( ΣΤΙΧΟΙ 670-760 )
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Ο Φανοτέας απ’ τη Φωκίδα με στέλνει
να φέρω είδηση πολύ σημαντική.
ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
Ποια είναι, ξένε; λέγε· αφού σ’ έστειλε φίλος,
είναι βέβαιο ότι τα νέα σου θα είναι καλά.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Πέθανε ο Ορέστης. Με δυο λόγια, αυτό είχα να πω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ιιιι… Πάει, χάθηκα!
ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
Για πες, για πες, ξένε· μην την ακούς αυτή.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Είπα πως πέθανε ο Ορέστης· το είπα και το ξαναλέω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Χάθηκα η έρμη· τώρα πια δεν είμαι τίποτα.
ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
Κοίταζε τα δικά σου, εσύ. Μα πες μου εμένα, ξένε,
πώς πέθανε ακριβώς;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Γι’ αυτό με στείλανε, για να τα πω με λεπτομέρειες:
πήγε, λοιπόν, κι αυτός να λάβει μέρος
στους περίφημους Δελφικούς αγώνες,
που είναι η δόξα της Ελλάδας,
κι όταν ακούστηκε ο κήρυκας να φωνάζει
πως άρχιζε το πρώτο αγώνισμα, ο δρόμος,
μπήκε [ο Ορέστης] στον στίβο και όλοι θαύμασαν
το ωραίο του παράστημα·
και, όπως ήταν φυσικό, νίκησε
κι έλαβε το τιμημένο έπαθλο.
Τώρα, γιατί από τις τόσες νίκες του
σου περιγράφω τούτη, έτσι απλά, ιδέα δεν έχω.
Ένα σου λέω: όσους αγώνες κι αν προκήρυξαν 690
(διπλές διαδρομές που τις λογάριαζαν στο πένταθλο),
παντού ήρθε πρώτος και βραβεύτηκε
κι όλοι φωνάζαν «Αυτός ο Αργείος λέγεται Ορέστης,
και είναι γιος του Αγαμέμνονα, που μάζεψε
το περίφημο στράτευμα της Ελλάδας».
Αυτά που λες… Μα όταν σ’ έχει κακοπάρει κάποιος θεός,
με τίποτα δε σώζεσαι· όσο δυνατός κι αν είσαι, δεν ξεφεύγεις.
Την άλλη μέρα
άρχιζαν από τα ξημερώματα οι αρματοδρομίες,
οπότε παρατάχτηκε κι αυτός
μαζί με τους άλλους αρματοδρόμους.
Ο ένας ήταν Αχαιός, ο άλλος από τη Σπάρτη,
δυο Λίβυες οδηγούσαν τα ζεμένα τους άρματα,
κι ανάμεσά τους, πέμπτος, ο Ορέστης
με θεσσαλικές φοράδες· έκτος ένας Αιτωλός
με ξανθωπά πουλάρια· έβδομος κάποιος απ’ τη Μαγνησία·
όγδοος, μ’ άσπρα άλογα, ένας από τη γενιά των Αινιάνων,
ο ένατος ήταν απ’ τη θεόχτιστη Αθήνα και, τέλος,
το δέκατο άρμα οδηγούσε ένας Βοιωτός.
Στάθηκαν ακίνητοι, καθένας με το άρμα του,
στη θέση που τους όρισαν με κλήρο οι κριτές,
και μόλις ακούστηκε το σύνθημα της χάλκινης σάλπιγγας,
ξεχύθηκαν όλοι μαζί, φωνάζοντας στα άλογα,
τινάζοντας τα χαλινάρια με τα χέρια τους
κι αμέσως πνίγηκε ο τόπος απ’ τα σύννεφα της σκόνης,
το βουητό και τους κρότους των αρμάτων· έτρεχαν
όλοι μαζί σαν ένα σώμα, κεντρίζοντας αλύπητα τα άλογα
να προσπεράσει ο ένας τις ρόδες του άλλου
και να ξεφύγουν από των αλόγων το ρουθούνισμα
που μούσκευε σχεδόν τις πλάτες
και τους τροχούς τους με αφρούς.
Εκείνος, οδηγώντας το άρμα του πάντα πολύ κοντά
στην ακριανή κολόνα, την περνούσε ξυστά
με την άκρη του άξονά του, λασκάροντας
το έξω δεξί άλογο, ενώ έσφιγγε το χαλινάρι
του άλλου που έτρεχε κοντά στην κολόνα.
Μέχρι εδώ τα άρματα πήγαιναν καλά.
Άξαφνα, όμως, αφηνιάζουν τ’ άλογα του Αινιάνα,
παύουν να υπακούν στο χαλινάρι και,
απάνω στη στροφή της έκτης διαδρομής
μπαίνοντας για την έβδομη, συγκρούονται απότομα
με τα άρματα της Λιβύης. Οπότε αρχίζει ο χαμός·
το ένα άρμα πέφτει πάνω στο άλλο και τσακίζεται
κι ολόκληρο τα στάδιο της Κρίσας
γέμισε σκόρπια λείψανα αρμάτων.
Μόλις το αντιλαμβάνεται ο άξιος Αθηναίος αρματηλάτης,
τραβά το δικό του άρμα παραέξω και παίρνει
τη στροφή ανοιχτά, προσπερνώντας
εκείνον τον κυκεώνα των αλόγων
που ’χαν γίνει πια μια μάζα.
Τελευταίος ερχόταν σα σίφουνας ο Ορέστης,
βέβαιος πως θα τερματίσει. Μόλις αντιλαμβάνεται
πως είχε απομείνει μονάχα αυτός,
ρίχνει μια δυνατή με το μαστίγιο
ανάμεσα στ’ αυτιά των αλόγων του και ορμάνε,
οπότε πλευρίζει το άρμα [του Αθηναίου]
και έτρεχαν πλάι πλάι,
μια παίρνοντας κεφάλι το ένα και μια το άλλο.
Κι εκεί που, τώρα, είχε περάσει κανονικά όλες τις διαδρομές
όρθιος πάνω στο άρμα, χαλαρώνει το αριστερό χαλινάρι
για να πάρει το άλογο τη στροφή
και χτυπάει, ο δύστυχος, κατά λάθος, την ακριανή κολόνα.
Σπάει στη μέση ο άξονας των τροχών,
γλιστρά απ’ το άρμα του και πέφτει στο χώμα
μπερδεμένος στα μακριά λουριά, ενώ τα άλογα
σκόρπισαν μες στο στάδιο.
Μόλις τον είδε να πέφτει απ’ το άρμα,
ο κόσμος έβαλε μια φωνή για το παλικάρι
που ύστερα από τόσες νίκες του ’λαχε τέτοιο κακό τέλος,
να σέρνεται στο χώμα, τινάζοντας τα πόδια στον ουρανό.
Με κόπο μπόρεσαν οι ιπποκόμοι
να σταματήσουν τα άλογα που τρέχαν
και τον έλυσαν, λουσμένο στο αίμα,
σε κατάσταση που ούτε οι φίλοι του δε θα τον αναγνώριζαν
βλέποντας το διαλυμένο του λείψανο.
Αμέσως έκαψαν το γενναίο του σώμα σε πυρά
και, όπου να ’ναι,
έρχονται ειδικά, κάποιοι από τη Φωκίδα,
να φέρουν τη στάχτη του σε χάλκινο αγγείο
για να βρει τάφο στην πατρική του γη.
Έτσι έγιναν τα πράγματα· τα λόγια, ότι και να πουν,
δεν περιγράφουν την απόγνωση.
Μα όσοι ήμασταν εκεί τα είδαμε με τα μάτια μας·
κι εγώ τέτοιο κακό δεν έχω ξαναδεί ως τώρα.