Υγρασία


Αυτός μου εί­πε για τον γέ­ρο. Μά­λι­στα. Ναι, μου έλε­γε συ­χνά ιστο­ρί­ες για τον στρα­τό. Πρέ­πει να υπάρ­χει κά­ποια ρή­τρα άπαξ και πας στρα­τό που σε υπο­χρε­ώ­νει να αφη­γεί­σαι τις θλι­βε­ρές ιστο­ρί­ες του όπου βρεις. Ήρ­θε Αθή­να με το που τε­λεί­ω­σε τη βα­σι­κή εκ­παί­δευ­ση. Εί­χε βύ­σμα. Δεν ξέ­ρω για­τί ξε­κί­νη­σε να με παίρ­νει τη­λέ­φω­να. Τε­λεί­ω­νε τη βάρ­δια, την υπη­ρε­σία του, και με έπαιρ­νε, «Έλα, πού ‘σαι, πά­με να πιού­με;». Πριν εί­χα­με χα­θεί, κο­ντά μια δε­κα­ε­τία. Τώ­ρα με έπαιρ­νε και βγαί­να­με και πί­να­με και μι­λού­σε αστα­μά­τη­τα.
Ήθε­λα να βγού­με. Δεν έβγαι­να τό­σο με φί­λους τε­λευ­ταία, προ­τι­μού­σα να κά­θο­μαι λί­γο σπί­τι ρε παι­δί μου, να χα­λα­ρώ­νω, να κά­νω δυο-τρία πράγ­μα­τα και να ξε­κου­ρά­ζο­μαι. Όμως κά­τι βρά­δια που έφευ­γα από τη δου­λειά —πριν τις οκτώ δεν σχο­λάω, πο­τέ— και το πό­δι μου έτρε­με, και το κε­φά­λι μου έκαι­γε, και τα πνευ­μό­νια μου έκλει­ναν, άρ­πα­ζα τα πράγ­μα­τά μου, τα έχω­να στην τσά­ντα και μουρ­μού­ρι­ζα «Τα λέ­με το πρωί» και χω­νό­μουν στο ασαν­σέρ και κα­τρα­κυ­λού­σα στο αμά­ξι κι έβγαι­να στο δρό­μο, κι έτσι και πε­τύ­χαι­να κί­νη­ση στην Κη­φι­σί­ας κο­πα­νού­σα το τα­μπλό και το τι­μό­νι μέ­χρι να φτά­σω σπί­τι, τι βιά­ζε­σαι, ρε γε­λοίε; Ξέ­ρω πού πας. Κά­τι τέ­τοια βρά­δια με έπαιρ­νε τη­λέ­φω­νο. Και ήθε­λα να βγού­με. Ήθε­λα να ακού­σω τις βλα­κεί­ες του και να γε­λάω και να κα­τα­νοώ και να του χτυ­πάω τον ώμο και να λέω «Εγώ; Εγώ μια χα­ρά, στο τρέ­ξι­μο». Ήθε­λα να πιω τρία-τέσ­σε­ρα πο­τή­ρια, το πρώ­το με πά­γο, τα άλ­λα χω­ρίς. Δεν ήθε­λα να γυ­ρί­σω σπί­τι. Κρύο σπί­τι. Άπει­ρη υγρα­σία. Δεν με αφή­νει να κοι­μη­θώ. Δεν ήθε­λα να κοι­μη­θώ. Δεν ήθε­λα να ση­κω­θώ πά­λι την επό­με­νη.
Πη­γαί­να­με στο ίδιο μπαρ συ­νέ­χεια, στην στοά, δεν ήθε­λε να κά­τσου­με μέ­σα και κα­θό­μα­σταν απ’ έξω, στις σό­μπες. Και ξε­κι­νού­σε. Μου μι­λού­σε λες και μι­λού­σε σε κα­θρέ­φτη, στον εαυ­τό του. Αλ­λά ξε­κι­νού­σε πά­ντα με μια νέα θλι­βε­ρή ιστο­ρία από τον στρα­τό. Εί­χε βύ­σμα, τον βά­λα­νε σε τη­λε­φω­νι­κό κέ­ντρο, εγώ δεν ήξε­ρα καν ότι ο στρα­τός εί­χε τη­λε­φω­νι­κό κέ­ντρο, κι απλά σή­κω­νε τη­λέ­φω­να.
«Με πή­ρε ένας μπάρ­μπας, δύο το με­ση­μέ­ρι, να με ενη­με­ρώ­σει πως σα­τα­νι­στές κά­νου­νε τε­λε­τή εκεί­νη ακρι­βώς τη στιγ­μή στην πλα­τεία κά­τω από το σπί­τι του, και δεν του απα­ντά­ει η αστυ­νο­μία οπό­τε πρέ­πει να στεί­λω αμέ­σως τον στρα­τό. Σα­τα­νι­στές. Δύο το με­ση­μέ­ρι, στον Βύ­ρω­να».
Πέ­θα­να στο γέ­λιο. Σή­κω­σα το χέ­ρι, άλ­λη μια γύ­ρα. «Και τι έκα­νες, ρε ‘συ;»
«Τί­πο­τα ρε, τι να ‘κα­να. Του το ‘κλει­σα. Ξα­να­πή­ρε, του εί­πα ότι εί­ναι στο δρό­μο το τανκς, και δεν ξα­να­πή­ρε».
Γέ­λιο! Και ξαφ­νι­κά ήταν τρεις ώρες αρ­γό­τε­ρα, κι εγώ εί­χα πά­ει κά­που, δεν ξέ­ρω πού, και ξαφ­νι­κά επέ­στρε­φα.
«... δεν ξέ­ρω. Δεν ξέ­ρω τι πά­ει στρα­βά με μέ­να. Εί­ναι κι ο κό­σμος γα­μη­μέ­νος πια. Και οι άν­θρω­ποι με αγ­χώ­νουν. Το νιώ­θεις κι εσύ αυ­τό; Κά­νω το ένα και κά­νω το άλ­λο και εί­μαι το ένα και εί­μαι το άλ­λο, εσύ τι εί­σαι; Τι εί­μαι εγώ, πού να ξέ­ρω; Τώ­ρα με τον στρα­τό εί­ναι εύ­κο­λο. Εί­μαι φα­ντά­ρος. Στέλ­νω τανκς σε παπ­πού­δες. Χα-χα! Έξω όμως εί­μαι ένας μα­λά­κας. Που δεν θα βγά­λει πο­τέ λε­φτά και δεν θα κά­νει πο­τέ τί­πο­τα ση­μα­ντι­κό, για­τί δεν θέ­λει. Ή δεν μπο­ρεί, δεν ξέ­ρω. Ού­τως ή άλ­λως θα τε­λειώ­σει ο κό­σμος όπου να ‘ναι. Αλ­λά εσύ εί­σαι ωραί­ος ρε φί­λε! Με τη δου­λειά, το σπί­τι, με τα όλα σου. Ωραί­ος φι­λα­ρά­κι!»
Δεν ξέ­ρω για­τί ήθε­λε να βγαί­νει μα­ζί μου και να μι­λά­ει τό­σο ανοι­χτά. Δεν ξέ­ρω αν ήταν τό­σο μό­νος, ή αν έλε­γε μό­νο ψέ­μα­τα στους αν­θρώ­πους που εί­χε όντως στη ζωή του.

«Χά­θη­κες».
Ε;
«Χά­θη­κες, κά­που πή­γες».
Α ναι, σό­ρι. Αφαι­ρέ­θη­κα. Το πα­θαί­νεις κι εσύ;
«Όλη την ώρα».
Και πού πας;
«Όταν χά­νο­μαι; Ξέ­ρω ‘γω; Πού πά­νε όλοι;»

Ένα τέ­τοιο βρά­δυ πριν κά­να δι­βδό­μα­δο μου εί­πε για τον γέ­ρο.
«Ρε, παίρ­νει κά­θε μέ­ρα, ακούς; Κά­θε μέ­ρα παίρ­νει ένας γέ­ρος. Τον ξέ­ρουν στο κέ­ντρο, λέ­νε πως ήταν στρα­τιω­τι­κός πα­λιά. Εί­ναι τυ­φλός. Με παίρ­νει και ξε­κι­νά­ει πά­ντα έτσι: ‘Γεια σου αγό­ρι μου, με συγ­χω­ρείς, εί­μαι τυ­φλό­ς’. Και κά­θε φο­ρά το ίδιο πράγ­μα, ‘Μπο­ρείς να μου πεις τι μέ­ρα και τι ώρα εί­ναι; Εί­ναι νύ­χτα;».
Και δεν ξέ­ρω, κά­τι έπα­θα. Κά­τι έγι­νε, κά­τι χύ­θη­κε μέ­σα μου.
«Δεν εί­ναι στε­νά­χω­ρο; Εί­ναι πε­ρί­ερ­γο, εν­νοώ, δεν έχει κα­νέ­ναν να ρω­τή­σει, έναν γεί­το­να έστω; Δεν τον προ­σέ­χει κά­ποιος; Υπάρ­χουν και ρο­λό­για για τυ­φλούς, το εί­χα δει σε μια ται­νία, το πα­τάς και σου λέ­ει την ώρα. Αλ­λά δεν εί­ναι πο­λύ στε­νά­χω­ρο; Μου φαί­νε­ται πο­λύ στε­νά­χω­ρο».
Πέ­ρα­σα μέ­σα από τη στοά σαν σφαί­ρα. Εκτο­ξεύ­θη­κα πά­νω από την πό­λη. Μας εί­δα όλους, να πη­γαί­νου­με και να ερ­χό­μα­στε στις ιδιω­τι­κές μας μαύ­ρες τρύ­πες και να ανα­βο­σβή­νου­με φώ­τα. Και εί­δα έναν άν­θρω­πο, πέ­ρα από τον ορί­ζο­ντα γε­γο­νό­των, πέ­ρα από τον χρό­νο και τις φω­νές και τα φώ­τα να αιω­ρεί­ται ανύ­παρ­κτος, να ψα­χου­λεύ­ει μέ­σα στο τί­πο­τα για ένα κα­λώ­διο, να πεί­σει κά­πως έναν άν­θρω­πο πως εί­ναι ακό­μα εκεί. Μπο­ρείς να μου πεις τι μέ­ρα και τι ώρα εί­ναι; Κέ­ρα­σα τα πο­τά και γύ­ρι­σα σπί­τι. Και η υγρα­σία ήταν χει­ρό­τε­ρη και ο ύπνος χει­ρό­τε­ρος. Βα­σι­κά, στα­μά­τη­σα να κοι­μά­μαι. Κοί­τα­ζα το τα­βά­νι και τη λά­μπα που κρέ­με­ται και έχει ξε­λα­σκά­ρει και κρέ­με­ται ακρι­βώς πά­νω από το κε­φά­λι μου και σκε­φτό­μουν, το τα­βά­νι, για­τί δεν πέ­φτει το τα­βά­νι; Κοι­τού­σα έξω από το πα­ρά­θυ­ρο, τρέ­μο­ντας από το κρύο, όλα τα τα­βά­νια, όλα τα κτί­ρια, για­τί δεν πέ­φτουν; Για­τί να πλύ­νω τα πιά­τα, αφού θα βρω­μί­σουν πά­λι αύ­ριο, και το σπί­τι θα πιά­σει σκό­νη, κι εγώ έχω πιά­σει υγρα­σία; Στη δου­λειά δεν δού­λευα, ένιω­θα άρ­ρω­στος, και δεν την κα­τα­λά­βαι­να τη δου­λειά, ού­τε τον δι­πλα­νό μου κα­τα­λά­βαι­να, που ζή­τη­σε μια μέ­ρα άδεια να την κολ­λή­σει στο τρι­ή­με­ρο να πά­ει τα­ξί­δι και έψα­χνε κά­που στο Airbnb, κά­που αλ­λού για τέσ­σε­ρις μέ­ρες και πί­σω πά­λι. Του άλ­λου δεν του σή­κω­να το τη­λέ­φω­νο. Δεν έφται­γε εκεί­νος, σε κα­νέ­ναν δεν σή­κω­να το τη­λέ­φω­νο. Εί­ναι χει­μώ­νας, νυ­χτώ­νει νω­ρίς, κι εγώ δεν κα­τα­λα­βαί­νω τη μέ­ρα. Όταν εί­ναι μέ­ρα πί­νου­με κα­φέ. Το βρά­δυ πί­νου­με κρα­σί. Το βρά­δυ κρυώ­νου­με. Πή­γα μό­νος μου και άνα­ψα την κε­ντρι­κή θέρ­μαν­ση. Εί­χε να ανά­ψει δέ­κα χρό­νια, την επό­με­νη ήρ­θε η δια­χει­ρί­στρια και μου ούρ­λια­ζε ότι το άδειο της δια­μέ­ρι­σμα εί­ναι φούρ­νος από τη ζέ­στη, δεν μέ­νει στην πο­λυ­κα­τοι­κία, δεν το νοι­κιά­ζει, δεν ξέ­ρω πού το ‘μα­θε. Εγώ δεν μί­λη­σα, εί­πα στο τέ­λος μό­νο «Συγ­γνώ­μη. Μπο­ρεί­τε να μου πεί­τε τι μέ­ρα και τι ώρα εί­ναι;» Ένας φί­λος μου δου­λεύ­ει σε μια πο­λυ­ε­θνι­κή που που­λά­ει πί­τσες. Φτιά­χνει τις προ­σφο­ρές. Το βρά­δυ παί­ζει φρου­τά­κια στο κι­νη­τό. Πη­γαί­νει σε πάρ­τι και παίρ­νει ναρ­κω­τι­κά που τον κά­νουν να αι­σθά­νε­ται ευ­φο­ρία και ευ­ε­ξία. Εσύ; Αστυ­νο­μι­κός εί­σαι. Έχεις σκε­φτεί τι ακρι­βώς κά­νεις;

Πή­ρα τον φα­ντά­ρο τη­λέ­φω­νο χθες, από την τουα­λέ­τα της δου­λειάς, την ώρα που ήταν στον στρα­τό. Πο­λι­κό ψύ­χος. Τον πα­ρα­κά­λε­σα να μου δώ­σει το τη­λέ­φω­νο του γέ­ρου. Μου εί­πε ότι αυ­τό απα­γο­ρεύ­ε­ται, δεν γί­νε­ται. Του υπο­σχέ­θη­κα πως θα βγαί­να­με για πο­τά­ρες το βρά­δυ, αρ­κεί να μου έδι­νε το τη­λέ­φω­νο του γέ­ρου.

«Στο έδω­σε;»
Ναι.
«Τι το ήθε­λες;»
Να τον πά­ρω τη­λέ­φω­νο.
«Για­τί;»
Για να του πω ότι ού­τε εγώ ξέ­ρω τι μέ­ρα και τι ώρα εί­ναι. Ότι δεν ξέ­ρω τι ρού­χα να φο­ρέ­σω για να πάω στη δου­λειά και τι να φάω. Ότι δεν ξέ­ρω που πά­ει ο χρό­νος μου και τι κά­νω μα­ζί του. Δεν ξέ­ρω για­τί τε­λειώ­νει η μια μέ­ρα και πό­τε ξε­κι­νά­ει η επό­με­νη. Δεν ξέ­ρω για­τί χα­μο­γε­λάω πλα­τιά στους γνω­στούς μου και δεν ξέ­ρω πώς κα­τα­λα­βαί­νουν εκεί­νοι και δεν μπο­ρώ να κα­τα­λά­βω εγώ. Εκεί­νοι, που κα­τα­λα­βαί­νουν το χρη­μα­τι­στή­ριο και την θερ­μο­κρα­σία και τη μέ­ρα και την ώρα, και συμ­φω­νούν ότι η θερ­μο­κρα­σία εί­ναι ευ­χά­ρι­στη και η μέ­ρα και η ώρα συ­γκε­κρι­μέ­νες. Να του πω ότι το νιώ­θω κι εγώ το κρύο. Ότι δεν ξέ­ρω τι έκα­νε εκεί­νος λά­θος αλ­λά φο­βά­μαι πως κά­νω κι εγώ κά­ποιο λά­θος για­τί εί­μαι με όλο τον κό­σμο αλ­λά εί­μαι μό­νος μου, και όλος ο κό­σμος ξέ­ρει την ώρα. Ότι ίσως θα έπρε­πε κι εμείς να κά­νου­με ότι ξέ­ρου­με την ώρα, και τη μέ­ρα, και να μην ρω­τά­με. Όχι.
Ότι θα έπρε­πε να λέ­με την αλή­θεια. Και να σπά­με μπρο­στά στους άλ­λους, σαν γυα­λί. Και να κλαί­με. Και να γε­λά­με μό­νο όταν γε­λά­με μέ­σα μας. Ότι η μέ­ρα πά­ει. Έχει μό­νο νύ­χτα και κρύο τώ­ρα. Και ότι μό­νο οι άν­θρω­ποι έχουν χέ­ρια που αγκα­λιά­ζουν.

Δεν μου το σή­κω­σε. Και για αυ­τό σκέ­φτη­κα πως ίσως κά­τι να εί­χε πά­θει. Και για αυ­τό σας πή­ρα τη­λέ­φω­νο. Και τον βρή­κα­τε.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: