Ακούστηκε και πάλι, λίγο αχνά αλλά όλο και πλησίαζε, η μουσική από το ακορντεόν.
«Έρχεται πάλι, απόγευμα… στην ώρα του»
Απόγευμα φθινοπωρινής Κυριακής, ο αδύναμος ήλιος ίσα-ίσα ζέσταινε το χαγιάτι στο μεγάλο διώροφο σπίτι και προσπαθούσαν να επωφεληθούν όσο το δυνατόν περισσότερο. Κάτω ο δρόμος μισοάδειος, οι άνθρωποι είχαν μαζευτεί στα σπίτια και χουχούλιαζαν.
— Γιαγιά, έρχεται…
— Πάρε μάτια μου…
Κράτησε σφιχτά το πενηνταράκι στο χέρι του και κοίταζε προς την άκρη του δρόμου περιμένοντας να ξεπροβάλει κρατώντας το ακορντεόν. Η γιαγιά δίπλα στην πολυθρόνα έβλεπε κι αυτή στην ίδια κατεύθυνση με βλέμμα που φανέρωνε, αν το αγόρι μπορούσε να διακρίνει, λαχτάρα για κάτι. Το αγόρι, της είχε γυρισμένη την πλάτη κι ανυπομονούσε.
Η μουσική πλησίαζε και μαζί ακουγόταν κι η στριγκή φωνή του τυφλού που κάλυπτε και τον ήχο του μπαστουνιού του, όταν σταματούσε να παίζει και περπατούσε τραγουδώντας. Ο άνθρωπος πλησίασε: Κοίταζε ευθεία μπροστά, με μάτια σχεδόν λευκά, σβηστά, με το ακορντεόν στερεωμένο στους ώμους με τα λουριά. Φόραγε ένα σακάκι από αλατζά με φαρδιές τσέπες στις δυο πλευρές κι είχε ένα ντενεκεδάκι στερεωμένο στη μια τσέπη, κρεμόταν από εκεί. Έπαιζε και τραγούδαγε, σταμάταγε, χτύπαγε το μπαστούνι συγχρόνως, ακουγόταν τα κέρματα να κουδουνίζουν μέσα στο ντενεκεδάκι.
«Πώς τα κάνει όλα αυτά!... Τυφλός άνθρωπος! Αλήθεια δεν βλέπει τίποτα; Πώς μπορεί να μη βλέπεις τίποτα, παρά μόνο σκοτάδι! Αδύνατο να αντέξεις! Δεν θα’ βλεπα τη γιαγιά, το σπίτι, δεν θα’ παιζα μπάλα… μόνο σκοτάδι, νύχτα… Πώς θα μάθαινα ακορντεόν, κάτι πρέπει να ’κανα για να ζήσω… ποιος θα μ’ έπαιρνε για δουλειά…»
Σταυροκοπήθηκε.
— Πήγαινε, θα φύγει!
Ο τυφλός είχε κοντοσταθεί έξω από το δίπατο σπίτι και…
«δυο πράσινα μάτια, με μπλε βλεφαρίδες….»
Έβγαινε από ένα γερασμένο λαρύγγι, αργόσυρτο μα με ξαφνικό πάθος και θαρρείς πως θ’ άφηνε το μπαστούνι και θ’ άρχιζε να στροβιλίζεται σε μια τεράστια σκηνή με το κοινό να παρακολουθεί αποσβολωμένο.
Έριξε το πενηνταράκι στο τενεκεδάκι και ο θόρυβος σαν να βεβήλωσε τις νότες που έφευγαν από το ακορντεόν κι ανέβαιναν στο χαγιάτι, σταμάτησε το τραγούδι και η μουσική.
Στερέωσε καλά το ακορντεόν στους ώμους, έπιασε το μπαστούνι και τακ-τακ συνέχισε να προχωράει ακριβώς στη μέση του μισοάδειου δρόμου προς την άλλη γειτονιά…
Ανέβηκε στο χαγιάτι πάλι. Κι ούτε που του πέρασε από το νου να προσέξει τα υγρά, πράσινα ακόμα, μάτια της γιαγιάς…