Μουσκεμένα σεντόνια

Μουσκεμένα σεντόνια

16
Τετάρτη Γυμνασίου

Ένας δρόμος χώριζε το Α’ Αρρένων από το Α’ Θηλέων. Οι είσοδοι και των δυο η μια απέναντι από την άλλη. Αλλά ήταν πάντα κλειστές. Ήταν οι επίσημες, με σκαλιά και πόρτες ξύλινες περίτεχνα φτιαγμένες. Ακόμη και οι καθηγητές έμπαιναν από την άλλη πόρτα, δίφυλλη με κάγκελα κάθετα, μαύρα και ψηλά που άγγιζαν τα κλαριά από τις ακακίες που στέκονταν η μια σε απόσταση τριών μέτρων από την άλλη και εκτείνονταν σε όλο το μήκος του πεζοδρομίου. Όταν προχωρημένη άνοιξη η κυρία Καλλιόπη στο Α΄ Αρρένων άνοιγε τα παράθυρα του τριώροφου κτηρίου για να καθαρίσει τις αίθουσες που μύριζαν εφηβική ανησυχία και έκρηξη σωμάτων, το άρωμα από τα ανθισμένα δέντρα έμπαινε και γλύκαινε τον χώρο. Τα κτήρια είχαν κατασκευαστεί με τρόπο ώστε να περιορίζονται όσο γινόταν οι προκλήσεις που μπορεί να επέφεραν εκρήξεις. Αποκλεισμός κάθε ορατής επικοινωνίας μεταξύ μαθητών και μαθητριών. Οι αυλές και των δυο κτηρίων έβλεπαν στον άλλο δρόμο και περιβάλλονταν από το ίδιο ψηλά κάγκελα. Οι μαθήτριες είχαν εντολή από τον ψηλόλιγνο, πάντα με μαύρο κουστούμι άσπρο πουκάμισο γραβάτα μαύρη με λεπτό κόμπο και γυαλιά, ασπρομάλλη Γυμνασιάρχη με ευγενική φυσιογνωμία, να μην πλησιάζουν στα κάγκελα. Στο Αρρένων πάλι οι μαθητές έπαιρναν αποβολές όσοι από αυτούς έχωναν τα κεφάλια στα ανοίγματα για να δουν τα κορίτσια που περνούσαν απέξω. Οι πιο τολμηροί ψιθύριζαν λέξεις που έκαναν τα κορίτσια να σκύβουν το κεφάλι και να ανοίγουν το βήμα τους. Όχι ότι ήταν τολμηρές οι λέξεις… αλλά τότε το κατάφερνε ακόμη και η φράση «θα μου πεις το ονοματάκι σου», που ήταν εξίσωση ερωτικής συνομιλίας.
Ο Μιχάλης ήταν από αυτούς που διπλωμένος έκανε πως έδενε τα κορδόνια από τις άσπρες ελβιέλες σε μια προσπάθεια να δει έστω λίγο περισσότερο το λευκότερο του λευκού γιακά κάτω από τις μπλε ποδιές των κοριτσιών. Τις νύχτες το σώμα του δίπλωνε πάλι μετά τους σπασμούς που είχαν προηγηθεί. Και σε αυτή τη στάση τον έβρισκε το ξημέρωμα με μουσκεμένα σεντόνια που μοσχομύριζαν από σώματα εφήβων κοριτσιών, μορφές που είχαν παλέψει μαζί του όλο το βράδυ. Ελένη, Αμαλία, Πόπη, Λέλα, Γιώτα, Σάρρα…

64
Marais, Hotel Aida, 4ος όροφος, δωμάτιο 406

Το δωμάτιο στα 13 τετραγωνικά. Κρεβάτι διπλό, ψυγείο στη γωνία, χρηματοκιβώτιο στην ντουλάπα. Μεγάλο παράθυρο με βαριές κόκκινες κουρτίνες που επιτείνουν την ψευδαίσθηση της νύχτας. Έχει ξυπνήσει από ώρα. Απλώνει το χέρι της στο κομοδίνο μινιατούρα και πιάνει το κινητό. 7:35. Αλλάζει πλευρό. Αγγίζει απαλά τα μαλλιά του. Ανεπαίσθητα, μην τον ξυπνήσει. Στο λιγοστό φως που μπαίνει από το μικρό άνοιγμα της κουρτίνας βλέπει το σώμα του. Τον κοιτάζει. Μένει ασάλευτη. Δεν θέλει να τον ξυπνήσει. Είναι νωρίς ακόμη. Κλείνει τα μάτια. Προσπαθεί να κοιμηθεί. Μυρωδιά φρεσκοψημένου κρουασάν φτάνει στα ρουθούνια της. Πρώτη μέρα στο Παρίσι. Όχι πρώτη φορά. Και οι δυο τους έχουν ξανάρθει στο παρελθόν. Πρώτη φορά όμως μαζί.
Σκέφτεται το πρόγραμμα της μέρας: Πρωινό και μετά Κήποι του Λουξεμβούργου. Αγαπημένο μέρος και των δυο για διαφορετικούς λόγους για τον καθένα. Εκείνος θέλει να δει το παγκάκι που πάνω του είχε χαράξει το όνομά του, χρόνια πριν. Αυτή θέλει να καθίσει απέναντι από τη λίμνη και να χαθεί στην εικόνα του πανέμορφου κτηρίου. Της άρεσε πάντα το φθινόπωρο στους κήπους. Οι καστανιές, αρχές του Νοέμβρη, κρατούν ακόμη τα κίτρινα φύλλα. Στα νερά της κρήνης των Μεδίκων τέτοια εποχή επιπλέουν φύλλα και καθρεφτίζονται τα χρυσάνθεμα σε όλες τις αποχρώσεις.
Αναρωτιέται για τον καιρό. Μακάρι να έχει ήλιο! Πρώτη μέρα στο Παρίσι. Όχι πρώτη φορά. Και οι δυο τους έχουν ξανάρθει στο παρελθόν. Πρώτη φορά όμως μαζί. Κοιτάζει το στήθος του. Το λευκό συναγωνίζεται το μαύρο. Νιώθει όμορφα μαζί του. Τον μυρίζει. Σχεδιάζει τη μέρα των γενεθλίων του. Τι θα φορέσει, σε ποιο εστιατόριο να κλείσει. Να μην ξεχάσει να πάρει κεριά για το γλυκό! Να είναι ένα ή ο αριθμός 64; Ένα. Καλύτερα ένα. Θα προφασιστεί μια βόλτα μόνη της στο Ile Saint-Louis και θα ψάξει για το δώρο του. Τώρα είναι που δεν πρόκειται να την πάρει ο ύπνος! Νιώθει ενθουσιασμό. Ανασηκώνεται προσπαθώντας να μην τον ενοχλήσει. Ανοίγει τον υπολογιστή της. Πληκτρολογεί:

64
Γενέθλια στο Παρίσι
Marais, Hotel Aida, 4ος όροφος, δωμάτιο 406


8:00
Νιώθει το χέρι της στα μαλλιά του. Έχει ξυπνήσει από ώρα αλλά προσποιείται ότι κοιμάται ακόμη. Ακούει την ανάσα της, το τρίξιμο στα σεντόνια καθώς παίζει με τα δάχτυλα των ποδιών της. Συνήθεια αυτόματη, του είπε. Mια διαρκή κίνηση πάνω κάτω. Την πρώτη φορά που της το επεσήμανε εκείνη γέλασε. Ακούει το γέλιο της. Γάργαρο, εφηβικό σχεδόν. Θέλει να απλώσει το χέρι του να την αγκαλιάσει, αλλά πάλι του αρέσει να την παρατηρεί χωρίς εκείνη να το ξέρει. Μισοανοίγει τα μάτια. Στα άσπρα σεντόνια το σώμα της δείχνει ακόμη περισσότερο το χρώμα του καλοκαιριού. Παρίσι. Πολλοστή φορά γι΄ αυτόν. Επαγγελματικοί λόγοι τον έφεραν ξανά και ξανά στην πόλη αυτή. Τη λάτρεψε. Όχι! Όχι! Δεν οφείλεται σε εκείνο το δίμηνο που πέρασε με την Π. Έρωτας στα 40 του τότε… αξέχαστες στιγμές.
Είναι που αυτή η πόλη τον κάνει να μηδενίζει σχεδόν το κοντέρ της ηλικίας και να επαναπροσδιορίζει τα θέλω του, τη ζωή του. Την κοιτάζει. Θέλει να την μυρίσει. Όμως έτσι θα προδοθεί. Του αρέσει τόσο να την κοιτά! Προσποιείται ότι αλλάζει πλευρό για να μπορεί να την κοιτάζει με μεγαλύτερη ασφάλεια. Τα σεντόνια ακόμη μουσκεμένα. Όλη νύχτα τα σώματά τους σε ένα παιχνίδι εναλλαγής θέσεων. Γλιστρά και βυθίζεται στην μυρωδιά τους. Θέλει να μείνει εκεί. Να παγώσει τον χρόνο. Ο χρόνος! 64 σε δυο μέρες! Αυτό το ταξίδι, αυτή τη στιγμή, εδώ στην πόλη που λατρεύει. Μαζί της. Την βλέπει να ανοίγει τον υπολογιστή. Τα δάχτυλά της στο πληκτρολόγιο καλπασμός στο σώμα του, σκέφτεται ο Μιχάλης και παίρνει βαθιές ανάσες από τα μουσκεμένα σεντόνια.
«Καλημέρα Τάνια», ψιθυρίζει και κλείνει τα μάτια.

81
Ο Μιχάλης ξυπνά σε μουσκεμένα σεντόνια. Η υγρή στάμπα στα λευκά σεντόνια έχει το σχήμα ενός σύννεφου με περίγραμμα σταρένιο, στο χρώμα των μαλλιών του πρώτου του έρωτα, της 16χρονης Αμαλίας. Βαριά οσμή αμμωνίας φτάνει στα ρουθούνια του καθώς σηκώνει το πάπλωμα και κατεβάζει τα πόδια που βιάζονται λες να χωθούν στις παντόφλες. Ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου μυρίζει καφέ. Η Ντονίτα έρχεται πάντα νωρίς. Της αρέσει πριν πιαστεί με τις δουλειές να πίνει έναν ελληνικό. Μετά, σχεδόν, δεν θα την δει. Θα χαθεί στα δωμάτια. Θα στρώσει καινούργια σεντόνια στο κρεβάτι του και θα ανοίξει τα παράθυρα. Το μεσημέρι, στις 3:15 ώρα που φεύγει η Ντονίτα, ο Μιχάλης γυρίζει το κλειδί δυο φορές και ξαναμπαίνει στο δωμάτιο για μιας ώρας ξεκούραση. Κλείσει ο ίδιος τα παράθυρα που μένουν ακόμη ανοιχτά. Ο καθαρός αέρας, το έντονο χλώριο και ο ήλιος δεν κατάφεραν ούτε και σήμερα να διώξουν την μυρωδιά αμμωνίας. Μήνες τώρα έχει ποτίσει τους τοίχους και την ψυχή του.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: