Όταν ήμουνα μικρή πίστευα ότι οι γονείς μου είναι ρομπότ, που το βράδυ μπορούσαν να κοιμηθούν μόνο αν έκλειναν τα ηλεκτρολογικά τους. Αλλιώς διανυκτέρευαν πάνω από εμάς, τα παιδιά τους, μέχρι να ξυπνήσουμε και να συνεχίσουν να μας επιημερεύουν. Το ίδιο πίστευα για όλους τους γονείς, ακόμη και για αυτούς που πραγματικά συμπαθούσα.
Ήτανε της Παναγίας όταν γκρεμίστηκε ο κόσμος μου. Καθόμουνα με τη μαμά στο υπερυψωμένο μπαλκονάκι του κήπου· πάσχιζε να μου εξηγήσει κάτι για το οικογενειακό μας δέντρο, όταν άνοιξε η καγκελόπορτα κι ο αδερφός μου διέσχισε τη μακρόστενη αυλή. Καθώς ανέβαινε τις σκάλες, παραπάτησε: οι σακούλες που κρατούσε γλίστρησαν από τα χέρια του και την επόμενη στιγμή γυάλινα μπουκάλια πορτοκαλάδας έσκαγαν με κρότο στο πάτωμα. Ένα θραύσμα γυαλιού βρήκε τη μαμά σε μία από τις χιλιάδες φλέβες του ποδιού της, που διακλαδίζονταν εξογκωμένες. Η συμπλοκή διήρκησε κλάσματα του δευτερολέπτου κι όμως, την πρώτη σταγόνα αίματος ακολούθησε μία άνευ προηγουμένου αιματοχυσία. Μία μικρή εκδορά στο πόδι που δεν φαινόταν καν με γυμνό μάτι, κατάφερε να μετατρέψει το μπαλκόνι σε αληθινό πεδίο μάχης. Ο αδερφός μου, μέσα στον πανικό του, έπιασε ένα ξεχασμένο περιοδικό από το πλαστικό τραπέζι και με τις σελίδες του βάλθηκε να σταματήσει το τραύμα. Άδικος κόπος· τα ζώδια είχανε μουλιάσει τόσο που διαλύονταν σε μικρούς πλανήτες και αστράκια. Ίδια τύχη είχε και το απορροφητικό χαρτί, οι χαρτοπετσέτες και κάθε είδους παράγωγο χαρτιού που έτυχε να είναι εκεί κοντά. Όλα τα κατάπιε το πηχτό μαυροκόκκινο υγρό, που σαν να άνοιξαν οι ουρανοί και σταματημό δεν είχε η καταιγίδα.
Εγώ άλλο τίποτα δεν έκανα από το να στέκομαι και να κοιτάζω: την αφαίμαξη που συνεχιζόταν, τη στάθμη αίματος που όλο και ανέβαινε, τον αδερφό μου που έβγαζε ό,τι πετσέτα και μπουρνούζι έβρισκε μπροστά του και τη μαμά, που πια σφουγγάριζε το αίμα το δικό της. Είχε αρπάξει έναν κουβά και στράγγιζε την κάθε ρανίδα που χυνόταν από το σώμα της. Τότε συνειδητοποίησα, για πρώτη φορά, ότι η μαμά μου δεν είναι μόνο από σίδερο, από μέταλλο κι άλλα ανακυκλώσιμα υλικά, όπως νόμιζα. Ήταν πολύ πιο αιμάτινη από όσο μπορούσα ποτέ μου να φανταστώ. Στο μεταξύ, τα ηλεκτρολογικά της καλά βαστούσαν κι όλες οι λειτουργίες της συνέχιζαν ακάθεκτες, αφού κάθε τόσο φρόντιζε να μας ενημερώνει ότι δεν πονάει, ότι είναι καλά κι ότι συμβαίνουν αυτά, έπιασε φλέβα ο μικρός, έλεγε και γελούσε, ενώ το μπαλκόνι πνιγόταν στο αίμα και μαζί με αυτό κι εμείς, που σχεδόν δεν βλέπαμε ο ένας τον άλλον. Λίγο πριν σβήσουν όλα, ο αδερφός μου βρήκε κάτι βαρύ και άρχισε να κοπανά με μανία το σιφόνι του μπαλκονιού μέχρι που το άνοιξε διάπλατα. Ύστερα τράβηξε το λάστιχο, γύρισε την κάνουλα και βάλθηκε να ξεπλένει κύτταρα και μικροοργανισμούς. Το αίμα, σαν ορμητικό ποτάμι εξέβαλε στο δέλτα μίας στρογγυλής τρύπας, σκορπίστηκε στους σωλήνες του σπιτιού και κατέληξε στον -μέχρι πρότινος- απότιστο κήπο.
Εκείνον τον δεκαπενταύγουστο, όσοι ήμασταν παρόντες στο μπαλκόνι εκείνου του εξοχικού που ποτέ ξανά δεν επισκεφτήκαμε, παριστάναμε πως τίποτα δεν συνέβη, αποσιωπήσαμε το γεγονός ως μη γενόμενο: ο αδερφός μου από τύψεις κι ενοχές, η μαμά μου από αγάπη κι εγώ επειδή είμαι εξαιρετικά καλή στο να πείθομαι ότι δεν έγιναν πράγματα που στην πραγματικότητα έγιναν. Το σώμα της μαμάς μου, όμως, θυμόταν γιατί έτσι κάνουν τα σώματα – δεν ξεχνάνε ποτέ· όσο κι αν στην αρχή φάνηκε υπάκουο και φρόνιμο κι όσο καλά κι αν έκρυψε το τραύμα του κάτω από αλοιφές και υφάσματα, τελικά όταν ήρθε η στιγμή δεν άντεξε, έσπασε την ομερτά μας. Τον αμέσως επόμενο δεκαπενταύγουστο, παρ’ όλο που τα μπουκάλια πορτοκαλάδας έμειναν άθικτα και καταναλώθηκαν κανονικά, η αδιόρατη γρατζουνιά έσταξε δύο-τρεις χοντρές σταγόνες αίμα, που το μπεζ υφασμάτινο παντελόνι της μαμάς φρόντισε αμέσως να προδώσει. Όλοι κοιτάξαμε αλλού γιατί ήταν πιο έυκολο και σίγουρα λιγότερο αμήχανο και κανένας δεν είπε τίποτα.
Έκτοτε, μία φορά το χρόνο, η μαμά μου φοράει κόκκινο παντελόνι και αυτό μου υπενθυμίζει ότι είναι στ’ αλήθεια άνθρωπος και όχι μία αυτοματοποιημένη συσκευή, ότι ίσως τελικά χρειάζεται να την κοιτάξω και να της πω κάτι και ότι το σώμα της μάλλον δεν θα συμπαθήσει ποτέ ξανά τις πορτοκαλάδες και τους δεκαπενταύγουστους.