­σο, προς διά­ψευ­ση των μυ­θευ­μά­των, κά­ποιοι γη­ρα­λέ­οι αυ­τό­κλη­τοι φύ­λα­κες κα­θά­ρι­ζαν τις στε­νές γραμ­μές –ού­τε ένα μέ­τρο φάρ­δος–, από σα­ρί­δια και χα­λί­κια, κι από κά­τι αγρι­μά­κια που σαν πέ­φτα­νε στις ρά­γες, τα έκα­ναν λιώ­μα οι τρο­χοί. Στο εκ­δο­τή­ριο ει­σι­τη­ρί­ων, γύ­ρευαν κα­τα­φύ­γιο τρο­μαγ­μέ­να ζω­ντα­νά, στο υπό­στε­γο της απο­βά­θρας απο­δη­μη­τι­κά που­λιά, οι ση­μα­το­φό­ροι με λυ­γι­σμέ­νους βρα­χί­ο­νες, ήταν σαν να πε­ρί­με­ναν τον προ­βο­λέα της μη­χα­νής να σέρ­νει πί­σω τα βα­γό­νια, που αλί­μο­νο, δεν στα­μα­τού­σαν πια εκεί.
Μα να, που ένα πρω­ι­νό, η πό­στα θυ­μή­θη­κε και πά­λι τον σταθ­μό. Ένας έν­στο­λος κα­τέ­βη­κε πη­δώ­ντας στην απο­βά­θρα και φώ­να­ξε, κά­νο­ντας χω­νί με τις πα­λά­μες του, ένα όνο­μα. Σα να τον πε­ρί­με­νε, πρό­φτα­σε ένας πα­λιός φύ­λα­κας, «από την οι­κο­γέ­νεια αυ­τή­να, δεν έμει­νε ού­τε σπό­ρος», του εί­πε. Τό­τε ακού­στη­κε άλ­λο ένα όνο­μα από τη λί­στα των αγνο­ου­μέ­νων στον πό­λε­μο. Δεν άρ­γη­σαν να φέ­ρουν μια με­σό­κο­πη γυ­ναί­κα, και ο υπεύ­θυ­νος άφη­σε στα τρε­μά­με­να χέ­ρια της ένα κα­σε­λά­κι. «Του πα­τέ­ρα σου», της εί­πε, «τα οστά». Την βά­στα­γαν μην πέ­σει. «Κι αυ­τά εδώ», συ­νέ­χι­σε με κά­ποια συ­στο­λή που κά­λυ­πτε προ­σω­ρι­νά την υπη­ρε­σια­κή του ακαμ­ψία, «κι αυ­τά, απ' τον ιμα­τι­σμό του»: κά­τι κου­μπιά, μια πόρ­πη, μια ζώ­νη τε­μα­χι­σμέ­νη, η βέ­ρα του, η αλυ­σί­δα με τον ξύ­λι­νο σταυ­ρό του, που δεν εί­χε λιώ­σει – ό,τι βρέ­θη­κε, για­τί εκεί που έπε­σαν ηρω­ι­κά, ήταν δί­πλα τους ένα πο­τά­μι που ξε­χεί­λι­ζε απ’ τις συ­χνές νε­ρο­πο­ντές.

Η πό­στα φεύ­γο­ντας με το γνώ­ρι­μο, ρά­θυ­μο ρυθ­μό της, χά­θη­κε στο βά­θος ώσπου την κα­τά­πιε η σή­ραγ­γα στο φα­ράγ­γι που κα­τη­φό­ρι­ζε κα­τά το πο­τά­μι – αυ­τό όμως δεν ξε­χεί­λι­ζε, πό­τι­ζε τις ρί­ζες του βου­νού.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: