Ο Οδυσσέας Γούναρης

Ο Οδυσσέας Γούναρης


Ξυπνά­ει απ’ την ανα­κοί­νω­ση του κυ­βερ­νή­τη. Ο Οδυσ­σέ­ας Γού­να­ρης. Η ξαν­θιά αε­ρο­συ­νο­δός περ­νά­ει απ’ τον διά­δρο­μο και του κά­νει νό­η­μα να ση­κώ­σει το κά­θι­σμα. Η προ­σγεί­ω­ση ξε­κι­νά­ει. Έξω απ’ το πα­ρά­θυ­ρο μό­νο σκο­τά­δι. Του αρέ­σει να πε­τά­ει τη νύ­χτα. Του αρέ­σει να βλέ­πει την φω­τι­σμέ­νη Αθή­να από κά­τω του να απλώ­νε­ται, να αστρά­φτει μέ­σα στην από­λυ­τη μαυ­ρί­λα και οι φω­τι­σμέ­νοι αυ­το­κι­νη­τό­δρο­μοι να μοιά­ζουν σαν αι­μο­φό­ρα αγ­γεία πά­νω σε ένα πε­λώ­ριο σώ­μα. Του αρέ­σει να πε­τά­ει τη νύ­χτα. Την ημέ­ρα όλα εί­ναι μου­δια­σμέ­να. Σώ­μα, μυα­λό και ψυ­χή τα αι­σθά­νε­ται πο­λύ βα­ριά, σαν να κοι­μού­νται ακό­μα. Πί­νει κα­φέ για να ξυ­πνή­σει το μυα­λό, τρώ­ει πρω­ι­νό για να ξυ­πνή­σει το σώ­μα, αλ­λά η ψυ­χή πα­ρα­μέ­νει μου­δια­σμέ­νη, θέ­λει αλ­κο­όλ για να ξυ­πνή­σει και η κα­τα­νά­λω­ση αλ­κο­όλ εί­ναι κα­τα­κρι­τέα τις πρω­ι­νές ώρες, υπο­δει­κνύ­ει μία αδυ­να­μία χα­ρα­κτή­ρα, ακό­μη ένας λό­γος που προ­τι­μά­ει να πε­τά­ει τη νύ­χτα. Η κα­τα­νά­λω­ση αλ­κο­όλ εί­ναι κοι­νω­νι­κά απο­δε­κτή τη νύ­χτα. Πί­νει την τε­λευ­ταία γου­λιά από το κου­τά­κι της μπύ­ρας που του έφε­ρε η ξαν­θιά αε­ρο­συ­νο­δός. Η όρα­ση του έχει αρ­χί­σει να θο­λώ­νει. Η ξαν­θιά αε­ρο­συ­νο­δός περ­νά­ει πά­λι από μπρο­στά του. Τα μαλ­λιά της τώ­ρα εί­ναι μαύ­ρα και το βλέμ­μα της θλιμ­μέ­νο. Κλεί­νει τα μά­τια και γέρ­νει ξα­νά πά­νω στο πα­ρά­θυ­ρο.

———————

Κα­τε­βαί­νει απ’ το λε­ω­φο­ρείο. Η ζέ­στη της λε­ω­φό­ρου Αλε­ξάν­δρας τον χτυ­πά­ει στο πρό­σω­πο. Ένας άντρας τρέ­χει προς τη στά­ση. Η ηλε­κτρο­νι­κή επι­γρα­φή στη στά­ση ανα­κοι­νώ­νει τα επό­με­να δρο­μο­λό­για. Η ώρα 1:37. Νω­ρίς για να πά­ει σπί­τι. Υπερ­βο­λι­κά νω­ρίς. Δεν εί­ναι αρ­κε­τά με­θυ­σμέ­νος για να πά­ει σπί­τι. Στο σπί­τι έχει μο­να­ξιά. Δεν την αντέ­χει τη μο­να­ξιά ο Οδυσ­σέ­ας Γού­να­ρης. Όχι όταν εί­ναι βρά­δυ.

Στην στά­ση του λε­ω­φο­ρεί­ου βλέ­πει μία δια­φή­μι­ση των McDonald’s. Επαγ­γελ­μα­τι­κά φω­τι­σμέ­νη. Μία κο­πέ­λα με κο­ντό μαύ­ρο μαλ­λί αλά γκαρ­σόν κα­τα­βρο­χθί­ζει αι­σθη­σια­κά μια κο­το­μπου­κιά. Το πρό­σω­πο της του εί­ναι γνώ­ρι­μο, την έχει δει άπει­ρες φο­ρές να δια­φη­μί­ζει προ­ϊ­ό­ντα στην τη­λε­ό­ρα­ση. Ξαφ­νι­κά ο φω­τι­σμός της δια­φή­μι­σης κό­βε­ται. Η φω­τει­νή επι­γρα­φή των McDonald’s αρ­χί­ζει να τρε­μο­παί­ζει. Ξα­να­κοι­τά­ει την κο­πέ­λα στη δια­φή­μι­ση. Τα μαλ­λιά της τώ­ρα εί­ναι μα­κριά και το βλέμ­μα της θλιμ­μέ­νο. Τα ζυ­γω­μα­τι­κά της δια­κρί­νο­νται εύ­κο­λα και μα­ζί με την κο­το­μπου­κιά στο χέ­ρι της κρα­τά­ει τώ­ρα κι ένα στρι­φτό τσι­γά­ρο. Τα γράμ­μα­τα στην ηλε­κτρο­νι­κή επι­γρα­φή της στά­σης έχουν στα­μα­τή­σει να εί­ναι γράμ­μα­τα. Μό­νο κά­τι ορι­ζό­ντιες και κά­θε­τες γραμ­μές μπο­ρεί να δια­κρί­νει. Φεύ­γει απ’ τη στά­ση.

Κα­τευ­θύ­νε­ται προς το κο­ντι­νό­τε­ρο πε­ρί­πτε­ρο. Ανά­βει τσι­γά­ρο. Ιστο­ρί­ες κα­πνού. Στο πε­ζο­δρό­μιο βλέ­πει ένα ζευ­γά­ρι άσπρα πα­πού­τσια. Ο χρό­νος και η φθο­ρά έχουν με­τα­τρέ­ψει το άσπρο σε μαύ­ρο. Ασπρό­μαυ­ρο. Γκρί­ζο. Σαν τις αν­θρώ­πι­νες ψυ­χές. Ανα­ρω­τιέ­ται σε ποιόν να ανή­κουν. Ποιός ήταν αυ­τός που τα άφη­σε εκεί. Και ποιός θα εί­ναι ο επό­με­νος που θα τα πά­ρει. Στον δρό­μο περ­νά­νε μό­νο τα­ξί και μη­χα­νά­κια. Ένα τα­ξί έχει στα­μα­τή­σει στην άκρη. Ο τα­ξι­τζής κοι­μά­ται. Θέ­λει να τον ξυ­πνή­σει, να του ζη­τή­σει μια συμ­βου­λή για την ζωή του. Οι τα­ξι­τζή­δες πά­ντα έχουν μία απά­ντη­ση. Έξω από την εκ­κλη­σία λί­γο πιο κά­τω περ­νά­νε δύο μη­χα­νές ΔΙΑΣ. Ο ένας αστυ­νο­μι­κός κά­νει το σταυ­ρό του. Μια μι­κρο­γρα­φία της Ελ­λά­δας. Ένας αστυ­νο­μι­κός, μία εκ­κλη­σία, ένας σταυ­ρός, κι ένας τα­ξι­τζής που κοι­μά­ται.

———————

Κά­θε­ται δί­πλα του στον κα­να­πέ. Η κο­πέ­λα με το θλιμ­μέ­νο πρό­σω­πο και τα μα­κριά μαύ­ρα μαλ­λιά. Φέρ­νει το στρι­φτό τσι­γά­ρο στο στό­μα της και το ρου­φά­ει. Τον κοι­τά­ει και του χα­μο­γε­λά­ει. Ση­κώ­νει τα γυ­μνά της πό­δια και τα ακου­μπά­ει πά­νω του. Εκεί­νος τα χαϊ­δεύ­ει απα­λά. Ξε­κι­νά­ει από χα­μη­λά, απ’ το κου­ντε­πιέ και ανε­βαί­νει σι­γά σι­γά, προ­χω­ρά­ει στη γά­μπα και στο γό­να­το, και τε­λι­κά στο μπού­τι. Όσο πιο πο­λύ τα χαϊ­δεύ­ει, τό­σο νιώ­θει τα πό­δια της να χά­νο­νται, να εξα­τμί­ζο­νται, να εξαϋ­λώ­νο­νται. Στο τέ­λος εξα­φα­νί­ζε­ται ολό­κλη­ρη.

Ξυ­πνά­ει ιδρω­μέ­νος στο κρε­βά­τι του. Έξω έχει νυ­χτώ­σει. Οι γνώ­ρι­μοι θό­ρυ­βοι από την λε­ω­φό­ρο Αλε­ξάν­δρας ει­σβάλ­λουν βί­αια μέ­σα απ’ το μι­σά­νοι­χτο πα­ρά­θυ­ρο. Δεν συ­νη­θί­ζει να βλέ­πει όνει­ρα τε­λευ­ταία ο Οδυσ­σέ­ας Γού­να­ρης. Αλ­λά όταν βλέ­πει θα δει εκεί­νη.
Φεύ­γει απ’ το σπί­τι με μία Άλ­φα στο χέ­ρι και περ­πα­τά­ει μέ­χρι την πλα­τεία Μα­βί­λη. Η αφε­τη­ρία. Ανε­φο­διά­ζε­ται στο πε­ρί­πτε­ρο της πλα­τεί­ας. Χώ­νει δύο ακό­μα Άλ­φα στις τσέ­πες του τζά­κετ του. Φτά­νει στην δια­σταύ­ρω­ση με την Ρη­γίλ­λης. Δεν στα­μα­τά­ει πο­τέ η κυ­κλο­φο­ρία στην δια­σταύ­ρω­ση με την Ρη­γίλ­λης. Θα νό­μι­ζε κα­νείς ότι κά­ποια από τα αυ­το­κί­νη­τα που περ­νά­νε πη­γαι­νο­έρ­χο­νται άσκο­πα, έτσι απλά ώστε να μην αδειά­σει ο δρό­μος. Για να κρα­τούν πα­ρέα στο Χ14 και στο Χ95. Μυ­ρί­ζει τον αέ­ρα. Με­θά­ει με τον αέ­ρα του κέ­ντρου. Στο πά­τω­μα βλέ­πει κα­τσα­ρί­δες να τον ακο­λου­θούν. Βα­δί­ζει μέ­χρι το Σύ­νταγ­μα. Δύο μα­σκο­φό­ρες κο­πέ­λες περ­νά­νε μπρο­στά από την Βου­λή γε­λώ­ντας και χο­ρο­πη­δώ­ντας. Σί­γου­ρα εί­ναι του­ρί­στριες. Έξω απ’ την Βου­λή η κο­πέ­λα με το θλιμ­μέ­νο βλέμ­μα και τα μα­κριά μαύ­ρα μαλ­λιά στέ­κε­ται στην άκρη της λε­ω­φό­ρου. Φο­ρά­ει τζιν πα­ντε­λό­νι και μαύ­ρο μπλου­ζά­κι. Περ­νά­ει τον δρό­μο και χά­νε­ται μέ­σα στο πλή­θος της πλα­τεί­ας.

———————

Μπαί­νει στο μα­γα­ζί. Η Νάν­συ τον χαι­ρε­τά­ει. Παίρ­νει θέ­ση στο μπαρ. Πρώ­το τζιν τό­νικ. Πρώ­τη γου­λιά. Μπρί­ζω­μα. Ανα­γνω­ρι­στι­κή μα­τιά τρι­γύ­ρω. Δεύ­τε­ρη γου­λιά. Πιο γε­ρή απ’ την πρώ­τη. Στα ηχεία Στέ­ρεο Νό­βα. Ήχοι δύο δρό­μων. Γω­νία Δο­ρυ­λαί­ου και Σού­τσου. Βγαί­νει έξω για τσι­γά­ρο. Ήχοι μί­ας πό­λης. Δη­λα­δή μιας πλα­τεί­ας. Πα­ρα­τη­ρεί τους αν­θρώ­πους γύ­ρω του. Κρυ­φα­κού­ει τις συ­ζη­τή­σεις τους. Τρο­φή για σκέ­ψη. Ιστο­ρί­ες ερ­γα­σια­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος. Ιστο­ρί­ες ερω­τι­κές. Ιστο­ρί­ες πο­δο­σφαι­ρι­κές. Ιστο­ρί­ες για αγρί­ους. Τρο­φή για τα θη­ρία. Ζει μέ­σα από τις ιστο­ρί­ες των άλ­λων. Επεν­δύ­ει συ­ναι­σθη­μα­τι­κά σε αυ­τές. Για όσα δευ­τε­ρό­λε­πτα κα­τα­φέ­ρει να κρυ­φα­κού­σει. Τρί­τη και τε­λευ­ταία γου­λιά. Ο οι­σο­φά­γος πα­γώ­νει. Το μυα­λό ελα­φραί­νει.
Ανε­φο­δια­σμός. Δεύ­τε­ρο τζιν τό­νικ. Δεύ­τε­ρη πρώ­τη γου­λιά. Εξί­σου ηλε­κτρο­φό­ρα με την πρώ­τη, ανε­βά­ζει την τά­ση του ρεύ­μα­τος. Έξω απ’ το Μπρί­κι βλέ­πει δύο κο­πέ­λες να συ­ζη­τά­νε. Μία από τις δύο συ­να­ντά­ει το βλέμ­μα του. Κο­ντή, με σγου­ρά κόκ­κι­να μαλ­λιά, γυα­λιά με μαύ­ρο σκε­λε­τό και σκου­λα­ρί­κια. Με­ρι­κά στους λο­βούς και στον τρά­γο, και δύο πιο δια­κρι­τι­κά στη μύ­τη και στο κά­τω χεί­λος. Πιο δί­πλα μια αντρο­πα­ρέα, πέ­ντε ει­κο­σά­ρη­δες. Μι­λά­νε για γυ­ναί­κες. Μι­λά­νε για γυ­ναί­κες που ξέ­ρουν, γυ­ναί­κες που δεν ξέ­ρουν, και για την κο­ντή κο­πέ­λα με τα σγου­ρά κόκ­κι­να μαλ­λιά. Ένας εκ των πέ­ντε την πλη­σιά­ζει και της ζη­τά­ει ανα­πτή­ρα. Πέ­ντε δευ­τε­ρό­λε­πτα χα­ράς. Πέ­ντε δευ­τε­ρό­λε­πτα ζω­ής. Πέ­ντε δευ­τε­ρό­λε­πτα αθα­να­σί­ας.
Τρί­το τζιν τό­νικ. Τρί­τη πρώ­τη γου­λιά. Το βλέμ­μα του έχει αρ­χί­σει στα­δια­κά να βα­ραί­νει, το πρό­σω­πο του να ζε­σταί­νε­ται, το μυα­λό του να θο­λώ­νει ευ­χά­ρι­στα και οι σκέ­ψεις του να ελα­χι­στο­ποιού­νται. Ψά­χνει ξα­νά το βλέμ­μα της κο­ντής κο­πέ­λας με τα σγου­ρά κόκ­κι­να μαλ­λιά και τα γυα­λιά με τον μαύ­ρο σκε­λε­τό. Το συ­να­ντά­ει. Τα γυα­λιά της όμως έχουν εξα­φα­νι­στεί. Το ίδιο και τα σκου­λα­ρί­κια της στον τρά­γο, στη μύ­τη και στο κά­τω χεί­λος. Μό­νο αυ­τά στο λο­βό έχουν πα­ρα­μεί­νει, αλ­λά ακό­μα κι αυ­τά μοιά­ζουν να έχουν αλ­λά­ξει. Ευ­τυ­χώς τα σγου­ρά κόκ­κι­να μαλ­λιά πα­ρα­μέ­νουν πά­νω στο κε­φά­λι της. Κοι­τά­ει κά­τω στο πε­ζο­δρό­μιο και βλέ­πει μία κα­τσα­ρί­δα να πε­ρι­φέ­ρε­ται άσκο­πα. Ακό­μη ένας θα­μώ­νας της πλα­τεί­ας Μα­βί­λη. Το τζιν τό­νικ εξα­τμί­ζε­ται.
Ο οι­σο­φά­γος και το μυα­λό του δια­μαρ­τύ­ρο­νται έντο­να για ανε­φο­δια­σμό. Τέ­ταρ­το τζιν τό­νικ. Το πορ­το­φό­λι το απα­γο­ρεύ­ει. Δια­σχί­ζει την Δο­ρυ­λαί­ου και παίρ­νει ένα μπου­κά­λι Άλ­φα από το πε­ρί­πτε­ρο απέ­να­ντι. Ο οι­σο­φά­γος και το μυα­λό ηρε­μούν. Η κοκ­κι­νο­μάλ­λα και σγου­ρο­μάλ­λα απ’ το Μπρί­κι πλη­σιά­ζει το πε­ρί­πτε­ρο και αγο­ρά­ζει χαρ­τά­κια. Ξα­να­συ­να­ντά­ει το βλέμ­μα της. Τα μαλ­λιά της τώ­ρα δεν εί­ναι ού­τε κόκ­κι­να, ού­τε σγου­ρά. Εί­ναι μαύ­ρα και ίσια, μα­κριά μέ­χρι το στή­θος. Το βλέμ­μα της εί­ναι θλιμ­μέ­νο. Απο­χω­ρεί πα­νι­κό­βλη­τος με την Άλ­φα στο χέ­ρι. Φτά­νει μέ­χρι τη στά­ση έξω απ’ το Ιπ­πο­κρά­τειο. Πε­ρι­μέ­νο­ντας στη στά­ση στρί­βει ένα τσι­γά­ρο. Ένα κομ­μα­τά­κι κα­πνού ακου­μπά­ει τη γλώσ­σα του όταν γλύ­φει το χαρ­τά­κι. Στιγ­μιαία νιώ­θει τα χεί­λια της πά­νω στα δι­κά του. Την βλέ­πει να ρου­φά­ει από το στρι­φτό της τσι­γά­ρο, τα μά­γου­λα της να μπαί­νουν ελα­φρώς μέ­σα και να σχη­μα­τί­ζο­νται δύο από­λυ­τα συμ­με­τρι­κά λακ­κά­κια στο θλιμ­μέ­νο της πρό­σω­πο. Μπαί­νει στο Χ14.

———————

Περ­πα­τά­ει επί μή­κος της Κη­φι­σί­ας. Φτά­νει σε ένα με­γά­λο σταυ­ρο­δρό­μι. Ώρα για μια από­φα­ση. Ευ­θεία, αρι­στε­ρά, δε­ξιά, ή πί­σω; Βλέ­πει μια στά­ση λε­ω­φο­ρεί­ου. Η στά­ση γρά­φει «Πα­ρά­δει­σος». Κά­θε­ται. Κά­θε­ται συ­χνά σε στά­σεις λε­ω­φο­ρεί­ων ο Οδυσ­σέ­ας Γού­να­ρης. Δί­πλα απ’ τη στά­ση «Πα­ρά­δει­σος» εί­ναι παρ­κα­ρι­σμέ­νο ένα μαύ­ρο Φί­ατ της πε­ρα­σμέ­νης δε­κα­ε­τί­ας. Βλέ­πει την κο­πέ­λα με το θλιμ­μέ­νο βλέμ­μα και τα μα­κριά μαύ­ρα μαλ­λιά να ξα­πλώ­νει πά­νω στο κα­πό του αυ­το­κι­νή­του και να κα­πνί­ζει αδιά­φο­ρα κοι­τώ­ντας τον ου­ρα­νό. Μό­λις το βλέμ­μα της συ­να­ντά­ει το δι­κό του, το ύφος της αλ­λά­ζει. Από θλιμ­μέ­νο γί­νε­ται παι­χνι­διά­ρι­κο και του χα­μο­γε­λά­ει πο­νη­ρά. Βγά­ζει την γλώσ­σα της έξω και σβή­νει το τσι­γά­ρο πά­νω της. Γε­λά­ει.
Το Χ14 στα­μα­τά­ει στην στά­ση. Οι μα­σκο­φό­ροι επι­βά­τες κοι­τά­νε έξω απ’ τα πα­ρά­θυ­ρα στο κε­νό. Η κο­πέ­λα με το θλιμ­μέ­νο βλέμ­μα και τα μα­κριά μαύ­ρα μαλ­λιά κα­τε­βαί­νει βια­στι­κά. Βγά­ζει την μά­σκα της και μα­ζεύ­ει τα μαλ­λιά της πί­σω από τα αυ­τιά. Κά­θε­ται δί­πλα του στην στά­ση και μέ­σα από την τσά­ντα της βγά­ζει μία πα­γω­μέ­νη μπύ­ρα Άλ­φα και του την προ­σφέ­ρει. Πριν προ­λά­βει να της μι­λή­σει, εκεί­νη ση­κώ­νε­ται και δια­σχί­ζει την Κη­φι­σί­ας. Στο απέ­να­ντι ρεύ­μα της Κη­φι­σί­ας ένα τα­ξί την χτυ­πά­ει και την αφή­νει αι­μό­φυρ­τη στην άσφαλ­το. Η τσά­ντα εί­ναι ακό­μα κρε­μα­σμέ­νη στον ώμο της. Την πλη­σιά­ζει και της ξα­να­περ­νά­ει τα μαλ­λιά πί­σω απ’ τα αυ­τιά.
Ένα μη­χα­νά­κι φρε­νά­ρει από­το­μα μπρο­στά από την στά­ση. Μέ­σα από την σχι­σμή του κρά­νους μπο­ρεί να δια­κρί­νει μό­νο το θλιμ­μέ­νο βλέμ­μα της. Εκεί­νη αφαι­ρεί το κρά­νος της και τον κοι­τά­ει αι­νιγ­μα­τι­κά. Με μια ξαφ­νι­κή κί­νη­ση πε­τά­ει το κρά­νος της στο παρ­μπρίζ ενός πε­ρα­στι­κού αυ­το­κι­νή­του. Ο οδη­γός χά­νει τον έλεγ­χο και πέ­φτει πά­νω στο διά­ζω­μα. Ο κρό­τος της σύ­γκρου­σης εί­ναι απο­κρου­στι­κός. Κλεί­νει τα μά­τια του. Θέ­λει να εξα­φα­νι­στεί. Να γί­νει αό­ρα­τος. Με κλει­στά τα μά­τια, αντί για το απέ­ρα­ντο σκο­τά­δι του μυα­λού του, βλέ­πει μό­νο ένα ζευ­γά­ρι μά­τια. Θλιμ­μέ­να.

———————


Ξυ­πνά­ει απ’ την ανα­κοί­νω­ση του κυ­βερ­νή­τη. Ο Οδυσ­σέ­ας Γού­να­ρης. Ανοί­γει τα μά­τια του με δυ­σκο­λία κό­ντρα στο φως του ήλιου. Το κε­φά­λι του βουί­ζει και στο στό­μα του γεύ­ε­ται ακό­μα το τε­λευ­ταίο πο­τό που ήπιε στο μπαρ του αε­ρο­δρο­μί­ου. Η αε­ρο­συ­νο­δός με το θλιμ­μέ­νο βλέμ­μα και τα μα­κριά μαύ­ρα μαλ­λιά περ­νά­ει απ’ τον διά­δρο­μο και του κά­νει νό­η­μα να ση­κώ­σει το κά­θι­σμα. Η απο­γεί­ω­ση ξε­κι­νά­ει. Η θέα της Αθή­νας από το πα­ρά­θυ­ρο απο­μα­κρύ­νε­ται στα­δια­κά. Η πό­λη μι­κραί­νει. Η αε­ρο­συ­νο­δός με το θλιμ­μέ­νο βλέμ­μα περ­νά­ει ξα­νά απ’ τον διά­δρο­μο ελέγ­χο­ντας τους επι­βά­τες. Τα μαλ­λιά της τώ­ρα εί­ναι ξαν­θά. Η Αθή­να μι­κραί­νει κι άλ­λο στον ορί­ζο­ντα. Δια­κρί­νε­ται μό­νο σαν μια μι­κρο­σκο­πι­κή κου­κί­δα, κι ύστε­ρα χά­νε­ται. Το θλιμ­μέ­νο βλέμ­μα στο πρό­σω­πο της ξαν­θιάς αε­ρο­συ­νο­δού εξα­φα­νί­ζε­ται. Κλεί­νει τα μά­τια. Επι­τέ­λους σκο­τά­δι.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: