Blue Boy

Aron Wiesenfeld, «Study for Night Reading» (2020)
Aron Wiesenfeld, «Study for Night Reading» (2020)


Το διαμέρισμα βρίσκεται στον 67ο όροφο και παρ όλον ότι ελάχιστοι θόρυβοι θα μπορούσαν να διαταράξουν την ηρεμία των ενοίκων του, είναι εξοπλισμένο με κάθε είδους ισχυρή μόνωση. Το υπνοδωμάτιο του Blue Boy είναι σαδιστικά σχεδιασμένο: Διπλά τζάμια καλύπτουν ολόκληρο τον δυτικό τοίχο, και, καθώς η αισθητική της μητέρας του Blue Boy είναι οριστικά διαμορφωμένη και απολύτως ακλόνητη, οι κουρτίνες απαγορεύονται δια ροπάλου. Έτσι, ο Blue Boy, κάθε νύχτα υφίσταται την ακτινοβολία ενός περιστρεφόμενου κυλίνδρου, ο οποίος εκπέμπει συμπαγή σύννεφα χρώματος μπλε, φωτίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το περιβάλλον, δίνοντάς του απόκοσμη όψη. Το εν λόγω κατασκεύασμα οφείλει την ύπαρξή του στον ιδιοφυή αρχιτέκτονα του απέναντι ουρανοξύστη.
Ο Blue Boy παίρνει το καθιερωμένο του λουτρό χρώματος με τα μάτια κλειστά, όμως οι υπόλοιπες αισθήσεις του βρίσκονται σε επιφυλακή. Αγνοεί την ταυτότητα του σημερινού του επισκέπτη, δεν του έχει δοθεί κανένα προειδοποιητικό σημάδι.
Ένα ανεπαίσθητο θρόισμα (ρεύμα αέρα που τρικυμίζει τα σεντόνια; Μεταξωτή φούστα που εγκαθίσταται στο μοναδικό κάθισμα του δωματίου;) διαταράσσει τη στάση αναμονής που τηρεί εδώ και λίγη ώρα. Η γηραιά κυρία που προσπαθεί να τακτοποιήσει τα κυρτωμένα μέλη της στην άκρη του κρεβατιού του, κρατάει σφιχτά μια τσάντα και το βλέμμα της πίσω από τα τεράστια γυαλιά προσπαθεί χωρίς αποτέλεσμα να εστιάσει σε κάποιο σημείο του δωματίου.
Ο Blue Boy έχει συνηθίσει στις εκπλήξεις. Καλοδέχεται τους νυχτερινούς επισκέπτες του, αν και πάντοτε είναι υποχρεωμένος να απολογηθεί για την απουσία κερασμάτων και ποτών – την αποδίδει στο προχωρημένο της ώρας.

Ella, καλώς ήρθατε.

Η κυρία γυρίζει προς το μέρος του χαμογελώντας αβέβαια. Τον κοιτά χωρίς να τον βλέπει, όμως απλώνει το χέρι και αγγίζει το δικό του.
Ο Blue Boy περιεργάζεται τις ζάρες γύρω από το στόμα της κυρίας με τη θεϊκή φωνή, αναρωτιέται πώς η Ella Fitzgerald κατάφερε και βρήκε τον δρόμο μέσα από τους δαιδαλώδεις διαδρόμους που οδηγούν στο υπνοδωμάτιό του.

Είναι τυφλή σαν νυχτερίδα και σαν νυχτερίδα έχει ραντάρ, σκέφτεται.

Καθίστε παρακαλώ στην πολυθρόνα, της λέει, θα είστε πιο άνετα.

Ναι, απαντά εκείνη με έκδηλη ανακούφιση, δε φτάνει που δεν βλέπω, χάνω και τα πόδια μου, άντε να τα βρεις μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι. Α, ναι, το καταραμένο το ζάχαρο φταίει για όλα.

Ο Blue Boy γέρνει το κεφάλι στα προδοτικά γόνατα της επισκέπτριας. Στρώνει τη φούστα της Ella – είναι όντως μεταξωτή. Κλείνει και πάλι τα μάτια, και όταν η σιωπή παύει να είναι ευεργετική, διατυπώνει το ταπεινό του αίτημα:

Τραγουδήστε μου κάτι, είμαι βέβαιος πως αυτό το χάρισμα δεν σας έχει εγκαταλείψει.

Ίσως όχι ακόμα, απαντά εκείνη και παίρνει βαθιά αναπνοή. Το φως εγκαταλείπει αργά το δωμάτιο καθώς η κυρία σταυρώνει τα χέρια και αρχίζει:

Blue moon you saw me standing alone
Without a dream in my heart
Without a love of my own
Blue moon, you knew just what I was there for
You heard me saying a prayer for
Someone I really could care for…

Το σώμα του Blue Boy ηρεμεί, χαλαρώνει. Το δέρμα του, βαμμένο στις αποχρώσεις του μπλε του κοβαλτίου, της ακουαμαρίνας, του ίντιγκο κτλ, ανταποκρίνεται διαδοχικά με ανατριχίλες και σύντομα ρίγη. Καθώς ακόμη κρατά τα σκεβρωμένα χέρια της Ella Fitzgerald, διακινδυνεύει μια γρήγορη ματιά στα σκοτεινά γυαλιά της επισκέπτριας όπου αντικατοπτρίζεται παραμορφωμένο το είδωλό του. Αναζητά την απάντηση στις ανομολόγητες υποψίες του.

Νομίζω, Ella, ότι βλέπουμε το χρώμα με τον ίδιο τρόπο, λέει.

———

Η κυρία σταματά το τραγούδι της, πηγαίνει με ασταθή βήματα στα παγωμένα διπλά τζάμια και τα χαϊδεύει από πάνω μέχρι κάτω με τις σοφές της παλάμες. Κατόπιν τις δείχνει, (μια παρωδία μούντζας) στρέφοντας την πλάτη της στο αγόρι, σε κάποιο αόριστο σημείο του δωματίου.
Η κλασική κίνηση της παράδοσης, λένε ταυτόχρονα και οι δύο, η Ella Fitzgerald και ο Blue Boy, λίγο πριν απολαύσουν μαζί ένα ακόμη λουτρό χρώματος που θα αποθαρρύνει αποτελεσματικά την έλευση μιας ακόμη άχρωμης αυγής.