Το 1895 ήταν μια σημαντική χρονιά για τις τέχνες. Μεταξύ άλλων, εγκαινιάστηκε η πρώτη Μπιενάλε της Βενετίας. Στο Λονδίνο δόθηκε η πρεμιέρα του τελευταίου θεατρικού έργου του Όσκαρ Ουάιλντ «Ο σοβαρός κύριος Ερνέστος», λίγο πριν τη σύλληψη και καταδίκη του συγγραφέα για «διάπραξη βαριάς ασέβειας με άρρενες». Ο Πολ Σεζάν παρουσίασε την πρώτη ατομική έκθεση σε παρισινή γκαλερί, ενώ ο συνονόματος συμπατριώτης του, Γκογκέν, εγκατέλειψε τη Γαλλία για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Πολυνησία, δημιουργώντας εκεί τα πιο διάσημα έργα του. Τέλος, τη χρονιά εκείνη γεννήθηκαν δύο καινούριες τέχνες που προστέθηκαν στο πάνθεο των προγενεστέρων.
Πρώτα, χρονικά, εμφανίστηκαν τα κόμικς. Συνέβη στην Αμερική, με το Κίτρινο Παιδί (Yellow Kid) να σηματοδοτεί την επίσημη έναρξη της ιστορία των κόμικς. Άρχισε να δημοσιεύεται από τις 17 Φεβρουαρίου του 1895, στις σελίδες της New York’s World που εξέδιδε ο «νονός» του επίζηλου δημοσιογραφικού βραβείου, Τζόζεφ Πούλιτζερ. Δύο, μόλις, μέρες πριν εκπνεύσει εκείνη η χρονιά, εμφανίστηκε και ο κινηματογράφος. Η δική του έναρξη σημειώθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1895, με τη δημόσια προβολή από τους αδελφούς Λιμιέρ των πρώτων βουβών ταινιών τους.
Στην πορεία του χρόνου, κόμικς και κινηματογράφος καταξιώθηκαν ως οπτικές τέχνες. Παραδόξως, η νεότερη εκ των δύο ξεπέρασε το μειονέκτημα της ύστερης άφιξης και ονομάστηκε 7η τέχνη. Αντιθέτως, η προπορευόμενη, έστω κατά δέκα μήνες, τέχνη των κόμικς κατέλαβε την 9η θέση (με «σφήνα» στην 8η τη φωτογραφία). Μια εξήγηση για την παραβίαση της άτυπης επετηρίδας ίσως βρίσκεται στις καλύτερες δημόσιες σχέσεις που ανέπτυξε ο κινηματογράφος συγκριτικά με τα κόμικς. Αυτό όμως είναι κάτι που μένει να αποδειχθεί.
Όπως και αν έχει το πράγμα, οι δύο συνομήλικες τέχνες έχουν αρκετά κοινά στοιχεία. Αμφότερες αφηγούνται ιστορίες με εικόνες. Η μία στο πανί, η άλλη στο χαρτί. Τα κόμικς αποτελούνται από καρέ σε ακίνητη ακολουθία, οι ταινίες από καρέ σε ροή προβολής. Η στενή συγγένεια προκύπτει από τους τρόπους αφήγησης, τις σκηνές, τα κάδρα, το μοντάζ (στη μεν) και ντεκουπάζ (στη δε), τις φωτοσκιάσεις κ.λπ. Οι συνεχείς ανταλλαγές υπογραμμίζουν τους βαθύτερους δεσμούς που τις συνδέουν. Διάσημοι ηθοποιοί και γνωστές ταινίες παίρνουν μετάθεση από τη μεγάλη οθόνη στις μικρές, τα καρεδάκια των κόμικς. Ακολουθώντας αντίστροφη διαδρομή, οι χάρτινες φιγούρες μεταφέρονται στον κινηματογράφο και ενσαρκώνονται από ηθοποιούς, όταν δεν γίνονται κινούμενα σχέδια.
Οι δύο τέχνες γονιμοποίησαν η μία την άλλη από την αρχή της παράλληλης εξέλιξής τους. Τα κόμικς μετέφεραν στις σελίδες τους δημοφιλείς πρωταγωνιστές από τις βουβές κωμωδίες, με πρώτο τον Τσάρλι Τσάπλιν. Διατηρώντας την περσόνα του περιπλανώμενου αλήτη, εμφανίστηκε σε δύο περιοδικά που κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα, το 1915. Ήταν το αμερικανικό Comic Capers (Κωμικές Περιπέτειες) και το αγγλικό Funny Wonder (Αστείο Θαύμα). Το μακροβιότερο έντυπο του είδους ήταν το αγγλικό Film Fun, η εβδομαδιαία έκδοση του οποίου ξεκίνησε την περίοδο του βουβού (1920) και ολοκληρώθηκε πολύ αργότερα, στα χρόνια του ηχητικού κινηματογράφου (1962), με 2.225 τεύχη συνολικά. Ο Μπίλι Γουέικφιλντ ήταν βασικός ενορχηστρωτής των εικονογραφημένων σελίδων. Οπλισμένος με ένα μολύβι και μπλοκ σχεδίασης, πήγαινε να δει κάθε καινούρια ταινία των κωμικών ηθοποιών της εποχής, για να τους μετατρέψει σε φιγούρες των κόμικς Τα βιαστικά σκαριφήματά του κατά τη διάρκεια της προβολής, αποτελούσαν τη βάση για την μετέπειτα εικονογράφηση. Ολόκληρο σχεδόν το κωμικό επιτελείο του Χόλιγουντ πρωταγωνίστησε στις σελίδες του Film Fun: Τσάρλι Τσάπλιν, Μπάστερ Κίτον, Χάρολντ Λόιντ, Φάτι Άρμπακλ, Χάρι Λάνγκτον, Μπεν Τέρπιν κ.ά. Τις περισσότερες εμφανίσεις πάντως, έκανε το δίδυμο Όλιβερ Χάρντι - Σταν Λόρελ, γνωστοί στα καθ’ ημάς με τα προσωνύμια Χοντρός – Λιγνός. Το κωμικό ζευγάρι ήταν τόσο δημοφιλές, ώστε εγκατέλειψε τις εσωτερικές σελίδες και μετακόμισε στο εξώφυλλο του Film Fun, από τις 10 Μαρτίου 1921. Οι δυο τους έμειναν εκεί μέχρι τις 15 Νοεμβρίου 1957, είτε σε ολοσέλιδα κόμικς, είτε πλαισιωμένοι από άλλους κωμικούς. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα 36 χρόνια ανελλιπούς παρουσίας τους σε αυτό το περιοδικό, είναι περισσότερα από τα 30 χρόνια που διήρκεσε η πραγματική συνεργασία τους στην οθόνη (1921-1951). Η επιτυχία που γνώρισαν στα χρόνια της κινηματογραφικής παντοδυναμίας τους παρακίνησε πολλούς άλλους εκδότες, από διάφορες χώρες (της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης), να κυκλοφορήσουν κόμικς με το αχώριστο ζευγάρι. Η Αμερική, όπως είναι ευνόητο, τίμησε τους δύο κωμικούς με πληθώρα κόμικς, από διάφορους εκδότες και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Η λάμψη τους έφτασε μέχρι το 2008, σε μια εντελώς ασυνήθιστη εμφάνιση για τα δικά τους μέτρα. Στην περιπέτεια της Marvel «Θορ: Η Αλήθεια της Ιστορίας», που έγραψε και σχεδίασε ο Άλαν Ντέιβις, ο Σταν και ο Όλι παίζουν το ρόλο δύο Αιγυπτιολόγων με συγκρουόμενες θεωρίες αναφορικά με τη Σφίγγα.
Η ταύτιση κόμικς και κινηματογράφου υπήρξε ολοκληρωτική σε ένα αμερικανικό περιοδικό. Το Movie Comics κυκλοφόρησε το 1946 και διαφημίστηκε ως «Η νεότερη ιδέα στα κόμικς και τις ταινίες, ένας συνδυασμός χωρίς προηγούμενο». Δεν υπερέβαλε. Μια πολυάριθμη ομάδα σχεδιαστών μετέτρεπε τις ταινίες σε κόμικς, αντιγράφοντας χαρακτηριστικά καρέ από το φιλμ. Τέσσερα χρόνια αργότερα το πείραμα θα επαναλαμβανόταν στην Ελλάδα, με τη θαυμαστή ευρεσιτεχνία και το δημιουργικό αυτοσχεδιασμό να υποκαθιστούν τις δυνατότητες ενός ατελιέ μεγάλου εκδοτικού οίκου. Το 1950, ο εκδότης και σχεδιαστής Θέμος Ανδρεόπουλος κυκλοφόρησε το περιοδικό Ταμ-Ταμ. Κάθε τεύχος περιείχε μία αυτοτελή περιπέτεια «αποδομένη κινηματογραφικά σε 94 εικόνες», όπως έγραφε στο εξώφυλλο. Μπορεί τα 94 καρέ να διαρκούν κάτι περισσότερο από τρία δευτερόλεπτα σε κινηματογραφική προβολή, όμως στις σελίδες του Ταμ-Ταμ διαρκούσαν πολύ περισσότερο. Ο Θέμος Ανδρεόπουλος με τους συνεργάτες του σχεδιαστές Στέφανο Αποστόλου, Βύρωνα Απτόσογλου (τον μετέπειτα Byron στον Μικρό Ήρωα), Κώστα Ραμπατζή, Ζωή Σκιαδαρέση, και με τη συμμετοχή της ποιήτριας Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη (δικός της ο «Ύμνος του Ε.Λ.Α.Σ.») που έγραψε τα σενάρια και των 18 τευχών, πέτυχαν κάτι εντυπωσιακό για τα ελληνικά δεδομένα. Πρώτοι εκείνοι μπόρεσαν να βρουν το πέρασμα από τη μεγάλη οθόνη στις εικονογραφημένες σελίδες, εκδίδοντας σε κόμικς γνωστές ταινίες της εποχής. Πρόκειται για μια σπάνια, αν όχι μοναδική περίπτωση στα ελληνικά χρονικά, με διακριτή εξαίρεση το «Τρένο της μεγάλης φυγής», από την ομώνυμη ταινία του Αντρέι Κοντσαλόφσκι. που διασκεύασε σε κόμικς ο Σπύρος Δερβενιώτης και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Γαλέρα. Ο Θέμος Ανδρεόπουλος με τον Κώστα Ραμπατζή επανέλαβαν την επιτυχημένη συνταγή του Ταμ-Ταμ λίγα χρόνια αργότερα, με το Πάνθεον Αριστουργημάτων. Ο τίτλος αναφερόταν στα αριστουργήματα της κλασικής λογοτεχνίας, αλλά βασικά αφορούσε τις ταινίες που βασίστηκαν σε αυτά. Παρότι δεν ακολουθούσαν κατά γράμμα τα κινηματογραφικά σενάρια, διατηρούσαν το βασικό αφηγηματικό ιστό και απέδιδαν, κατά το δυνατόν, την ατμόσφαιρα κάθε ταινίας.
Ακολουθώντας αντίστροφη διαδρομή, δημοφιλείς σειρές κόμικς μεταγγίστηκαν στον κινηματογράφο. Τα παραδείγματα πολλά, ιδιαίτερα στις πρόσφατες χολιγουντιανές υπέρ-παραγωγές (ασορτί με τους υπέρ-ήρωες που παρουσιάζουν). Η μετάβαση δεν ήταν πάντα επιτυχημένη. Από τις δύο διαστάσεις των σκίτσων στην τρισδιάστατη πραγματικότητα ο δρόμος έχει παγίδες. Ένα από τα πιο επιτυχημένα «συνοικέσια» μεταξύ των δύο τεχνών θεωρείται το «Ποπάυ ο ναύτης» του Ρόμπερτ Όλτμαν (1980). Ο τρόπος κινηματογράφησης, οι ερμηνείες των ηθοποιών (Ρόμπιν Ουίλιαμς - Ποπάυ, Σέλεϊ Ντιβάλ – Όλιβ Όιλ), τα σκηνικά, τα κοστούμια και το προσθετικό μακιγιάζ, αποπνέουν την ατμόσφαιρα του αντίστοιχου κόμικς του Έλζι Σίγκαρ. Η κινηματογραφική τριλογία του Μπάτμαν, από τον Κρίστοφερ Νόλαν, κατάφερε επίσης να αναπλάσει πειστικά και να εμπλουτίσει οπτικά τη γοτθική ατμόσφαιρα του Γκόθαμ Σίτι. Στο «Ντικ Τρέισι» (1990), που σχεδίαζε ο Τσέστερ Γουλντ από τη δεκαετία του ’30, ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής Γουόρεν Μπίτι οπτικοποίησε τη συγγένεια της ταινίας του με τα κόμικς χρησιμοποιώντας την ίδια χρωματική παλέτα. Βασικά χρώματα της ταινίας είναι τα έξι που χρησιμοποιούνται στην εκτύπωση: κόκκινο, μπλε, κίτρινο, πράσινο, πορτοκαλί, μοβ, συν το μαύρο και το άσπρο. Μεγαλύτερη προσομοίωση πέτυχε ο σχεδιαστής και σκηνοθέτης Φρανκ Μίλερ στην ταινία του «Αμαρτωλή πόλη» (Sin City, 2005), βασισμένη σε μια τριλογία κόμικς του ίδιου δημιουργού. Οι γραφιστικές επεμβάσεις πάνω στην κινηματογραφική εικόνα με τη βοήθεια υπολογιστών, προσέδιδαν σε πολλά πλάνα ή και ολόκληρες σκηνές της ταινίας την αίσθηση του τυπωμένου κόμικς.
Ο κατάλογος του έντυπου «δούναι» και του κινηματογραφικού «λαβείν» είναι μεγάλος: από τους Ευρωπαίους Αστερίξ και Λούκι Λουκ, μέχρι τις αμερικανικές στρατιές των υπερηρώων, πολλοί ήταν εκείνοι και εκείνες που μεταπήδησαν από το χαρτί στο πανί. Κάποιες ταινίες έκαναν ένα βήμα παραπέρα. Έδειξαν την πίσω πλευρά των εικόνων, όλο τον κόσμο που περιστρέφεται γύρω από τα κόμικς: τους σεναριογράφους, τους σχεδιαστές, τους εκδότες, αλλά και το αναγνωστικό κοινό που εντρυφεί σε αυτά. Το 1955, ο Φρανκ Τάσλιν, με προγενέστερη καριέρα στο ενδιάμεσο είδος των κινουμένων σχεδίων, σκηνοθέτησε μια ταινία που θεωρείται ορόσημο κινηματογραφικής σάτιρας προς τα συγγενή κόμικς. Το «Artists and Models» (ελληνικός –άσχετος– τίτλος «Λόρδοι, λόρδα και φιλότιμο», 1955), με το δίδυμο Ντιν Μάρτιν-Τζέρι Λούις, είχε ως στόχο τους εκδότες περιοδικών κόμικς με υπερήρωες, καθώς και τους θορυβημένους για την… ψυχική υγεία των παιδιών τους γονείς. Μια σκηνή της ταινίας ιδιαίτερα, σατιρίζει τις δημόσιες ακροάσεις της επιτροπής Κεφάουβερ (από το επίθετο του προεδρεύοντος, γερουσιαστή Εστές Κεφάουβερ) που είχαν γίνει ένα χρόνο νωρίτερα, με σκοπό να ελεγχθεί η επίδραση των «βίαιων» κόμικς και ο πιθανός αντίκτυπός τους στην εγκληματικότητα των ανηλίκων.
Δέκα χρόνια μετά, τα κόμικς είχαν πολύ καλύτερη αποδοχή. Από οθόνης, τουλάχιστον. Στην κωμωδία «Πώς να δολοφονήσετε τη γυναίκα σας» (1965), ο Τζακ Λέμον υποδύεται το σχεδιαστή ενός κόμικς που διαβάζεται καθημερινά από εκατομμύρια αναγνώστες μιας νεοϋορκέζικης εφημερίδας. Η ταινία εισχωρεί στα άδυτα του σχεδιαστηρίου, παρουσιάζοντας τη δημιουργία των εικόνων στο χαρτί δια χειρός Τζακ Λέμον. Στην πραγματικότητα, τα καλοσχεδιασμένα πάνελ του κόμικς είχε αναλάβει ο Μελ Κίφερ (δημιουργός πολλών κόμικς όπως τα Perry Mason και Rick O’Shay), ενώ ο καταξιωμένος Άλεξ Τοθ (Flash, Green Lantern, Johnny Thunder κ.ά.) σχεδίασε ένα χιουμοριστικό κόμικς με πρωταγωνιστές τους βασικούς χαρακτήρες, για την προώθηση της ταινίας.
Εκτός από τους κατά (κινηματογραφική) φαντασία δημιουργούς κόμικς, αρκετοί… πραγματικοί σχεδιαστές πέρασαν πρόσκαιρα ή παρέμειναν στην παραγωγή ταινιών, δουλεύοντας σε διάφορα πόστα: σχεδιαστές storyboards (εικονογραφημένων σεναρίων), σεναριογράφοι, σκηνοθέτες, ακόμα και ηθοποιοί. Μεταξύ πολλών άλλων, οι Γάλλοι Ζεράρ Λοζιέ και Πατρίς Λεκόντ (σχεδιαστές και σεναριογράφοι, σκηνοθέτες), ο Αμερικανός Τζουλ Φάιφερ (σχεδιαστής και σεναριογράφος, σκηνοθέτης) και ο συμπατριώτης του Φρανκ Μίλερ (σεναριογράφος, σχεδιαστής και σεναριογράφος, σκηνοθέτης, παραγωγός), ο Χιλιανός-Γάλλος Αλεχάντρο Χοδορόφσκι (σεναριογράφος και σκηνοθέτης, ηθοποιός), ο Σερβοκροάτης-Γάλλος Ενκί Μπιλάλ (σχεδιαστής και σκηνοθέτης), η Ιρανή Μαργιάν Σατραπί (σχεδιάστρια και σκηνοθέτρια) κ.ά. Αν από όσους γεφύρωσαν με επιτυχία τις δύο τέχνες, κάποιος αξίζει ιδιαίτερης μνείας, αυτός σίγουρα είναι ο Φεντερίκο Φελίνι. Πριν γράψει ιστορία στον κινηματογράφο, είχε προλάβει να γράψει (ή μάλλον, να σχεδιάσει) μια συντομότερη ιστορία στα κόμικς. Έχοντας δείξει από νεαρή ηλικία μια ιδιαίτερη κλίση στη γελοιογραφία και στον σχεδιασμό κόμικς, αφοσιώθηκε σε αυτά πριν τον κερδίσει η σκηνοθεσία. Από το 1938 έως το 1942 συνεργάστηκε ως σκιτσογράφος σε διάφορα χιουμοριστικά περιοδικά, ανάμεσά τους και το Marc’ Aurelio στο οποίο δημοσίευσε τα κόμικς «Giacomino», «Cico e Pallina» και «Geppi la Bimba Atomica». Η αγάπη που έτρεφε για τα κόμικς δεν έσβησε όταν πέρασε πίσω από την κάμερα. Συχνά, εύρισκε τη ευκαιρία να αναφέρεται σε αυτά και στους χάρτινους ήρωες που θαύμαζε ιδιαίτερα. Στο «8 ½», για παράδειγμα, πρωταγωνιστής είναι ο Γκουίντο Ανσέλμι, τον οποίο υποδύεται ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Τουλάχιστον δύο χαρακτήρες της ταινίας τον αποκαλούν «Σνάποραζ», ένα όνομα που ο Ανσέλμι φαίνεται να αναγνωρίζει. Σε μια σκηνή ένας κριτικός κινηματογράφου τον αποκαλεί με αυτό το παράξενο όνομα τουλάχιστον δύο φορές. Αργότερα, ένας γηραιός σκηνοθέτης τον λέει επίσης Σνάποραζ. Το προσωνύμιο αυτό, εφεύρημα του Φελίνι, είναι μια σύντμηση του «t-ci snà un puràz» που στη διάλεκτο της Ρώμης σημαίνει «είσαι απλώς ένας φτωχός τύπος». Η παραπομπή του φελινικού Σνάποραζ σε έναν αγαπημένο για τον σκηνοθέτη ήρωα των κόμικς, το μάγο Μαντρέικ, ήταν ευθεία. Στη σκηνή της φαντασίωσης του πρωταγωνιστή, ο Μαστρογιάνι έχει ίδια εμφάνιση με τον ήρωα που σχεδίαζε ο Αμερικανός Λι Φολκ: ημίψηλο καπέλο, μπέρτα, παπιγιόν και το μαγικό μπαστουνάκι στο γαντοφορεμένο χέρι. Ο Φελίνι, μάλιστα, σκιτσάρισε τη φιγούρα του Μαστρογιάνι με αυτό το ενδυματολογικό στιλ, σημειώνοντας στο περιθώριο της εικόνας: «Ο γερο-Σνάποραζ ως Μαντρέικ». Ο ίδιος, περιγράφοντας κάποτε τη σχέση των κόμικς με τον κινηματογράφο, είχε πει: «Ο κόσμος των κόμικς δανείζει γενναιόδωρα στο σινεμά τις σκηνογραφίες του, τους χαρακτήρες του, τις ιστορίες του, αλλά όχι την πιο μυστική και απερίγραπτη γοητεία του, που είναι η σταθερότητα και η ακινησία των καρφιτσωμένων πεταλούδων».
Οι «καρφιτσωμένες πεταλούδες», ποιητικό σχήμα λόγου του Φελίνι, για τις εικόνες των κόμικς, έμελλε να υποδεχθούν τον Ιταλό σκηνοθέτη στο δισδιάστατο κόσμο τους. Όλα ξεκίνησαν το 1986, όταν, παράλληλα με τα γυρίσματα της ταινίας «Τζίντζερ και Φρεντ», ο Φεντερίκο Φελίνι άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες στην Corriere della Sera μια ιστορία με τίτλο «Ταξίδι στην Τουλούμ». Η εφημερίδα συμπλήρωνε, δίκην υποτίτλου: «Για πρώτη φορά ο μεγάλος σκηνοθέτης διηγείται την επόμενη ταινία του». Η επόμενη ταινία δεν έγινε τελικά σε φιλμ, αλλά στο σχεδιαστήριο ενός θαυμαστή και καλού φίλου του σκηνοθέτη. Ο Μίλο Μανάρα ζήτησε από τον Φελίνι την άδεια να μεταφέρει αυτή την ιστορία σε κόμικς. Έτσι, η «εν δυνάμει» ταινία που δεν έγινε τελικά, μετασχηματίστηκε σε κόμικς. Το «Ταξίδι στην Τουλούμ. Από ένα σενάριο του Φεντερίκο Φελίνι για μια ταινία» όπως τιτλοφορήθηκε, άρχισε να δημοσιεύεται σε συνέχειες από τον Ιούλιο του 1989 στο περιοδικό Corto Maltese και ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε σε άλμπουμ (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνης).
Το pas des deux της 7ης με την 9η τέχνη δεν σταματά εδώ. Ένα νέο υβρίδιο έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια. Ισορροπώντας ανάμεσα στον κινηματογράφο και τα κόμικς, δανείζεται στοιχεία και από τις δύο τέχνες για τις δικές του δημιουργίες. Τα Φωτογραφικά Κόμικς, όπως ονομάζονται, αποτελούν μια μορφή αφήγησης που χρησιμοποιεί φωτογραφίες αντί σχεδίων, διατηρώντας τις συνήθεις συμβάσεις των κόμικς: «μπαλονάκια» που περιέχουν τους διαλόγους και «συννεφάκια» για τις σκέψεις των εικονιζόμενων. Συγγενή με αυτά είναι τα Κινηματογραφικά Μάνγκα. Πρόκειται για ιαπωνικά κόμικς που χρησιμοποιούν καρέ από ταινίες ή βίντεο, επεξεργασμένα σε υπολογιστή και προσαρμοσμένα στους κανόνες των κόμικς.