...Εκ των υστέρων

Ο Virgil Nemoianu
Ο Virgil Nemoianu

Ψήγ­μα­τα (και στίγ­μα­τα) θε­ω­ρί­ας

——— ≈ ———

3. Από την δια­χρο­νι­κό­τη­τα στην ιστο­ρι­κό­τη­τα του Ρο­μα­ντι­σμού


Virgil Nemoianu, The Taming of Romanticism. European Literature and the Age of Biedermeier, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts & London, Αγ­γλία 1984

————————————

Είναι πια κοι­νός τό­πος η ιδέα ότι οι τε­λευ­ταί­ες ανα­λα­μπές του λε­γό­με­νου «Μο­ντερ­νι­σμού» στην Λο­γο­τε­χνία και την Τέ­χνη συγ­χω­νεύ­τη­καν με το λυ­κό­φως του 20ού αιώ. και της 2ης μ. Χ. χι­λιε­τη­ρί­δας· εξί­σου κοι­νώς απο­δε­κτή εί­ναι όμως και η δια­πί­στω­ση ότι οι απαρ­χές του εντο­πί­ζο­νται στον χώ­ρο και την επο­χή του Ρο­μα­ντι­σμού. Διά­γνω­ση η οποία έχει μεν συμ­βά­λει τα μέ­γι­στα στην διεύ­ρυν­ση και εμ­βά­θυν­ση των σχε­τι­κών ερ­μη­νευ­τι­κών προ­ο­πτι­κών, πλην όμως - αδύ­να­τον να το αγνο­ή­σου­με - επέ­φε­ρε και ουκ ολί­γη σύγ­χυ­ση επί του προ­κει­μέ­νου.
Κα­θ’ όλη την προ­α­να­φερ­θεί­σα πε­ρί­ο­δο, ο Ρο­μα­ντι­σμός δεν έπα­ψε να απο­τε­λεί θέ­μα και αντι­κεί­με­νο συ­ζή­τή­σης και προ­βλη­μα­τι­σμού, αλ­λά το σχή­μα και το πε­ριε­χό­με­νό του άλ­λα­ζαν άρ­δην,σε συ­νάρ­τη­ση προς το πρί­σμα υπό το οποίο εξε­τα­ζό­ταν στις εκά­στο­τε φά­σεις και εκ­φάν­σεις της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας. Κα­θ’ ημάς, για πα­ρά­δειγ­μα, ο Νί­κος Κα­λα­μά­ρης (προ­τού «ανα­βα­πτι­σθεί Νι­κό­λα[ο]ς Κά­λας / Nicholas Calas, αλ­λά ήδη οπα­δός της Πρω­το­πο­ρί­ας του Με­σο­πο­λέ­μου) έγρα­φε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά το 1937: «Ρο­μα­ντι­κή στά­ση απέ­να­ντι του ρο­μα­ντι­σμού εί­ναι σή­με­ρα νοη­τή μό­νο υπερ­ρε­α­λι­στι­κά, κα­θώς την επο­χή του Mallarmé ήταν νοη­τή μό­νο μέ­σα από το συμ­βο­λι­σμό» (Κά­λας 1982, 167). Με αυ­τή την λο­γι­κή, μπο­ρού­με να ξε­χω­ρί­σου­με π.χ. έναν «συμ­βο­λι­στι­κό­τρο­πο» Ρο­μα­ντι­σμό, στον Baudelaire (L’art romantique, 1868) και στον Mallarmé (ως ανα­γνώ­στη του του Poe)· έναν «υπερ­ρε­α­λί­ζο­ντα» Ρο­μα­ντι­σμό, σε πο­νή­μα­τα όπως (De Baudelaire au surréalisme (1933) του Marcel Raymond ή L’âme romantique et le rêve (1937 του Albert Béguin)· έναν «εξ­πρε­σιο­νι­στι­κό» Ρο­μα­ντι­σμό (Die Romantik, 1899, της Ricarda Huch)[1] κ.ο.κ., ως εάν ο Ρο­μα­ντι­σμός να μην ήταν πα­ρά οι αλ­λε­πάλ­λη­λες προ­σλή­ψεις του. Εξάλ­λου, οι επί μέ­ρους αυ­τοί «ρο­μα­ντι­σμοί» δια­κη­ρύσ­σουν ρη­τά την συμ­φω­νία τους προς το μο­ντέ­λο ενός «αιω­νί­ου Ρο­μα­ντι­σμού»· υπό­θε­ση που όμως απο­κλεί­ει εκ προ­οι­μί­ου την πι­θα­νό­τη­τα η όποια υπο­στα­σιο­ποί­η­ση της εν λό­γω εντε­λέ­χειας να εξα­ντλεί την δια­χρο­νι­κή ου­σία αυ­τής.
Η αλή­θεια, ως συ­νή­θως, βρί­σκε­ται κά­που στην μέ­ση. Όπως κά­θε ιστο­ρι­κό φαι­νό­με­νο, και ο Ρο­μα­ντι­σμός πα­ρου­σιά­ζει επι­φα­νεια­κές δο­μές και δο­μές βά­θους, με­τα­βαλ­λό­με­νες και στα­θε­ρές. Οι τε­λευ­ταί­ες, βε­βαί­ως, αλ­λά­ζουν επί­σης, αλ­λά με ρυθ­μούς οπωσ­δή­πο­τε βρα­δύ­τε­ρους από τις πρώ­τες. Εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει δεν εί­ναι η εξέ­λι­ξη των μεν που πα­ρα­κο­λου­θεί την δυ­να­μι­κή των δε· απε­να­ντί­ας, θα μπο­ρού­σε κα­νείς να ισχυ­ρι­σθεί ότι η όποια αλ­λα­γή βά­θους προ­κα­λεί ποι­κί­λα και αλυ­σι­δω­τά απο­τε­λέ­σμα­τα στην επι­φά­νεια. ΄Έτσι, στην κοί­τη της ιστο­ρί­ας κυ­λούν διά­φο­ρα ρεύ­μα­τα, το κα­θέ­να με την δι­κή του στάθ­μη και την δι­κή του τα­χύ­τη­τα, φαι­νό­με­νο το οποίο υπά­γε­ται στην δια­λε­κτι­κή της «μα­κράς» και της «βρα­χεί­ας διαρ­κεί­ας» (Fernand Braudel). Πα­ρα­δό­ξως, η πρω­τεϊ­κή όσο και ασα­φής «δια­χρο­νι­κό­τη­τα» που ανα­φέ­ρα­με προη­γου­μέ­νως, κα­θώς ανα­πα­ρά­γει την οπτι­κή γω­νία του κά­θε πα­ρό­ντος χρό­νου (οι δια­δο­χι­κές ερ­μη­νεί­ες συ­ναρ­τώ­νται προς τα δια­δο­χι­κά νε­ο­τε­ρι­κά ρεύ­μα­τα), εγ­γρά­φε­ται στην «βρα­χεία διάρ­κεια». Και­ρός λοι­πόν να ανα­ζη­τη­θεί και η διά­στα­ση της «μα­κράς διαρ­κεί­ας», δη­λα­δή η με­λέ­τη του Ρο­μα­ντι­σμού να εστιά­σει πλέ­ον στην χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ιστο­ρι­κό­τη­τά του.
Την ανά­γκη αυ­τή ανέ­λα­βε να κα­λύ­ψει Η εξη­μέ­ρω­ση του Ρο­μα­ντι­σμού[2], του Ρου­μα­νο-αμε­ρι­κα­νού θε­ω­ρη­τι­κού Virgil Nemoianu.[3] Το έρ­γο έχει κυ­κλο­φο­ρή­σει στις ΗΠΑ σχε­δόν προ τεσ­σα­ρα­κο­ντα­ε­τί­ας και θε­ω­ρεί­ται σταθ­μός στον χώ­ρο των «ρο­μα­ντι­κών σπου­δών»· στην Ελ­λά­δα, ωστό­σο, ελά­χι­στα έχει γί­νει αντι­λη­πτό μέ­χρι στιγ­μής από τους κα­θ’ ύλην αρ­μο­δί­ους

Σε τι συ­νί­στα­ται, λοι­πόν, η ιστο­ρι­κό­τη­τα του Ρο­μα­ντι­σμού σε προ­ο­πτι­κή «μα­κράς διαρ­κεί­ας»; Σε βρα­δύρ­ρυθ­μες εξε­λί­ξεις οι οποί­ες, ήδη εντός του λε­γό­με­νου Προ­ρο­μα­ντι­σμού (που, με την σει­ρά του, ανα­φύ­ε­ται μέ­σα από ανε­παί­σθη­τες ποιο­τι­κές διερ­γα­σί­ες στους κόλ­πους της Νε­ο­κλα­σι­κής αι­σθη­τι­κής και ιδε­ο­λο­γί­ας του Αιώ­να των Φώ­των), ανα­δει­κνύ­ουν τα επί μέ­ρους συ­στα­τι­κά του «ρο­μα­ντι­κού πα­ρα­δείγ­μα­τος»· εν συ­νε­χεία, στην δια­μόρ­φω­ση και την στα­θε­ρο­ποί­η­σή αυ­τού· και τέ­λος, στην βαθ­μιαία απο­δό­μη­ση του εν λό­γω «πα­ρα­δείγ­μα­τος» έως ότου, εξ ίσου ανε­παί­σθη­τα, ο Ρο­μα­ντι­σμός με­τα­βάλ­λε­ται σε κά­τι δια­φο­ρε­τι­κό, και έτσι εκλεί­πει, για να ξα­να­ζή­σει στον ευ­ρέ­ως εν­νο­ού­με­νο Μο­ντερ­νι­σμό.
Τα πα­ρα­πά­νω δεν φα­ντά­ζουν πο­λύ θε­α­μα­τι­κά, αφού εί­ναι γνω­στό τοις πά­σι ότι η ιστο­ρία εν γέ­νει, και η ιστο­ρία του πνεύ­μα­τος ει­δι­κό­τε­ρα, δεν κά­νει άλ­μα­τα. Ως εκ τού­του «μη­δέν εκ του μη­δε­νός γεν­νά­ται» (ex nihilo nihil) και τί­πο­τα δεν εκλεί­πει εξ ολο­κλή­ρου. Βε­βαί­ως, ο Nemoianu έχει την ικα­νό­τη­τα να δια­βλέ­ψει μέ­σα στο συ­νε­χές του πο­λι­τι­σμι­κού γί­γνε­σθαι τα πλέ­ον λε­πτά συμ­πτώ­μα­τα της κυο­φο­ρού­με­νης αλ­λα­γής. Αλ­λά το πράγ­μα­τι και­νο­φα­νές στοι­χείο που φέρ­νει η ερ­μη­νεία του έγκει­ται κα­τά πρώ­το λό­γο στην ιδέα ότι οι ρυθ­μοί της «μα­κράς διαρ­κεί­ας» δια­τρέ­χουν υπο­γεί­ως τον χώ­ρο του ίδιου του Ρο­μα­ντι­σμού. Η δια­μόρ­φω­ση του σχε­τι­κού «πα­ρα­δείγ­μα­τος» προ­βάλ­λει, αρ­χι­κά, το μο­ντέ­λο ενός «υψη­λού Ρο­μα­ντι­σμού» (high Romanticism - HR)· η δε στα­θε­ρο­ποί­η­σή του απαι­τεί, στην επο­μέ­νη φά­ση, μια σχε­τι­κή «εξη­μέ­ρω­ση», από την οποία ανα­φύ­ε­ται ο «Ρο­μα­ντι­σμός του Biedermeier» [Biedermeier Romanticism - BR]. Το δεύ­τε­ρο αυ­τό στά­διο, καί­τοι πιο στα­θε­ρό, ενέ­χει εντού­τοις και τα σπέρ­μα­τα των μελ­λου­σών με­τα­βο­λών του Ρο­μα­ντι­σμού, σε «με­ταρ­ρο­μα­ντι­κή» κα­τεύ­θυν­ση. Κα­τά συ­νέ­πεια, ο BR θα εί­ναι επί­σης αυ­τό που και βα­θύ­τε­ρα και εντο­νό­τε­ρα θα επη­ρε­ά­σει τις με­τα­γε­νέ­στε­ρες εξε­λί­ξεις στην σφαί­ρα του νε­ω­τε­ρι­σμού. Έτσι λοι­πόν, παίρ­νο­ντας ορι­σμέ­να χρο­νι­κά ση­μεία ανα­φο­ράς, η μα­κροϊ­στο­ρι­κή δια­δι­κα­σία που έχει στο κέ­ντρο της τον Ρο­μα­ντι­σμό, πα­ρου­σιά­ζε­ται σχη­μα­τι­κά ως εξής:

Νε­ο­κλα­σι­κι­σμός — Δια­φω­τι­σμός — (πρώ­το ήμι­συ του 18ου αιώ­να) →

Προρ­ρο­μα­ντι­σμός — ακό­μη στα πλαί­σια του Δια­φω­τι­σμού — (πε­ρί τα 1750) →

HR (1790-1815) → BR (1815-1848) → Με­ταρ­ρο­μα­ντι­σμός (1848-1870).[4]


Τα ανω­τέ­ρω —ιδί­ως δε τα ανα­φε­ρό­με­να χρο­νι­κά ορό­ση­μα— ισχύ­ουν μάλ­λον για την Γερ­μα­νία, την Αγ­γλία και, εν μέ­ρει, για την Γαλ­λία, δη­λα­δή για το κέ­ντρο ακτι­νο­βο­λί­ας του Ρο­μα­ντι­σμού. Η εξά­πλω­σή του στην υπό­λοι­πη Ευ­ρώ­πη υπα­κού­ει σε κά­ποιους κα­νό­νες και επι­φέ­ρει ορι­σμέ­νες με­τα­βο­λές/προ­σαρ­μο­γές του μο­ντέ­λου, οι οποί­ες εγ­γρά­φο­νται στην ίδια ιστο­ρι­κή προ­ο­πτι­κή, κα­θώς «μα­κρά διάρ­κεια» ση­μαί­νει συν τοις άλ­λοις και «γε­ω­γρα­φι­κός χρό­νος» (πρβ. Braudel 1985, 14). Η εν­δε­λε­χής εξέ­τα­σή τους συ­νι­στά ένα δεύ­τε­ρο ση­μείο καί­ριου εν­δια­φέ­ρο­ντος στο βι­βλίο του Nemoianu.

Έχο­ντας μέ­χρις εδώ σκια­γρα­φή­σει τις δύο βα­σι­κές συ­ντε­ταγ­μέ­νες του έρ­γου, θα πε­ρά­σω τώ­ρα στην ανα­λυ­τι­κό­τε­ρη πα­ρου­σί­α­ση της επί μέ­ρους θε­μα­το­λο­γί­ας του. Πα­ράλ­λη­λα —οσά­κις κα­τα­στεί δυ­να­τόν—, θα επι­χει­ρή­σω και ορι­σμέ­νες ανα­δρο­μές στα κα­θ’ ημάς· για­τί μό­νο στο μέ­τρο που το επε­ξη­γη­μα­τι­κό ερ­γα­λείο του Nemoianu κα­τα­στεί εφαρ­μό­σι­μο στα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα, θα απο­δει­χτεί η χρη­σι­μό­τη­τά του για τους Έλ­λη­νες θε­ω­ρη­τι­κούς.
Στο πρώ­το λοι­πόν κε­φά­λαιο, The Dynamics of the Romantic Period (σσ. 1-40), ο συγ­γρα­φέ­ας πραγ­μα­τεύ­ε­ται την υπό­θε­ση ότι η διά­κρι­ση «ανά­με­σα στον «υψη­λό Ρο­μα­ντι­σμό» και στα με­τα­γε­νέ­στε­ρα και με­τριο­πα­θέ­στε­ρα στά­διά του» (σ. 1), η οποία κα­τ’αρ­χάς αφο­ρού­σε τον γερ­μα­νό­φω­νο φι­λο­λο­γι­κό χώ­ρο, μπο­ρεί και πρέ­πει να επε­κτα­θεί σε πα­νευ­ρω­παϊ­κή κλί­μα­κα. Κα­θώς στην γραμ­μα­το­λο­γία προ­ε­λεύ­σε­ως η υστε­ρορ­ρο­μα­ντι­κή φά­ση ονο­μά­στη­κε Biedermeier, εύ­λο­γο εί­ναι η προ­σο­χή μας να στρα­φεί πρω­τί­στως προς το ση­μα­σιο­λο­γι­κό πε­ριε­χό­με­νό του όρου.
Σή­με­ρα, το «Βiedermeier» μας πα­ρα­πέ­μπει κυ­ρί­ως σε ένα στιλ που εί­χε επι­κρα­τή­σει στις εφηρ­μο­σμέ­νες Τέ­χνες (επί­πλω­ση, μό­δα) της Κε­ντρι­κής Ευ­ρώ­πης, κα­τά την με­τα-να­πο­λε­ό­ντεια επο­χή. Η λέ­ξη όμως , αυ­τή κα­θαυ­τή, επι­νο­ή­θη­κε γύ­ρω στα 1855, στο Μό­να­χο, από τους δη­μο­σιο­γρά­φους Adolf Kussmaul και Ludwig Eichrodt, ως προ­σω­πο­νύ­μιο σε ένός χιου­μο­ρι­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα (Gottlieb Βiedermeier), τυ­πι­κού εκ­προ­σώ­που του μι­κρο­α­στι­κού φι­λι­σται­σμού στην νό­τί­αυ Γερ­μα­νία και Αυ­στρία. Στην θε­ω­ρία και την ιστο­ρία της λο­γο­τε­χνί­ας, όπου «με­τα­πή­δη­σε» από τον χώ­ρο των Τε­χνών, κα­τέ­στη δη­λω­τι­κό μιας ηπιό­τε­ρης έκ­φαν­σης του «ρο­μα­ντι­κού πα­ρα­δείγ­μα­τος», αλ­λά και της πε­ριό­δου και του όλου πο­λι­τι­σμι­κού πλέγ­μα­τος εντός των οποί­ων έλα­βε χώ­ρα ο με­τρια­σμός του «υψη­λού Ρο­μα­ντι­σμού». Ση­μειω­τέ­ον δε ότι, αντί­θε­τα από τους πε­ρισ­σό­τε­ρους θε­ω­ρη­τι­κούς, κρι­τι­κούς και συ­γκρι­το­λό­γους ανά την Ευ­ρώ­πη και την Αμε­ρι­κή, ο Nemoianu προσ­δί­δει θε­τι­κή ση­μα­σία στις σχε­τι­κές διερ­γα­σί­ες, ης στιγ­μής συ­νι­στούν την στα­θε­ρο­ποί­η­ση του «ρο­μα­ντι­κού πα­ρα­δείγ­μα­τος», ενώ, ου­σια­στι­κά, απο­τε­λούν την μό­νη εφι­κτή λύ­ση για την διαιώ­νι­σή αυ­τού: «[…] μα­κρο­πρό­θε­σμα, ο κε­ντρι­κός ρο­μα­ντι­κός πυ­ρή­νας δεν μπο­ρού­σε να εξε­λι­χθεί πα­ρά μό­νο σε κα­τα­το­νι­κή και με­λαγ­χο­λι­κή κα­τεύ­θυν­ση, επει­δή το αμι­γές πα­ρά­δειγ­μά του ήταν άπια­στο. Ο Ρο­μα­ντι­σμός πρέ­πει να σι­γή­σει ή να συμ­βι­βα­σθεί. Κά­θε εμπράγ­μα­τος Ρο­μα­ντι­σμός εί­ναι ένας όψι­μος Ρο­μα­ντι­σμός» (σελ. 29). Οι αξιώ­σεις του «υψη­λού Ρο­μα­ντι­σμού» ήταν υπέρ­με­τρες: το τι­τά­νιο όρα­μά του αγκά­λια­ζε το πα­ρα­δει­σια­κό μέλ­λον και τον επί­γειο Πα­ρά­δει­σο, και απο­σκο­πού­σε να συ­νε­νώ­σει τον μι­κρό­κο­σμο με τον μα­κρό­κο­σμο, σε ατο­μι­κή, συλ­λο­γι­κή και συ­μπα­ντι­κή κλί­μα­κα της υπάρ­ξε­ως, τα αχα­νή βά­θη με τα ιλιγ­γιώ­δη ύψη της αν­θρω­πί­νης ψυ­χής. Όμως, με­τά το 1815, στην Ευ­ρώ­πη εγκα­θί­στα­ται η υπαρ­ξια­κή κό­πω­ση, το έντο­νο άγ­χος και η γε­νι­κευ­μέ­νη αί­σθη­ση αβε­βαιό­τη­τας και απει­λής, συ­νε­πεία των κο­σμο­λο­γι­κών αλ­λα­γών της προη­γού­με­νης ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τί­ας (με την Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση και τον «πα­γκό­σμιο πό­λε­μο» που εί­χε πυ­ρο­δο­τή­σει ο Να­πο­λέ­ων). Υπό πα­ρό­μοιες συν­θή­κες, φυ­σι­κό ήταν στις νο­ο­τρο­πί­ες της επο­χής, αλ­λά και στον πο­λι­τι­σμι­κό από­η­χό τους - που ήταν το Biedermeier - να ση­μειω­θεί κά­ποια «ανα­δί­πλω­ση», στην κα­τεύ­θυν­ση ενός Ρο­μα­ντι­σμού μι­κρο­α­στι­κά συ­νε­τού και χα­μη­λό­φω­νου, που συμ­φι­λιώ­νε­ται με την υπαρ­κτή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.[5] 
Με αφε­τη­ρία την ανω­τέ­ρω τυ­πο­λο­γι­κή διά­κρι­ση του Nemoianu, θα μπο­ρού­σα­με, για πα­ρά­δειγ­μα, να ανα­στο­χα­στού­με το θέ­μα της υπαρ­κτής αντί­στι­ξης ανά­με­σα στην σκέ­ψη και δρά­ση του Ρή­γα, αφ’ ενός, και του Κο­ραή, αφ’ ετέ­ρου.[6] Στην πο­λι­τι­κή φι­λο­σο­φία του Βε­λε­στιν­λή, το λυ­τρω­τι­κό όρα­μα της “Βαλ­κα­νι­κής Ομο­σπον­δί­ας”, δη­λα­δή μιας ελεύ­θε­ρης κοι­νο­πο­λι­τεί­ας των λα­ών της πε­ριο­χής —μη εξαι­ρου­μέ­νων των Τούρ­κων— απο­τε­λεί ένα θέ­μα που συν-ηχεί λ.χ. με ορι­σμέ­νες εμπνευ­σμέ­νες σε­λί­δες του Saint-Just και, ως εκ τού­του, ανά­γε­ται αναμ­φι­βό­λως στον «υψη­λό Ρο­μα­ντι­σμό». Σε αντι­δια­στο­λή, ο Κο­ρα­ής φα­ντά­ζει ένας πρώ­ι­μος εκ­πρό­σω­πος του Biedermeier. Συ­γκε­κρι­μέ­να, υπά­γει το οι­κου­με­νι­κό ιδε­ώ­δες του Ρή­γα σε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή «σμί­κρυν­ση», αφού η Επα­νά­στα­ση πε­ριο­ρί­ζε­ται πλέ­ον στην κλί­μα­κα του εφι­κτού: απε­λευ­θέ­ρω­ση των Ελ­λή­νων από τον οθω­μα­νι­κό ζυ­γό. Στην ίδια κα­τεύ­θυν­ση, ας κα­τα­γρα­φεί επι­πλέ­ον η εμ­μο­νή του Κο­ραή στην ιδέα της «μέ­σης οδού»: όχι μό­νο στο γλωσ­σι­κό: με­τα­ξύ αρ­χαί­ας και δη­μώ­δους, αλ­λά και στο πο­λι­τι­κό: με­τα­ξύ τυ­ραν­νί­δας και αναρ­χί­ας, ή και στο θρη­σκευ­τι­κό πε­δίο: με­τα­ξύ σκο­τα­δι­σμού και αθε­ΐ­ας. Εμ­μο­νή η οποία δη­λώ­νει την υπεύ­θυ­νη και εποι­κο­δο­μη­τι­κή του στά­ση απέ­να­ντι στην υπαρ­κτή ανά­γκη για στα­θε­ρό­τη­τα του εθνο­κρά­τους.

