Από την πρώτη του δημόσια εμφάνιση τον συνόδευαν τα λόγια του Γιάννη Τσαρούχη: «...θα γίνει μεγάλος ζωγράφος, αν δεν τον φάνε τα πολιτικά». Ο Μπότσογλου ήταν στην ομάδα καλλιτεχνών (μαζί με τον Διονύση Σαββόπουλο, κ.ά.) γύρω από την Επιθεώρηση Τέχνης, το αριστερό πολιτιστικό περιοδικό που έδινε τον ιδεολογικό τόνο στη δεκαετία του 1960. Από νωρίς τον συνόδευε η φήμη ότι ήταν ο διάδοχος του Τσαρούχη, λόγω της ανθρωποκεντρικής θεματογραφίας του και γιατί έμοιαζε «ρωμιός» στην πινελιά, σε μια εποχή που η αφαίρεση είχε κατακτήσει τον ρόλο της πρωτοπορίας και της επαναστατικότητας. Υπήρξε μαθητής του Γιάννη Μόραλη στην ΑΣΚΤ, αλλά η σχέση με την παράδοση που εκπροσωπούσε ο Γιάννης Τσαρούχης ήταν πολύ βαθύτερη.
Ένας υπαρξιακός ζωγράφος σε μεταβατική εποχή
Την ίδια στιγμή, μαγευόταν από τον νέο κόσμο των βιομηχανικών αντικειμένων στην καθημερινότητα, καθώς και της μαζικής επικοινωνίας και τα έργα του, στη δεκαετία του 1960, ήταν σαν μια ελληνική εκδοχή της ποπ αρτ. Ζωγράφιζε θέματα όπως η λεκάνη της τουαλέτας και εξώφυλλα λαϊκών περιοδικών, με κριτική ιδεολογική στάση, σαν να ήθελε να τα διαπεράσει και να βρει μια αλήθεια πέρα από το βιομηχανικό ντιζάιν της μορφής τους. Μια αποδοχή ως προς τις συντεταγμένες εκείνης της δεκαετίας και την ίδια στιγμή μια απόπειρα διάλυσης της προκατασκευασμένης όψης.
Αυτός ο επαμφοτερισμός συνόδευε έκτοτε όλη την μετέπειτα καλλιτεχνική πορεία του. Το συγκεκριμένο και ρεαλιστικά απτό, από τη μια, και το απόμακρο, ακόμη και μεταφυσικό, από την άλλη. Ένας δυισμός που αργότερα έλαβε και άλλες μορφές: π.χ., το να λειτουργεί ταυτόχρονα ως ζωγράφος και ως χαράκτης, ως ζωγράφος και ως γλυπτής, ως ζωγράφος υψηλής αισθητικής και παράλληλα ως ταπεινός ανώνυμος σχεδιαστής των πολιτικών πανό του ακραίου αριστερού κόμματος που υπηρέτησε με αφοσίωση για πολλά χρόνια.
Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς αυτές τις διασπαστικές διαστάσεις στον προβληματισμό του, αλλά η αλληλεπίδραση αυτών των τάσεων και η σύνθεση τους στα κορυφαία έργα του δεν εξηγείται χωρίς αυτήν τη συνεχή απόπειρα «ενότητας των αντιθέτων».
Ως ζωγράφο που «γδέρνει την ανθρώπινη μορφή» τον θεώρησα όταν οργανώσαμε την πρώτη αναδρομική του έκθεση στο Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης, στη Ρόδο, στην έκδοση με τίτλο Η αναζήτηση ταυτότητας στη ζωγραφική τού Χρόνη Μπότσογλου. Υπήρξαν και άλλες μελέτες για το έργο του τότε, από τον διαχρονικό του φίλο Χρήστο Λάζο και την ιστορικό της τέχνης Μάρθα Χριστοφόγλου. Ήταν το τέλος της δεκαετίας 1980 όταν η δουλειά του πια είχε ωριμάσει και είχε επιβληθεί στον εικαστικό χώρο ως εξαιρετικά ποιοτική ζωγραφική με ρεαλιστικές ρίζες που μεταπλάθονταν σε υπαρξιακές.
Μια δεκαετία πριν είχε αυτοαποκλειστεί για χρόνια σε ένα ελαιοτριβείο στη Λέσβο και ζωγράφιζε πεισματικά τον εαυτό του γυμνό από καθρέφτη σε μια μεγάλη σειρά σπαρακτικών έργων. Από τότε παρουσίαζε το έργο του σε ενότητες. Κορυφαία η «Νέκυια» με σαφέστατες αναφορές στις ψυχές που συναντά ο Οδυσσέας στον Άδη, έργα δραματικά αλλά και άυλα, μεταφυσικά, με μεγάλη μεταδοτική ικανότητα. Ίδια εποχή και στο ίδιο εικαστικό ύφος κάνει μια ενότητα με πορτρέτα ανθρώπων του λόγου και της τέχνης· του Δημήτρη Μαρωνίτη καταρχήν, του Χρήστου Λάζου, κ.ά.· αργότερα παρουσιάζει μια άλλη ενότητα με σπουδαίους ομότεχνούς του από το παρελθόν, κ.ο.κ.
Μια μεγάλη τομή στην εξέλιξή του υπήρξε ένα γλυπτό σε φυσική διάσταση που έδειχνε την μητέρα του σε προχωρημένη άνοια, οστεώδη, σε μια πολυθρόνα σαν θρόνο. Το έργο αυτό απεδείχθη κομβικό διότι ήταν η απαρχή αρκετών έργων γλυπτικής. «Έχεις αιτήματα γλυπτικής μέσα σου», του είχε παρατηρήσει εύστοχα ο γλύπτης Θόδωρος πριν χρόνια και όντως η αίσθηση του τρισδιάστατου συνόδευσε ό,τι έκανε έκτοτε, ακόμη και τα καθαρά ζωγραφικά του έργα, όπου οι ανθρώπινες φόρμες έδειχναν σαν φωτισμένες από ένα παλλόμενο εσωτερικό φως.
Υπήρχε και μια ανομολόγητη αισθητική σχέση με θρησκευτικά θέματα, ίσως όχι συνειδητή αλλά μάλλον λόγω της βαθιάς υπαρξιακής αίσθησης που ενσωματωνόταν στα ασκητικά αυτά έργα. Πχ. σε πολλούς πίνακες με τον ίδιο και τη μητέρα του, πάντα σε άνοια, τα οποία εύκολα δίνουν συνειρμό της τυπολογίας «βρεφοκρατούσας» από τη βυζαντινή τέχνη. Εν τω μεταξύ η έντονη εξπρεσιονιστική ατμόσφαιρα των περισσότερων έργων, το «γδάρσιμο των μορφών», η διερεύνηση ψυχικού βάθους, ήταν ήδη κεντρικά γνωρίσματα του και στα ιστορικά πλαίσια αυτής της ζωγραφικής, όπως την γνωρίσαμε στον Γιώργο Μπουζιάνη και στους άλλους του βορειοευρωπαϊκού εξπρεσιονισμού.
Η καθιέρωση του Μπότσογλου τις τελευταίες δεκαετίες ήταν εκτεταμένη τόσο ως καλλιτέχνη όσο και ως δημοσίου προσώπου. Τόσο αυτός όσο και ο στενός του φίλος Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, θεωρήθηκαν ως εκφραστές μιας ολόκληρης εποχής, τόσο από εικαστική όσο και από ιδεολογική άποψη. Ήταν μια μεταβατική εποχή, αυτοπροσδιορισμού, με πολλούς κοινωνικούς προβληματισμούς.
Η αντανάκλαση στο έργο του Μπότσογλου του έδωσε τη χροιά μιας τέχνης όχι μόνο προσωπικής, αλλά και εμβληματικής σε ευρύτερο πλαίσιο.