«Μια από τις πλέον παράξενες επιδημίες που σημειώθηκαν ιστορικά ήταν η μεσαιωνική επιδημία του χορού, ανθρώπων που καταλαμβάνονταν έως θανάτου από χορευτικό ντελίριο..»
Ξεκίνησε σαν αργό, παθητικό πρελούδιο του Σοπέν. Μία μία οι νότες τεντώνονταν και εκφωνούσαν χαμηλόφωνα και κάπως φοβισμένα το όνομά τους. Η μια μετά την άλλη, δειλές, μπορούσες έτσι να τις αναγνωρίσεις και σαν κωμικές κοπελίτσες να τις δεις.
Όλες μαζί συγκροτούσαν ένα αργό βύθισμα σε κάτι που αρχικά έμοιαζε με απαλή, απονήρευτη θωπεία, στη συνέχεια όμως εξελισσόταν σε όλο και πιο απρόσμενα μαυλιστικό ερωτικό κάλεσμα. Που έμελλε να μην έχει ανταπόκριση, να μείνει μετέωρο, χέρι απλωμένο, χείλη αφίλητα, κορμί δοσμένο πριν καν εγκαταλειφθεί ανέγγιχτο.
Με τούτο το άγγιγμα της ματαίωσης σε άφηναν οι αργές παθητικές νότες του Σοπέν
καθώς έσβηναν. Μια ύπουλη πλήξη με εύκολα προσδιορίσιμη κοινωνική καταγωγή, θυμόταν ξανά να πολιορκήσει τα τείχη της ύπαρξής σου. Κι αναρωτιόσουν πόθεν και πώς θα προκύψει η έκπληξη. Ο μεγαλύτερος πόνος, εξάλλου, είναι αυτή, η ανισορροπία εκτός πόνου, η πολυθρύλητη «λειτουργικότητα». Κάτι, κάποιος να ’ρθει και να τινάξει στον αέρα τις ισορροπίες που καταχωνιάζουν κάτω από έναν ορυμαγδό αβαθών και πιθανώς εγκληματικών συναινέσεων, την ουσία, την αλήθεια της καρδιάς του ανθρώπου…
Και βρέθηκε αυτός ο απρόβλεπτος, ο μελωδικός «ιός» που έμελλε ν’ αλλάξει διά παντός το μουσικό τοπίο και τα αισθήματα των ανθρώπων. Μια τόση δα ιδιοτροπία της τσελίστριας, μια ελάχιστη παραφωνία, μια αδιόρατη, ανεπαίσθητη, αθέλητη εκτροπή. Ίδρωσε η μουσικός. Σαν της ξέφυγε η νότα. Ίδρωσε και μαζί ρίγησε ολόκορμη. Από τον ήχο τον έκνομο, γέννημα του κορμιού της και του οργάνου, πληροφορήθηκε σωματικά πως κάτι τελεσίδικο σφραγίστηκε πάνω στη μουσική, πάνω στην τέχνη, στην έκφραση, στην γεννητική ανθρώπινη ορμή και μοίρα. Στην πάσα οικουμένη. Σε μια στιγμή, ενορατική στιγμή, ήρθε αντιμέτωπη με αυτό που πάντα περιφρονούσε: το μοιραίο. Κι ένιωσε ως τα βάθη της συνείδησής της αδύναμη.
Ο ήχος τότε ξέφυγε απ’ τα χέρια της, από το τσέλο της. Απέκτησε δική του ζωή. Η πρώτη του δουλειά ήταν κάθετα να διαπεράσει τις νότες που μόλις εξέφεραν τα εκατέρωθεν της τσελίστριας όργανα. Να τις διαπεράσει και να τις ανασκολοπίσει. Στριγγές φωνές βγήκαν από το πρώτο όργανο, που ακολουθήθηκαν από την δαιμονική βραχνάδα του εξ ευωνύμων γείτονός του. Η λυμφατική χλωμάδα της δολοφονημένης νότας του τελευταίου βιολοντσέλου στη σειρά που άφησε άφωνο τον μουσικό και παγωμένα τα δάχτυλά του, καλύφθηκε από τη βαρβαρική εκτροπή μιας γκρανκάσας που χτυπούσε πλέον προγλωσσικά, ταταρικά, αλλότρια. Ο μουσικός ιός, τρυπωμένος στον φυγάδα ήχο, αόρατος, δολοφονικός, φριχτά ύπουλος, κινήθηκε αστραπιαία και προς τις άλλες σειρές των μουσικών, μολύνοντας, μουτζουρώνοντας, ξεκουρδίζοντας, ανακατεύοντας πάρτες, σπέρνοντας σκουπίδια στα μάτια των μουσικών και φαγούρα στα δάχτυλά τους, μέχρι που όλοι έπαψαν να παίζουν, άλλοι προσπαθώντας να συλλάβουν την πτερόεσσα πάρτα, άλλοι ξύνοντας με μανία το χέρι τους, άλλοι ταρακουνώντας με λύσσα το μουσικό όργανό τους, που μέχρι εκείνη τη στιγμή θαυματουργούσε, πιστό στο πεπρωμένο του και που ξαφνικά αποδεικνυόταν ο πιο δόλιος, ο πιο άπιστος σύντροφος.
Ο καταχθόνιος όμως ιός δεν σταμάτησε το έργο του εκεί. Σ’ ένα φρενήρες σπιντάρισμα, εμβόλισε μια σειρά οργανοπαιχτών κεντρίζοντάς τους κατά την αντίθετη φορά, ώστε να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλον. Δαιμονικά σφυρίζοντας, έστριψε αστραπιαία προς τα πίσω και, σχηματίζοντας έναν ιδιότυπο σταυρό, πείραξε την ισορροπία μιας διαγωνίου γραμμής στην διάταξη της ορχήστρας, ώστε να σκουντουφλήσουν κάποιοι διαγωνίως στον μπροστινό τους κι εκείνος στους επόμενους.
Για λίγο στάθηκε και ατένισε ευτυχής, σαρδόνια ευτυχής, το έργο του. Όλοι ξεκούρδιστοι, παράφωνοι, φωνές εξαλλοσύνης να σχίζουν τον αέρα. Όλοι εναντίον όλων.
Ήταν η στιγμή να προχωρήσει στο επόμενο βήμα. Το βήμα της αλογόμυγας. Στην παραζάλη της πάλαι ποτέ ορχήστρας, επιτέθηκε σαν μύγα που τσιμπά, με ιδίωμά της την πρόκληση κνησμού. Τέτοιου κνησμού που ο άνθρωπος αδυνατεί να παραμείνει ακίνητος και τρέπεται σε ακατάσχετη αυτοψηλάφιση και ξύσιμο έως θανάτου σε εναλλασσόμενες περιοχές, σε σημείο που η διαρκώς μεταβάλλουσα κατεύθυνση προσπάθειά του να τον οδηγεί σ’ έναν αλλόκοτο, τραγικό και συνάμα κωμικό χορό. Ένα ένα τα μέλη της ορχήστρας βρόντηξαν κάτω τα όργανά τους και, δοσμένοι στον παράλογο χορό του κνησμού, όρμησαν έξω, στη λεωφόρο, ψάχνοντας λίγη ανακούφιση στον δροσερό αέρα.
Σε λιγότερο απ’ ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί, σχηματίστηκαν άναρχες μάζες ανθρώπων που έβγαιναν από μαγαζιά, καπηλειά, σπίτια, χωράφια, από την τελευταία τρύπα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ανακατεύονταν μεταξύ τους χορεύοντας τον σπασμωδικό, έκρυθμο, ομαδικό χορό του κνησμού, έτσι που αν κάποιος τους έβλεπε από ψηλά, θα θεωρούσε πως μια αόρατη, σαρδόνια δύναμη τούς κούρδιζε και τους ποδηγετούσε. Χορός ασυντόνιστος με μεγάλες εκρήξεις, πηδήματα στον αέρα, δραματικές βουτιές στην άβυσσο, που συνοδευόταν από τελετουργικές, καταχθόνιες κραυγές που ξεπηδούσαν έμπυρες από τα φλογισμένα λαρύγγια των χορευτών. Όλοι με χέρια υψωμένα προς τον ουρανό, ακόμα και στα υπόγεια βυθίσματά τους, έμοιαζαν να ικετεύουν την άνωθεν βοήθεια, την εξ’ ύψους επίβλεψη, τον δροσισμό, μια μικρή έστω παραμυθία.
Μετά από λίγες ημέρες, όχι πάνω από τέσσερις ή πέντε, πολλοί από τους χορευτές πέθαναν. Άλλοι από καρδιακή προσβολή, άλλοι από αφυδάτωση ή εξάντληση. Οι αρχές, ανίκανες να περιορίσουν το φαινόμενο, έστησαν μεγάλες εξέδρες με φλάουτα και τύμπανα που συνόδευαν τον μανικό, οιστρηλατούμενο χορό των εκατοντάδων χορόπληκτων ανθρώπων. Το σύνθημα ήταν «Βγάλε όσον χορό έχεις μέσα σου». Όμως οι θάνατοι αυξάνονταν, η επιδημία εξαπλωνόταν γεωμετρικά και τέλος λήφθηκε η απόφαση να απαγορευτεί ο,τιδήποτε είχε σχέση με μουσική και χορό. Οι άνθρωποι που συνέχιζαν να χορεύουν στους δρόμους σε κατάσταση έξαλλης μανίας συνελήφθησαν, κάποιοι λένε πως οδηγήθηκαν σιδηροδέσμιοι σε χώρους θεραπείας της εποχής εκείνης. Άλλοι λένε πως στήθηκαν κρεμάλες, άλλοι πως θαυματούργησαν οι Άγιοι των Μονών στα βουνά. Όπως και να’χει το πράγμα, η χορο-πανώλη που άρπαξε τις ζωές τόσων αθώων ανθρώπων τέθηκε σιγά σιγά υπό έλεγχο…
Μετά από χρόνια και αφού τις μακρινές εκείνες εποχές τις διαδέχτηκαν οι αιώνες της μετα-λογικής και αυτούς τους διαδέχτηκαν νωποί καιροί, ένας ιστορικός, λάτρης της ετυμολογίας, ονόμασε την ξεχασμένη εκείνη ιστορία, επιδημία του «ἄνω θρώσκω».
Κι έτσι κατέδειξε για μια ακόμη φορά πως το μυστικό τού τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος είναι καλά κρυμμένο μέσα στον χρόνο και τις σκοτεινές σπηλιές του, αλλά αποκαλύπτεται σαν ρίγος αστραπής, σαν φως, από τις ίδιες τις λέξεις και τα πύρινα σώματά τους.