«Λίγη μελάνη»

Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης
Pratsinis 40 Mtfr 5


«Με­γά­λω­να πά­ντα, ως ποι­η­τής και όχι μό­νο, πε­τώ­ντας πράγ­μα­τά μου στα σκου­πί­δια. Η ποί­η­ση έχει πολ­λά κοι­νά στοι­χεία με την απο­τέ­φρω­ση. Κά­θε κα­λό ποι­η­τι­κό ερ­γα­στή­ριο, ως γνω­στόν, έχει ένα φούρ­νο που λει­τουρ­γεί συ­νε­χώς και μια κα­πνο­δό­χο που κα­πνί­ζει πά­ντα»  [ Από­σπα­σμα από το δο­κί­μιο Todas as Pérolas São Uma História de Dor  (Όλα τα μαρ­γα­ρι­τά­ρια εί­ναι μια ιστο­ρία πό­νου), από τον τό­μο Pouca tinta  του José Antό­nio Almeida ]


Βρή­κα το βι­βλίο Pouca Tinta, που πε­ριέ­χει όλο το ποι­η­τι­κό έρ­γο του Ζου­ζέ Αντό­νιου Αλ­μέι­ντα, κα­θώς και κά­ποια εν­δια­φέ­ρο­ντα πε­ζά του — και μά­λι­στα όχι μό­νο μυ­θο­πλα­σί­ας — το κα­λο­καί­ρι που μας πέ­ρα­σε. Αυ­τό συ­νέ­βη με­τά από μια σύ­ντο­μη πα­ρα­μο­νή μου στις Αζό­ρες όταν, περ­νώ­ντας από τη Λι­σα­βό­να, το βι­βλίο αυ­τό με συ­νά­ντη­σε — έτσι ένιω­σα — σε ένα μι­κρό βι­βλιο­πω­λείο στη ήσυ­χη γει­το­νιά Λά­πα της πορ­το­γα­λι­κής πρω­τεύ­ου­σας. Ήταν ένα βι­βλιο­πω­λείο που εί­χε μό­νο βι­βλία ποί­η­σης· πολ­λά βι­βλία με­τα­φρα­σμέ­νης ποί­η­σης, αλ­λά και πολ­λά βι­βλία ποί­η­σης στο πρω­τό­τυ­πο· υπήρ­χαν βι­βλία όχι μό­νο στα πορ­το­γα­λι­κά, αλ­λά και στα αγ­γλι­κά, τα γαλ­λι­κά, τα ιτα­λι­κά, τα ισπα­νι­κά σε αυ­τήν την «ποι­η­τι­κή φω­λιά». «Poesia incompleta» (= ατε­λής, ανο­λο­κλή­ρω­τη ποί­η­ση) εί­ναι το όνο­μα του βι­βλιο­πω­λεί­ου.
Εί­χα πλη­ρο­φο­ρη­θεί πως ο Ζου­ζέ Αντό­νιου Αλ­μέι­ντα ήταν πλέ­ον ένας κά­πως γνω­στός, σε ορι­σμέ­νους κύ­κλους, άγνω­στος ποι­η­τής. Έκα­να πολ­λή πα­ρέα με τον Zé στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’90, εί­χα­με αρ­χί­σει μά­λι­στα να με­τα­φρά­ζου­με μα­ζί και το Τρί­το στε­φά­νι του Κώ­στα Τα­χτσή στα πορ­το­γα­λι­κά. Κα­λή πα­ρέα, βελ­τί­ω­σα πο­λύ τα πορ­το­γα­λι­κά μου μα­ζί του. Η δου­λειά μα­ζί με τον Zé μου βελ­τί­ω­νε πά­ντα τη διά­θε­σή, ει­δι­κά το γέ­λιο του, το γέ­λιο ενός επι­με­λώς χα­ρω­πού θλιμ­μέ­νου αν­θρώ­που. Νέ­ος ων, δεν έδι­να και πολ­λή ση­μα­σία τό­τε στο γε­γο­νός ότι αυ­το­προσ­διο­ρι­ζό­ταν εμ­φα­τι­κά και ως κα­θο­λι­κός, το θε­ω­ρού­σα απλώς γρα­φι­κό. Ήξε­ρα, κά­πως αό­ρι­στα, πως γρά­φει ποί­η­ση και ότι εί­χε κά­τι ήδη εκ­δώ­σει, εκεί­νος όμως γε­νι­κά απέ­φευ­γε τις κου­βέ­ντες επί του θέ­μα­τος. Όταν διέ­κο­ψα την πα­ρα­μο­νή μου στην Πορ­το­γα­λία ορι­στι­κά, επι­στρέ­φο­ντας στην Ελ­λά­δα, μου έστει­λε κά­ποια ποι­ή­μα­τά του, σε φω­το­τυ­πί­ες. Ένα από αυ­τά, με τον τί­τλο «Χοι­ρι­νό», το έχω μά­λι­στα με­τα­φρά­σει για το τεύ­χος 5 του Χάρ­τη. Γι’ αυ­τό λοι­πόν, στο βι­βλιο­πω­λείο, ζή­τη­σα κά­ποιο βι­βλίο του. Μου έδω­σαν το πιο πρό­σφα­το, όπως μου εί­παν, το Pouca tinta (Λί­γη με­λά­νη), 240 σε­λί­δων πε­ρί­που, σε μια λι­τή, σχε­δόν μι­νι­μα­λι­στι­κή, αλ­λά κα­λό­γου­στη και πρω­τό­τυ­πη cult έκ­δο­ση του 2020, δη­μιουρ­γία των εντυ­πω­σια­κά αφα­νών και εμ­φα­νώς δια­κρι­τι­κών εκ­δό­σεις não (edições) – το όνο­μα ση­μαί­νει «όχι (εκ­δό­σεις)» ή «μη (εκ­δό­σεις) –, οι οποί­ες συ­νται­ριά­ζουν με μα­στο­ριά το πο­λύ πα­λιό ή και πα­λαι­ι­νό με το πο­λύ μο­ντέρ­νο στην εκ­δο­τι­κή τέ­χνη· το απο­τέ­λε­σμα εί­ναι κά­τι το αλ­λό­κο­τα αχρο­νι­κό, αν και όχι άχρο­νο.
Πρό­κει­ται για ένα βι­βλίο το οποίο, ως αντι­κεί­με­νο/κα­τα­σκευή έρ­χε­ται να αντα­πο­κρι­θεί και να ται­ριά­ξει στο πε­ριε­χό­με­νό του. Ανα­κά­λυ­ψα στο βι­βλίο αρ­κε­τά ποι­ή­μα­τα πο­λύ ποι­κί­λα ως προς την έμπνευ­ση, το ύφος, τον τό­νο, την γλώσ­σα. Ποι­ή­μα­τα (δι)αχρο­νι­κά, τα οποία πα­ρα­πέ­μπουν, άλ­λα εμ­φα­νώς και άλ­λα αι­νιγ­μα­τι­κά, τα πιο πολ­λά, σε κά­τι πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νο στο χρό­νο του ποι­η­τή, όσο και στον γνω­στό σους πε­ρισ­σό­τε­ρους ιστο­ρι­κό χρό­νο. Ποι­ή­μα­τα που, σε μια πρώ­τη μα­τιά, δεί­χνουν έντο­να επί­και­ρα ή έντο­να ανε­πί­και­ρα, ανε­πί­και­ρα ίσως για το πνεύ­μα της επο­χής μας (σε κά­ποιες mainstream εκ­δο­χές του).

Ποι­ή­μα­τα που χα­ρί­ζουν μι­κρές εκ­πλή­ξεις, κα­θώς ισορ­ρο­πούν απο­φεύ­γο­ντας τις υπερ­βο­λι­κές εντά­σεις, ανά­με­σα στην εγκε­φα­λι­κή «ψύ­χρα» του αχρο­νι­κού και τις «κά­ψες» του επι­και­ρι­κού. Επαρ­κείς δό­σεις κα­τα­στα­λαγ­μέ­νης χα­μη­λό­φω­νης συ­γκί­νη­σης, με δυο λό­για. Ακο­λου­θούν με­τα­φρα­σμέ­να 16 ποι­ή­μα­τα από το βι­βλίο. Χω­ρίς κα­μιά χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά με βά­ση το πό­τε γρά­φτη­καν.


ΤΟ ΦΙ­ΛΙ ΤΟΥ ΙΟΥ­ΔΑ

Με ένα φι­λί ξε­κί­νη­σε ο Γολ­γο­θάς
– δεν απει­κο­νί­ζε­ται στην Οδό του Μαρ­τυ­ρί­ου*.

Με ένα φι­λί όμως ξε­κί­νη­σε
το πρώ­το βή­μα προς τον σταυ­ρό.

Πολ­λά τα αντί­γρα­φα του φι­λιού εκεί­νου
– κα­νέ­να τους δεν διεκ­δι­κεί αυ­θε­ντι­κό­τη­τα.

Συλ­λο­γί­ζο­μαι το φι­λί εκεί­νο που δεν τε­λειώ­νει,
σε μια μι­κρή επαρ­χια­κή κω­μό­πο­λη
πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νη από αιω­νό­βιες ελιές,
κα­θώς τα αλ­λιώ­τι­κά μου βή­μα­τα σέρ­νω σε νύ­χτες άλ­λες.

         
   *Αναφορά στην via sacra, δηλαδή τις 14 σκηνές που ιστορούν τα Θεία Πάθη στην εικονογραφία της καθολικής εκκλησίας,
οι οποίες αναπαρίστανται και διά ζώσης με λιτανεία στην Ρώμη,μετά προσευχής από τον Πάπα, και με κατάληξη το Κολοσσαίο.

ΜΟ­ΝΟ­ΛΟ­ΓΟΣ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ

Επι­βιώ­νω με μια στα­λιά νε­ρό.
Μια μα­τιά του πε­ρα­στι­κού φτά­νει

και πε­ρισ­σεύ­ει για μή­νες. Ένα χα­μό­γε­λο αρ­κεί
να ξα­να­πρα­σι­νί­σω για πολ­λά χρό­νια.

Η φυλ­λω­σιά μου εί­ναι από όνει­ρο·
και από πράγ­μα­τα πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­να

και μαύ­ρα σαν μι­κρούς καρ­πούς ελιάς.
Ση­μά­δια μι­κρο­σκο­πι­κά που τα δια­περ­νά

το φως στην πυ­κνή κλει­σού­ρα του θα­νά­του.
Εί­δα Ρω­μαί­ους – και Άρα­βες – και Εβραί­ους:

Τα δυο ήρε­μα μά­τια του Αμνού
στον κορ­μό μου διαρ­κούν μέ­χρι τέ­λους.


ΦΩ­ΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟ­ΡΑ

Μα τι κα­τα­πλη­κτι­κή η φά­κα αυ­τή,
δεν ήταν ένα δό­κα­νο, το εγ­γυώ­μαι

– μέ­χρι που να μοιά­ζει πως το πο­ντί­κι
ήτα­νε ο λα­μπρός της εφευ­ρέ­της.

Πό­σο κα­λά με­λε­τη­μέ­νη συ­σκευή
– δί­νει την εντύ­πω­ση πως εί­ναι το σπί­τι

του πο­ντι­κιού, όχι η φυ­λα­κή του ζώ­ου.
Για τι­μω­ρία μέ­νει εκεί, κλει­δα­μπα­ρω­μέ­νο;

Αυ­τό δεν ήταν που έβα­λε το πό­δι του και μπή­κε
– όπως το συ­νη­θί­ζει ως τρω­κτι­κό που εί­ναι;

Εί­ναι του κυ­ρί­ου πο­ντι­κού η κα­τοι­κία,
εκεί­νο το κου­βά­ρι από πλεγ­μέ­να σύρ­μα­τα.

Το οποίο ανή­γει­ρε επι­τυ­χώς με μα­ε­στρία
και με­ρά­κι ο μπα­γα­πό­ντης πό­ντι­κας.

