Είναι ένας από τους πιο σημαντικούς Xιλιανούς ποιητές του 20ού αιώνα. Ξεκίνησε σπουδές Νομικής αλλά τις εγκατέλειψε για να σπουδάσει τελικά Λογοτεχνία στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου του Σαντιάγκο της Χιλής. Εργάστηκε αρχικά στη μέση εκπαίδευση και, αργότερα, στην ανώτερη, στις πόλεις Βαλπαραϊσο και Κονσεπσιόν, παραδίδοντας μαθήματα ύφους και λογοτεχνικής αισθητικής στο πανεπιστήμιο. Διατέλεσε επίσης καθηγητής σε πανεπιστήμια της Ανατολικής Γερμανίας, της Βενεζουέλας και των ΗΠΑ. Υπήρξε από τα πρώτα μέλη της σημαντικότατης χιλιανής σουρεαλιστικής ομάδας «La Mandrágora» (1938), την οποία εγκατέλειψε το 1942. Υιοθέτησε αρχικά κάποια στοιχεία του σουρεαλισμού και, στη συνέχεια, στράφηκε προς μια ποίηση κοινωνικής κριτικής, με γραφή απλή και καθημερινή, αλλά πάντα πρωτότυπη, απευθυνόμενος σε ένα ευρύτερο κοινό, παρακολουθώντας όμως, μέσα από το έντονα προσωπικό του ύφος, τις εκάστοτε λατινοαμερικανικές λογοτεχνικές πρωτοπορίες. Η κριτική καθώς και τα πολυάριθμα βραβεία που έλαβε μαρτυρούν για το λογοτεχνικό του μέγεθος. Τιμήθηκε με το «Βραβείο Βασίλισσα Σοφία» και με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Χιλής, το 1992, με το «Βραβείο Χοσέ Ερνάντες», τη μέγιστη αναγνώριση σε λογοτέχνη που αποδίδεται από την Αργεντινή, με το μεξικανικό «βραβείο Oκτάβιο Πας» για την Ποίηση και το Δοκίμιο, το 1998, με το χιλιανό βραβείο Αltazor, το 2001 και, τέλος, με το «Βραβείο Θερβάντες», το 2003, που είναι και η υψηλότερη διάκριση για την ισπανόφωνη λογοτεχνία. Κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τον Σαλβαδόρ Αλιέντε ανέλαβε διπλωματικά καθήκοντα στην Κίνα και στην Κούβα. Μετά το πραξικόπημα τού Πινοτσέστ, το 1973, ο Ρόχας στερήθηκε την υπηκοότητά του και αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί επί μακρόν. Η ποίησή του, ακόμα και στις δύσκολες στιγμές της ζωής του, δεν έπαψε να υμνεί την ομορφιά, και την απόλαυση των αισθήσεων και να καταγγέλλει παράλληλα τις διάφορες εκφράσεις της ανθρώπινης αθλιότητας. Το 1960, υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου της Κονσεπσιόν, οργάνωσε την «Πρώτη Συνάντηση Αμερικανών Συγγραφέων», στην οποία παρέστησαν, μεταξύ άλλων, οι Ernesto Sábato, Νicanor Parra, Allen Ginsbesrg, Lawrence Ferlinghetti. Το 1962 προσκάλεσε σε μια μνημειώδη διεθνή συνάντηση στη Χιλή συγγραφείς, φιλόσοφους, επιστήμονες, νομικούς και καλλιτέχνες εικαστικών τεχνών μεταξύ των οποίων τους Carlos Fuentes, Pablo Neruda,Mario Benedetti, Alejo Carpentier, Augusto Roa Bastos Οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν στα δυο θέματα που προτάθηκαν από τον Ρόχας: «Εικόνα της Λατινικής Αμερικής» και «Εικόνα του σύγχρονου ανθρώπου». Αρκετά αργότερα, οι λατινοαμερικάνοι συγγραφείς Carlos Fuentes και José Donoso εκφράσανε την τολμηρή άποψη πως ο πρώτος σπόρος του περίφημου λογοτεχνικού boom της Λατινικής Αμερικής ρίχτηκε σε εκείνη την συνάντηση. Η Διεύθυνση των Βιβλιοθηκών, Αρχείων και Μουσείων της Χιλής εξέδωσε μια τριλογία με τα καλυτέρα έργα του Γκονσάλο Ρόχας, στην οποία περιλαμβάνονται τα Qué se ama cuando se ama (Τι αγαπιέται όταν αγαπιέται, 2000), Réquiem de la mariposa (Ρέκβιεμ της πεταλούδας, 2001) και Al silencio (Στην σιωπή, 2002). Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα γερμανικά, στα κινεζικά, στα αραβικά κ.ά. Ο Γκονσάλο Ρόχας πέθανε στο Σαντιάγκο της Χιλής το 2011 σε ηλικία 94 ετών.
Τέσσερα ποιήματα
Το χρήμα
Στον ποταμό εγώ αναφέρομαι όπου όλα τα ποτάμια καταλήγουν,
στον μέγα ποταμό τον σαπισμένο,
όπου οι πνεύμονες μας που για τον αέρα εκπαιδεύσαμε καταλήγουν,
στον πηγμένο ποταμό που στο αιμοφόρο ρεύμα του λείψανα μεταφέρει
της ελευθερίας μας: τα ρόδα όλα
στους εμπορικούς του υπονόμους,
της ευχαρίστησης τα ρόδα και της καλοτυχίας, μίας νυχτιάς τα ρόδα
που σε όλες σε αισθήσεις ανοιχτήκαν,
σήμερα στα λιγδερά νερά απιθωμένα, όπου οι εφτά πληγές
μας κηλιδώνουν και μας συνθλίβουν, μας αναλώνουν, μας τρώνε
με τα άπλυτα τα δόντια τους υπό τη γοητεία του φιλιού και του γέλιου
Σ᾽ εμάς εισδύει ο ποταμός
και εμείς στον ποταμό εισδύουμε.
Ένας πόλεμος είναι μέχρι θανάτου, ίδιος με το μικρόβιο
που το χρώμα του αίματός μας κλέβει,
με αντάλλαγμα την επιβίωση με αυτή που μας μωραίνει και αγάπης
μας επιτρέπει κάποιες ώρες μετά της εργασίας την κόπωση.
Όταν τα ξημερώματα στην άβυσσο σαλτάρουμε
απ’ των λευκών των κρεβατιών μας την ζεστή ευδαιμονία
και τα πόδια πάνω στα πράγματα ακουμπάμε,
το παράθυρο ανοίγουμε το σώμα για να δούμε
της δικής μας πραγματικότητας και πριν ο ήλιος ανατείλει
για μας η ωχρότητα του ποταμού ανατέλλει,
του ποταμού του φονικού η νοσηρή ανάσα
που τόκους μας χρεώνει την νύχτα μας για να φροντίσει.
Τον εμπλουτίζουνε οι πόρνες, τις νυχτιές,
οι κακοποιοί που στο σπίτι των θυμάτων τους εισβάλλουν
με το θανατικό στα μάτια, οι άπληστοι που ότι θα κερδίσουν
απ’ αυτόν πιστεύουν και είναι οι φτωχές οι φλύκταινες
αυτού του ποταμού του ατέλειωτου σαν έλκος τερατώδες
ανοιγμένος.
Όλοι οι άθλιοι στην αύξηση
συμβάλλουν, στην άναρχη διόγκωση
του δίχως τέλος βούρκου.
Οι Τράπεζες και οι Ναοί τις μεγάλες πόρτες τους ανοίγουν
για να περάσει ο ποταμός.
Για να βασιλέψει πάνω σε ζώντες και νεκρούς ο ποταμός όλα ρυθμίζονται
και από τα μάτια όλα που τρέχουνε τους δρόμους
το χρώμα το ολέθριο του πυώδους του νερού του ξεπροβάλλει
και από τα στόματα όλα η μυρουδιά του ποταμού αναδύεται.
Τρώμε, δουλεύουμε για την τιμή του ποταμού
και από τον ποταμό την μέρα που πεθαίνουμε, το άθλιο το αίμα μας
καταβροχθίζεται
και τα δικά μας σκληρά κόκαλα που αντάξια της γης φαντάζανε
τον ποταμό υπηρετούν και αυτά
σαν της ισχύος του τεκμήρια τόσα άλλα,
που μαλθακά όλα τα πράματα τα κάνει.
Την δηλητηριώδη κοίτη του πώς να σταματήσεις,
πώς τις μεγάλες αρτηρίες αυτού του ποταμού να κόψεις
να αιμορραγήσει μονομιάς, και κάτω να ρίξει,
τους θρόνους και τα μαγαζιά
που στην αθλιότητά μας πάνω χτίζοντας επιβιώνει;
Αλλά ας μην ωρυόμαστε. Γιατί ξέρει αυτός την τύχη μας,
αυτός είναι η συνήθεια και ο θεσμός,
νικά αυτός τα καθεστώτα, γκρεμίζει τις ιδέες,
αυτός καταρρακώνει τον φτωχό, αλλά διαλύει τον πλούσιο
όταν δεν υποκύπτει την γάγγραινά του για να γλείψει,
αυτός χρεώνει και πληρώνει, ξέρει αυτό που θέλει
μιας και του θανάτου η ενσάρκωση στη γη είναι.
Μείζων τέχνη
Διάφανα είναι κάποια δέντρα και να μιλούνε ξέρουν
γλώσσες ποικίλες ταυτοχρόνως, αλγεβρικά κάποια άλλα
με τον αέρα κουβεντιάζουν σε τόνο σοβαρό
για τα άστρα, άλλα
άλογα μοιάζουν και χλιμιντρίζουν,
υπάρχουν
σε όλα τούτα ανάμεσα τύποι τρελοί απίστευτοι
που ελλείψει μάνας, η συγχορδία της ομίχλης
τους αρκεί.
Τη νύχτα αυτό που βλέπουν ζωγραφίζουν, ενεργοποιούν και
θεοποιούν χώρο άλλο με φύλο αλλιώτικο
από της Γένεσης, τραγουδούν
και ζωγραφίζουν ταυτοχρόνως περισσότερο απ’ της δημιουργίας
την τέχνη της σιωπής
την παλιά τέχνη
μπροστά στην έκπληξη, στο στημόνι δένουν
το ανδρόγυνο το δίχτυ
ενός κορμιού μοναδικού
δέντρου και ζώου αναστημένου
με τις δέκα χιλιάδες αισθήσεις
που στον τοκετό απωλέσαμε·
τότε
άλλος ήλιος είμαστε.
Η συνεύρεση
Να σε φίλαγα στις άκρες των βλεφαρίδων και στις θηλές, παράφορα να σε φίλαγα,
ντροπαλή μου, σε αυτούς τους μυς
λευκής μοναδικότητας, αυτά τα πόδια να άγγιζα
για πέταγμα αλλιώτικο για αέρα περισσότερο από τον αιλουροειδή τούτον αέρα
του αρώματός σου, Σπανιόλα μου μου να σε έλεγα,
Γαλλίδα μου, Αγγλίδα μου, ragazza,
βόρεια Σκανδιναβή, αφρέ της διασποράς της Γένεσης, τι άλλο
μέσα μου να σε έλεγα;
Ελληνίδα, Αιγύπτιά μου, Ρωμαία
λόγω του μάρμαρου;
Φοίνισσα,
Καρχηδόνια ή τρελή, παθιασμένα Ανδαλουσιανή
στου θανάτου την αψίδα
με όλα τα πέταλα ανοιχτά,
τεταμένη
η λύρα του Θεού, στο χορό
της συνεύρεσης;
Να αλυχτάς να σε άκουγα,
να σε δάγκωνα μέχρι τις τελευταίες
παπαρούνες, δαιμονισμένη μου, ακόμα να σε
τρέλαινα εκεί, στην τυφλή
δροσιά, στης λαγνείας
να σε κολύμπαγα
την ακόρεστη απεραντοσύνη,
να γέλαγε
ανεξέλεγκτος ο οίστρος με τα δόντια σου,
του δέρματός σου το όπιο να με άρπαζε ως το ιβουάρ
άλλης αγνότητας, να άκουγα να τραγουδάν
οι εκραγείσες σφαίρες όπως ο Πυθαγόρας,
να σε έγλειφα,
όπως ο λέων την λέαινα του,
να σε οσμιζόμουν,
ο ήλιος να σταμάταγε
φαλλικά δική μου,
να σε αγαπούσα!
Αίνιγμα της αιτούσας
Δεσποινίς ατελής ψάχνει άντρα ατελή
του 32, απαιτεί ανάγνωση
του Οβίδιου, προσφέρει: α) δυο στήθη περιστέρας,
β) όλο το ανάλαφρο το δέρμα της
για τα φιλιά, γ) ματιά
πράσινη τις συμφορές των καταιγίδων
να αντικρούει·
στα σπίτια δεν πηγαίνει
τηλέφωνο δεν διαθέτει, μαγνητισμό δέχεται με τη σκέψη.
Δεν είναι η Αφροδίτη·
της Αφροδίτης την αδηφαγία διαθέτει.