«Μεγάλωνα πάντα, ως ποιητής και όχι μόνο, πετώντας πράγματά μου στα σκουπίδια. Η ποίηση έχει πολλά κοινά στοιχεία με την αποτέφρωση. Κάθε καλό ποιητικό εργαστήριο, ως γνωστόν, έχει ένα φούρνο που λειτουργεί συνεχώς και μια καπνοδόχο που καπνίζει πάντα» [ Απόσπασμα από το δοκίμιο Todas as Pérolas São Uma História de Dor (Όλα τα μαργαριτάρια είναι μια ιστορία πόνου), από τον τόμο Pouca tinta του José Antόnio Almeida ]
Βρήκα το βιβλίο Pouca Tinta, που περιέχει όλο το ποιητικό έργο του Ζουζέ Αντόνιου Αλμέιντα, καθώς και κάποια ενδιαφέροντα πεζά του — και μάλιστα όχι μόνο μυθοπλασίας — το καλοκαίρι που μας πέρασε. Αυτό συνέβη μετά από μια σύντομη παραμονή μου στις Αζόρες όταν, περνώντας από τη Λισαβόνα, το βιβλίο αυτό με συνάντησε — έτσι ένιωσα — σε ένα μικρό βιβλιοπωλείο στη ήσυχη γειτονιά Λάπα της πορτογαλικής πρωτεύουσας. Ήταν ένα βιβλιοπωλείο που είχε μόνο βιβλία ποίησης· πολλά βιβλία μεταφρασμένης ποίησης, αλλά και πολλά βιβλία ποίησης στο πρωτότυπο· υπήρχαν βιβλία όχι μόνο στα πορτογαλικά, αλλά και στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά σε αυτήν την «ποιητική φωλιά». «Poesia incompleta» (= ατελής, ανολοκλήρωτη ποίηση) είναι το όνομα του βιβλιοπωλείου.
Είχα πληροφορηθεί πως ο Ζουζέ Αντόνιου Αλμέιντα ήταν πλέον ένας κάπως γνωστός, σε ορισμένους κύκλους, άγνωστος ποιητής. Έκανα πολλή παρέα με τον Zé στις αρχές της δεκαετίας του ’90, είχαμε αρχίσει μάλιστα να μεταφράζουμε μαζί και το Τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή στα πορτογαλικά. Καλή παρέα, βελτίωσα πολύ τα πορτογαλικά μου μαζί του. Η δουλειά μαζί με τον Zé μου βελτίωνε πάντα τη διάθεσή, ειδικά το γέλιο του, το γέλιο ενός επιμελώς χαρωπού θλιμμένου ανθρώπου. Νέος ων, δεν έδινα και πολλή σημασία τότε στο γεγονός ότι αυτοπροσδιοριζόταν εμφατικά και ως καθολικός, το θεωρούσα απλώς γραφικό. Ήξερα, κάπως αόριστα, πως γράφει ποίηση και ότι είχε κάτι ήδη εκδώσει, εκείνος όμως γενικά απέφευγε τις κουβέντες επί του θέματος. Όταν διέκοψα την παραμονή μου στην Πορτογαλία οριστικά, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μου έστειλε κάποια ποιήματά του, σε φωτοτυπίες. Ένα από αυτά, με τον τίτλο «Χοιρινό», το έχω μάλιστα μεταφράσει για το τεύχος 5 του Χάρτη. Γι’ αυτό λοιπόν, στο βιβλιοπωλείο, ζήτησα κάποιο βιβλίο του. Μου έδωσαν το πιο πρόσφατο, όπως μου είπαν, το Pouca tinta (Λίγη μελάνη), 240 σελίδων περίπου, σε μια λιτή, σχεδόν μινιμαλιστική, αλλά καλόγουστη και πρωτότυπη cult έκδοση του 2020, δημιουργία των εντυπωσιακά αφανών και εμφανώς διακριτικών εκδόσεις não (edições) – το όνομα σημαίνει «όχι (εκδόσεις)» ή «μη (εκδόσεις) –, οι οποίες συνταιριάζουν με μαστοριά το πολύ παλιό ή και παλαιινό με το πολύ μοντέρνο στην εκδοτική τέχνη· το αποτέλεσμα είναι κάτι το αλλόκοτα αχρονικό, αν και όχι άχρονο.
Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο, ως αντικείμενο/κατασκευή έρχεται να ανταποκριθεί και να ταιριάξει στο περιεχόμενό του. Ανακάλυψα στο βιβλίο αρκετά ποιήματα πολύ ποικίλα ως προς την έμπνευση, το ύφος, τον τόνο, την γλώσσα. Ποιήματα (δι)αχρονικά, τα οποία παραπέμπουν, άλλα εμφανώς και άλλα αινιγματικά, τα πιο πολλά, σε κάτι πολύ συγκεκριμένο στο χρόνο του ποιητή, όσο και στον γνωστό σους περισσότερους ιστορικό χρόνο. Ποιήματα που, σε μια πρώτη ματιά, δείχνουν έντονα επίκαιρα ή έντονα ανεπίκαιρα, ανεπίκαιρα ίσως για το πνεύμα της εποχής μας (σε κάποιες mainstream εκδοχές του).
Ποιήματα που χαρίζουν μικρές εκπλήξεις, καθώς ισορροπούν αποφεύγοντας τις υπερβολικές εντάσεις, ανάμεσα στην εγκεφαλική «ψύχρα» του αχρονικού και τις «κάψες» του επικαιρικού. Επαρκείς δόσεις κατασταλαγμένης χαμηλόφωνης συγκίνησης, με δυο λόγια. Ακολουθούν μεταφρασμένα 16 ποιήματα από το βιβλίο. Χωρίς καμιά χρονολογική σειρά με βάση το πότε γράφτηκαν.