Στις επό­με­νες δύο ενό­τη­τες του βι­βλί­ου του, ο συγ­γρα­φέ­ας προ­χω­ρεί στην εξέ­τα­ση δύο επί μέ­ρους θε­μά­των: Support for an English Biedermeier (σσ. 41-77) και French Romanticism: two Beginings ? (σσ. 78-119). Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, στο μεν πρώ­το διε­ρω­τά­ται ποια ακρι­βώς εί­ναι φύ­ση και ο χα­ρα­κτή­ρας των μιά­μι­ση έως δύο δε­κα­ε­τιών, που στην αγ­γλι­κή λο­γο­τε­χνία με­σο­λα­βούν ανά­με­σα στον «υψη­λό Ρο­μα­ντι­σμό» και την με­τα­ρο­μα­ντι­κή Βι­κτω­ρια­νή επο­χή·[7] ενώ στο δεύ­τε­ρο προ­βλη­μα­τί­ζε­ται σχε­τι­κά με την φαι­νο­με­νι­κή απου­σία ενός «υψη­λού Ρο­μα­ντι­σμού» στην Γαλ­λία. Η επί­λυ­ση των εν λό­γω θε­μά­των μα­ταί­ως ανα­ζη­τή­θη­κε σε εγ­χώ­ρια ιστο­ρι­κο-λο­γο­τε­χνι­κά συμ­φρα­ζό­με­να, ενώ αντι­θέ­τως, μια ικα­νο­ποι­η­τι­κή απά­ντη­ση εί­ναι δυ­να­τόν να βρε­θεί εάν και εφ’ όσον θε­ω­ρη­θούν από την γε­νι­κό­τε­ρη συ­γκρι­το­λο­γι­κή σκο­πιά που ο Nemoianu κα­θο­ρί­ζει στο πρώ­το κε­φά­λαιο. Δεν θα στα­θώ στην πε­ραι­τέ­ρω ανά­λυ­ση των δύο κε­φα­λαί­ων και θα πε­ρά­σω απ’ ευ­θεί­ας στα συ­μπε­ρά­σμα­τα αυ­τών. Ανα­φο­ρι­κά στο πρώ­το θέ­μα, ο συγ­γρα­φέ­ας κρί­νει ότι η, απροσ­διο­ρί­στου ταυ­τό­τη­τας, πε­ρί­ο­δος των αγ­γλι­κών γραμ­μά­των κα­λύ­πτε­ται από μια δεύ­τε­ρη γε­νιά ρο­μα­ντι­κών,[8] η οποία απαρ­τί­ζει το αγ­γλι­κό Biedermeier. Αί­ρε­ται έτσι η «μεί­ζων δυ­σκο­λία να επο­πτεύ­σει κα­νείς την ιστο­ρία του πρώ­του ημί­σε­ως του 19ου αιώ­να στην αγ­γλι­κή λο­γο­τε­χνία» (σελ. 75), με το κλεί­σι­μο του «ρήγ­μα­τος με­τα­ξύ Βι­κτω­ρια­νής πε­ριό­δου και Ρο­μα­ντι­σμού», αφού γί­νε­ται πια αντι­λη­πτό ότι «[μ]ερι­κοί από τους με­γα­λύ­τε­ρους βι­κτω­ρια­νούς λο­γο­τέ­χνες […] δεν σχε­τί­ζο­νται άμε­σα με τον Ρο­μα­ντι­σμό, αλ­λά μάλ­λον έμ­με­σα, δη­λα­δή δια­μέ­σου των υστε­ρο­ρο­μα­ντι­κών» (σ. 76). Όσο για το δεύ­τε­ρο ερώ­τη­μα, ο συγ­γρα­φέ­ας δια­τεί­νε­ται ότι οι ποι­η­τές που στις ιστο­ρί­ες της γαλ­λι­κής λο­γο­τε­χνί­ας κα­τα­γρά­φο­νται ως κα­τ’ εξο­χήν ρο­μα­ντι­κοί (Λα­μαρ­τί­νος, Ου­γκώ, Alfred de Vigny, Alfred de Musset, με­τα­ξύ άλ­λων) εκ­προ­σω­πούν κα­τά βά­σιν το γαλ­λι­κό Biedermeier. Το δε υψη­λο­ρο­μα­ντι­κό «πα­ρά­δειγ­μα» στου οποί­ου την «εξη­μέ­ρω­ση» επι­δί­δο­νται οι προ­α­να­φερ­θέ­ντες, θα το ιχνη­λα­τή­σου­με πρω­τί­στως στην σε μη λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να (των Turgot και Mirabeau, Marat, Ρο­βε­σπιέ­ρου και Saint-Just, Danton και Camille Desmoulins…) τα οποία, με­τα­ξύ 1780-1800, εί­χαν προ­βά­δι­σμα στην Γαλ­λία ένα­ντι των κα­θαυ­τών λο­γο­τε­χνη­μά­των· σ΄αυ­τά λοι­πόν ανα­γνω­ρί­ζο­ου­με «τα κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μιας υψη­λορ­ρο­μα­ντι­κής γρα­φής […]: την έντα­ση του συ­ναι­σθή­μα­τος και των βιω­μέ­νων κα­τα­στά­σε­ων, την ρο­πή προς την ολο­κλή­ρω­ση, την χα­ρά του απο­λύ­του, το πα­ρά­δειγ­μα της πα­λιγ­γε­νε­σί­ας» (σ. 104).
Τι ερε­θί­σμα­τα μπο­ρεί να απο­κο­μί­σει ο ιστο­ρι­κός της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας από το συ­γκε­κρι­μέ­νο τμή­μα του βι­βλί­ου; Κα­τά πρώ­το λό­γο, θα επι­βε­βαιώ­σει την ήδη ανα­φερ­θεί­σα υπό­νοια ότι το πο­λι­τι­κό όρα­μα του Ρή­γα προ­σι­διά­ζει στο υψη­λο­ρο­μα­ντι­κό «πα­ρά­δειγ­μα», και δη «αλά γαλ­λι­κά», κα­θώς σχε­τί­ζε­ται γε­νε­α­λο­γι­κά με τον στο­χα­σμό των Γάλ­λων επα­να­στα­τών, πα­ρου­σιά­ζει ανά­λο­γα γνω­ρί­σμα­τα και δια­τυ­πώ­νε­ται με πα­ρό­μοια εκ­φρα­στι­κά μέ­σα. Βε­βαί­ως, τα πα­ρα­πά­νω δεν αρ­κούν για να ανα­γά­γου­με την μορ­φή και το έρ­γο του στον εν Ελ­λά­δι «υψη­λό Ρο­μα­ντι­σμό»: όχι μό­νον επει­δή «ένα χε­λι­δό­νι δεν φέρ­νει την άνοι­ξη», αλ­λά και για­τί η σκέ­ψη του Ρή­γα δεν έτυ­χε συ­νε­χι­στών, ού­τε καν «εξη­με­ρω­τών» αυ­τής.[9] Όσο για το, κα­τά Nemoianu, «σε­νά­ριο» εξέ­λι­ξης της αγ­γλι­κής λο­γο­τε­χνί­ας του 19ου αιώ­να, αυ­τό εί­ναι ικα­νό να μας μας φω­τί­σει από μί­αν ανα­πά­ντε­χη οπτι­κή γω­νία τις σχέ­σεις ανά­με­σα στην Πα­λαιά και την Νέα Αθη­ναϊ­κή Σχο­λή. Η πρώ­τη, που αντλεί από τον Βύ­ρω­να και τον Ου­γκώ, συ­νι­στά προ­φα­νώς το ελ­λη­νι­κό Biedermeier. Η δεύ­τε­ρη, με «με­τα­ρο­μα­ντι­κό» χα­ρα­κτή­ρα, προ­σλαμ­βά­νει τον Ρο­μα­ντι­σμό στην εκ­δο­χή που της με­τα­βι­βά­ζει η προη­γού­με­νη φι­λο­λο­γι­κή γε­νιά. Το οποίο ση­μαί­νει, με­τα­ξύ άλ­λων, ότι εφ’ εξής θα πρέ­πει να δί­δου­με πε­ρισ­σό­τε­ρη έμ­φα­ση στην συ­νέ­χεια των δύο Αθη­ναϊ­κών Σχο­λών πα­ρά στην με­τα­ξύ τους αντί­θε­ση,[10] ακρι­βώς όπως συ­νέ­χεια και όχι κυ­ρί­ως αντί­θε­ση υπάρ­χει ανά­με­σα στους Άγ­γλους υστε­ρο­ρο­μα­ντι­κούς και τους με­τα­ρο­μα­ντι­κούς «βι­κτω­ρια­νούς». Και για να ανα­φέ­ρω ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο όσο και εύ­γλωτ­το πα­ρά­δειγ­μα, δεν εί­ναι τυ­χαίο το ότι, από τους κόλ­πους της Πα­λαιάς Αθη­ναϊ­κής Σχο­λής, ο Ιω­άν­νης Πα­πα­δια­μα­ντό­που­λος με­τα­βαί­νει ομα­λό­τα­τα στον γαλ­λι­κό Συμ­βο­λι­σμό, όπου, ως Jean Moréas πλέ­ον, ιδρύ­ει μά­λι­στα την λε­γό­με­νη École Romane, με σα­φή «βι­κτω­ρια­νά» χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά.

Καί­ριο εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει επί­σης, κα­τά την αντί­λη­ψή μου, το τέ­ταρ­το κε­φά­λαιο του βι­βλί­ου, με τί­τλο Eastern European Romanticism: Patterns of Substitution (σσ. 120-160). Στον τρό­πο εστί­α­σης του θέ­μα­τος γί­νε­ται αι­σθη­τό το ρου­μα­νι­κό background του Nemoianu, πιο συ­γκε­κρι­μέ­να­ό­σα οφεί­λει σε κο­ρυ­φαί­ους εκ­προ­σώ­πους της φι­λε­λεύ­θε­ρης πα­ρά­δο­σης στην γε­νέ­τει­ρά του, όπως οι Ştefan Zeletin και Eugen Lovinescu, Ιδιαί­τε­ρα ο δεύ­τε­ρος, εν εί­δει maître à penser, έπαι­ξε κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο στην εδραί­ω­ση του νε­ο­τε­ρι­κού κα­νό­να στα ρου­μα­νι­κά γράμ­μα­τα, ση­μα­δεύ­ο­ντας με­γά­λο μέ­ρος της εγ­χώ­ριας πνευ­μα­τι­κής ελίτ του Με­σο­πο­λέ­μου. Έντο­νη επιρ­ροή άσκη­σε η μνη­μειώ­δης πραγ­μα­τεία Ιστο­ρία του νε­ω­τέ­ρου ρου­μα­νι­κού πο­λι­τι­σμού, όπου ο Lovinescu ανα­πτύσ­σει το δόγ­μα του «(εκ)συγ­χρο­νι­σμού”» (βα­σι­σμέ­νο στις θε­ω­ρί­ες Γάλ­λου Gabriel Tarde σχε­τι­κά με την «μί­μη­ση» ως κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη της ιστο­ρί­ας, ει­δι­κά της Τέ­χνης, των γραμ­μά­των, της σκέ­ψε­ως, της παι­δεί­ας και του πο­λι­τι­σμού, γε­νι­κό­τε­ρα).[11] Κα­τά τον Ρου­μά­νο δια­νοη­τή, η χώ­ρα του απέ­κτη­σε την νε­ώ­τε­ρη πο­λι­τι­σμι­κή φυ­σιο­γνω­μία της, αλ­λά και τις ανά­λο­γες δο­μές, χά­ρις στις δυ­τι­κο­ευ­ρω­παϊ­κές επι­δρά­σεις. Όπως και σε άλ­λες αρ­χαϊ­κές ή απαρ­χαιω­μέ­νες κοι­νω­νί­ες οι οποί­ες, σε κά­ποια φά­ση τους, επέ­λε­ξαν την οδό του εκ­μο­ντερ­νι­σμού (Ρω­σία, Ια­πω­νία…), και στην Ρου­μα­νία η μί­μη­ση των δυ­τι­κών προ­τύ­πων εί­χε «επα­να­στα­τι­κό» χα­ρα­κτή­ρα, δη­λα­δή έλα­βε χώ­ραν από­το­μα, «με την ολι­κή ει­σα­γω­γή [των σχε­τι­κών προ­τύ­πων] και χω­ρίς να κα­λυ­φθούν όλα τα στά­δια που εί­χαν δια­νύ­σει τα προηγ­μέ­να έθνη κα­τά την ορ­γα­νι­κή εξέ­λι­ξή αυ­τών» (Lovinescu 1972, 479). Επι­προ­σθέ­τως, η απου­σία συ­γκε­κρι­μέ­νης κοι­νω­νι­κής ομά­δας «ορ­γα­νι­κά» επα­να­στα­τι­κής ανα­πλη­ρώ­νε­ται από πε­φω­τι­σμέ­να άτο­μα των ανω­τέ­ρων τά­ξε­ων, ή και, ενί­ο­τε, από ει­σα­γό­με­νους θε­σμούς, με απο­τέ­λε­σμα ο «(εκ)συγ­χρο­νι­σμός» να επι­τε­λε­σθεί εκ των άνω. Υπο­θέ­τω ότι με αυ­τές τις ιδέ­ες κα­τά νουν, ο Nemoianu προ­σέγ­γι­σε το ιστο­ρι­κο-οι­κο­νο­μι­κό μο­ντέ­λο του Alexander Gershenkron (Economic Backwardness in Historical Perspective, 1952), που ερ­μη­νεύ­ει την με­τα­βί­βα­ση των βιο­μη­χα­νι­κών δο­μών από ανε­πτυγ­μέ­νες σε ανα­πτυσ­σό­με­νες πε­ριο­χές, και του οποί­ου οι ανα­λο­γί­ες με τις ιδέ­ες του Lovinescu πε­ρί «(εκ)συγ­χρο­νι­σμού» των πο­λι­τι­σμών εί­ναι χτυ­πη­τές. «Όσο πιο κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη εί­ναι η οι­κο­νο­μία μιας χώ­ρας», το­νί­ζει ο Nemoianu σχο­λιά­ζο­ντας τον Gershenkron, «τό­σο πιο πι­θα­νό εί­ναι η εκ­βιο­μη­χά­νι­σή της να εκ­κι­νή­σει με ασυ­νε­χή τρό­πο, εν εί­δει με­γά­λου και από­το­μου άλ­μα­τος […] Όσο πιο κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη εί­ναι η οι­κο­νο­μία μιας χώ­ρας, τό­σο πιο ση­μα­ντι­κό ρό­λο παί­ζουν οι ει­δι­κοί θε­σμι­κοί πα­ρά­γο­ντες» (σ. 121), ού­τως ώστε, εκεί που λεί­πουν οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις της ανά­πτυ­ξης να εμ­φα­νί­ζο­νται τα απα­ραί­τη­τα «υπο­κα­τά­στα­τά» τους (substitutes). Το μο­ντέ­λο του Gershenkron —«ανα­γνω­σμέ­νο» (θα έλε­γε κα­νείς) υπό το πρί­σμα του Lovinescu— δο­κι­μά­ζε­ται στην ανα­σκό­πη­ση της εμ­φά­νι­σης και εξέ­λι­ξης του Ρο­μα­ντι­σμού σε μια σει­ρά από κε­ντρο- και ανα­το­λι­κο­ευ­ρω­παϊ­κές λο­γο­τε­χνί­ες (ρου­μα­νι­κή, ουγ­γρι­κή, τσέ­χι­κη, ρω­σι­κή και πο­λω­νι­κή). Κα­τό­πιν του ανα­λυ­τι­κού αυ­τού εγ­χει­ρή­μα­τος, ο συγ­γρα­φέ­ας συ­νά­γει ορι­σμέ­να άκρως εν­δια­φέ­ρο­ντα συ­μπε­ρά­σμα­τα, τα οποία θα προ­σπα­θή­σω να συ­νο­ψί­σω εν συ­νε­χεία. Για να υπερ­βούν τον Νε­ο­κλα­σι­κι­σμό του Αιώ­να των Φώ­των, οι λο­γο­τε­χνί­ες αυ­τές (ή και άλ­λες πα­ρό­μοιες) χρειά­στη­καν κά­ποιαν εκ των έξω ώθη­ση, αφού από μό­νες τους δεν ήταν σε θέ­ση να το κά­νουν (εξάλ­λου, δεν εί­ναι απα­ραί­τη­το οποια­δή­πο­τε λο­γο­τε­χνία να επα­να­λά­βει τις φά­σεις που έχει ήδη δια­νύ­σει κά­ποια άλ­λη)· δε­δο­μέ­νου ότι, εξαι­ρου­μέ­νων της Αγ­γλί­ας, της Γερ­μα­νί­ας και, ίσως, της Γαλ­λί­ας, στην υπό­λοι­πη Ευ­ρώ­πη) τα ρο­μα­ντι­κά πρό­τυ­πα υπήρ­ξαν ξε­νό­φερ­τα, με­τά την πρώ­την εκ μέ­ρους τους ώθη­ση, στην ευ­ρύ­τε­ρη πε­ριο­χή ακο­λού­θη­σε ένας αυ­θόρ­μη­τος «(εκ)συγ­χρο­νι­σμός» ο οποί­ος κα­τέ­λυ­σε βαθ­μη­δόν το νε­ο­κλα­σι­κό «πα­ρά­δειγ­μα»· μό­νο στην Δύ­ση η αντι­πα­ρά­θε­ση Ρο­μα­ντι­σμού προς τον Νε­ο­κλα­σι­κι­σμού υπήρ­ξε οξεία, ενώ στην πε­ρι­φε­ρεια­κή Ευ­ρώ­πη τα δύο ρεύ­μα­τα όχι μό­νο συμ­βί­ω­σαν επί μα­κρόν, αλ­λά δη­μιούρ­γη­σαν και μι­κτές, «συμ­βι­βα­στι­κές» πα­ραλ­λα­γές· εάν μεν κα­μιά ανα­το­λι­κο­ευ­ρω­παϊ­κή λο­γο­τε­χνία δεν γνώ­ρι­σε τον «υψη­λό Ρο­μα­ντι­σμό», όλες ανέ­πτυ­ξαν πο­λι­τι­σμι­κά μορ­φώ­μα­τα ανά­λο­γα του Biedermeier, που μά­λι­στα, κα­θώς εί­ναι πλού­σια σε κά­θε λο­γής «υπο­κα­τα­στά­σεις» προη­γου­μέ­νων (και, βα­σι­κά, απραγ­μα­το­ποί­η­των) στα­δί­ων, πα­ρου­σιά­ζουν μί­αν ει­κό­να πιο πε­ρί­πλο­κη και πο­λυ­σύν­θε­τη από εκεί­νη των δυ­τι­κών αντι­στοί­χων τους. Θα κλεί­σω την μα­κρά αυ­τήν ανά­λυ­ση με ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο πα­ρά­δειγ­μα, ιδιαί­τε­ρα κα­τα­το­πι­στι­κό ως προς την σχε­τι­κή θέ­ση του Nemoianu. Στα ρου­μα­νι­κά γράμ­μα­τα, ο ορα­μα­τι­στής ρο­μα­ντι­κός Mihai Eminescu (1850-1889) «υπο­κα­θι­στά» —γύ­ρω στα 1880!— τον, από­ντα στην Ρου­μα­νία «υψη­λό Ρο­μα­ντι­σμό»· ο ποι­η­τής όμως ελίσ­σε­ται σε ένα πο­λι­τι­σμι­κό κλί­μα με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά όψι­μου Biedermeier, ή και «βι­κτω­ρια­νής», με­τα­ρο­μα­ντι­κής επο­χής· έτσι, το όλο έρ­γο του φα­ντά­ζει δι­χα­σμέ­νο, σχε­δόν σχι­ζο­φρε­νι­κά, ανά­με­σα σε ένα φα­νε­ρό και ένα αφα­νές τμή­μα (χει­ρό­γρα­φα, αδη­μο­σί­ευ­τα προ­σχέ­δια κ.λπ.): το μεν πρώ­το υπά­γε­ται εν πολ­λοίς στις επι­τα­γές του και­ρού του, ενώ το δεύ­τε­ρο επι­δει­κνύ­ει ισχυ­ρές «υψη­λο­ρο­μα­ντι­κές» τά­σεις, που κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα απο­τε­λού­σαν την βα­θύ­τε­ρη δη­μιουρ­γι­κή έφε­ση του Eminescu.
Εί­ναι σα­φές ότι τα «μο­ντέ­λα υπο­κα­τα­στά­σε­ως» που ανα­κα­λύ­πτει ο V. Nemoianu στην εξέ­λι­ξη του πε­ρι­φε­ρεια­κού Ρο­μα­ντι­σμού όχι μό­νον εφαρ­μό­ζο­νται και στην ελ­λη­νι­κή γραμ­μα­τεία, αλ­λά μας βοη­θούν επι­πλέ­ον να απο­κτή­σου­με μί­αν πλη­ρέ­στε­ρη και συ­νε­κτι­κό­τε­ρη ει­κό­να της κα­θ’ ημάς ιστο­ρι­κο-φι­λι­λο­γι­κής πο­ρεί­ας, κα­θ’ όλη την διάρ­κεια του 19ου αιώ­να. Ακό­μη και αν ει­κά­σου­με ότι­και ο ελ­λη­νι­κός Ρο­μα­ντι­σμός εί­χε (όπως ο γαλ­λι­κός), ένα «δι­πλό ξε­κί­νη­μα»[12], η αρ­χι­κή ώθη­ση σε ρο­μα­ντι­κή κα­τεύ­θυν­ση μας ήλ­θε πά­ντως απ’ έξω. Για τα Επτά­νη­σα, θα την ανα­ζη­τή­σου­με στον δι­στα­κτι­κό Ρο­μα­ντι­σμό της Ιτα­λί­ας (υπ’ όψιν η αντι­ρο­μα­ντι­κή ποι­η­τι­κή του ρο­μα­ντι­κού Leopardi), αλ­λά επί­σης, ή και έτι πε­ρισ­σό­τε­ρο, στον ιτα­λι­κό Προ­ρο­μα­ντι­σμό, όπου, σε πο­λύ ισχυ­ρά κλα­σι­κί­ζο­ντα πλαί­σια, εί­ναι ήδη πα­ρό­ντα και ο ρο­μα­ντι­κός διά­κο­σμος και τα δι­κά του «αξε­σουάρ» (π.χ. η ποί­η­ση της νύ­χτας και των τά­φων, στους Sepolcri του Ugo Foscolo). Έτσι, ο Ρο­μα­ντι­σμός της Επτα­νη­σια­κής Σχο­λής (όταν και όσος ανα­φύ­ε­ται) εί­ναι ένας Ρο­μα­ντι­σμός που αγνο­εί εαυ­τόν. Το απο­δει­κνύ­ει η πε­ρί­πτω­ση των δύο επι­φα­νέ­στε­ρων εκ­προ­σώ­πων του, Αν­δρέα Κάλ­βου και Διο­νυ­σί­ου Σο­λω­μού: και οι δύο εί­χαν ιτα­λι­κή νε­ο­κλα­σι­κή παι­δεία, την οποί­αν ου­δέ­πο­τε απαρ­νή­θη­καν ού­τε απο­πει­ρά­θη­καν να ξε­πε­ρά­σουν· και των δύο οι εσώ­τε­ρες δη­μιουρ­γι­κές ρο­πές έβαι­ναν, ωστό­σο, στην κα­τεύ­θυν­ση της «υπο­κα­τα­στά­σε­ως» του «υψη­λού Ρο­μα­ντι­σμού»· και οι δύο πε­ρι­ήλ­θαν πρό­ω­ρα σε ποι­η­τι­κή αφα­σία, πι­θα­νό­τα­τα ως συ­νέ­πεια αυ­τού του δι­χα­σμού (ο οποί­ος μας θυ­μί­ζει ανά­λο­γα δι­λήμ­μα­τα σε δια­φο­ρε­τι­κά συμ­φρα­ζό­με­να, που αρ­γό­τε­ρα θα αντι­με­τώ­πι­ζε ο Ρου­μά­νος Eminescu). Με­γα­λύ­τε­ρη ρο­μα­ντι­κή αυ­το­γνω­σία εντο­πί­ζου­με στην Πα­λαιά Αθη­ναϊ­κή Σχο­λή, κα­θ’ό­τι εδώ το σχε­τι­κό έναυ­σμα προ­έρ­χε­ται από τον χώ­ρο του γαλ­λι­κού και του αγ­γλι­κού Biedermeier, ενώ ο «(εκ)συγ­χρο­νι­σμός» με τον ευ­ρω­παϊ­κό Ρο­μα­ντι­σμό περ­νά μέ­σα από την επί­πο­νη υπέρ­βα­ση του «αι­σθη­μα­τι­κού ρο­κο­κό των τε­λευ­ταί­ων Τρο­βα­δού­ρων του Ancien Régime». (Manolescu, ό.π., σ. 171). Επει­δή ο «ιδρυ­τι­κός μύ­θος» της Νέ­ας Ελ­λά­δας το θε­με­λιώ­δες ιδε­ο­λό­γη­μά της, ήταν η απο­κα­τά­στα­ση μιας κά­ποιας συ­νέ­χειας με την κλα­σι­κή Αρ­χαιό­τη­τα (και, δευ­τε­ρευό­ντως, με το Βυ­ζά­ντιο), η (νεο) κλα­σι­κή απο­τε­λεί πά­για (τρό­πον τι­νά) συ­νι­στώ­σα του (νεο) ελ­λη­νι­κού πο­λι­τι­σμού και, ως εκ τού­του, η πα­ρου­σία της στους κόλ­πους του οι­κεί­ου Ρο­μα­ντι­σμού θα κα­τα­στεί εξί­σου ισχυ­ρή. Πρέ­πει ωστό­σο να επι­ση­μά­νου­με ότι, πλην ελα­χί­στων πε­ρι­πτώ­σε­ων (αρ­χαιο­πρε­πές ύφος και γλώσ­σα του Κάλ­βου, όπου δια­κρί­νε­ται και η επί­δρα­ση του Φώ­σκο­λου), ο εκά­στο­τε ελ­λη­νι­κός νε­ο­κλα­σι­κι­σμός δεν επι­κε­ντρώ­νε­ται πρω­τί­στως σε ανα­φο­ρές σε συ­γκε­κρι­μέ­να (και χρο­νο­λο­γη­μέ­να) νε­ο­κλα­σι­κά ρεύ­μα­τα, αλ­λά σε σχε­τι­κώς πρω­τό­τυ­πες απα­ντή­σεις σε προ­βλή­μα­τα της εγ­χώ­ριας πο­λι­τι­σμι­κής κα­τά­στα­σης. Έτσι, για πα­ρά­δειγ­μα, η «κα­θα­ρεύ­ου­σα» (ανα­λει­τουρ­γο­ποί­η­ση της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής) εί­ναι η συμ­βι­βα­στι­κή γλωσ­σι­κή πρό­τα­ση («μέ­ση οδός») του Κο­ραή ένα­ντι του δι­λήμ­μα­τος: ατ­τι­κί­ζων αρ­χαϊ­σμός ή ιδιω­μα­τι­κή αναρ­χία. Επί­σης, η κλα­σι­κί­ζου­σα τά­ση που εκ­δη­λώ­νε­ται στους κόλ­πους της Πα­λαιάς Αθη­ναϊ­κής Σχο­λής (ει­δι­κά στο θέ­α­τρο) απο­τε­λεί αντί­βα­ρο στην μέ­χρι τού­δε επι­κρα­τού­σα βυ­ρω­νι­κή επί­δρα­ση, και απο­τέ­λε­σμα «θε­σμι­κού» (μέ­χρι ενός ση­μεί­ου) προ­σα­να­το­λι­σμού, δια­μέ­σου των πα­νε­πι­στη­μια­κών ποι­η­τι­κών δια­γω­νι­σμών της επο­χής (πρβ. Μουλ­λάς 1993, 15-82). Η συμ­βί­ω­ση και το σύ­γκρα­μα κλα­σι­κών και ρο­μα­ντι­κών γνω­ρι­σμά­των εί­ναι ένα στοι­χείο που προσ­δί­δει στον ελ­λη­νι­κό Ρο­μα­ντι­σμό την χροιά του Biedermeier. Όχι όμως το μό­νο. Π.χ. η ηθο­γρα­φία, υπό την αι­γί­δα της οποί­ας δια­μορ­φώ­νε­ται η ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία, απο­τε­λεί επί­σης ένα «οι­κου­με­νι­κό» χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του υστε­ρο­ρο­μα­ντι­σμού, απόρ­ροια του εν­δια­φέ­ρο­ντός του για το το­πι­κό, το γρα­φι­κό και το φολ­κλο­ρι­κό.[13] Το ει­δύλ­λιο που, στα ίδια συμ­φρα­ζό­με­να, εξα­σφα­λί­ζει ορι­σμέ­να πε­ρι­θώ­ρια ανο­χής προς την δη­μο­τι­κή, και το οποίο, στον Κρυ­στάλ­λη λ.χ., εξε­λίσ­σε­ται εξάλ­λου στην κα­τεύ­θυν­ση ενός πο­λύ συ­νε­κτι­κού βου­κο­λι­κού «μο­ντέ­λου κοι­νω­νί­ας» (societal model), εκ­φρά­ζιε το —ού­τως ει­πείν — «οι­κια­κό» (casanier) πνεύ­μα του Biedermeier. Ο εθνο­κε­ντρι­κός μεσ­σια­νι­σμός της «Με­γά­λης Ιδέ­ας» συ­νι­στά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή «σμί­κρυν­ση», σε κλί­μα­κα επί­σης Biedermeier, των διε­θνι­κών και συ­μπα­ντι­κών αξιώ­σε­ων του «υψη­λού Ρο­μα­ντι­σμού».[14] Τέ­λος, το πε­ρί­φη­μο γλωσ­σι­κό εί­ναι δια­μά­χη που ανα­κύ­πτει στα πλαί­σια του ρο­μα­ντι­κού πο­λι­τι­σμι­κού εθνι­κι­σμού, πά­νω σε μια προ­βλη­μα­τι­κή των Φώ­των: ποια γλώσ­σα, η ανα­πα­λαιω­μέ­νη αρ­χαία ή η κα­θο­μι­λου­μέ­νη δη­μώ­δης, εί­ναι η πλέ­ον κα­τάλ­λη­λη για την δια­παι­δα­γώ­γη­ση και ανα­μόρ­φω­ση του λα­ού;· ακρι­βώς με τους ίδιους όρους, το θέ­μα ετέ­θη και στους κόλ­πους του ρου­μα­νι­κού πο­λι­τι­σμού, ιδιαί­τε­ρα δε στην Τραν­συλ­βα­νία, την κα­τ’ εξο­χήν Biedermeier πε­ριο­χή της Ρου­μα­νί­ας. Άλ­λω­στε, η εστί­α­ση της με­τα­βά­σε­ως από την Πα­λαιά στην Νέα Αθη­ναϊ­κή Σχο­λή στο γλωσ­σι­κό επι­τεί­νει, προ­ε­κτεί­νει και πα­ρα­τεί­νει τα όρια της υστε­ρο­ρο­μα­ντι­κής πε­ριό­δου στην Ελ­λά­δα, με απο­τέ­λε­σμα μορ­φές του μα­χό­με­νου Δη­μο­τι­κι­σμού, όπως ο Ψυ­χά­ρης ή ο Πα­λα­μάς, να φα­ντά­ζουν “υπο­κα­τά­στα­τα” Biedermeier σε πλή­ρη “βι­κτω­ρια­νή” (με­τα­ρο­μα­ντι­κή) επο­χή.

Ολο­κλη­ρώ­νο­ντας την πα­ρου­σί­α­ση του βι­βλί­ου του Nemoianu,[15] εί­ναι θε­μι­τό να διε­ρω­τη­θού­με τώ­ρα ποια γε­νι­κό­τε­ρα δι­δάγ­μα­τα θα συ­να­γά­γει ο ιστο­ρι­κός της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας από την πραγ­μα­τεία του Ρου­μα­νο-αμε­ρι­κα­νού θε­ω­ρη­τι­κού.

1. Το πρώ­το θα ήταν ότι δεν νο­εί­ται σή­με­ρα «εθνι­κή» λο­γο­τε­χνι­κή ιστο­ρία πα­ρά μό­νον σε συ­γκρι­το­λο­γι­κά πλαί­σια, δη­λα­δή θε­ω­ρώ­ντας την Ευ­ρω­παϊ­κή Λο­γο­τε­χνία ως σύ­νο­λο ανα­φο­ράς, ε του οποί­ου βρί­σκουν την λύ­ση τους ορι­σμέ­να προ­βλή­μα­τα που, σε το­πι­κά συμ­φρα­ζό­με­να, θα πα­ρέ­με­ναν ανα­πά­ντη­τα.

2. Το δεύ­τε­ρο απο­τε­λεί εξει­δί­κευ­ση του πρώ­του, και θα μπο­ρού­σε να δια­τυ­πω­θεί ως εξής: ιδα­νι­κή κλί­μα­κα σύ­γκρι­σης για την (νεο) ελ­λη­νι­κή γραμ­μα­τεία απο­τε­λούν «πε­ρι­φε­ρεια­κοί» χώ­ροι όπως, οι νό­τιες, νο­τιο­α­να­το­λι­κές, κε­ντρο - και ανα­το­λι­κο­ευ­ρω­παϊ­κές λο­γο­τε­χνί­ες, με τις οποί­ες και ένα ανά­λο­γο background μοι­ρά­ζε­ται, και πα­ρό­μοιες συν­θή­κες δια­σύν­δε­σης με το δυ­τι­κό, ή μάλ­λον πα­νευ­ρω­παϊ­κό πο­λι­τι­σμι­κό «πα­ρά­δειγ­μα».

3.  Τέ­λος, ιδιαί­τε­ρα δια­φω­τι­στι­κή μπο­ρεί να απο­βεί εν προ­κει­μέ­νω η ανα­ζή­τη­ση πα­ραλ­λη­λι­σμών με τα ρου­μα­νι­κά γράμ­μα­τα, κα­θώς η Ρου­μα­νία αφ’ ενός μεν ανά­γε­ται στο κοι­νό βυ­ζα­ντι­νο-ορ­θό­δο­ξο υπό­βα­θρο του πο­λι­τι­σμι­κού μας χώ­ρου, αφ’ ετέ­ρου δε έχει φέ­ρει εις πέ­ρας την επι­τυ­χέ­στε­ρη προ­σπά­θεια εξευ­ρω­παϊ­σμού στην πε­ριο­χή των Βαλ­κα­νί­ων.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Braudel, Fernand (1985): La Méditerranée et le monde méditerranéen à l’époque de Philippe II, τόμ. Α´. Armand Colin, Πα­ρί­σι.
Κά­λας, Νι­κό­λας (1982): Κεί­με­να ποι­η­τι­κής και αι­σθη­τι­κής. Πλέ­θρον.
Lovinescu, Eugen (1972 [1924-26]): Istoria civilizaţiei române moderne, έκ­δο­ση, ει­σα­γω­γή και ση­μειώ­σεις Z. Ornea. Editura Ştiinţifică, Βου­κου­ρέ­στι.
Manolescu, Nicolae (1990): Istoria critică a literaturii române [‘Κρι­τι­κή ιστο­ρία της ρου­μα­νι­κής λο­γο­τε­χνί­α­ς’], τόμ. Α᾽. εκδ. Minerva, Βου­κου­ρέ­στι.
Μουλ­λάς, Πα­να­γιώ­της (1993): «Λο­γο­τε­χνία 1830-1880», στον τό­μο: Ρή­ξεις και συ­νέ­χειες. Με­λέ­τες για τον 19ο αιώ­να, εκδ. Σο­κό­λη.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: