Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

XXΧΙΙΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 23: Οι «άπιστες». Επιστολή στην Στεφάν Οντράν, μέρος Γ΄

Claude Chabrol Les Biches 1968 1 Claude Chabrol Les Biches 1968 2 Claude Chabrol Les Biches 1968 3 Claude Chabrol Les Biches 1968 4 Claude Chabrol Les Biches 1968 5 Claude Chabrol Les Biches 1968 6 Claude Chabrol Les Biches 1968 7 Claude Chabrol Les Biches 1968 9 Claude Chabrol Les Biches 1968 10 Claude Chabrol Les Biches 1968 11 Claude Chabrol Les Biches 1968 12 Claude Chabrol Les Biches 1968 13 Claude Chabrol Les Biches 1968 14 Claude Chabrol Les Biches 1968 15 Claude Chabrol Les Biches 1968 17 Claude Chabrol Les Biches 1968 18 Claude Chabrol Les Biches 1968 19 Claude Chabrol Les Biches 1968 20 Claude Chabrol Les Biches 1968 21

 

 


Ωραία μου Στεφάν.
 


Συνέχισες να είσαι η αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια της ερωτικής επιθυμίας των άλλων. Θα δεχόσουν όμως να είσαι η μόνη; Είχες ετοιμαστεί για την στιγμή όπου κάποια νεαρότερη γυναίκα θα διεκδικούσε αντί για σένα το πραγματικό ενδιαφέρον ενός άντρα; Έδωσες την απάντησή σου στις Ελαφίνες, στην ταινία όπου, εκφράστηκες με τα πόδια σου πιο απροκάλυπτα από ποτέ. Ήσουν λοιπόν η ευκατάστατη και ωραία Φρεντερίκ και συνάντησες στον δρόμο σου μια νεαρή και εξίσου όμορφη κοπέλα που ζωγράφιζε ελαφίνες σε μια γέφυρα πάνω από τον Σηκουάνα. Οι περαστικοί έριχναν κέρματα πάνω στην ζωγραφιά της ενώ εσύ της άφησες ένα χαρτονόμισμα επειδή, την διαβεβαίωσες, το άξιζε. Κάπως έτσι της πρόσφερες κουβέντα και περπατήσατε ως το σπίτι σου. Ήταν αμήχανη αν όχι απότομη, κι όταν την ρώτησες το όνομά της, σου απάντησε με την ερώτηση why/γιατί; Την ονόμασες λοιπόν Why και το θέμα έληξε εκεί· άλλα ενδιέφεραν εσένα, όχι τα αινίγματα.

Όταν φτάσατε στην πόρτα της πρότεινες καφέ κι εκείνη δέχτηκε μόνο αν μπορούσε να κάνει ένα μπάνιο. Της έβαλες παραπάνω ζάχαρη για να γλυκάνεις την αψάδα της κι έφερες τα φλιτζάνια στο λουτρό. Εκείνη έβγαλε το γυμνό της πόδι από τους αφρούς για να κλείσει την βρύση και ανάδευε τα γόνατά της στο σαπουνισμένο νερό. Φιλοφρόνησες το σώμα της και την χαρακτήρισες «καπριτσιόζα και απαιτητική» επειδή αντέδρασε στον γλυκύτερο καφέ. Μετά σου ζήτησε να περάσεις έξω, για να βγει από την μπανιέρα, αλλά αρνήθηκες και άναψες τσιγάρο - η φράση σου «μεταξύ γυναικών» ακύρωνε οποιοδήποτε ενδεχόμενο ντροπής ανάμεσά σας. Αργότερα όταν ντύθηκε γονάτισες για να της δέσεις το πουκάμισο στην κοιλιά αλλά ξέδεσες το παντελόνι της. Πριν καν την αγγίξεις, το βλέμμα σου ήταν απόλυτο, απερίφραστο. Ένοιωσες έλξη για εκείνη την γυναίκα ή σου φάνηκε ενδιαφέρον απόκτημα; Επιζητούσες τον ρόλο της προστάτριας ή σκόπευες απλώς να ψυχαγωγηθείς με μια μυητική ερωτική σχέση;

Φυσικά το επόμενο βήμα ήταν να την πας στο παραθαλάσσιο σπίτι σου στο Σαιν Τροπέ. Ήταν χειμώνας και τα πάντα ήταν έρημα. Σας υποδέχτηκαν δυο εύθυμοι ομοφυλόφιλοι κύριοι που φρόντιζαν τον χώρο και συμπεριφέρονταν ως γελωτοποιοί σου, όταν δεν έπαιζαν οργιαστική μουσική με αυτοσχέδια πνευστά και κρουστά. Έκαναν, μάλιστα, ένα σχόλιο για την νέα σου φίλη: «το κέντρο βαρύτητάς της βρίσκεται σε τέλεια ισορροπία». Της είχες πει ότι η αναψυχή τέτοια εποχή είναι περιορισμένη: χαρτοπαίγνια, συγκεντρώσεις φίλων και κάτι αδιευκρίνιστες διανοητικές απολαύσεις. Την έπαιρνες και πηγαίνατε στις υπαίθριες αγορές και διοργανώνατε πάρτι στο σαλόνι με τα αφρικανικά σουβενίρ. Ήταν φανερό πως σε θαύμαζε γιατί ήσουν υπέρκομψη και διεκδικητική, το ακριβώς αντίθετο από τον υποχωρητικό, συνεσταλμένο χαρακτήρα της.

Εργαζόμουν ως αρχιτέκτονας στην περιοχή και είχα την ευπρόσδεκτη εμφάνιση του Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Είδα για πρώτη φορά την Why σε μια βόλτα με το ποδήλατό της και σαγηνεύτηκα από μια επιβλητική αλλά εύθραυστη ομορφιά. Την ξαναείδα σε μια απ’ τις θορυβώδεις βραδιές στο σπίτι σας. Στο πικάπ έπαιζαν δίσκοι μοντέρνας ορχηστρικής μουσικής κι οι καλεσμένοι σας έπαιζαν πόκερ, διάβαζαν ή φιλοσοφούσαν σωριασμένοι στους καναπέδες. Είδα τον δεσποτικό τρόπο με τον οποίο της φερόσουν· την πρόσταζες να μας σερβίρει, την ανάγκαζες να πιεί σαμπάνια ενώ δεν ήθελε. Την παρατηρούσα με το ντροπαλό μου βλέμμα και το παρατήρησε. Όταν ήρθες και κάθισες δίπλα μας, κατάλαβα ότι εκεί θα ήταν αδύνατο να την προσεγγίσω, όμως οι δρόμοι έξω ήταν δικοί μας. Μιλήσαμε και δέχτηκε να την φιλήσω επειδή ήξερε πως την παρακολουθείς μέσω των δυο σου ακόλουθων και παραδέχτηκε πως το κάνει για να σε ευχαριστήσει. Έχετε ιδιαίτερη αίσθηση φιλίας, σκέφτηκα φωναχτά. Χαμογέλασε, με ακολούθησε στο σπίτι και ήπιαμε όσο χρειαζόταν για να διανύσουμε περισσότερο χρόνο γνωριμίας. Η επόμενη σκηνή σε βρήκε στο ξαπλωμένη στο κρεβάτι, στην πρώτη αποκάλυψη των γυμνών σου ποδιών. Φορούσες λευκή πιτζάμα κι έριχνες ζάρια σ’ έναν στρογγυλό δίσκο όταν μπήκαν οι πληροφοριοδότες σου και σε πληροφορούν με γλαφυρό ύφος πως η προστατευόμενή σου έμεινε σπίτι μου. Αν κρίνω απ’ την ανεπαίσθητη κίνηση των δαχτύλων σου, πρέπει να σχεδίαζες κάτι ιδιαίτερο, που, όπως αποδείχτηκε, περιελάμβανε και τους τρεις μας.

Όταν την άλλη μέρα το πρωί η Why επέστρεψε σπίτι και συνόψισε την γνωριμία μας, την διαβεβαίωσες πως το μόνο πράγμα που θέλεις από εκείνη είναι να είναι ευτυχισμένη. Ξέχασες όμως να προσθέσεις ότι κρατούσες για τον εαυτό σου το μεγαλύτερο μερίδιο στην διαθέσιμη «ευτυχία» που προφανώς περνούσε από την περιοχή μου. Το μεσημέρι που είχα ραντεβού μαζί της εμφανίστηκες στο σπίτι που επέβλεπα να χτίζεται μπροστά σ’ ένα λιμανάκι. Αρχίσαμε να πίνουμε και ξέχασα ή αγνόησα την υποχρέωσή μου. Ήσουν, βλέπεις, ακαταμάχητη κι εκείνη την στιγμή δεν υπήρχε παρά μόνο ένα ημιτελές σπίτι που μας κάλυπτε, η αρμύρα της θάλασσας, η ζάλη του οινοπνεύματος κι ίσως μια ανεπαίσθητη μυρωδιά που ανάβλυζε απ’ τον κόρφο σου. Στεκόμασταν στην άχτιστη βεράντα και μου είπες πως παραήπιες, ικανή αφορμή για να ακουμπήσεις το μέτωπό σου πάνω μου. Μπήκαμε μέσα σα να βρισκόμασταν στο παραθεριστικό μας σπίτι, λες και ο κλειστός χώρος θα μας ξεζάλιζε περισσότερο, και μου παρέδωσες την εξαίσια φράση «τα μάγουλά μου καίνε». Το γυμνό στρώμα πάνω σ’ ένα ακριανό ντιβάνι μας αρκούσε.

Εκείνη ήρθε στο σπίτι μου, ξέγυμνη πια από κάθε αναστολή. Μου χτύπησε την πόρτα αλλά ο θόρυβος του δρόμου έσβηνε την φωνή της. Ο απογευματινός ήλιος επιχρωμάτιζε την αίσθηση μιας απόρριψης που από την πιθανότητα κυλούσε στην βεβαιότητα. Ύστερα με αναζήτησε στις καφετέριες με τα άδεια τραπέζια και στο τέλος δεν είχε παρά να γυρίσει σπίτι και να μας περιμένει. Όταν φτάσαμε της ανακοινώσαμε πως θα πεταχτούμε ως το Παρίσι. Είχα ήδη συναινέσει στην γνώμη σου να μην προχωρήσω άλλο μαζί της, έλεγα καλύτερα τώρα στην αρχή παρά τρεις – τέσσερις μήνες μετά, που το πλήγωμα θα ήταν μεγαλύτερο. Προσπάθησα να την κοιτάξω στα μάτια, της ζήτησα να με καταλάβει, ψέλλισα πως «δοκιμάζω κάτι». Πόσο ψέμα και πόση αλήθεια χωρούσαν στις δυο αυτές λέξεις;

Το σχήμα τώρα ολοκληρωνόταν: είχες πλέον εμάς, μόνιμη διασκέδαση στο σπίτι σου, και δεν χρειαζόσουν τους δυο σαρδανάπαλους μετρ. Τους έδιωξες και μείναμε οι τρεις μας. Εμείς ως ζευγάρι συχνά βγαίναμε έξω και την αφήναμε σπίτι. Μια φορά που έμεινε μόνη της φόρεσε τα ρούχα σου και βάφτηκε με τα καλλυντικά σου. Το να χρησιμοποιείς τα πράγματα των άλλων ανθρώπων είναι σα να αλλάζεις το δέρμα σου, σκέφτηκε και ξάπλωσε. Προτού η κάμερα την αφήσει να κοιμηθεί και να ονειρευτεί, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να δει τα δάχτυλα των ποδιών της να τεντώνονται ευτυχή μέσα στο μαύρο καλσόν μιας άλλης κυρίας.

Η πρώτη εμφάνιση των δικών σου ωραίων πελμάτων σου έγινε στο φως, έστω στο χλωμό ηλιακό φως του χειμερινού νότου, όταν πλέον με είχες κατακτήσει. Αγέλαστη και μελαγχολική ξάπλωνες σε μια σεζλόνγκ στο αίθριο και είμαι πια βέβαιος πως η έκφρασή σου οφειλόταν από την μία στο σχέδιο μιας διαπλαστικής εκμετάλλευσης της Why κι από την άλλη στην απραξία που δεν άφηνε ποτέ σε ησυχία. Τα πόδια σου αδυνατούσαν να βολευτούν, τα μάζευες και τα άπλωνες, μέχρι να τεντωθούν σε μια ευθεία που κατέληγε στην τεθλασμένη του πέλματος και στην καμπύλες των δαχτύλων. Μου φάνηκαν αθώα και πρόστυχα την ίδια στιγμή.

Τις νύχτες κλεινόμασταν στην κρεβατοκάμαρα για να δικαιώσουμε την σχέση μας. Στο μπλε ημίφως του δωματίου η κάμερα φώτισε όσα μαρτυρούσαν καλύτερα την ερωτική σου ηδονή: το πρόσωπό σου (χαμογελαστό στόμα, γαλακτερή οδοντοστοιχία) και τα πέλματά σου, έτσι όπως πλάγιαζαν κατά την ερωτική μας τριβή. Έξω από την πόρτα αλαφροπατούσε εκείνη. Δεν άνοιξε το πόμολο, μόνο αφουγκραζόταν, δάγκωνε τα χείλη της, υπομειδιούσε. Θα μπορούσε να ζηλεύει ή να ηδονίζεται· να αισθάνεται ως ένα μέρος του τριγώνου μας ή να αποδέχεται πως μπορούσε να φτάσει μέχρι την δεύτερη θέση της καρδιάς μας. Δεν θα μάθω ποτέ.

Τα πόδια σου ήταν πλέον εύγλωττα σε μια από τις βραδιές που μοιραζόμασταν οι τρεις μας στο καθιστικό. Προσπαθούσα να σας διηγηθώ μια ιστορία αλλά ήσουν μεθυσμένη και με διέκοπτες συνεχώς, ενώ έτριβες τα πέλματά σου στο πρόσωπό μου, σε απροκάλυπτο πλέον ερωτικό χάδι. Δεν το χαιρόμουν, εκνευριζόμουν για την ανύπαρκτη προσοχή στην διήγησή μου. Η Why συνέχισε να μας υπηρετεί· έβαζε δίσκους ή τους άλλαζε όταν κολλούσε η βελόνα. Ήταν σύμπτωση ότι εσύ φορούσες το μαύρο σου καλσόν ενώ εκείνη ήταν ξεκάλτσωτη; Ποιος ήταν ο αγνός και ποιος ο καλυπτόμενος;

Τα θυμάμαι όλα αυτά σε παλ αποχρώσεις φυσικών φωτισμών και χλωμών χρωμάτων. Ήταν λες και ο ενορχηστρωτής μας δεν ενδιαφερόταν για την ιστορία μας αλλά για τον τρόπο της μεταφοράς της. Σα να ήθελε να τονίσει περισσότερο την χρωματογραφία και την φωτολογία μιας συνάντησης τριών χαρακτήρων και μας άφησε με κινήσεις αργές και ομιλίες σχεδόν αποστασιοποιημένες. Ίσως μια τέτοια αντιμετώπιση ταίριαζε σε ανθρώπους σαν κι εμάς, λάτρεις των εαυτών μας και παίκτες ανθρώπινων ψυχών, που με ύφος αφηρημένων σκέψεων αγωνιζόμασταν με κάποιο τρόπο να υπάρξουμε.

Οι διαφημιστές έσπευσαν να σκανδαλίσουν τους υποψήφιους θεατές με την υποσχετική για «το τολμηρότερο θηλυκό φιλμ της εποχής»· παραμέριζαν δηλαδή από την τόλμη τον αιώνιο θετό καθοδηγητή της, τον άντρα, και αποκάλυπταν πως οι γυναίκες μπορούσαν να τολμούν ερωτικά χωρίς αυτόν. Φυσικά δεν θα ήταν η πρώτη φορά που οι αναμενόμενες αποπλανητικές σκηνές θα εξαντλούνταν απλά στην ύπαρξη της σχετικής ιστορίας και σε μερικές σκηνές επιθυμίας και όχι πράξης. Όμως ήταν 1968: η Γαλλία ζούσε μια νέα εποχή σεξουαλικής απελευθέρωσης, οι νόμοι έπαυαν την απαγόρευση των αμβλώσεων, η γυναίκα διεκδικούσε τα αυτονόητα για το ίδιο της το σώμα. Έσπευδε τώρα και η τέχνη να εξερευνήσει την γυναικεία σεξουαλικότητα, ακόμα και στους κόλπους μιας υποκριτικής αριστοκρατικής κοινωνίας. Οι ελαφίνες προφανώς απείχαν από κάθε ιδέα ενός απροκάλυπτου φεμινιστικού μανιφέστου, δεν έπαυαν όμως να προφέρουν το ενδεχόμενο του έρωτα δυο γυναικών και μάλιστα από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Τέτοιων ειδών συνδυασμοί δεν αναγράφονταν στο αόρατο βιβλίο των επιτρεπτών ερώτων σε πλείστες κοινωνίες και η ταινία απαγορεύτηκε σε πολλές χώρες. Αρκέστηκε ο σκηνοθέτης μας σ’ αυτή την εξερεύνηση; Όχι, η δική του εμμονή εξακολουθούσε να αφορά τα μέλη των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και τον τρόπο που συνθλίβουν την σεξουαλικότητά τους προς όφελος μιας αέναης επίδειξης και μιας σφοδρής ανάγκης να γεμίσουν τις άδειες τους ζωές.

Απάντησέ μου, Στεφάν, ήταν όντως έτσι; Την επιθύμησες πραγματικά ή ήσουν καταδικασμένη να εξουσιάζεις κάθε σου εραστή ως ένα παιχνίδι αναψυχής για τις ατέλειωτες ημέρες της ανίας; Υπήρχε περίπτωση, αν δεν εμφανιζόμουν, να καταλήγατε ένα αγαπημένο ζευγάρι ή θα ακολουθούσατε κι εσείς την τύχη όλων των ομοφυλόφιλων ζευγών στο σινεμά, οι ιστορίες τους να μην έχουν ποτέ αίσιο τέλος; Υπήρξα ο καταλύτης στην ενδεχόμενη αίσια σχέση σας ή ήμουν κι εγώ ένα τρόπαιο; Κι αν ήθελες και τους δυο μας, γιατί δεν μπορέσαμε ως ένα ménage à trois να χαρούμε εκείνη την ανεστραμμένη, χειμερινή Ντόλτσε Βίτα, όσο κι αν κρατούσε; Μετέωρες ερωτήσεις, κρεμάμενες απαντήσεις… Τώρα με την απόσταση τόσων χρόνων δεν μπορώ να μη σκεφτώ πως η Why μας αγάπησε και τους δυο με τον τρόπο της – μπορεί ως εραστές, μπορεί ως γονεϊκές φιγούρες, αλλά πάντως μας αγάπησε, και χαιρόταν που οι δυο της αγαπημένοι αγαπιούνταν.

Όταν διάβασε το γράμμα σου με το οποίο της ανάγγειλες την αναχώρησή μας για το Παρίσι για λίγες μέρες και την προέτρεπες να χρησιμοποιήσει τα χρήματα που της άφησες και να φροντίσει να μην βαρεθεί, δεν μπόρεσε λεπτό να μείνει εκεί. Σε επισκέφτηκε στο σπίτι σου στην πόλη (τι απελπισμένη έκφραση πήρες όταν την είδες!) και σου είπε πως αν έμενε στο Σαιν Τροπέ θα έπληττε θανάσιμα. Κατάλαβες πως δεν θα ξεμπέρδευες εύκολα μαζί της, πως η ανία δεν αποτελούσε μόνο δικό σου προνόμιο. Το αστείο μας παραήταν σοβαρό για εκείνη. Σου μίλησε για κάτι παράξενες φωνές που άκουγε στο κεφάλι της, ανθρώπους να τραγουδούν ή να φωνάζουν δυνατά, να της λένε πως δεν τους αρκεί εκείνη αλλά θέλουν και κάποιον τρίτο. Κι αυτός ο τρίτος ήσουν εσύ, γι’ αυτό και θα έμενε μαζί μας. Σου είπε ακόμα πως τώρα που γνώρισε κι άλλα πράγματα, δεν ήθελε να επιστρέψει στις ελαφίνες· μας αγαπούσε σφοδρά, ήμασταν όλα όσα ήξερε. Αλλά εσύ ήσουν πλέον περιττή, άλλωστε δίπλα σου είχε μαθητεύσει και σου έμοιαζε ήδη. Έτσι είπε. Όταν τηλεφώνησα, απάντησε με την φωνή σου και με κάλεσε σπίτι, ενώ ήσουν πια ριγμένη στο πάτωμα. Πού να ήξερα ότι είχες πάψει να υπάρχεις! 

{ Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται }

Η ταινία: Les Biches (Claude Chabrol, 1968). Οι γυναίκες: Stéphane Audran, Jacqueline Sassard.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: