Τρεις εκδοχές της Ηλέκτρας

Frederic Leighton, «Η Ηλέκτρα στον τάφο του Αγαμέμνονα», 1869
Frederic Leighton, «Η Ηλέκτρα στον τάφο του Αγαμέμνονα», 1869

Αισχύλος: «Χοηφόρες»


( ΣΤΙΧΟΙ 585-650 )

ΧΟΡΟΣ
Το χώμα κρύβει άπειρες κραυγές
φριχτών τεράτων,
κι οι αγκαλιές της θάλασσας
ξεχειλίζουν από δαιμονικά και θηρία
αιθεροβάμονα ή τετράποδα
που ακροβατούν κι ανεμοδέρνονται
ανάμεσα σε σύννεφα και βράχια
κι έχουνε να σου πουν πολλά
για την οργή της καταιγίδας.

Μα ποιος να μιλήσει
για την παράτολμη φύση του άντρα
ή την ακόρεστη λαγνεία των γυναικών
γι’ αλλοπρόσαλλους έρωτες,
που συμβαδίζουν τραγικά με τους ανθρώπους;

Κι αυτή η θύελλα του έρωτα που έσβησε πια
μέσα στου θηλυκού τα σπλάχνα,
είναι που καταστρέφει το ζευγάρι
– είτε άνθρωποι είναι, είτε ζώα.

Ας θυμηθεί, όποιος δεν έχει ο νους του
σκορπιστεί στους πέντε ανέμους,
τι μηχανεύτηκε εκείνη η [μάνα του μύθου] πάνω στον θυμό της
κι έκαψε το ξυλαράκι που ήταν δεμένο
με τη μοίρα του παιδιού της.

[Το ξυλαράκι αυτό] είχε φυτρώσει όταν γεννήθηκε ο γιος της
κι όσο το φύλαγε και δεν καιγόταν
κρατούσε το παιδί της στη ζωή.

Καταραμένη κι εκείνη η Μεγαρίτισα, η Σκύλλα,
που ξελογιάστηκε από ένα χρυσαφένιο
κρητικό περιδέραιο, δώρο του Μίνωα,
και πήγε και θυσίασε τον ίδιο τον πατέρα της,
κόβοντας του, εκεί που κοιμόταν ξέγνοιαστος,
την κόκκινη τρίχα της αθανασίας
και τον παρέδωσε, το σκυλοτόμαρο, 
στην αγκαλιά του Ερμή [στον Άλλο Κόσμο].

Κι αφού μιλάμε για τέτοιες κτηνωδίες
δε [γίνεται] να παραλείψω και τούτο εδώ
το άτιμο, σιχαμερό ζευγάρωμα
που σκέφτηκε ένα γυναικείο μυαλό
για να συντρίψει έναν πάνοπλο στρατιώτη,
έναν πολεμιστή που σέβονταν
και οι εχθροί του ακόμα· κι ενώ υποκλίνομαι
μπρος στη γαλήνια οικογένεια,
μπροστά στο δολερό μυαλό
αυτής της γυναίκας παγώνω.

Τέτοιο θανατικό, όπως αυτό της Λήμνου,
[που οι γυναίκες σκότωσαν τους άντρες τους]
δεν ξανάγινε και φτύνουμε τους κόρφους μας
να το ξορκίσουμε, λέγοντας «κακό μη σε βρει σαν της Λήμνου»

Μα θεομίσητο, καταραμένο, πάει στον αγύριστο
το ανθρώπινο γένος. Ούτε εκτιμά κανείς
ό,τι σιχαίνονται οι θεοί. Δεν έχω δίκιο;

Το μυτερό σπαθί
τρυπά τα σπλάχνα απ’ άκρη σ’ άκρη.
Το ίδιο κάνει κι η δικαιοσύνη
σ’ όποιον την ποδοπατά
και δίχως σεβασμό περιφρονεί
τις εντολές του Δία.

Η Δικαιοσύνη χτίζει τα θεμέλια
ενώ η Μοίρα, σαν τον σιδερά
σφυρηλατεί το ξίφος
κι [από κοντά] βυσσοδομεί η φρικτή Ερινύα
και βάζει μες στο σπίτι τον γιο που θα εκδικηθεί
τους αποτρόπαιους, αρχαίους φόνους.


Σοφοκλής: «Ηλέκτρα»

( ΣΤΙΧΟΙ 670-760 )

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Ο Φανοτέας απ’ τη Φωκίδα με στέλνει
να φέρω είδηση πολύ σημαντική.

ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
Ποια είναι, ξένε; λέγε· αφού σ’ έστειλε φίλος,
είναι βέβαιο ότι τα νέα σου θα είναι καλά.

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Πέθανε ο Ορέστης. Με δυο λόγια, αυτό είχα να πω.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Ιιιι… Πάει, χάθηκα!

ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
Για πες, για πες, ξένε· μην την ακούς αυτή.

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Είπα πως πέθανε ο Ορέστης· το είπα και το ξαναλέω.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Χάθηκα η έρμη· τώρα πια δεν είμαι τίποτα.

ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
Κοίταζε τα δικά σου, εσύ. Μα πες μου εμένα, ξένε,
πώς πέθανε ακριβώς;

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Γι’ αυτό με στείλανε, για να τα πω με λεπτομέρειες:
πήγε, λοιπόν, κι αυτός να λάβει μέρος
στους περίφημους Δελφικούς αγώνες,
που είναι η δόξα της Ελλάδας,
κι όταν ακούστηκε ο κήρυκας να φωνάζει
πως άρχιζε το πρώτο αγώνισμα, ο δρόμος,
μπήκε [ο Ορέστης] στον στίβο και όλοι θαύμασαν
το ωραίο του παράστημα·
και, όπως ήταν φυσικό, νίκησε
κι έλαβε το τιμημένο έπαθλο.

Τώρα, γιατί από τις τόσες νίκες του
σου περιγράφω τούτη, έτσι απλά, ιδέα δεν έχω.

Ένα σου λέω: όσους αγώνες κι αν προκήρυξαν 690
(διπλές διαδρομές που τις λογάριαζαν στο πένταθλο),
παντού ήρθε πρώτος και βραβεύτηκε
κι όλοι φωνάζαν «Αυτός ο Αργείος λέγεται Ορέστης,
και είναι γιος του Αγαμέμνονα, που μάζεψε
το περίφημο στράτευμα της Ελλάδας».

Αυτά που λες… Μα όταν σ’ έχει κακοπάρει κάποιος θεός,
με τίποτα δε σώζεσαι· όσο δυνατός κι αν είσαι, δεν ξεφεύγεις.

Την άλλη μέρα
άρχιζαν από τα ξημερώματα οι αρματοδρομίες,
οπότε παρατάχτηκε κι αυτός
μαζί με τους άλλους αρματοδρόμους.

Ο ένας ήταν Αχαιός, ο άλλος από τη Σπάρτη,
δυο Λίβυες οδηγούσαν τα ζεμένα τους άρματα,
κι ανάμεσά τους, πέμπτος, ο Ορέστης
με θεσσαλικές φοράδες· έκτος ένας Αιτωλός
με ξανθωπά πουλάρια· έβδομος κάποιος απ’ τη Μαγνησία·
όγδοος, μ’ άσπρα άλογα, ένας από τη γενιά των Αινιάνων,
ο ένατος ήταν απ’ τη θεόχτιστη Αθήνα και, τέλος,
το δέκατο άρμα οδηγούσε ένας Βοιωτός.

Στάθηκαν ακίνητοι, καθένας με το άρμα του,
στη θέση που τους όρισαν με κλήρο οι κριτές,
και μόλις ακούστηκε το σύνθημα της χάλκινης σάλπιγγας,
ξεχύθηκαν όλοι μαζί, φωνάζοντας στα άλογα,
τινάζοντας τα χαλινάρια με τα χέρια τους
κι αμέσως πνίγηκε ο τόπος απ’ τα σύννεφα της σκόνης,
το βουητό και τους κρότους των αρμάτων· έτρεχαν
όλοι μαζί σαν ένα σώμα, κεντρίζοντας αλύπητα τα άλογα
να προσπεράσει ο ένας τις ρόδες του άλλου
και να ξεφύγουν από των αλόγων το ρουθούνισμα
που μούσκευε σχεδόν τις πλάτες
και τους τροχούς τους με αφρούς.

Εκείνος, οδηγώντας το άρμα του πάντα πολύ κοντά
στην ακριανή κολόνα, την περνούσε ξυστά
με την άκρη του άξονά του, λασκάροντας
το έξω δεξί άλογο, ενώ έσφιγγε το χαλινάρι
του άλλου που έτρεχε κοντά στην κολόνα.

Μέχρι εδώ τα άρματα πήγαιναν καλά.

Άξαφνα, όμως, αφηνιάζουν τ’ άλογα του Αινιάνα,
παύουν να υπακούν στο χαλινάρι και,
απάνω στη στροφή της έκτης διαδρομής
μπαίνοντας για την έβδομη, συγκρούονται απότομα
με τα άρματα της Λιβύης. Οπότε αρχίζει ο χαμός·
το ένα άρμα πέφτει πάνω στο άλλο και τσακίζεται
κι ολόκληρο τα στάδιο της Κρίσας
γέμισε σκόρπια λείψανα αρμάτων.

Μόλις το αντιλαμβάνεται ο άξιος Αθηναίος αρματηλάτης,
τραβά το δικό του άρμα παραέξω και παίρνει
τη στροφή ανοιχτά, προσπερνώντας
εκείνον τον κυκεώνα των αλόγων
που ’χαν γίνει πια μια μάζα.

Τελευταίος ερχόταν σα σίφουνας ο Ορέστης,
βέβαιος πως θα τερματίσει. Μόλις αντιλαμβάνεται
πως είχε απομείνει μονάχα αυτός,
ρίχνει μια δυνατή με το μαστίγιο
ανάμεσα στ’ αυτιά των αλόγων του και ορμάνε,
οπότε πλευρίζει το άρμα [του Αθηναίου]
και έτρεχαν πλάι πλάι,
μια παίρνοντας κεφάλι το ένα και μια το άλλο.

Κι εκεί που, τώρα, είχε περάσει κανονικά όλες τις διαδρομές
όρθιος πάνω στο άρμα, χαλαρώνει το αριστερό χαλινάρι
για να πάρει το άλογο τη στροφή
και χτυπάει, ο δύστυχος, κατά λάθος, την ακριανή κολόνα.

Σπάει στη μέση ο άξονας των τροχών,
γλιστρά απ’ το άρμα του και πέφτει στο χώμα
μπερδεμένος στα μακριά λουριά, ενώ τα άλογα
σκόρπισαν μες στο στάδιο.

Μόλις τον είδε να πέφτει απ’ το άρμα,
ο κόσμος έβαλε μια φωνή για το παλικάρι
που ύστερα από τόσες νίκες του ’λαχε τέτοιο κακό τέλος,
να σέρνεται στο χώμα, τινάζοντας τα πόδια στον ουρανό.

Με κόπο μπόρεσαν οι ιπποκόμοι
να σταματήσουν τα άλογα που τρέχαν
και τον έλυσαν, λουσμένο στο αίμα,
σε κατάσταση που ούτε οι φίλοι του δε θα τον αναγνώριζαν
βλέποντας το διαλυμένο του λείψανο.

Αμέσως έκαψαν το γενναίο του σώμα σε πυρά
και, όπου να ’ναι,
έρχονται ειδικά, κάποιοι από τη Φωκίδα,
να φέρουν τη στάχτη του σε χάλκινο αγγείο
για να βρει τάφο στην πατρική του γη.

Έτσι έγιναν τα πράγματα· τα λόγια, ότι και να πουν,
δεν περιγράφουν την απόγνωση.

Μα όσοι ήμασταν εκεί τα είδαμε με τα μάτια μας·
κι εγώ τέτοιο κακό δεν έχω ξαναδεί ως τώρα.

Ευριπίδης: «Ηλέκτρα»

( ΣΤΙΧΟΙ 112-220)

ΗΛΕΚΤΡΑ
Περπάτα γρήγορα, περνά η ώρα·
προχώρα κλαίγοντας, άντε, προχώρα
[να κλαις και να χτυπιέσαι].

Με γέννησε η ανελέητη κόρη του Τυνδάρεου,
η Κλυταιμήστρα. Μα είμαι
του Αγαμέμνονα παιδί.
«Έρμη Ηλέκτρα» με φωνάζει ο κόσμος.

Πατέρα μου Αγαμέμνονα,
κείτεσαι στον Άδη
σφαγμένος απ’ τον Αίγισθο
κι απ’ τη γυναίκα σου.
Έλα ξανά, πιάσε απ’ την αρχή τον ίδιο θρήνο,
βούτηξε πάλι να χορτάσεις κλάμα.

Περπάτα γρήγορα, περνά η ώρα·
προχώρα κλαίγοντας, εμπρός, προχώρα
[κλαίγοντας και θρηνώντας].

Σε ποια σπίτια, σε ποιες πολιτείες να τριγυρνάς,
καημένο αδελφάκι μου,
αφήνοντάς με να σέρνομαι στα πατρικά μας δώματα
βυθισμένη στις συμφορές;

Αχ, θε μου, θε μου!
Ας ήταν να τον έβγαζε ξανά ο δρόμος του στο Άργος·
ας ερχόταν να με λυτρώσει, επιτέλους, από το μαρτύριο·
και να ξεπλύνει την ντροπή για το αίμα του πατέρα.

Τώρα, καθώς ξημερώνει,
ας κατεβάσω πια αυτή τη στάμνα από τον ώμο
για να θρηνήσω από τα βάθη της ψυχής μου.

Πόνου κραυγές, πατέρα μου,
σου στέλνω εκεί στον Άδη,
και μοιρολόγια που μου τρώνε
τη ζωή νύχτα μέρα.

Σ’ έχασα και το πρόσωπό μου γδέρνω με τα νύχια,
χτυπάω με τα χέρια το κουρεμένο μου κεφάλι.

Ναι, ναι, σκίσε τα μάγουλα·
πώς κλαίει ο κύκνος με στριγκιά φωνή
πλάι στο ποτάμι τον αγαπημένο του πατέρα
που πιάστηκε στα ύπουλα δίχτυα;

Έτσι κι εγώ κλαίω, πατέρα μου, για σένα,
που λούστηκες για τελευταία φορά
μες στο λουτρό εκείνο του θανάτου.

Αχ! αχ! [Πληγή…]
πληγή πικρή του τσεκουριού, πατέρα,
φαρμακερή στιγμή
με το που πάτησες το πόδι σου πάλι στη γη μας
γυρνώντας απ’ την Τροία.

Και η γυναίκα σου,
αντί να σε υποδεχτεί
με χαρές και στεφάνια
σου φύλαγε του Αίγισθου το δίκοπο μαχαίρι
για να πλαγιάζει στο κρεβάτι σου μ’ αυτόν τον αχρείο.


Μπαίνει ο
ΧΟΡΟΣ
Ήρθα στο ταπεινό σπιτάκι σου
κόρη του Αγαμέμνονα, Ηλέκτρα,
γιατί κατέβηκε απ’ το βουνό
κάποιος απ’ τα χωριά των Μυκηναίων
για να μας πει πως οι Αργίτες
ετοιμάζουν τριήμερη γιορτή
και πρέπει όλα τα κορίτσια
να μαζευτούνε στον ναό της Ήρας.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Εμένα η πικραμένη μου ψυχή
δε θέλει ούτε γιορτές, ούτε χρυσά στολίδια,
ούτε θα σύρω τον συρτό
χτυπώντας το πόδι μου
όπως τ’ άλλα κορίτσια.

Εγώ περνώ τις νύχτες μου μέσα στο δάκρυ
κι αυτό, το καθημερινό μου δάκρυ,
είναι η μόνη μου έγνοια.

Κοίτα τα βρόμικα μαλλιά μου,
κοίταξε τα κουρέλια μου,
και πες μου αν σου φαίνεται να ταιριάζουν
σε κόρη βασιλιά,
στην κόρη ενός Αγαμέμνονα,
που ακόμα τον θυμάται η Τροία και τρέμει.

ΧΟΡΟΣ
Μεγάλη η χάρη, όμως, της θεάς· έλα μαζί μας,
και θα σου δώσω εγώ να βάλεις
χρυσοκέντητα φορέματα, και κοσμήματα
να λάμψει η ομορφιά σου.

Φαντάζεσαι πως θα νικήσεις τους εχθρούς σου
μονάχα με δάκρυα, χωρίς να τιμάς τους θεούς;
Με προσευχές κι όχι με κλάματα
όλα θα παν καλύτερα, κορίτσι μου, όλα.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Κανένας θεός δεν ακούει
τους θρήνους μιας δυστυχισμένης σαν εμένα.
Κανείς τους δε θυμάται πόσα ζωντανά
τους είχε θυσιάσει, παλιά, ο πατέρας.
Και τι να πω για τον σκοτωμένο,
και τι να πω και για τον άλλο πού,
γιος τόσο ένδοξου πατέρα
περιπλανιέται εξαθλιωμένος
σε ξένα χώματα, σε ξένα σπίτια.

Κι εγώ σ’ ένα φτωχόσπιτο στους πέντε ανέμους
να λιώνει μες στη λύπη η ψυχή μου,
εξόριστη από τα πατρογονικά μου.

Κι η μάνα να μοιράζεται με άλλον
το αιματοβαμμένο της κρεβάτι.

ΧΟΡΟΣ
Η [δίδυμη] αδελφή της μάνας σου, η Ελένη,
είναι η αιτία για όλα τα κακά
που βρήκαν το σπίτι σου κι ολόκληρη την Ελλάδα.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Τον νου σας, φίλες, σταματάνε οι θρήνοι.
Πίσω από τον βωμό, πήρε το μάτι μου κάτι άγνωστους
να κρύβονται κοντά στο σπίτι·
πάρτε εσείς το μονοπάτι κι εγώ τρέχω μέσα
να γλιτώσουμε απ’ τους κακούργους.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Στάσου, κορίτσι μου, μη με φοβάσαι.

[...]

( Και τα τρία έργα θα κυκλοφορήσουν προσεχώς, σε έναν τόμο, από τις Εκδόσεις Πατάκη )

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: