Φρανσίσκο, θα σου φέρω κόκκινα γαρύφαλλα

[ Α Τ Λ Α Ν Τ Ι Κ Ο Σ  ]

Εν εξε­λί­ξει αν­θο­λο­γία με­τα­φρά­σε­ων αγ­γλό­φω­νης ποί­η­σης. Ο τί­τλος εί­ναι, ασφα­λώς, εν μέ­ρει άστο­χος, κα­θώς από τα νε­ρά του Ατλα­ντι­κού βρέ­χο­νται και μη αγ­γλό­φω­νες χώ­ρες, όπως, π.χ., η Πορ­το­γα­λία, ενώ δεν απο­κλεί­ε­ται να συ­μπε­ρι­λη­φθούν ποι­ή­μα­τα από το Όρε­γκον, την Κέ­νια ή τη Νέα Ζη­λαν­δία. Οι πρώ­τες σκέ­ψεις, ωστό­σο, που την αφο­ρού­σαν, δια­μορ­φώ­θη­καν στις ιρ­λαν­δι­κές ακτές του Ωκε­α­νού και προς το μέ­ρος του κοι­τού­σαν.

Ο Φίλιπ Λεβίν στο σπίτι του, 26 Σεπτ. 1995 (φωτ. Jill Krementz)
Ο Φίλιπ Λεβίν στο σπίτι του, 26 Σεπτ. 1995 (φωτ. Jill Krementz)

Φρανσίσκο, θα σου φέρω κόκκινα γαρύφαλλα

του Φί­λιπ Λε­βίν

Ο Φί­λιπ Λε­βίν γεν­νή­θη­κε (1928) στο Ντι­τρόιτ του Μί­σι­γκαν, γιος ρω­σο­ε­βραί­ων με­τα­να­στών. Ορ­φα­νός πα­τρός από τα πέ­ντε του, με­γά­λω­σε στον από­η­χο της Με­γά­λης Ύφε­σης. Ερ­γά­στη­κε από έφη­βος σε το­πι­κές αυ­το­κι­νη­το­βιο­μη­χα­νί­ες, όπως, λ.χ., της Σε­βρο­λέτ, εμπει­ρία που κα­θό­ρι­σε τη στρά­τευ­ση και το σκη­νι­κό της ποί­η­σής του. Επα­νει­λημ­μέ­να έγρα­ψε και για τον Ισπα­νι­κό Εμ­φύ­λιο, όπως στο ποί­η­μα που εδώ με­τα­φρά­ζε­ται, προ­ερ­χό­με­νο από τη συλ­λο­γή 7 Years From Somewhere (1979). Σπού­δα­σε στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Άιο­βα (1953-7), με κα­θη­γη­τές τον Ρό­μπερτ Λό­ου­ελ και τον Τζον Μπέ­ρι­μαν, θε­ω­ρώ­ντας μέ­ντο­ρά του τον δεύ­τε­ρο. Δί­δα­ξε στο Φρέσ­νο (Πα­νε­πι­στή­μιο της Πο­λι­τεί­ας της Κα­λι­φόρ­νια, 1958-92) και αλ­λού. Το 1963 κυ­κλο­φό­ρη­σε η πρώ­τη του συλ­λο­γή, με τί­τλο On the Edge. Ακο­λού­θη­σαν πολ­λές και πλή­θος δια­κρί­σε­ων, όπως το Εθνι­κό Βρα­βείο Λο­γο­τε­χνί­ας (What Work Is, 1991), το Πού­λι­τζερ (The Simple Truth, 1995) και ο τί­τλος του Συμ­βού­λου για την Ποί­η­ση στη Βι­βλιο­θή­κη του Κο­γκρέ­σου (Poet Laureate των ΗΠΑ, 2011-2). Πέ­θα­νε από καρ­κί­νο στο πά­γκρε­ας (2015).


Εδώ στο με­γά­λο κοι­μη­τή­ριο
πί­σω απ’ το φρού­ριο της Βαρ­κε­λώ­νης[1]
έχω έρ­θει ακό­μη μια φο­ρά να δω
τους τά­φους των πε­σό­ντων μου.
Δύο αρ­χαί­οι εκ­δρο­μείς μας οδη­γούν
κα­τη­φο­ρί­ζο­ντας τον λό­φο «Ντου­ρού­τι»,[2]
λέ­ει ο άν­δρας, «ήμουν
στο πλευ­ρό του». Η γυ­ναί­κα τού κά­νει
να σω­πά­σει. Ώς πέ­ρα κά­τω
εί­ναι μια πό­λη των νε­κρών,
871.251 difuntos.[3]
Οι φτω­χοί, ανά δε­κά­δες, στοι­βαγ­μέ­νοι
σε οι­κή­μα­τα∙ οι πλού­σιοι
σε σπί­τια εξαί­σια ή να­ούς.
Δεν έχει αλ­λά­ξει τί­πο­τα, επο­μέ­νως,
εκτός απ’ το μο­να­δι­κό
ακλό­νη­το δε­δο­μέ­νο: εί­ναι
όλοι νε­κροί. Εδώ βρί­σκε­ται η Plaza
του San Jaime,[4] εδώ η Rambla
του San Pedro,[5] ώστε έχει ο κά­θε θά­να­τος
ακό­μη διεύ­θυν­ση αλ­λη­λο­γρα­φί­ας,
μα μιας κι εδώ εί­ναι Ισπα­νία
τα γράμ­μα­τα πο­τέ δε φτά­νουν ή
φτά­νουν πο­λύ αρ­γά για να ’χουν χρη­σι­μό­τη­τα.
Ανά­με­σα στο κοι­μη­τή­ριο και
το προ­τε­στα­ντι­κό νε­κρο­τα­φείο
βρί­σκου­με τις τρεις πέ­τρες
όλες στη σει­ρά: Φε­ρέρ Γκουάρ­ντια,[6]
Μπ. Ντου­ρού­τι, Φ. Ασκά­σο,[7] τα ονό­μα­τα
γραμ­μέ­να με μαρ­κα­δό­ρους,
και λί­γα κυ­κλω­μέ­να Α και φό­ρους τι­μής
στη FAI και στη CNT.[8]
Στους δυο υπάρ­χουν άν­θι­νες
συν­θέ­σεις, αλ­λά ο Ασκά­σο αντι­κρί­ζει
την αιω­νιό­τη­τα μο­νά­χα με μια πέ­τρα.
Έτσι, ίσως, όπως θα ’πρε­πε. Εκεί­νος ήταν
πέ­τρα, πέ­τρα και λε­πί­δα,
έτρι­βε η μια κι ακό­νι­ζε
την άλ­λη. Τα μι­σά απ’ τα 36
χρό­νια του ξο­δεύ­τη­καν σε φυ­λα­κές
και στην πα­ρα­νο­μία, κι ωστό­σο
σε κεί­νη την τε­λευ­ταία φω­το­γρα­φία
βγαλ­μέ­νη ού­τε μια ώρα πριν
πε­θά­νει, όρ­θιος μες στο σκού­ρο του
κο­στού­μι, κα­πνί­ζο­ντας, με το του­φέ­κι
κρε­μα­σμέ­νο από τον ώμο,
λο­ξο­κοι­τά την κά­με­ρα
μι­σο­χα­μο­γε­λώ­ντας. Εί­ναι 20 Ιου­λί­ου
1936,[9] και προ­τού το σκο­τά­δι
πέ­σει ένα σκο­τά­δι θα έχει
πέ­σει πά­νω του. Ενώ
από νί­κη κι επα­νά­στα­ση
οι δρό­μοι αντη­χούν,
ο Φραν­σί­σκο Ασκά­σο θα πά­ρει
τη σφυ­ρη­λα­τη­μέ­νη μι­κρή λε­πί­δα
του πνεύ­μα­τός του και θα ει­σέλ­θει για
τε­λευ­ταία φο­ρά στις δη­μο­κρα­τί­ες
του θα­νά­του. Θυ­μά­μαι
τα λό­για του σ’ έναν τρο­μαγ­μέ­νο
σύ­ντρο­φο που αμ­φι­σβη­τού­σε
τη φρο­νι­μά­δα μιας επί­θε­σης: «Έχου­με
μα­ζευ­τεί εδώ για να πε­θά­νου­με, δεν εί­ναι
ανά­γκη, όμως, να πε­θά­νου­με πα­ρέα με σκυ­λιά,
σή­κω και φύ­γε». Σα­ρά­ντα ένα χρό­νια
πριν, και τώ­ρα η πό­λη απλώ­νε­ται
μέ­χρι εκεί που φτά­νει το μά­τι,
τε­ρά­στιες κο­λώ­νες τσι­με­ντέ­νιες σαν καρ­φιά
μπηγ­μέ­να στα κά­πο­τε πρά­σι­να
λι­βά­δια του Llobregat.[10]
Η Βαρ­κε­λώ­νη σου πά­ει χά­θη­κε,
την πα­λιά πό­λη κα­τά­πιαν
η βιο­μη­χα­νι­κή βρο­μιά και
η καιό­με­νη αι­θά­λη της βεν­ζί­νης.
Μέ­νουν οι αστυ­νό­μοι μό­νο, ένο­πλοι
κι αλα­ζό­νες, οι χα­μο­γε­λα­στοί αυ­θέ­ντες
των λε­ω­φό­ρων, οι αστυ­νό­μοι
και τ’ όνει­ρό σου για την πό­λη
του Θε­ού, όπου κά­θε άν­δρας
και κά­θε γυ­ναί­κα δί­νει
και δέ­χε­ται τα δώ­ρα της δου­λειάς
και της φρο­ντί­δας, κι εκεί­νο τ’ όνει­ρο
βα­στά­ει πα­ρά τις φτω­χο­γει­το­νιές,
πα­ρά τα νέ­φη του θα­νά­του,
τον βρυ­χηθ­μό των φορ­τη­γών, το λι­μά­νι
που κη­λι­δώ­νει τη μη­τέ­ρα θά­λασ­σα,
βα­στά­ει πα­ρ’ όλα όσα
το χλευά­ζουν. Το ’χου­με δω
και με­γα­λώ­νει στις καρ­διές μας, όπως
ο σύ­ντρο­φός σου εί­πε, και όταν
το πα­ρα­δώ­σου­με με την τε­λευ­ταία μας
πνοή κά­ποιος θα τ’ ανα­σά­νει
στη ζωή του.
Φραν­σί­σκο, πέ­τρα, λε­πί­δα μα­χαι­ριού,
μο­να­δι­κέ στρα­τιώ­τη που ακό­μη
στον σκο­τει­νό­τε­ρο απ’ όλους δρό­μο
σε διώ­κουν, θα επι­στρέ­ψου­με
έναν ωκε­α­νό και μια ήπει­ρο περ­νώ­ντας,
για να σου φέ­ρου­με κόκ­κι­να γα­ρύ­φαλ­λα,
για να γιορ­τά­σου­με την απα­ρα­βί­α­στη
δέ­σμευ­ση της ζω­ής σου που
κά­πο­τε ήταν εύ­θραυ­στη και σάρ­κα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: