(Αναφορά στο ομότιτλο ψηφιδωτό δάπεδο της ρωμαϊκής έπαυλης Villa Romana del Casale, στην Piazza Armerina- επαρχία της Έννας)
Περσεφόνη (Η Τριλογία της Τρινακρίας)
Το μεγάλο κυνήγι
Γεννήθηκα σε καιρούς σκοτεινούς
αξιώθηκα αξιώματα θαυμαστά
επαύλεις φωτεινές, μεγαλόπρεπες —δεν τις κατοίκησα— έζησα
στην καρδιά της μάχης εκστρατείες
καμένης γης κατέστειλα ανταρσίες στον Ρήνο με τον Διοκλητιανό εκπαιδεύτηκα
ως θηρευτής στο μεγάλο κυνήγι ξέρω
με πόσο ευφάνταστους τρόπους οδηγούνται τα ζώα
στην αρένα τα πρόβατα
στη σφαγή γλυκά —σχεδόν τρυφερά— άλλοτε βίαια πώς μηχανεύονται
τρόπους οι θεοί όταν αποφασιστεί
οι άνθρωποι να χαθούνε πώς παγιδεύονται
με έξυπνους χειρισμούς οι τίγρεις πώς ξεγελιούνται
με καθρεφτάκια, με το ίδιο τους το είδωλο κοιτώντας το να ξεχάσουν
την αιχμαλωσία που έρχεται να μη μαντέψουν
τον επικείμενο χαμό έχω δει πώς σέρνονται τεράστιοι ελέφαντες
στην σκλαβιά με χοντρά σχοινιά στα μεγάλα πλοία οι λέαινες πώς ψυχορραγούν
καθώς τις απομακρύνουν βίαια απ’ τα μικρά τους ξέρω πως καλύπτουν
με δέρμα τις επωπίδες των πλοίων οι Συρακούσιοι
να γλιτώσουν από τις άρπαγες των Αθηναίων ξέρω πώς καλύπτεις
με Λήθη κι εσύ την πληγή -δεν έμαθες; κανείς δε γλιτώνει- γύρω από το αίθριο
στην Villa Romana del Casale είδα
να παρατάσσονται σε μακριές σειρές αμέτρητες φορές
αμνοερίφια, θηρία, πουλιά
παραδομένα στην σφαγή πριν καν γεννηθούνε να φορτώνονται
στα μεγάλα πλοία θηράματα να καταφθάνουν μπάρκα από την Ασία, την Αφρική
με προορισμό την αιώνια πόλη έχω δει πώς αναβλύζει
το αίμα πηχτό στα δημόσια θεάματα, για το φιλοθεάμον κοινό που επευφημεί πως
όταν ουρλιάζουνε σκυλιά κανείς δε μιλάει ξέρω πως μπορεί
να σε οδηγήσει στον χαμό ό,τι περισσότερο αγάπησες
—του Ορφέα η Μουσική— θα σε οδηγήσει, ξέρω, γλυκά, στο χαμό, Ευρυδίκη,
κι εσένα ο Πλούτωνας στους νεκρούς, Περσεφόνη
στην ακινησία ο νόστος, Γυναίκα του Λωτ, μαντεύω πως
δε θα προσπαθήσεις καν ν’ αντισταθείς κι αν προσπαθήσεις
δεν θα προλάβεις παρά μόνο το κεφάλι θα γυρίσεις
μια στιγμή ό,τι χάνεται να κοιτάξεις γιατί η αθωότητα
με αθωότητα μας κλέβει την ψυχή στην Ελευσίνα
στο Jebel Usdum, στο Ακροταίναρο, στην Έννα —όπου Γης—, ξέρω
Κυάνη, στον εαυτό σου δε συγχωρείς πως δεν πρόλαβες
την Κόρη από τον Άδη να γλιτώσεις κι είναι ο μεγαλύτερος φόβος σου αυτός:
πως ίσως θα επέλεγες, όπως εκείνη, τον χαμό σου
κι εσύ από έναν κόσμο άδειο, σιωπηλό
μακριά από το κρύο παλάτι του
τα Σόδομα που αγάπησες
για χάρη της μουσικής του
Αλλάζουν πρόσωπο
στον Ι.Π Α. Ιωαννίδη
«Τόσους εκδικασμένους αιώνες θλίψη ποιος θα τους εκτίσει;»
Αυτό το καλοκαίρι έλιωσε τα φτερά
του Ίκαρου
ο Δαίδαλος συνέχισε το μακρύ ταξίδι του μόνος
κλίμα ξηρό κι αναβροχιά —αιώνες—
στις κατακόμβες, στο πρωτοχριστιανικό νεκροταφείο
ταφές παιδιών στη σειρά -πόδια άπτερα, συλημένα φτερά, βορά στους τυμβωρύχους-
εσύ στέκεις ακέραιος, κρουστός, μεταλλικός, μπροστά απ’ την Ομόνοια
γράφεις σβήνεις γρίφους σπαζοκεφαλιές
για άδικες έριδες, για διαμελισμένα κορμιά, για αγύριστα κεφάλια
«με λίγο φως λιπαντικό» —κι όμως, μπορεί, λένε, κάποτε (σπάνια), να συμβεί:
γυρίζουν κάποιοι, παράτολμοι, το κεφάλι στον καιρό— γι’ αυτό
λαξεύονται τα πρόσωπα από το σώμα χωριστά για να μπορούν ν’
αντικατασταθούν εύκολα τα κόβουν εγκάρσια, τα σπάζουν, τα πετούν, εν μία νυκτί,
έτσι απλά όλα τελειώνουν μόνο
οι Τελαμώνες συνεχίζουν τον ατέλειωτο ύπνο τους το βράδυ
θα χρίσουμε νέους δικαστές, νέους δήμιους, θα στήσουμε
καινούριους λειτουργούς στην Valle dei Templi καινούριες λαιμητόμους θα μπήξουμε
κεφάλια ολοκαίνουρια στους αρχαίους χιτώνες στα αγάλματα
με την λευκή τόγκα μπροστά στ’ αρκοσόλια τα λαξεμένα στα τείχη
του Ακράγαντα —είναι ο Κήπος των Δίκαιων εκεί (ποιών δίκαιων; ποιού κόσμου;)— πιο πέρα στην Scala dei Turchi τα καράβια των Μαυριτανών πειρατών φέρουν
ασήκωτο το φορτίο της ήττας των Καρχηδόνιων αιώνες φέρεις
ασήκωτο το βάρος κι εσύ της ενοχής της συγκατάβασης έτσι ή αλλιώς το ξέρεις
ξυπνάς μια νύχτα μες στη νύχτα και όλα όσα αγάπησες έχουν χαθεί
τ΄ άλλο πρωί «οὐδέν έστι ὅτι οὐκ ἀπώλετο» αρκεί
μία μόνο στιγμή κι αλλάζουν όλα οριστικά αλλάξανε
κι εμείς —αλλάζουμε— και όποιος κάποτε τόλμησε να στρέψει το κεφάλι στον καιρό
σε αυτό το μικρό επίνειο του νότου με μάτια κλειστά
το ορκίζεται απρόσωπα,
μυστικά, αλλάζουν
πρόσωπο τα πρόσωπα
των αγαλμάτων
Λίθινη μνήμη
«Γῆς παὶς εἰμί καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος, αὐτὰρ ἐμοὶ γένος οὐράνιον. Τόδε δ’ ἴστε καὶ αὐτοί. Δίψῃ δ’ εἰμὶ αὔη καὶ ἀπόλλυμαι.»**
Τις νύχτες πετάνε σμήνη τα μαύρα πουλιά από την Ορτυγία
στης Νότου τον πέτρινο κήπο το λιόγερμα ρέει
υγρό στους τοίχους των σπιτιών μέλι κι
ασβεστόλιθος αμφικτιονίες του νόστου όλα κυλούν κι οι νηοπομπές
ξεφορτώνουν ακόμα ζωές, χιλιάδες ζωές των σκλάβων «ἐν ταἰς λιθοτομίαις» -
όσοι ηττήθηκαν το φως του ήλιου ξανά δεν θ’ αντικρίσουν
στην Grotta dei Cordari στα αχανή λατομεία στις Συρακούσες
πεθαίνουν τυφλοί —έτσι το έγραψε η μοίρα— στην ήττα
δεν έχει διαφυγή στον Ασσίναρο δεν ξεδιψάει κανείς
πτώματα και ζωντανοί ένα κουβάρι μαζί
μας γέλασαν οι μαντείες μόνο
ο ζωγράφος της Aγίας Λουκίας
άκουσε μια νύχτα την ηχώ του καιρού
στο Αυτί του Διονύσου και τρόμαξε έστρεψε το βλέμμα
στα αρκοσόλια είδε να χαράσσουν ισόχρονα τόξα στο φως τα πουλιά
την Αγία των Οφθαλμών στον μεγάλο καθεδρικό
έριξε τα μεγάλα μάτια της -κενά- στο πέρασμα της Μεσσήνης σκέψου
καθώς τα πλοία γλιστρούν στ’ απόκρημνα βράχια όσους
έπλευσαν σε αυτά τα νερά και δεν επέστρεψαν ποτέ όσους
υπέκυψαν στης Κίρκης τις γητειές στο αγιάτρευτο μένος
πώς την κόρη του Φόρκυ μεταμόρφωσε σε τέρας φρικτό
πώς τοποθέτησε στις Σειρήνες μαύρα φτερά η Δήμητρα σκέψου
υπήρξαν νέες, κάποτε κι αυτές άδικα
τιμωρηθήκαν πώς να επιζήσεις μετά από τέτοια πληγή;
(είναι εύκολο να είσαι γενναίος όταν τα νιάτα
στάζουν χυμούς στις φλέβες είναι εύκολο να είσαι καλός όταν στο σώμα το κάλλος
ακόμα θριαμβεύει) γιατί κι η Σκύλλα ήταν όμορφη κάποτε κι αυτή και οι Σειρήνες
Κόρες δεν αγαπήθηκαν δεν πρόλαβαν ν’ αγαπήσουν είσαι όμορφη Περσεφόνη
κι εσύ πού θα γυρίσεις; πώς θα θυμηθείς; είναι ωραίοι
οι ελαιώνες στην Έννα, στο Ρήγιο οι γιγάντιες μανόλιες της Piazza Marina, στον Πάνορμο, όμως εσύ ποτέ ξανά μη θυμηθείς σαν έρθει η ώρα να σταθείς
μπρος στο λευκό κυπαρίσσι στην πηγή με το ψυχρό νερό στις πύλες
του Άδη, στο Ακροταίναρο, στην λίμνη Pergus
στη Νεκρά Θάλασσα -όπου γης-, σκέψου Περσεφόνη εσύ
κι εγώ δεμένες είμαστε σαν αποικίες η πλάτη μου
είναι φτιαγμένη από τα σπλάχνα σου όπως οι ναοί
απ’ τα νταμάρια του νότου θα ‘ρθει και πάλι η ώρα να σε φωνάξει η μάνα
στη γη ο Άδης στους νεκρούς του μην πας Περσεφόνη μην πας
αυτή τη φορά να φυλαχτείς είναι η Λήθη Μνήμη στη νιοστή- λήθη-νη μνήμη-
(οι άνθρωποι ξεχνούν όταν είναι αβάστακτο πια να θυμούνται) είναι
ολισθηρή ζώνη η πληγή δεν ξέρεις σε ποιο σημείο θα σχιστεί πότε
αιφνίδια το κενό σε καταπίνει στον ουρανό
ελεύθερη να ζεις εκεί να κατοικήσεις αρνήσου
της Μνημοσύνης το νερό στη Λήθη πάλι
μη χαριστείς πες «Όχι» στης Δήμητρας
τα δάκρυα, στου Πλούτωνα τα δείπνα, στους ζωντανούς
και στους νεκρούς μήτε στον Κάτω Κόσμο πια
μήτε στη Γη —ποτέ ξανά—
να μην ξαναγυρίσεις
Η «Τριλογία της Τρινακρίας» περιλαμβάνεται υπό έκδοση) ποιητική συλλογή Οξυγόνο δύο»
*Τρινακρία (ομηρ. «Θρινακίη»): αρχαιότερη ονομασία της Σικελίας, που πιθανόν σημαίνει «τρία άκρα»
**Απόσπασμα από την «Ορφική πινακίδα της Πετηλίας», με οδηγίες προς τους μύστες των Ορφικών Μυστηρίων σχετικά με τη μετά θάνατον ζωή.