Τραγουδώ, και το δάσος πρασινίζει.
Μπ. Α.[1]
Ι
Ήμουν φιλοξενούμενη τότε στη γη.
Άννα με βάφτισαν, το πιο γλυκό όνομα
στων ανθρώπων τα χείλη και τ’ αυτιά.
Τόσο με συνεπήραν οι χαρές της γης,
που δεν μετρούσα δώδεκα γιορτές μονάχα,
μα τόσες όσες και του χρόνου οι μέρες.
Σε πρόσταγμα κρυφό υπακούοντας,
διάλεξα σύντροφό μου την ελευθερία ̶
τον ήλιο και τα δέντρα μοναχά αγαπούσα.
Κάποια φορά στα τέλη του καλοκαιριού συνάντησα
– ήταν η απατηλή ώρα της αυγής – μια ξένη,
και κολυμπήσαμε μαζί στη ζεστή θάλασσα.
Παράξενα μου φαίνονταν τα ρούχα της
κι ακόμα πιο παράξενα τα χείλη, μα τα λόγια
σαν άστρα πέφτανε στη νύχτα του Σεπτέμβρη.
Κι ετούτη η λυγερή με δίδαξε να κολυμπώ,
στηρίζοντας με το ’να χέρι το άμαθο κορμί μου
στο φουσκωμένο κύμα.
Κι ακίνητη, συχνά, στα γαλανά νερά,
δίχως βιασύνη μου μιλούσε,
και μου φαινόταν πως των δέντρων οι κορφές
ανάλαφρα θροΐζουν, ή πως τρίζει η άμμος,
ή πως μακριά μιας γκάιντας η αργυρή φωνή
ψάλλει για κάποιους που ένα βράδυ χωριστήκαν.
Μα ήταν αδύνατο τα λόγια της να θυμηθώ
και ξύπναγα συχνά τις νύχτες με πόνο.
Έβλεπα τα μισάνοιχτα χείλη της,
τα μάτια της και τα απαλά μαλλιά της.
Σα να ’ταν άγγελος εξ ουρανού, ικέτευα
τότε το θλιμμένο κορίτσι:
«Μα πες μου, πες μου, πού χάθηκε η μνήμη,
γιατί αφού τρυφερά βασάνισες την ακοή μου
μου στέρησες της επανάληψης τη χάρη;»
Και μια φορά μονάχα, καθώς μάζευα
σταφύλια στο μικρό μου καλάθι,
κάθισε μια μελαχρινή γυναίκα στο χορτάρι,
μάτια κλειστά, λυμένες πλεξούδες,
κι ήταν κατάκοπη και λιγωμένη
απ’ το βαρύ άρωμα των μελανών καρπών
και την αψιά ευωδιά της άγριας μέντας.
Κι έκρυψε αυτή κάποιες θαυμάσιες λέξεις
στης μνήμης μου το θησαυροφυλάκιο,
και πετώντας το γεμάτο καλάθι
στη γη ρίχτηκα, τη στεγνή και πνιγηρή,
σα να ’ταν εραστής κι αυτό τραγούδι αγάπης.
( 1913 )
ΙΙ
Μακριά απ’ της ιερής πατρίδας τα άλση
κι απ’ το σπίτι όπου μαράζωνε η Μούσα του θρήνου,
ήσυχη και χαρούμενη, ζούσα
στο χαμηλό νησί[2] που σαν σχεδία είχε αράξει
στο μεγαλόπρεπο δέλτα του Νέβα.
Ω, οι μυστήριες μέρες του χειμώνα,
αγαπημένος μόχθος, κούραση γλυκιά,
στην κανάτα του λαβομάνου τριαντάφυλλα!
Ένα δρομάκι χιονισμένο και μικρό –
κι απέναντί μας ακριβώς ύψωναν τότε
τον τοίχο του ιερού της Αγίας Αικατερίνης.
Συχνά νωρίς έβγαινα από το σπίτι,
αναζητώντας στο ανέπαφο χιόνι,
πάνω στο αγνό, χλωμό πέπλο,
μάταια τα χτεσινά πατήματά μου.
Κι ακολουθώντας το ποτάμι, όπου οι σκούνες
σαν περιστέρια η μια στην άλλη τρυφερά ακουμπούσαν
τη γκρίζα ακτή ως την άνοιξη ποθώντας,
έφτανα στο παλιό γεφύρι.
Ένα δωμάτιο σαν κλουβί, κάτω απ’ τη στέγη
του βρώμικου, όλο θόρυβο σπιτιού,
κι αυτός, σαν σπίνος, μπρος στο καβαλέτο να σφυρίζει.
Παραπονιόταν εύθυμα, και μελαγχολικά
μιλούσε για το ανέφικτο της ευτυχίας.
Σαν μέσα σε καθρέφτη, ανήσυχα παρατηρούσα
τον φαιό καμβά, κι από βδομάδα σε βδομάδα
όλο και πιο πικρή φάνταζε, πιο παράξενη
η ομοιότητά μου με την νέα μου εικόνα.
Δεν ξέρω πού είναι τώρα ο αγαπημένος ζωγράφος[3]
που μαζί του σκαρφάλωνα από το παράθυρο
της γαλανής σοφίτας έξω στη στέγη
και περπατούσα στο γείσο πάνω απ’ τη θανάσιμη άβυσσο
να δω το χιόνι, το Νέβα και τα σύννεφα, ̶
μα νιώθω πως οι Μούσες μας είναι δεμένες
με μια ανέμελη, μαγική φιλία,
σαν κοριτσόπουλα που δεν γνώρισαν την αγάπη ακόμα.
ΙΙΙ
Βραδιάζει, και στο βαθυγάλανο ουρανό
όπου πριν λίγο ο ναός της Ιερουσαλήμ
έλαμπε με μυστηριακή μεγαλοπρέπεια,
δυο αστέρια μόνο ξεχωρίζουν πάνω απ’ τα μπλεγμένα
κλαδιά, κι από κάπου γλιστράει το χιόνι,
όχι από τα ψηλά, αλλά σα ν’ ανεβαίνει από τη γη,
νωθρό, τρυφερό, προσεκτικό.
Ήταν παράξενος αυτής της μέρας ο περίπατος.
Σαν βγήκα έξω, ευθύς με τύφλωσε μια λάμψη,
διάφανη λάμψη σε πράγματα και πρόσωπα,
σαν να ’χαν καθίσει πέταλα παντού,
από τα ροδοκίτρινα εκείνα μικρά τριαντάφυλλα
που έχω ξεχάσει τ’ όνομά τους.
Ο αέρας ήσυχος, ξερός και παγερός,
αγκάλιαζε κάθε ήχο, τον προστάτευε,
τόσο που νόμιζες πως σιωπή δεν υπάρχει.
Και στη γέφυρα, χώνοντας χέρια γαντοφορεμένα
μέσα απ’ τα σκουριασμένα κάγκελα,
τάιζαν τα παιδιά τις λαίμαργες, παρδαλές πάπιες
που στριφογύριζαν σε μαύρες τρύπες στον πάγο.
Και σκέφτηκα πως είναι αδύνατο
κάποτε αυτό να το ξεχάσω.
Κι αν δρόμος δύσκολος με περιμένει,
να ένα φορτίο που πρόθυμα θα το σηκώσω,
ώστε σε γερατειά ή σε αρρώστια,
στην άθλια ανέχεια ίσως, να θυμάμαι
αυτή την παράφορη δύση, αυτή την ορμή
της ψυχής, και της γλυκιάς ζωής τα μάγια.
( 1914-1916 )