Προκειμένου να βγουν στο μπαλκόνι, έπρεπε πρώτα να περάσουν από εκείνο το δωμάτιο. Άνοιξαν την εσωτερική πόρτα η άθλια ομήγυρις και βιάζονταν να φτάσουν στην μπαλκονόπορτα. Στη μέση του δωματίου
τρέχοντας τους υποδέχτηκε
ένας ζουμπουρλούδης πιτσιρίκος
με γουρλωμένα μάτια
κι ένα δαγκωμένο κομμάτι τυρί
στο δεξί του χέρι.
Στάθηκε και μαζί με την κοιλιά του
φούσκωναν και ξεφούσκωναν
στον ρυθμό της αναπνοής του
τα μπαλόνια μάγουλά του.
Με αδρές κινήσεις
Σας παρακαλώ, κύριοι.
Μετρήστε μου τις προσευχές σας.
Απόψε θέλω να φτιάξω
μια μεγάαααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααλη ανθοδέσμη
από ευωδιαστά όνειρα!
Μιμήθηκε αμέσως
το υπεροπτικό τους βλέμμα
‒δεν ήταν και δύσκολο‒
και το έσυρε πισωπατώντας
μέχρι την καρέκλα του.
Σταύρωσε το δεξί του πόδι
κάτω από το αριστερό
που είχε αφεθεί ελεύθερο
να μετεωρίζεται μπροστά και πίσω
όσο τους παρακολουθούσε με το βλέμμα απαράλλαχτο
να χειρονομούν έντονα, να φωνάζουν και να δείχνουν τα δόντια τους
χωρίς κανέναν λόγο
σ’ εκείνο το ετοιμόρροπο μπαλκόνι.
Είμαι ένα λούτρινο
και κάνω μια χαψιά
κάθε ανθρωπόμορφο βατράχι.
Πώς με φοβάται