Εάν δεν υπάρχει όχημα δεν ημπορεί να υπάρξη και ταξίδι επί οχήματος (!) Γεώργιος Παπαδόπουλος, 5/5/1967
Ο σκληρός Απρίλης του ... 1967
Άλλη μια πρωταπριλιά. Χωρίς ψέματα.
Μ’ ένα αληθινό γραμματόσημο για μαζοχιστές συλλέκτες και αλληλογράφους.
Ο T. S. Eliot και ο Μάνος Χατζιδάκις, για να αναφέρω επιλεκτικά δύο μόνο ονόματα, έγραψαν για τον Απρίλη πως είναι ‘σκληρός’ μήνας. Κάτι θα είχαν υπ’ όψη τους για ένα χαρακτηρισμό πολλαπλής εμβέλειας.
Το σημερινό κείμενο ταυτίζεται με την παραίνεση πως πρέπει να ανακαλούμε την ιστορική μνήμη, και — σε προσωπικό επίπεδο, θα θυμηθώ περιστατικά που σε ’μένα χαράχτηκαν πιο έντονα, ‘ξορκίζοντας το Κακό’ με τη διακωμώδησή του.
Το βράδυ της Πέμπτης 20ης Απριλίου είχανε ’ρθει σπίτι μας τρεις-τέσσερις φίλοι. Θυμάμαι μόνο τον Κώστα Λαχά. Μείναμε ως αργά, πίνοντας αρκετό κρασί. Γι’ αυτό την άλλη μέρα, ενώ θα έπρεπε να είχα σηκωθεί απ’ τις επτά και να βρισκόμουνα στη δουλειά, ξύπνησα κατά τις οκτώμιση απ’ το επίμονο κουδούνι στην πόρτα. Ήτανε ο πατέρας, κι ενώ εγώ είχα αρχίσει ήδη να δικαιολογούμαι για την καθυστέρηση – Μη βιάζεσαι, μου είπε χαμογελώντας με την ψυχραιμία του Άη-Στράτη. Έγινε αυτό που περιμέναμε...
Μείναμε για λίγο ακούγοντας στο ραδιόφωνο εμβατήρια κι επαναλήψεις διαγγελμάτων. Όταν βγήκαμε στην Τσιμισκή από τη Διαγώνιο, στον πάγκο του πρακτορείου ήταν αραδιασμένες ήδη οι εφημερίδες. Πάρτε όποια να ’ναι είπε γελώντας ο Μήτσος. Όλες ίδιες είναι !
Λίγο πιο πέρα απ’ τον Γκιγκιλίνη νιώθω τον πατέρα να με σκουντάει« … Δες τον Μαρωνίτη….»
Παραθέτω, επί λέξει, την καταγραφή αυτής της συνάντησης όταν έβγαλα τον πρώτο Θάνατο του ζώου, στον «Εξάντα» το 1988:
«Γύρω στις 10 το πρωί, στην Τσιμισκή, ένας άγνωστός μου τότε άνδρας, τον φαντάζομαι σαν λαβωμένο λιοντάρι, ξεσχίζει σε κομματάκια την πρωινή εφημερίδα και κρατώντας σταθερό το βήμα του μας προσπερνά. Τον ευχαριστώ...»
Στα χρόνια που ακολούθησαν γνωριστήκαμε με τον Μαρωνίτη και, ιδιαίτερα από το 1983 ερχόταν τακτικά στο εστιατόριο «Ραγιάς». Στη συλλογή αυτή τού είχα αφιερώσει ένα ποίημα. Όταν το διάβασε έκανε πολλούς μήνες να μου ξαναμιλήσει.
Ο άνθρωπος που έσκισε τις ειδήσεις
Στον Μίμη Μαρωνίτη (21 Απριλίου 1967)
Τον ήξερα απ' τα βιβλία
Είχε το φόβο της ελευθερίας
Τον τυραννούσανε τα άσπρα γάντια
Κι έστηνε ανεμόσκαλα
Να σκαρφαλώσει σ' άλλη κυριολεξία
'Κείνη του δεκανέα στον στρατό
Έμοιαζε ίδια — τώρα δα
Με τις φυλλάδες — τούτες 'δω
Που κροταλίζανε επίταξη
Τον πέτυχα στη Διαγώνιο
Κάτω απ' τις ερπύστριες της Ιστορίας
Μουγκρίζοντας ξέσχιζε τις ειδήσεις
Αυτές σκορπίσανε στο κράσπεδο
Μωσαϊκό αμφίσημης συνέχειας
Κάποιες τις άρπαξε αγέρας
Τις ξέσυρε ως τον Καρακοβά ντερέ
Στις εκβολές των ποταμών
Που κάποτε τους λέγαμε Αιγός
Αλκιβιάδη
Τώρα κυβερνούν αυτοί
Εσύ είσαι εξόριστος
Έχεις ήδη εγκλεισθεί
Με σαφήνεια.
Τι να πρωτοθυμηθώ… Το ίδιο απόγευμα είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία από τη δύση μέχρι την ανατολή. Όπως κι εμείς, σχεδόν κανείς δεν πήγε στη δουλειά του. Ο καιρός ήταν γλυκός και ανοιξιάτικος. Βγήκα στο μπαλκόνι. Η Μητροπόλεως ‘νέκρα’. Μόνο σε μερικά μπαλκόνια στήθηκαν τραπεζάκια με τάβλι. Ακόμα έχω στ ’αυτιά μου τον ήχο απ’ τα ζάρια, κι από μακριά κάποιο κροτάλισμα από ερπύστριες που το συνόδευε το νευρικό το κτύπημα από τα πούλια. Η πατρίδα είχε φέρει ... δύο κι άσσο.
Θυμάμαι τους ‘αυτοεξόριστους’ φίλους μου στο Παρίσι. Τον... Τομάζο με τη Μάγδα, τον Κωστή με την Πόπη, τον Σοφοκλή, τον Δημάδη, τον Δημήτρη, τον Μπλέτσα, τον Βασιλικό, τον Βεργόπουλο, τον Πάγκαλο, τον Νίκο Κεσσανλή με τη Χρύσα, τον Γαβρά που μου γνώρισε ο Βασίλης στο café Bonaparte, παραμονές της πρεμιέρας του «Ζ», τον Νίκο Κούνδουρο, τον Χρίστο Ζουράρι με την Ειρήνη στο σπίτι της Μελίνας, που ήθελε να ’ρθει μ’ ένα …κουτί σπίρτα και να τα βάλει όλα ‘μια φωτιά’.
Δε φτάνει ένα κουτί σπίρτα, τόλμησα να Της πω.
Τον διασυρμό του Σχολειού μας από τον χουντικό διάδοχο του Ξηροτύρη και τον αντίστοιχο επόπτη του Πανεπιστημίου… Την ‘αντί - εβδομάδα ελληνικού κινηματογράφου’ που διοργανώσαμε στον Σύλλογο Αποφοίτων του Σχολειού μας, με τον Παπαφιλίππου, τον Σωσσίδη και τον Χριστοδούλου, στο «Αμαλία», υπό την… σκέπην της «φτερούς» ( όπως αποκαλούσε ο Διονύσης Σαββόπουλος το ‘πουλί’ της Χούντας ), το ζεστό μήνυμα που μου έστειλε τότε από τη φυλακή ο Παύλος Ζάννας. Τις αλλεπάλληλες κλήσεις μου από τον κύριο Δίπλα, στην ασφάλεια της οδού Βαλαωρίτου να ματαιώσουμε την εκδήλωση. Πολλά χρόνια μετά, αρχές δεκαετίας του ’90, ένα βράδυ, στο μπαρ του «Ραγιά», έμαθα από τον δικηγόρο του, τον Π. Μαυρίδη, πως ο Δίπλας είχε τραγικό τέλος. Κρεμάστηκε με τη ζώνη του … Την οργή του Στέλιου Νέστορα για όσους συνεργάστηκαν με τους συνταγματάρχες.
Από τους παλιούς του Πειραματικού μας δεν είχαμε μόνο Αναγνωστάκη, Ασλάνογλου και Μαρωνίτη. «Αξιωθήκαμε» και έναν χουντικό υπουργό (τον Χολέβα). Τον πρύτανη των τανκς στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και τα χαμερπή ψηφίσματά του.
Φυσικά και δεν μπορώ να ξεχάσω τη δίκη του Τραμ. Υποκινητής ο τότε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Λεωνίδας, αυτός που μεταξύ άλλων είπε σε επίσημη δοξολογία στην Αγία Σοφία ότι έχουμε δύο Δέσποινες: μία εν ουρανοίς και μία επί γης, δείχνοντας... αβρά στις μπροστινές πολυθρόνες την τότε ‘πρώτη κυρία’ της Ελλάδας. Αυτός λοιπόν, ο... Παναγιότατος, με εγκάθετους δικαστές και μάρτυρες κατηγορίας δύο παπάδες, έναν κίναιδο – αλλά κατά τα άλλα ‘καλό χριστιανό και νοικοκύρη’ συμβολαιογράφο, και τον ‘κολλητό’ του : έναν κοντό, σε μπόι και μυαλά, διευθυντή του 43ου δημοτικού σχολείου της Μητρόπολης, αντιπαρατέθηκαν με προσωπικότητες όπως των Βαρβιτσιώτη, Θέμελη, Ιορδάνογλου, Μητσάκη, Μουτσόπουλο, Μπούρα, Ξηροτύρη, Πλάτωνα, Σαββίδη και κατάφεραν να μας δικάσουν σαν κοινούς εγκληματίες του ποινικού δικαίου. Σ’ ένα διάλειμμα της διαδικασίας με πλησίασε ένας αρχιμανδρίτης, ηγούμενος τότε της Μονής Βλατάδων, με ξεκούμπωτο ράσο και κολάρο, που κάπνιζε ασταμάτητα στους διαδρόμους, και με φίλησε σταυρωτά «θέλω να σε παρακαλέσω… μην κρίνεις όλη την Εκκλησία μόνο απ’ αυτούς …»
Θυμάμαι, και ακούω πότε-πότε την, με ‘κάποια’ καθυστέρηση, αλλά πολυσήμαντη δήλωση του Σεφέρη, το 1969. Δυο χρόνια μετά, στην κηδεία του, δόθηκε ηχηρότατο ράπισμα στους δήθεν εθνοσωτήρες μας, από μια λαοθάλασσα για πρώτη φορά ‘ενωμένη’...
Στην ‘αρχή του τέλους’ αυτής της επτάχρονης περιόδου, με το Πολυτεχνείο, ο Γιώργος Ιωάννου, που ήτανε ήδη από τρία-τέσσερα χρόνια στην Αθήνα, έμενε πίσω απ ’το μουσείο ( νοίκιαζε ένα μικρό διαμέρισμα της Αρλέτας στην οδό Δεληγιάννη ), δηλαδή βρισκόταν «εξ επαφής» με την εξέγερση.
Όταν η μεγάλη κόρη μας ήτανε πια στο Γυμνάσιο, σε μια ανάλογη ‘επέτειο μνήμης’, ο καθηγητής τους ζήτησε να γράψουν ό,τι έτυχε να ακούσουν για το Πολυτεχνείο… Τηλεφώνησα λοιπόν στο Γιώργο και ηχογράφησα για τη Ρηνιώ κάπου 30΄ λεπτά σπαρταριστές αφηγήσεις του — ντοκουμέντα από κείνη τη Νύχτα. Την εισβολή του τανκς, τη Βέμπο στο μπαλκόνι της, στην Πατησίων, με ορθάνοιχτη την πόρτα του σπιτιού της, καταφύγιο για τους κατατρεγμένους, πολλούς ιδιοκτήτες φαρμακείων της περιοχής να έχουν κατεβεί στα μαγαζιά τους και πίσω από κλειστά ρολά —που ανοιγόκλειναν για δευτερόλεπτα—, να περιθάλπουν τραυματίες και να μοιράζουν φάρμακα …
Λίγους μήνες μετά θέλησα να ξανακούσω αυτήν τη κασέτα και τη ζήτησα αλλά… ατύχησα ! Τα κορίτσια μας είχανε γράψει από πάνω μουσική heavy metal για τα πάρτι τους ! Τότε θυμήθηκα εκείνο το: «Ποτέ δεν ξέρουμε πότε κάνουμε κάτι ανεπανόρθωτο» που είχε γράψει ο Σεφέρης στη Λένα Σαββίδη, με αφορμή τις Ώρες της κυρίας Έρσης του Πεντζίκη.
Τελειώνω με ένα απόσπασμα, ‘αφιερωμένο εξαιρετικά’ στους σημερινούς φοιτητές μας, που εκείνο τον Απρίλιο δεν ήταν ούτε καν ...‘σπίθα’ στα μάτια του πατέρα τους. Είναι μία ακόμα ‘παραίνεση’ ... προς αποφυγήν, από ’κείνους που τότε κακοποίησαν με κάθε τρόπο – εκτός απ’ την πατρίδα, και τη γλώσσα και τα νοήματα.
«Η μέθοδος δια την πορείαν μας προς το ιδανικόν είναι να συρρικνώσωμεν το στοιχείον του ψυχισμού από το τρίπτυχον της προσωπικότητός μας
και εν ψυχρώ απολύτως, με οδηγόν τον λόγον, να τοποθετήσωμεν τον εαυτόν μας εις την Α ή Β θέσιν του διπτύχου»
(30 Μαρτίου 1968 – Ακατάληπτο παραλήρημα του Γ. Παπαδόπουλου στους φοιτητές του ΑΠΘ. )