– ένα απά­γκιο για την πο­ντι­κο­σύ­νη του
πλη­ρω­μέ­νο με δά­νειο τρα­πέ­ζης.

Το όνει­ρο κά­θε αρου­ραί­ου
του ιδί­ου φυ­ρά­μα­τος: γέ­ρο-λι­χού­δη

που θέ­λει να δα­γκώ­σει τρυ­φε­ρό τυ­ρί.
Υπάρ­χουν ίχνη από το προ­ϊ­όν στο χώ­μα

– το σι­δε­ρέ­νιο βρό­χι το δί­χως άλ­λο
ο κύ­ριος πο­ντι­κός το έχει στή­σει.

Πα­γί­δα; Όχι. Αυ­τός έφται­γε μό­νο.
Ιδού λοι­πόν η φο­βε­ρή τύ­χη του κα­τερ­γά­ρη:

ένα πα­λά­τι για το θριαμ­βευ­τι­κό
«γκραν φι­νά­λε» στη ζωή του πο­ντι­κού.



ΧΕΙ­ΜΩ­ΝΙΑ­ΤΙ­ΚΟΣ ΗΛΙΟΣ

Εί­πες: Πή­γαι­νε να δεις την ανα­το­λή.
Όμως τώ­ρα, που προ­σπα­θώ να θυ­μη­θώ

τη νύ­χτα που κύ­λη­σε τό­σο γρή­γο­ρα
ανά­με­σα στις κόκ­κι­νες ρί­γες του ντι­βα­νιού

πά­νω από τις ξα­ναμ­μέ­νες κορ­φές των δέ­ντρων του βου­λε­βάρ­του,
η μνή­μη μπλέ­κε­ται και μπερ­δεύω

την ανα­το­λή του ήλιου με το ηλιο­βα­σί­λε­μα.
Φύ­κια για με­τα­ξω­τές κορ­δέ­λες ήταν αυ­τά που μου ’δω­σες,

αν και μου αρέ­σου­νε κι εμέ­να τα φύ­κια.

Λια­κά­δα που δεν φτου­ρά­ει πο­λύ, εί­ναι προ­φα­νές πλέ­ον.


ΜΠΛΕ ΤΟΥ ΤΖΟ­TO

Πέ­ρα­σαν τέσ­σε­ρις μή­νες,
σή­με­ρα εί­ναι Μ. Πα­ρα­σκευή

για άλ­λη μια φο­ρά στο ημε­ρο­λό­γιο.
Στο φως των πυρ­σών μες στη νύ­χτα

ζω­γρα­φι­σμέ­νο ως φό­ντο μπλε,
απο­τύ­πω­σε ο Τζό­το το φι­λί

το οποίο δεν φαί­νε­ται στη ζω­γρα­φιά:
ξε­χω­ρί­ζει ένας απέ­ρα­ντος μαν­δύ­ας

που φω­τί­ζει όλη τη σκη­νή
αφύ­σι­κα για τη ζο­φε­ρή

ώρα της στιγ­μών εκεί­νων
– ο μαν­δύ­ας του ίδιου του Ιού­δα.

Η ψεύ­τι­κη λάμ­ψη του μαν­δύα
προ­σκα­λεί το βλέμ­μα στο κέ­ντρο.

Έτσι ζω­γρά­φι­σε ο Τζό­τo
– χρυ­σα­φί πά­νω σε μπλε, ένα φι­λί.

«Λίγη μελάνη»

ΜΠΕΪ­ΜΠΙ-ΜΠΛΟΥ

Το λευ­κό μου σπί­τι με τις γα­λά­ζιες μπο­γιές
από τα πρό­στυ­χα γκρά­φι­τι πα­ρα­μέ­νει στη μνή­μη:

στο χρώ­μα του άδειου ου­ρα­νού, στο χρώ­μα τό­σων μα­τιών
– αλ­λά­ζει ο κό­σμος όλος για να γί­νει γα­λά­ζιο ρό­δο.


ΑΥ­ΓΗ

Η μέ­ρα ξε­κι­νά όλο σφρί­γος.
Η κα­κία ξυ­πνά. Ση­κώ­νε­ται νω­ρίς.

Δυο γυ­ναί­κες στη μέ­ση του δρό­μου στον ήλιο
μία τρί­τη κα­κο­λο­γούν δί­χως έλε­ος:

απόν το στοι­χείο τού­το, όταν οι δυο εί­ναι πα­ρέα.
Ο Δρό­μος προς Εμ­μα­ούς ανε­στραμ­μέ­νος

– πα­ρα­μέ­νει ακέ­ραια και ανέ­πα­φη η συ­νή­θης προ­ο­πτι­κή
που κρα­τά τους δρό­μους της κω­μό­πο­λης στη θέ­ση τους.

Οι γυ­ναί­κες συ­ζη­τούν, έχουν βαλ­θεί να χα­λά­σουν την ζωή
της γει­τό­νισ­σας: «Θε­ός φυ­λά­ξοι», «Το ‘ξε­ρες ότι…»

Ακούω από το κρε­βά­τι μου φω­νές που δια­λα­λούν.
Στά­ζουν φαρ­μά­κι, με κά­ποια προ­σο­χή, όμως:

τό­σο όσο, υπό ιδί­αν και μό­νον ευ­θύ­νη
– με­τρη­μέ­νο το βά­ρος τους σε κα­κό­βου­λο ζυ­γό.

Από την κου­ζί­να ως το υπνο­δω­μά­τιο, έχουν κά­νει άνω κά­τω
το σπί­τι της αλ­λη­νής που «δεν εί­ναι κα­κός άν­θρω­πος»

— μα­κρι­νή πρό­σο­ψη γε­μά­τη λε­κέ­δες κά­θε χρώ­μα­τος
από το αό­ρα­το με­λά­νι της γλώσ­σας των εχι­δνών.


ΤΑ ΚΥ­ΜΑ­ΤΑ

Εί­μαι η θά­λασ­σα και για μέ­να τί­πο­τα δεν ξέ­ρω
πέ­ρα από επο­ποι­ί­ες και κα­ρά­βια:

στί­χους — ή πνιγ­μέ­νους ναυ­τι­κούς.
Όπως και ο πα­νέ­μορ­φος ξαν­θός νε­α­νί­ας

που μα­θαί­νει πράγ­μα­τα για τον εαυ­τό του επει­δή απλώς τον κοι­τά:
με πό­θο που κο­χλά­ζει — ένας γέ­ρος.


Η ΛΕ­ΞΗ

Μουρ­μου­ρί­ζει τη λέ­ξη της ντρο­πής:
κά­νει τη χο­λή φρά­ου­λα γλυ­κό.

Το λευ­κό και κόκ­κι­νο μυ­στι­κό
έχει ανε­βεί ολό­γυ­μνο πά­νω στα κε­ρα­μί­δια,

Με φω­νή­ε­ντα και σύμ­φω­να φτιά­χνει
το νή­μα της στάθ­μης της ζω­ής του.


VOX

Για το Μον­σα­ράς θα φύ­γω,
—κά­στρο ανύ­παρ­κτο στο χάρ­τη.

Με κα­τα­διώ­κουν τρεις ιπ­πό­τες
με μυ­στι­κή εντο­λή βα­σι­λι­κή.

Ο βα­σι­λιάς θρό­νο δεν έχει ού­τε σκή­πτρο

— ού­τε και πρό­σω­πο, μορ­φή, κο­ρό­να.

Ο βα­σι­λιάς — «ήταν οι πε­ρι­στά­σεις»,
που πά­ντα πε­ρι­πλέ­κου­νε την κά­θε πλο­κή.


ΣΤΟ ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙ

Στο τρα­πέ­ζι του εστια­το­ρί­ου με τον πα­τέ­ρα μου
απέ­να­ντι χω­ρίς να αλ­λά­ζει μα­ζί μου κου­βέ­ντα,

φώ­να­ξα τον σερ­βι­τό­ρο για την πα­ραγ­γε­λία.
Η εύ­θραυ­στη ευ­δαι­μο­νία των πο­τη­ριών και των πιά­των

γκρε­μί­στη­κε τε­λεί­ως από­το­μα ολό­κλη­ρη:
ένα αγ­γε­λι­κό πρό­σω­πο εμ­φα­νί­στη­κε πλάι μου.

Το πε­ρί­γραμ­μα του κορ­μιού εί­δα κά­τω από το άσπρο
που­κά­μι­σο, εντε­λώς δια­φα­νές, ανοι­χτό

από τον για­κά ίσα­με το κου­μπί στο στή­θος.
Συ­γκε­ντρώ­νο­μαι, με λαι­μαρ­γία, στις ευ­και­ρί­ες

που μου πρό­σφε­ρε η ιδιό­τη­τά μου ως θα­μώ­να του κα­τα­στή­μα­τος
να τον κοι­τάω, και να του μι­λάω, μέ­χρι και να του χα­μο­γε­λάω.

Από το κε­φά­λι ως τα νύ­χια των πο­διών με δια­πέ­ρα­σε
όλο γλύ­κα μια ήρε­μη ευ­τυ­χία ασύμ­βα­τη

με το γεύ­μα αυ­τό, το οποίο δεν ήταν βέ­βαια
το συ­μπό­σιο που μοι­ρά­στη­κε ο πα­τέ­ρας με τον άσω­το υιό.

Εικόνα των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, στην αφιερωμένη σε  αυτούς  κοπτική εκκλησία του 4ου αιώνα, στο Κάιρο, γνωστή και ως Abu Serga.
Εικόνα των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, στην αφιερωμένη σε αυτούς κοπτική εκκλησία του 4ου αιώνα, στο Κάιρο, γνωστή και ως Abu Serga.

O ΑΓΙΟΣ ΣΕΡ­ΓΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΚ­ΧΟΣ ΣΤΟ ΕΠΕ­ΚΕΙ­ΝΑ

Πο­τέ τους δεν τους άρε­σε το όνο­μά μου: Βάκ­χος.
Και σή­κω­ναν το φρύ­δι στον Σέρ­γιό μου
— στο πά­θος μας, τον πα­ράλ­λη­λο βίο.

Σε αυ­τό ανα­φέ­ρο­μαι, όχι στα απο­δέ­λοι­πα
του τό­σο συμ­βα­τι­κού ευ­λα­βούς μύ­θου
ο οποί­ος μας προ­σέ­δω­σε αί­γλη πλα­νε­ρή
— στο κε­φά­λι μας την έχω­σαν με το στα­νιό.

Που­ρι­τα­νοί λοι­πόν, τους αρέ­σει να υπο­κρί­νο­νται,
επει­δή εί­ναι κομ­φορ­μι­στές, επει­δή τους βο­λεύ­ει,
πως ήμα­σταν τά­χα ίδιοι κι όμοιοι, λό­γω της αμ­φί­ε­σης,
με τους άλ­λους όλους στο κα­λα­ντά­ρι ετού­το.

Το πά­θος μας, ο πα­ράλ­λη­λος βί­ος
— κά­τι τέ­τοια προ­ξε­νούν αμη­χα­νία
σε ρα­χι­τι­κές χρι­στια­νι­κές ψυ­χές.


Ο ΒΑΚ­ΧΟΣ ΩΣ ΝΥ­ΧΤΕ­ΡΙ­ΝΗ ΟΠΤΑ­ΣΙΑ

Για μέ­να λοι­πόν η ευ­τυ­χία
εί­ναι να ‘μαι μα­ζί σου, σύ­ντρο­φε αγα­πη­μέ­νε

— η φω­νή του Βάκ­χου αυ­τά εί­πε
μέ­σα στο όνει­ρο, στη φυ­λα­κή, με­τά τον θά­να­το

που άφη­σε τον Σέρ­γιο απα­ρη­γό­ρη­το
μέ­σα στον πό­νο του, με­τά πέ­θα­νε κι αυ­τός μαρ­τυ­ρι­κά.

Σύμ­φω­να με την αφή­γη­ση που επε­ξερ­γά­στη­καν
αρ­γό­τε­ρα κά­ποιοι χρι­στια­νοί, αυ­τά ή άλ­λα

άλ­λα ήσαν τα τρυ­φε­ρά λό­για
που δια­φεύ­γουν από την εξι­στό­ρη­ση του πά­θους.


Η (καμμένη εσωτερικά) εκκλησία του São Domingos, κτισμένη το 1241, στο κέντρο της Λισαβόνας.
Η (καμμένη εσωτερικά) εκκλησία του São Domingos, κτισμένη το 1241, στο κέντρο της Λισαβόνας.

ΤΟ ΤΕ­ΛΟΣ, ΟΠΩΣ ΣΤΟΝ ΚΙ­ΝΗ­ΜΑ­ΤΟ­ΓΡΑ­ΦΟ

Άκου: εί­ναι η θά­λασ­σα — λες.

Δεν ανταλ­λά­ξα­με πλέ­ον άλ­λες
κου­βέ­ντες. Και πό­σοι μή­νες πά­νε
πια δί­χως να μι­λά­με;

Ο κα­θέ­νας στη χώ­ρα του,
με ένα κα­λώ­διο τη­λε­φώ­νου
να μας ενώ­νει και να μας χω­ρί­ζει.


TO ΒΑ­ΤΡΑ­ΧΙ ΠΟΥ ΗΘΕ­ΛΕ ΝΑ ΓΙ­ΝΕΙ ΜΟ­ΝΑ­ΧΟΣ

Το κορ­μί ζη­τά το ψά­ρι του
— τον επιού­σιο άρ­το μας.

Και την ομορ­φιά του νού­φα­ρου

—του αν­θού από τη λά­σπη στη ρί­ζα του.

Ξέ­ρω μια αυ­λή μο­να­στη­ριού, με έναν μο­να­χό
— κά­νει την προ­σευ­χή του στην άκρη στο νε­ρό.

Και οχτώ κυ­πα­ρίσ­σια ολό­γυ­ρα
από το βα­τρά­χι που πη­δά στη λί­μνη.





ΤΡΙΑ ΚΟ­ΤΣΥ­ΦΙΑ

Κα­τά­μαυ­ρο που­λά­κι ακό­μα τρα­γου­δεί
—έχει όμως πε­τά­ξει πλέ­ον το που­λί.

Τρία κο­τσύ­φια μό­νο σε νή­σο
μα­κρι­νή και στο σχή­μα στρογ­γυ­λή.

(που ‘ναι επτα­σφρά­γι­στο μυ­στι­κό
εν τω μέ­σω της θα­λάσ­σης στον Ατλα­ντι­κό).

γύ­ρω απ’ τα μά­τια τους φυ­λάν
γα­μή­λιο δα­χτυ­λί­δι

— ζω­γρα­φι­σμέ­νο εί­ναι κα­θα­ρά πο­λύ
στου ράμ­φους τους το χρώ­μα το πορ­το­κα­λί.

Ένα μυ­στι­κό που κρύ­βουν
κό­τσυ­φες και πο­τα­μιές:

Τρία εί­ναι τα κο­τσύ­φια, δώ­δε­κα οι πο­τα­μιές,
— έχο­ντας τη λά­βα αντά­μα πα­γω­μέ­νη πια.

Μαύ­ρη κι όμοια με βα­σάλ­τη
σε μια νή­σο του Χρι­στού.

«Λίγη μελάνη»

Ακο­λου­θεί η με­τά­φρα­ση του κει­μέ­νου Automicrobiografia (=Αυ­το­μι­κρο­βιο­γρα­φία) του ποι­η­τή, που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο τέ­λος τού Pouca tinta. Μέ­σα σε άγκι­στρα – { } - κά­ποιες επε­ξη­γη­μα­τι­κές ση­μειώ­σεις του με­τα­φρα­στή.

——————


Γεν­νή­θη­κα στην Λι­σα­βό­να στις 8 Φε­βρουα­ρί­ου του 1960 και πέ­ρα­σα την παι­δι­κή μου ηλι­κία στο Αλε­ντέ­ζου, όπου έχει τις ρί­ζες της η οι­κο­γέ­νειά μου — στην δε­ξιά όχθη και στην αρι­στε­ρή όχθη του πο­τα­μού Γκουα­διά­να — από τη με­ριά του πα­τέ­ρα και τη με­ριά της μη­τέ­ρας, αντί­στοι­χα. Έμα­θα τα φω­νή­ε­ντα και τα σύμ­φω­να της πορ­το­γα­λι­κής γλώσ­σας ανά­με­σα σε ελαιώ­νες και στα­ρο­χώ­ρα­φα που έχουν σή­με­ρα χα­θεί. Μα­θή­τευ­σα στους Ιη­σουί­τες, στο Κο­λέ­γιο ντας Καλ­ντί­νιας, στο Σά­ντου Τίρ­σου, από το 1970 μέ­χρι το 1977. Τα επό­με­να χρό­νια — και μέ­χρι μια απροσ­διό­ρι­στη ημε­ρο­μη­νία — σπού­δα­σα Φι­λο­σο­φία στο Πορ­το­γα­λι­κό Κα­θο­λι­κό Πα­νε­πι­στή­μιο και Σύγ­χρο­νες Γλώσ­σες και Λο­γο­τε­χνί­ες στο Τμή­μα Κλα­σι­κών Σπου­δών του Πα­νε­πι­στη­μί­ου της Λι­σα­βό­νας. Το 1984 δη­μο­σί­ευ­σα το πρώ­το μου βι­βλίο με στι­χουρ­γή­μα­τα, λα­χτα­ρώ­ντας να ει­σέλ­θω στην «κοι­νω­νία των ποι­η­τών». { Στμ.: Το βι­βλίο εκεί­νο, σε αυ­το­έκ­δο­ση, εί­χε τον τί­τλο Antό­nio Nogueira· ση­μειω­τέ­ον ότι το πλή­ρες όνο­μα του Φερ­νά­ντο Πε­σόα εί­ναι Fernando Antό­nio Nogueira Pessoa….}
Από το 1991 έως το 1992 απο­σύρ­θη­κα και έζη­σα ένα χρό­νο στη νή­σο Τερ­σέι­ρα, στο αρ­χι­πέ­λα­γος των Αζο­ρών. Την επό­με­νη χρο­νιά δη­μο­σί­ευ­σα το έρ­γο  O Rei de Sodoma e Algumas Palavras em Sua Homenagem (=Ο Βα­σι­λεύς των Σο­δό­μων και κά­ποια λό­για εν εί­δει φό­ρου τι­μής προς Αυ­τόν), απο­τε­λού­με­νο από ποι­ή­μα­τα και από ένα πε­ζο­γρά­φη­μα. Το «αζο­ριά­νι­κο υλι­κό» του βι­βλί­ου αυ­τού [το πε­ζο­γρά­φη­μα O Rei de Sodoma (=Ο Βα­σι­λεύς των Σο­δό­μων)] εί­ναι, πα­ρό­λα αυ­τά, προ­γε­νέ­στε­ρο των βιω­μά­των μου στις Αζό­ρες. Στις μού­σες — που εί­ναι εν­νέα και αυ­τές όπως και τα νη­σιά του αρ­χι­πε­λά­γους — οφεί­λω αυ­τήν την άνευ της οφει­λο­μέ­νης δια­σα­φη­νί­σε­ως προ­αί­σθη­ση που έχω και την οποία με τη σει­ρά μου κα­τα­θέ­τω ως μαρ­τυ­ρία με τρό­πο ανά­λο­γο: άνευ άλ­λης επε­ξη­γη­μα­τι­κής φι­λο­λο­γί­ας.
Με­τά την επι­στρο­φή μου από το νη­σί, αφού διέ­μει­να κα­τά δια­κε­κομ­μέ­να χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα με­τα­ξύ Αλε­ντέ­ζου και Λι­σα­βό­νας, με­τα­κό­μι­σα μό­νος μου στην επαρ­χία στα τέ­λη του 1994.
Από τό­τε μέ­χρι σή­με­ρα, δη­μο­σί­ευ­σα και άλ­λα βι­βλία με ποι­ή­μα­τα και κά­ποια βι­βλία με πε­ζά, τα οποία απα­ριθ­μώ αδια­κρί­τως: A Mãe de Todas as Histό­rias (H μη­τέ­ρα όλων των ιστο­ριών, Averno, 2008), A Vida de Horácio (Η ζωή του Ορά­τιου — & etc, 2009) {συλ­λο­γή πε­ζο­γρα­φη­μά­των}, O Casamento Sempre Foi Gay e Nunca Triste (Ο γά­μος πά­ντα ήταν Gay και πο­τέ θλι­βε­ρός — & etc, 2009), Obsessão (Εμ­μο­νή - & etc, 2010), Arco da Porta do Μar (Αψί­δα της Πύ­λης της Θά­λασ­σας — & etc, 2013), Memό­ria de Lápis de Cor (Υπό­μνη­μα χρω­μα­τι­στού μο­λυ­βιού — & etc, 2014) {συλ­λο­γή από­ψε­ων του συγ­γρα­φέα, βά­σει της εμπει­ρί­ας που απε­κό­μι­σε ως ένας από τους δια­ση­μό­τε­ρους και επι­δρα­στι­κούς ομι­λη­τές στις συ­να­ντή­σεις του Πα­ρεκ­κλη­σί­ου στο Ρά­του της Λι­σα­βό­νας, στα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ες του 2010, στις οποί­ας διε­ξά­γο­νταν ανοι­χτές συ­ζη­τή­σεις σχε­τι­κά με τις δύ­σκο­λες σχέ­σεις ανά­με­σα στην Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κή Εκ­κλη­σία και την ομο­φυ­λο­φι­λία} — και A Angústia da Azeitona Antes de se Transformar em Luz (Η αγω­νία του καρ­πού της ελιάς προ­τού με­τα­μορ­φω­θεί σε φως – (não) edições, 2019), {δο­κί­μιο}.

Η ποίηση δεν απαιτεί μόνο πνευματική διαθεσιμότητα. Με ταπεινοσύνη ζητάει και, ταυτόχρονα, διεκδικεί επιτακτικά συνολική διαθεσιμότητα. Αναβλύζει από μια πηγή κρυμμένη σε ψηλό βουνό, την οποία κανένα αλλότριο βλέμμα δεν είναι σε θέση να δει στη φτωχή και επίπεδη επιφάνεια της καθημερινότητας ενός μοναχικού ανθρώπου ο οποίος γράφει.

Η ποί­η­ση δεν απαι­τεί μό­νο πνευ­μα­τι­κή δια­θε­σι­μό­τη­τα. Με τα­πει­νο­σύ­νη ζη­τά­ει και, ταυ­τό­χρο­να, διεκ­δι­κεί επι­τα­κτι­κά συ­νο­λι­κή δια­θε­σι­μό­τη­τα. Ανα­βλύ­ζει από μια πη­γή κρυμ­μέ­νη σε ψη­λό βου­νό, την οποία κα­νέ­να αλ­λό­τριο βλέμ­μα δεν εί­ναι σε θέ­ση να δει στη φτω­χή και επί­πε­δη επι­φά­νεια της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας ενός μο­να­χι­κού αν­θρώ­που ο οποί­ος γρά­φει. Και απαι­τεί, ακό­μη, για να συ­γκε­κρι­με­νο­ποι­η­θεί, έναν τρό­πο να ζει κα­νείς, ο οποί­ος εί­ναι μια πα­ρά­ξε­νη μορ­φή ζω­ής. Την ποί­η­ση, κα­τά πρώ­το λό­γο, την ποί­η­ση ολό­γυ­μνη και ολά­κε­ρη — πράγ­μα που έχει υψη­λό αντί­τι­μο: σε ό,τι αφο­ρά την ηθι­κή, την υγεία, τα οι­κο­νο­μι­κά —, για­τί ο ποι­η­τής εί­ναι σαν και εκεί­νον τον τζο­γα­δό­ρο που μπαί­νει στο κα­ζί­νο και στοι­χη­μα­τί­ζει όλες τις μάρ­κες του στο ίδιο νού­με­ρο. Όμως η συμ­βί­ω­ση με τις μω­ρές αυ­τές μού­σες οι οποί­ες δια­φε­ντεύ­ουν την ποί­η­ση αντι­σταθ­μί­ζει και αντα­μεί­βει αυ­τή την ασυγ­χώ­ρη­τη πα­ρα­φρο­σύ­νη εβδο­μή­ντα φο­ρές εφτά.




«Δεν εί­ναι εύ­κο­λο να εί­σαι ποι­η­τής, ού­τε ομο­φυ­λό­φι­λος, ού­τε κα­θο­λι­κός. Και πο­λύ λι­γό­τε­ρο να βιώ­νεις τις τρεις αυ­τές ταυ­τό­τη­τες ταυ­τό­χρο­να».
[ Από το δο­κί­μιο του Ζου­ζέ Αντό­νιου Αλ­μέι­ντα «A Angústia da Azeitona Antes de se Transformar em Luz
» (Η αγω­νία του καρ­πού της ελιάς προ­τού με­τα­μορ­φω­θεί σε φως) ]

H Αγία Θη­ρεσἰα του Θεί­ου Βρέ­φους

Με βά­ση την συ­νέ­ντευ­ξη που έδω­σε ο ποι­η­τής το 2009 στην Alexandra Lucas Coelho, η δη­μο­σιο­γρά­φος και συγ­γρα­φέ­ας ανα­φέ­ρει: «Δί­πλα στο πα­ρά­θυ­ρο, το αντί­γρα­φο μιας βυ­ζα­ντι­νής ει­κό­νας και η απει­κό­νι­ση της Αγί­ας Θη­ρε­σί­ας του Θεί­ου Βρέ­φους {Στμ.: Γαλ­λί­δα καρ­μη­λί­τισ­σα μο­να­χή του 19oυ αιώ­να, η οποία πέ­θα­νε από φυ­μα­τί­ω­ση στα 24 της χρό­νια, από τις πλέ­ον δη­μο­φι­λείς αγί­ες της Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας}. Δί­πλα στο κρε­βά­τι ένας Εσταυ­ρω­μέ­νος καρ­φω­μέ­νος πά­νω σε μια καρ­διά αρ­κε­τά σαρ­κώ­δη, με νεύ­ρα και βαλ­βί­δες. “Αυ­τή η απει­κό­νι­ση της Αγί­ας Καρ­δί­ας ήταν για και­ρό απα­γο­ρευ­μέ­νη, επει­δή έδει­χνε ανα­το­μι­κά ένα αν­θρώ­πι­νο όρ­γα­νο”. Ναι εί­ναι το δω­μά­τιο ενός κα­θο­λι­κού, αλ­λά βλέ­που­με πως εί­ναι και το δω­μά­τιο ενός ποι­η­τή. Στην άλ­λη πλευ­ρά του κρε­βα­τιού βλέ­που­με κα­δρα­ρι­σμέ­νη μια επι­στο­λή της Vieira da Silva (Στμ.: διά­ση­μη Πορ­το­γα­λί­δα ζω­γρά­φος), γραμ­μέ­νη το 1983: “Αγα­πη­τέ μου ποι­η­τή…” Πε­ρα­στι­κός από το Πα­ρί­σι, το 1983, ο Ζου­ζέ Αντό­νιου Αλ­μέι­ντα θέ­λη­σε να την γνω­ρί­σει και της άφη­σε κά­ποια ποι­ή­μα­τά του κα­θώς και ένα επι­σκε­πτή­ριο· εκεί­νη απά­ντη­σε με το γραμ­μέ­νο επι­στο­λό­χαρ­το που κο­σμεί το σπί­τι. Αυ­τό που δεν φαί­νε­ται ίσως στο δω­μά­τιο, αλ­λά φαί­νε­ται στο γρα­φείο, εί­ναι πως, πέ­ρα από κα­θο­λι­κός και ποι­η­τής, ο ένοι­κος εί­ναι και ομο­φυ­λό­φι­λος…. υπάρ­χουν “ιε­ρές μορ­φές” της ομο­ε­ρε­ω­τι­κής γραμ­μα­τεί­ας, όπως ο Κα­βά­φης, αλ­λά και φω­το­γρα­φι­κά κο­λάζ με μυώ­δη στέρ­να. Αυ­τές εί­ναι οι “τρεις ταυ­τό­τη­τες” με τις οποί­ες εκτί­θε­ται ο José António Almeida στο βι­βλίο O γά­μος πά­ντα ήταν gay [χα­ρού­με­νος] και πο­τέ θλι­βε­ρός».

Ποι­η­τής δη­λα­δή, gay και κα­θο­λι­κός. Δια­βά­ζο­ντας τις πα­ρα­πά­νω γραμ­μές ανα­λο­γί­ζο­μαι, ακό­μη μια φο­ρά, πως όταν κα­νείς γνω­ρί­ζει το έρ­γο και τον άν­θρω­πο, οι τα­ξι­νο­μή­σεις με βά­ση τις ταυ­τό­τη­τες εί­ναι χρή­σι­μες και βο­λι­κές ίσως, αλ­λά και προ­κλη­τι­κά ανε­παρ­κείς. Χρή­σι­μες βέ­βαια για τον «ξέ­νο» ανα­γνώ­στη, αλ­λά πι­θα­νόν κά­πως πα­ρα­πλα­νη­τι­κές... Ως προς τη χρι­στια­νι­κή πί­στη του ποι­η­τή, για πα­ρά­δειγ­μα, πέ­ρα από τις ανα­φο­ρές χρι­στια­νι­κής ιστο­ρί­ας, ίσως το μό­νο που αξί­ζει να κρα­τή­σει κα­νείς εί­ναι μια μό­νι­μη αί­σθη­ση ελέ­ους, απο­δο­χής, συγ­χώ­ρε­σης (;) και εγκαρ­τέ­ρη­σης, η οποία συ­νυ­πάρ­χει μια χα­ρά με την, ελά­χι­στα πι­κρή, εντέ­λει, ει­ρω­νεία στα ποι­ή­μα­τά του! Αλ­λά αυ­τό εί­ναι «ύφος», και το ύφος, ως γνω­στόν, εί­ναι ο άν­θρω­πος. Για να έρ­θου­με σε κά­τι ανά­λο­γο (;) στα κα­θ’ ημάς: άντε να «εξη­γή­σεις» τον Χρι­στια­νό­που­λο, μό­νο μέ­σα από τους όρους ορ­θό­δο­ξος, gay, ποι­η­τής και Σα­λο­νι­κιός σε έναν φι­λο­μα­θή ξέ­νο – άσε που και ο ίδιος δεν θα το ήθε­λε μάλ­λον, ίσως για­τί συν­δύ­α­ζε σε κά­τι πο­λύ συ­μπα­γές, ιδιαί­τε­ρο και ενιαίο όλα αυ­τές τις ταυ­τό­τη­τες (μα­ζί με άλ­λες).

Maria Helena Vieira da Silva, «Bι­βλιο­θή­κη», 1949, λά­δι σε καμ­βά, 114.5 × 147.5 εκ., Εθνι­κό Μου­σείο Σύγ­χρο­νης Τέ­χνης, Κέ­ντρο Πο­μπι­ντού, Πα­ρί­σι


Ο Ζου­ζέ Αντό­νιου Αλ­μέι­ντα αντλεί από πολ­λές, ποι­κί­λες και απροσ­δό­κη­τες πη­γές για να δη­μιουρ­γή­σει ποί­η­ση. Από την που­ρι­τα­νι­κή και κλει­στο­φο­βι­κή επαρ­χια­κή γε­νέ­τει­ρά του, στα χρό­νια της σα­λα­ζα­ρι­κής δι­κτα­το­ρί­ας της εφη­βεί­ας του αλ­λά και τώ­ρα, που η δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα υπο­τί­θε­ται ότι (πρέ­πει να) γί­νε­ται απο­δε­κτή. (Πα­ντού; Για κά­θε τι; Για όλους;). Από την ιστο­ρία, την γε­ω­γρα­φία και την λαϊ­κή και την λό­για πα­ρά­δο­ση της χώ­ρας του. Από τη μυ­χιό­τη­τα του προ­σω­πι­κού βιώ­μα­τος αλ­λά και από μια απέ­ρα­ντη δυ­τι­κή πα­ρά­δο­ση, κλα­σι­κή αλ­λά σχε­τι­κά νε­ώ­τε­ρη, ενί­ο­τε και σύγ­χρο­νη, αρ­κε­τά γνω­στή στον «επαρ­κή ανα­γνώ­στη» ποί­η­σης, και όχι μό­νον, στη Δύ­ση, στην Ευ­ρώ­πη ει­δι­κό­τε­ρα, όπως μπο­ρεί να δει κα­νείς σε πολ­λά ποι­ή­μα­τά του και στα μό­τα τους. Και ως προς την θε­μα­το­λο­γία αλ­λά και ως προς τους «τρό­πους» γρα­φής, την ποι­η­τι­κή του εν γέ­νει. Χω­ρίς να απε­μπο­λεί σε πολ­λά από τα ποι­ή­μα­τα το αρ­κε­τά πα­λιο­και­ρί­τι­κο ή/και το «σκλη­ρά» πορ­το­γα­λι­κό στοι­χείο — μέ­χρι και τo δη­μώ­δες —, και τις σχε­τι­κές πα­ρα­πο­μπές, στα πε­ρισ­σό­τε­ρα από αυ­τά κα­τα­φέρ­νει να γεν­νά μια σύγ­χρο­νη οι­κου­με­νι­κή ευαι­σθη­σία, προ­σι­τή (και) στους πολ­λούς. Το μό­νο που αξί­ζει ίσως τον κό­πο να επι­ση­μαν­θεί ιδιαί­τε­ρα στην «απλή» ποί­η­ση αυ­τού του ευ­ρυ­μα­θέ­στα­του ποι­η­τή, από φι­λο­λο­γι­κή σκο­πιά, εί­ναι η αρι­στο­τε­χνι­κή χρή­ση τε­χνι­κών και τε­χνα­σμά­των του culturalismo, ενός ση­μα­ντι­κό­τα­του ισπα­νι­κού – αν και όχι μό­νον – ρεύ­μα­τος της δε­κα­ε­τί­ας του ’60, με πο­λύ πα­λαιό­τε­ρες βέ­βαια κα­τα­βο­λές, το οποίο ση­μά­δε­ψε κα­θο­ρι­στι­κά την ποι­η­τι­κή γε­νιά των Ισπα­νών ποι­η­τών που εί­ναι γνω­στοί ως Novísimos (L.A. de Cuenca, L. A. de Villena κά). Δη­λα­δή την χρή­ση στοι­χεί­ων από την ιστο­ρία και την ιστο­ρία της τέ­χνης (αλη­θι­νών ή αλη­θο­φα­νών) για τη δη­μιουρ­γία μιας «ποι­η­τι­κής σκη­νο­θε­σί­ας» – πράγ­μα πο­λύ γνω­στό στα κα­θ’ ημάς από τον ιστο­ρι­κό και τον ψευ­δοϊ­στο­ρι­κό Κα­βά­φη, ο οποί­ος έχει – ηλί­ου φα­ει­νό­τε­ρον – , επη­ρε­ά­σει και αυ­τός, υπερ­βο­λι­κά σχε­δόν, τον Ζου­ζέ Αντό­νιου Αλ­μέι­ντα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: