Ψήγματα (και στίγματα) θεωρίας
——— ≈ ———
Ψήγματα (και στίγματα) θεωρίας
——— ≈ ———
3. Από την διαχρονικότητα στην ιστορικότητα του Ρομαντισμού
Virgil Nemoianu, The Taming of Romanticism. European Literature and the Age of Biedermeier, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts & London, Αγγλία 1984
————————————
Είναι πια κοινός τόπος η ιδέα ότι οι τελευταίες αναλαμπές του λεγόμενου «Μοντερνισμού» στην Λογοτεχνία και την Τέχνη συγχωνεύτηκαν με το λυκόφως του 20ού αιώ. και της 2ης μ. Χ. χιλιετηρίδας· εξίσου κοινώς αποδεκτή είναι όμως και η διαπίστωση ότι οι απαρχές του εντοπίζονται στον χώρο και την εποχή του Ρομαντισμού. Διάγνωση η οποία έχει μεν συμβάλει τα μέγιστα στην διεύρυνση και εμβάθυνση των σχετικών ερμηνευτικών προοπτικών, πλην όμως - αδύνατον να το αγνοήσουμε - επέφερε και ουκ ολίγη σύγχυση επί του προκειμένου.
Καθ’ όλη την προαναφερθείσα περίοδο, ο Ρομαντισμός δεν έπαψε να αποτελεί θέμα και αντικείμενο συζήτήσης και προβληματισμού, αλλά το σχήμα και το περιεχόμενό του άλλαζαν άρδην,σε συνάρτηση προς το πρίσμα υπό το οποίο εξεταζόταν στις εκάστοτε φάσεις και εκφάνσεις της νεωτερικότητας. Καθ’ ημάς, για παράδειγμα, ο Νίκος Καλαμάρης (προτού «αναβαπτισθεί Νικόλα[ο]ς Κάλας / Nicholas Calas, αλλά ήδη οπαδός της Πρωτοπορίας του Μεσοπολέμου) έγραφε χαρακτηριστικά το 1937: «Ρομαντική στάση απέναντι του ρομαντισμού είναι σήμερα νοητή μόνο υπερρεαλιστικά, καθώς την εποχή του Mallarmé ήταν νοητή μόνο μέσα από το συμβολισμό» (Κάλας 1982, 167). Με αυτή την λογική, μπορούμε να ξεχωρίσουμε π.χ. έναν «συμβολιστικότροπο» Ρομαντισμό, στον Baudelaire (L’art romantique, 1868) και στον Mallarmé (ως αναγνώστη του του Poe)· έναν «υπερρεαλίζοντα» Ρομαντισμό, σε πονήματα όπως (De Baudelaire au surréalisme (1933) του Marcel Raymond ή L’âme romantique et le rêve (1937 του Albert Béguin)· έναν «εξπρεσιονιστικό» Ρομαντισμό (Die Romantik, 1899, της Ricarda Huch)[1] κ.ο.κ., ως εάν ο Ρομαντισμός να μην ήταν παρά οι αλλεπάλληλες προσλήψεις του. Εξάλλου, οι επί μέρους αυτοί «ρομαντισμοί» διακηρύσσουν ρητά την συμφωνία τους προς το μοντέλο ενός «αιωνίου Ρομαντισμού»· υπόθεση που όμως αποκλείει εκ προοιμίου την πιθανότητα η όποια υποστασιοποίηση της εν λόγω εντελέχειας να εξαντλεί την διαχρονική ουσία αυτής.
Η αλήθεια, ως συνήθως, βρίσκεται κάπου στην μέση. Όπως κάθε ιστορικό φαινόμενο, και ο Ρομαντισμός παρουσιάζει επιφανειακές δομές και δομές βάθους, μεταβαλλόμενες και σταθερές. Οι τελευταίες, βεβαίως, αλλάζουν επίσης, αλλά με ρυθμούς οπωσδήποτε βραδύτερους από τις πρώτες. Εν πάση περιπτώσει δεν είναι η εξέλιξη των μεν που παρακολουθεί την δυναμική των δε· απεναντίας, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι η όποια αλλαγή βάθους προκαλεί ποικίλα και αλυσιδωτά αποτελέσματα στην επιφάνεια. ΄Έτσι, στην κοίτη της ιστορίας κυλούν διάφορα ρεύματα, το καθένα με την δική του στάθμη και την δική του ταχύτητα, φαινόμενο το οποίο υπάγεται στην διαλεκτική της «μακράς» και της «βραχείας διαρκείας» (Fernand Braudel). Παραδόξως, η πρωτεϊκή όσο και ασαφής «διαχρονικότητα» που αναφέραμε προηγουμένως, καθώς αναπαράγει την οπτική γωνία του κάθε παρόντος χρόνου (οι διαδοχικές ερμηνείες συναρτώνται προς τα διαδοχικά νεοτερικά ρεύματα), εγγράφεται στην «βραχεία διάρκεια». Καιρός λοιπόν να αναζητηθεί και η διάσταση της «μακράς διαρκείας», δηλαδή η μελέτη του Ρομαντισμού να εστιάσει πλέον στην χαρακτηριστική ιστορικότητά του.
Την ανάγκη αυτή ανέλαβε να καλύψει Η εξημέρωση του Ρομαντισμού[2], του Ρουμανο-αμερικανού θεωρητικού Virgil Nemoianu.[3] Το έργο έχει κυκλοφορήσει στις ΗΠΑ σχεδόν προ τεσσαρακονταετίας και θεωρείται σταθμός στον χώρο των «ρομαντικών σπουδών»· στην Ελλάδα, ωστόσο, ελάχιστα έχει γίνει αντιληπτό μέχρι στιγμής από τους καθ’ ύλην αρμοδίους
Σε τι συνίσταται, λοιπόν, η ιστορικότητα του Ρομαντισμού σε προοπτική «μακράς διαρκείας»; Σε βραδύρρυθμες εξελίξεις οι οποίες, ήδη εντός του λεγόμενου Προρομαντισμού (που, με την σειρά του, αναφύεται μέσα από ανεπαίσθητες ποιοτικές διεργασίες στους κόλπους της Νεοκλασικής αισθητικής και ιδεολογίας του Αιώνα των Φώτων), αναδεικνύουν τα επί μέρους συστατικά του «ρομαντικού παραδείγματος»· εν συνεχεία, στην διαμόρφωση και την σταθεροποίησή αυτού· και τέλος, στην βαθμιαία αποδόμηση του εν λόγω «παραδείγματος» έως ότου, εξ ίσου ανεπαίσθητα, ο Ρομαντισμός μεταβάλλεται σε κάτι διαφορετικό, και έτσι εκλείπει, για να ξαναζήσει στον ευρέως εννοούμενο Μοντερνισμό.
Τα παραπάνω δεν φαντάζουν πολύ θεαματικά, αφού είναι γνωστό τοις πάσι ότι η ιστορία εν γένει, και η ιστορία του πνεύματος ειδικότερα, δεν κάνει άλματα. Ως εκ τούτου «μηδέν εκ του μηδενός γεννάται» (ex nihilo nihil) και τίποτα δεν εκλείπει εξ ολοκλήρου. Βεβαίως, ο Nemoianu έχει την ικανότητα να διαβλέψει μέσα στο συνεχές του πολιτισμικού γίγνεσθαι τα πλέον λεπτά συμπτώματα της κυοφορούμενης αλλαγής. Αλλά το πράγματι καινοφανές στοιχείο που φέρνει η ερμηνεία του έγκειται κατά πρώτο λόγο στην ιδέα ότι οι ρυθμοί της «μακράς διαρκείας» διατρέχουν υπογείως τον χώρο του ίδιου του Ρομαντισμού. Η διαμόρφωση του σχετικού «παραδείγματος» προβάλλει, αρχικά, το μοντέλο ενός «υψηλού Ρομαντισμού» (high Romanticism - HR)· η δε σταθεροποίησή του απαιτεί, στην επομένη φάση, μια σχετική «εξημέρωση», από την οποία αναφύεται ο «Ρομαντισμός του Biedermeier» [Biedermeier Romanticism - BR]. Το δεύτερο αυτό στάδιο, καίτοι πιο σταθερό, ενέχει εντούτοις και τα σπέρματα των μελλουσών μεταβολών του Ρομαντισμού, σε «μεταρρομαντική» κατεύθυνση. Κατά συνέπεια, ο BR θα είναι επίσης αυτό που και βαθύτερα και εντονότερα θα επηρεάσει τις μεταγενέστερες εξελίξεις στην σφαίρα του νεωτερισμού. Έτσι λοιπόν, παίρνοντας ορισμένα χρονικά σημεία αναφοράς, η μακροϊστορική διαδικασία που έχει στο κέντρο της τον Ρομαντισμό, παρουσιάζεται σχηματικά ως εξής:
Νεοκλασικισμός — Διαφωτισμός — (πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα) →
Προρρομαντισμός — ακόμη στα πλαίσια του Διαφωτισμού — (περί τα 1750) →
HR (1790-1815) → BR (1815-1848) → Μεταρρομαντισμός (1848-1870).[4]
Τα ανωτέρω —ιδίως δε τα αναφερόμενα χρονικά ορόσημα— ισχύουν μάλλον για την Γερμανία, την Αγγλία και, εν μέρει, για την Γαλλία, δηλαδή για το κέντρο ακτινοβολίας του Ρομαντισμού. Η εξάπλωσή του στην υπόλοιπη Ευρώπη υπακούει σε κάποιους κανόνες και επιφέρει ορισμένες μεταβολές/προσαρμογές του μοντέλου, οι οποίες εγγράφονται στην ίδια ιστορική προοπτική, καθώς «μακρά διάρκεια» σημαίνει συν τοις άλλοις και «γεωγραφικός χρόνος» (πρβ. Braudel 1985, 14). Η ενδελεχής εξέτασή τους συνιστά ένα δεύτερο σημείο καίριου ενδιαφέροντος στο βιβλίο του Nemoianu.
Έχοντας μέχρις εδώ σκιαγραφήσει τις δύο βασικές συντεταγμένες του έργου, θα περάσω τώρα στην αναλυτικότερη παρουσίαση της επί μέρους θεματολογίας του. Παράλληλα —οσάκις καταστεί δυνατόν—, θα επιχειρήσω και ορισμένες αναδρομές στα καθ’ ημάς· γιατί μόνο στο μέτρο που το επεξηγηματικό εργαλείο του Nemoianu καταστεί εφαρμόσιμο στα ελληνικά γράμματα, θα αποδειχτεί η χρησιμότητά του για τους Έλληνες θεωρητικούς.
Στο πρώτο λοιπόν κεφάλαιο, The Dynamics of the Romantic Period (σσ. 1-40), ο συγγραφέας πραγματεύεται την υπόθεση ότι η διάκριση «ανάμεσα στον «υψηλό Ρομαντισμό» και στα μεταγενέστερα και μετριοπαθέστερα στάδιά του» (σ. 1), η οποία κατ’αρχάς αφορούσε τον γερμανόφωνο φιλολογικό χώρο, μπορεί και πρέπει να επεκταθεί σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Καθώς στην γραμματολογία προελεύσεως η υστερορρομαντική φάση ονομάστηκε Biedermeier, εύλογο είναι η προσοχή μας να στραφεί πρωτίστως προς το σημασιολογικό περιεχόμενό του όρου.
Σήμερα, το «Βiedermeier» μας παραπέμπει κυρίως σε ένα στιλ που είχε επικρατήσει στις εφηρμοσμένες Τέχνες (επίπλωση, μόδα) της Κεντρικής Ευρώπης, κατά την μετα-ναπολεόντεια εποχή. Η λέξη όμως , αυτή καθαυτή, επινοήθηκε γύρω στα 1855, στο Μόναχο, από τους δημοσιογράφους Adolf Kussmaul και Ludwig Eichrodt, ως προσωπονύμιο σε ένός χιουμοριστικού χαρακτήρα (Gottlieb Βiedermeier), τυπικού εκπροσώπου του μικροαστικού φιλισταισμού στην νότίαυ Γερμανία και Αυστρία. Στην θεωρία και την ιστορία της λογοτεχνίας, όπου «μεταπήδησε» από τον χώρο των Τεχνών, κατέστη δηλωτικό μιας ηπιότερης έκφανσης του «ρομαντικού παραδείγματος», αλλά και της περιόδου και του όλου πολιτισμικού πλέγματος εντός των οποίων έλαβε χώρα ο μετριασμός του «υψηλού Ρομαντισμού». Σημειωτέον δε ότι, αντίθετα από τους περισσότερους θεωρητικούς, κριτικούς και συγκριτολόγους ανά την Ευρώπη και την Αμερική, ο Nemoianu προσδίδει θετική σημασία στις σχετικές διεργασίες, ης στιγμής συνιστούν την σταθεροποίηση του «ρομαντικού παραδείγματος», ενώ, ουσιαστικά, αποτελούν την μόνη εφικτή λύση για την διαιώνισή αυτού: «[…] μακροπρόθεσμα, ο κεντρικός ρομαντικός πυρήνας δεν μπορούσε να εξελιχθεί παρά μόνο σε κατατονική και μελαγχολική κατεύθυνση, επειδή το αμιγές παράδειγμά του ήταν άπιαστο. Ο Ρομαντισμός πρέπει να σιγήσει ή να συμβιβασθεί. Κάθε εμπράγματος Ρομαντισμός είναι ένας όψιμος Ρομαντισμός» (σελ. 29). Οι αξιώσεις του «υψηλού Ρομαντισμού» ήταν υπέρμετρες: το τιτάνιο όραμά του αγκάλιαζε το παραδεισιακό μέλλον και τον επίγειο Παράδεισο, και αποσκοπούσε να συνενώσει τον μικρόκοσμο με τον μακρόκοσμο, σε ατομική, συλλογική και συμπαντική κλίμακα της υπάρξεως, τα αχανή βάθη με τα ιλιγγιώδη ύψη της ανθρωπίνης ψυχής. Όμως, μετά το 1815, στην Ευρώπη εγκαθίσταται η υπαρξιακή κόπωση, το έντονο άγχος και η γενικευμένη αίσθηση αβεβαιότητας και απειλής, συνεπεία των κοσμολογικών αλλαγών της προηγούμενης εικοσιπενταετίας (με την Γαλλική Επανάσταση και τον «παγκόσμιο πόλεμο» που είχε πυροδοτήσει ο Ναπολέων). Υπό παρόμοιες συνθήκες, φυσικό ήταν στις νοοτροπίες της εποχής, αλλά και στον πολιτισμικό απόηχό τους - που ήταν το Biedermeier - να σημειωθεί κάποια «αναδίπλωση», στην κατεύθυνση ενός Ρομαντισμού μικροαστικά συνετού και χαμηλόφωνου, που συμφιλιώνεται με την υπαρκτή πραγματικότητα.[5]
Με αφετηρία την ανωτέρω τυπολογική διάκριση του Nemoianu, θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να αναστοχαστούμε το θέμα της υπαρκτής αντίστιξης ανάμεσα στην σκέψη και δράση του Ρήγα, αφ’ ενός, και του Κοραή, αφ’ ετέρου.[6] Στην πολιτική φιλοσοφία του Βελεστινλή, το λυτρωτικό όραμα της “Βαλκανικής Ομοσπονδίας”, δηλαδή μιας ελεύθερης κοινοπολιτείας των λαών της περιοχής —μη εξαιρουμένων των Τούρκων— αποτελεί ένα θέμα που συν-ηχεί λ.χ. με ορισμένες εμπνευσμένες σελίδες του Saint-Just και, ως εκ τούτου, ανάγεται αναμφιβόλως στον «υψηλό Ρομαντισμό». Σε αντιδιαστολή, ο Κοραής φαντάζει ένας πρώιμος εκπρόσωπος του Biedermeier. Συγκεκριμένα, υπάγει το οικουμενικό ιδεώδες του Ρήγα σε χαρακτηριστική «σμίκρυνση», αφού η Επανάσταση περιορίζεται πλέον στην κλίμακα του εφικτού: απελευθέρωση των Ελλήνων από τον οθωμανικό ζυγό. Στην ίδια κατεύθυνση, ας καταγραφεί επιπλέον η εμμονή του Κοραή στην ιδέα της «μέσης οδού»: όχι μόνο στο γλωσσικό: μεταξύ αρχαίας και δημώδους, αλλά και στο πολιτικό: μεταξύ τυραννίδας και αναρχίας, ή και στο θρησκευτικό πεδίο: μεταξύ σκοταδισμού και αθεΐας. Εμμονή η οποία δηλώνει την υπεύθυνη και εποικοδομητική του στάση απέναντι στην υπαρκτή ανάγκη για σταθερότητα του εθνοκράτους.
Στις επόμενες δύο ενότητες του βιβλίου του, ο συγγραφέας προχωρεί στην εξέταση δύο επί μέρους θεμάτων: Support for an English Biedermeier (σσ. 41-77) και French Romanticism: two Beginings ? (σσ. 78-119). Αναλυτικότερα, στο μεν πρώτο διερωτάται ποια ακριβώς είναι φύση και ο χαρακτήρας των μιάμιση έως δύο δεκαετιών, που στην αγγλική λογοτεχνία μεσολαβούν ανάμεσα στον «υψηλό Ρομαντισμό» και την μεταρομαντική Βικτωριανή εποχή·[7] ενώ στο δεύτερο προβληματίζεται σχετικά με την φαινομενική απουσία ενός «υψηλού Ρομαντισμού» στην Γαλλία. Η επίλυση των εν λόγω θεμάτων ματαίως αναζητήθηκε σε εγχώρια ιστορικο-λογοτεχνικά συμφραζόμενα, ενώ αντιθέτως, μια ικανοποιητική απάντηση είναι δυνατόν να βρεθεί εάν και εφ’ όσον θεωρηθούν από την γενικότερη συγκριτολογική σκοπιά που ο Nemoianu καθορίζει στο πρώτο κεφάλαιο. Δεν θα σταθώ στην περαιτέρω ανάλυση των δύο κεφαλαίων και θα περάσω απ’ ευθείας στα συμπεράσματα αυτών. Αναφορικά στο πρώτο θέμα, ο συγγραφέας κρίνει ότι η, απροσδιορίστου ταυτότητας, περίοδος των αγγλικών γραμμάτων καλύπτεται από μια δεύτερη γενιά ρομαντικών,[8] η οποία απαρτίζει το αγγλικό Biedermeier. Αίρεται έτσι η «μείζων δυσκολία να εποπτεύσει κανείς την ιστορία του πρώτου ημίσεως του 19ου αιώνα στην αγγλική λογοτεχνία» (σελ. 75), με το κλείσιμο του «ρήγματος μεταξύ Βικτωριανής περιόδου και Ρομαντισμού», αφού γίνεται πια αντιληπτό ότι «[μ]ερικοί από τους μεγαλύτερους βικτωριανούς λογοτέχνες […] δεν σχετίζονται άμεσα με τον Ρομαντισμό, αλλά μάλλον έμμεσα, δηλαδή διαμέσου των υστερορομαντικών» (σ. 76). Όσο για το δεύτερο ερώτημα, ο συγγραφέας διατείνεται ότι οι ποιητές που στις ιστορίες της γαλλικής λογοτεχνίας καταγράφονται ως κατ’ εξοχήν ρομαντικοί (Λαμαρτίνος, Ουγκώ, Alfred de Vigny, Alfred de Musset, μεταξύ άλλων) εκπροσωπούν κατά βάσιν το γαλλικό Biedermeier. Το δε υψηλορομαντικό «παράδειγμα» στου οποίου την «εξημέρωση» επιδίδονται οι προαναφερθέντες, θα το ιχνηλατήσουμε πρωτίστως στην σε μη λογοτεχνικά κείμενα (των Turgot και Mirabeau, Marat, Ροβεσπιέρου και Saint-Just, Danton και Camille Desmoulins…) τα οποία, μεταξύ 1780-1800, είχαν προβάδισμα στην Γαλλία έναντι των καθαυτών λογοτεχνημάτων· σ΄αυτά λοιπόν αναγνωρίζοουμε «τα κύρια χαρακτηριστικά μιας υψηλορρομαντικής γραφής […]: την ένταση του συναισθήματος και των βιωμένων καταστάσεων, την ροπή προς την ολοκλήρωση, την χαρά του απολύτου, το παράδειγμα της παλιγγενεσίας» (σ. 104).
Τι ερεθίσματα μπορεί να αποκομίσει ο ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας από το συγκεκριμένο τμήμα του βιβλίου; Κατά πρώτο λόγο, θα επιβεβαιώσει την ήδη αναφερθείσα υπόνοια ότι το πολιτικό όραμα του Ρήγα προσιδιάζει στο υψηλορομαντικό «παράδειγμα», και δη «αλά γαλλικά», καθώς σχετίζεται γενεαλογικά με τον στοχασμό των Γάλλων επαναστατών, παρουσιάζει ανάλογα γνωρίσματα και διατυπώνεται με παρόμοια εκφραστικά μέσα. Βεβαίως, τα παραπάνω δεν αρκούν για να αναγάγουμε την μορφή και το έργο του στον εν Ελλάδι «υψηλό Ρομαντισμό»: όχι μόνον επειδή «ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη», αλλά και γιατί η σκέψη του Ρήγα δεν έτυχε συνεχιστών, ούτε καν «εξημερωτών» αυτής.[9] Όσο για το, κατά Nemoianu, «σενάριο» εξέλιξης της αγγλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα, αυτό είναι ικανό να μας μας φωτίσει από μίαν αναπάντεχη οπτική γωνία τις σχέσεις ανάμεσα στην Παλαιά και την Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Η πρώτη, που αντλεί από τον Βύρωνα και τον Ουγκώ, συνιστά προφανώς το ελληνικό Biedermeier. Η δεύτερη, με «μεταρομαντικό» χαρακτήρα, προσλαμβάνει τον Ρομαντισμό στην εκδοχή που της μεταβιβάζει η προηγούμενη φιλολογική γενιά. Το οποίο σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι εφ’ εξής θα πρέπει να δίδουμε περισσότερη έμφαση στην συνέχεια των δύο Αθηναϊκών Σχολών παρά στην μεταξύ τους αντίθεση,[10] ακριβώς όπως συνέχεια και όχι κυρίως αντίθεση υπάρχει ανάμεσα στους Άγγλους υστερορομαντικούς και τους μεταρομαντικούς «βικτωριανούς». Και για να αναφέρω ένα συγκεκριμένο όσο και εύγλωττο παράδειγμα, δεν είναι τυχαίο το ότι, από τους κόλπους της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος μεταβαίνει ομαλότατα στον γαλλικό Συμβολισμό, όπου, ως Jean Moréas πλέον, ιδρύει μάλιστα την λεγόμενη École Romane, με σαφή «βικτωριανά» χαρακτηριστικά.
Καίριο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης, κατά την αντίληψή μου, το τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου, με τίτλο Eastern European Romanticism: Patterns of Substitution (σσ. 120-160). Στον τρόπο εστίασης του θέματος γίνεται αισθητό το ρουμανικό background του Nemoianu, πιο συγκεκριμέναόσα οφείλει σε κορυφαίους εκπροσώπους της φιλελεύθερης παράδοσης στην γενέτειρά του, όπως οι Ştefan Zeletin και Eugen Lovinescu, Ιδιαίτερα ο δεύτερος, εν είδει maître à penser, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εδραίωση του νεοτερικού κανόνα στα ρουμανικά γράμματα, σημαδεύοντας μεγάλο μέρος της εγχώριας πνευματικής ελίτ του Μεσοπολέμου. Έντονη επιρροή άσκησε η μνημειώδης πραγματεία Ιστορία του νεωτέρου ρουμανικού πολιτισμού, όπου ο Lovinescu αναπτύσσει το δόγμα του «(εκ)συγχρονισμού”» (βασισμένο στις θεωρίες Γάλλου Gabriel Tarde σχετικά με την «μίμηση» ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας, ειδικά της Τέχνης, των γραμμάτων, της σκέψεως, της παιδείας και του πολιτισμού, γενικότερα).[11] Κατά τον Ρουμάνο διανοητή, η χώρα του απέκτησε την νεώτερη πολιτισμική φυσιογνωμία της, αλλά και τις ανάλογες δομές, χάρις στις δυτικοευρωπαϊκές επιδράσεις. Όπως και σε άλλες αρχαϊκές ή απαρχαιωμένες κοινωνίες οι οποίες, σε κάποια φάση τους, επέλεξαν την οδό του εκμοντερνισμού (Ρωσία, Ιαπωνία…), και στην Ρουμανία η μίμηση των δυτικών προτύπων είχε «επαναστατικό» χαρακτήρα, δηλαδή έλαβε χώραν απότομα, «με την ολική εισαγωγή [των σχετικών προτύπων] και χωρίς να καλυφθούν όλα τα στάδια που είχαν διανύσει τα προηγμένα έθνη κατά την οργανική εξέλιξή αυτών» (Lovinescu 1972, 479). Επιπροσθέτως, η απουσία συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας «οργανικά» επαναστατικής αναπληρώνεται από πεφωτισμένα άτομα των ανωτέρων τάξεων, ή και, ενίοτε, από εισαγόμενους θεσμούς, με αποτέλεσμα ο «(εκ)συγχρονισμός» να επιτελεσθεί εκ των άνω. Υποθέτω ότι με αυτές τις ιδέες κατά νουν, ο Nemoianu προσέγγισε το ιστορικο-οικονομικό μοντέλο του Alexander Gershenkron (Economic Backwardness in Historical Perspective, 1952), που ερμηνεύει την μεταβίβαση των βιομηχανικών δομών από ανεπτυγμένες σε αναπτυσσόμενες περιοχές, και του οποίου οι αναλογίες με τις ιδέες του Lovinescu περί «(εκ)συγχρονισμού» των πολιτισμών είναι χτυπητές. «Όσο πιο καθυστερημένη είναι η οικονομία μιας χώρας», τονίζει ο Nemoianu σχολιάζοντας τον Gershenkron, «τόσο πιο πιθανό είναι η εκβιομηχάνισή της να εκκινήσει με ασυνεχή τρόπο, εν είδει μεγάλου και απότομου άλματος […] Όσο πιο καθυστερημένη είναι η οικονομία μιας χώρας, τόσο πιο σημαντικό ρόλο παίζουν οι ειδικοί θεσμικοί παράγοντες» (σ. 121), ούτως ώστε, εκεί που λείπουν οι προϋποθέσεις της ανάπτυξης να εμφανίζονται τα απαραίτητα «υποκατάστατά» τους (substitutes). Το μοντέλο του Gershenkron —«αναγνωσμένο» (θα έλεγε κανείς) υπό το πρίσμα του Lovinescu— δοκιμάζεται στην ανασκόπηση της εμφάνισης και εξέλιξης του Ρομαντισμού σε μια σειρά από κεντρο- και ανατολικοευρωπαϊκές λογοτεχνίες (ρουμανική, ουγγρική, τσέχικη, ρωσική και πολωνική). Κατόπιν του αναλυτικού αυτού εγχειρήματος, ο συγγραφέας συνάγει ορισμένα άκρως ενδιαφέροντα συμπεράσματα, τα οποία θα προσπαθήσω να συνοψίσω εν συνεχεία. Για να υπερβούν τον Νεοκλασικισμό του Αιώνα των Φώτων, οι λογοτεχνίες αυτές (ή και άλλες παρόμοιες) χρειάστηκαν κάποιαν εκ των έξω ώθηση, αφού από μόνες τους δεν ήταν σε θέση να το κάνουν (εξάλλου, δεν είναι απαραίτητο οποιαδήποτε λογοτεχνία να επαναλάβει τις φάσεις που έχει ήδη διανύσει κάποια άλλη)· δεδομένου ότι, εξαιρουμένων της Αγγλίας, της Γερμανίας και, ίσως, της Γαλλίας, στην υπόλοιπη Ευρώπη) τα ρομαντικά πρότυπα υπήρξαν ξενόφερτα, μετά την πρώτην εκ μέρους τους ώθηση, στην ευρύτερη περιοχή ακολούθησε ένας αυθόρμητος «(εκ)συγχρονισμός» ο οποίος κατέλυσε βαθμηδόν το νεοκλασικό «παράδειγμα»· μόνο στην Δύση η αντιπαράθεση Ρομαντισμού προς τον Νεοκλασικισμού υπήρξε οξεία, ενώ στην περιφερειακή Ευρώπη τα δύο ρεύματα όχι μόνο συμβίωσαν επί μακρόν, αλλά δημιούργησαν και μικτές, «συμβιβαστικές» παραλλαγές· εάν μεν καμιά ανατολικοευρωπαϊκή λογοτεχνία δεν γνώρισε τον «υψηλό Ρομαντισμό», όλες ανέπτυξαν πολιτισμικά μορφώματα ανάλογα του Biedermeier, που μάλιστα, καθώς είναι πλούσια σε κάθε λογής «υποκαταστάσεις» προηγουμένων (και, βασικά, απραγματοποίητων) σταδίων, παρουσιάζουν μίαν εικόνα πιο περίπλοκη και πολυσύνθετη από εκείνη των δυτικών αντιστοίχων τους. Θα κλείσω την μακρά αυτήν ανάλυση με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, ιδιαίτερα κατατοπιστικό ως προς την σχετική θέση του Nemoianu. Στα ρουμανικά γράμματα, ο οραματιστής ρομαντικός Mihai Eminescu (1850-1889) «υποκαθιστά» —γύρω στα 1880!— τον, απόντα στην Ρουμανία «υψηλό Ρομαντισμό»· ο ποιητής όμως ελίσσεται σε ένα πολιτισμικό κλίμα με χαρακτηριστικά όψιμου Biedermeier, ή και «βικτωριανής», μεταρομαντικής εποχής· έτσι, το όλο έργο του φαντάζει διχασμένο, σχεδόν σχιζοφρενικά, ανάμεσα σε ένα φανερό και ένα αφανές τμήμα (χειρόγραφα, αδημοσίευτα προσχέδια κ.λπ.): το μεν πρώτο υπάγεται εν πολλοίς στις επιταγές του καιρού του, ενώ το δεύτερο επιδεικνύει ισχυρές «υψηλορομαντικές» τάσεις, που κατά πάσα πιθανότητα αποτελούσαν την βαθύτερη δημιουργική έφεση του Eminescu.
Είναι σαφές ότι τα «μοντέλα υποκαταστάσεως» που ανακαλύπτει ο V. Nemoianu στην εξέλιξη του περιφερειακού Ρομαντισμού όχι μόνον εφαρμόζονται και στην ελληνική γραμματεία, αλλά μας βοηθούν επιπλέον να αποκτήσουμε μίαν πληρέστερη και συνεκτικότερη εικόνα της καθ’ ημάς ιστορικο-φιλιλογικής πορείας, καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα. Ακόμη και αν εικάσουμε ότικαι ο ελληνικός Ρομαντισμός είχε (όπως ο γαλλικός), ένα «διπλό ξεκίνημα»[12], η αρχική ώθηση σε ρομαντική κατεύθυνση μας ήλθε πάντως απ’ έξω. Για τα Επτάνησα, θα την αναζητήσουμε στον διστακτικό Ρομαντισμό της Ιταλίας (υπ’ όψιν η αντιρομαντική ποιητική του ρομαντικού Leopardi), αλλά επίσης, ή και έτι περισσότερο, στον ιταλικό Προρομαντισμό, όπου, σε πολύ ισχυρά κλασικίζοντα πλαίσια, είναι ήδη παρόντα και ο ρομαντικός διάκοσμος και τα δικά του «αξεσουάρ» (π.χ. η ποίηση της νύχτας και των τάφων, στους Sepolcri του Ugo Foscolo). Έτσι, ο Ρομαντισμός της Επτανησιακής Σχολής (όταν και όσος αναφύεται) είναι ένας Ρομαντισμός που αγνοεί εαυτόν. Το αποδεικνύει η περίπτωση των δύο επιφανέστερων εκπροσώπων του, Ανδρέα Κάλβου και Διονυσίου Σολωμού: και οι δύο είχαν ιταλική νεοκλασική παιδεία, την οποίαν ουδέποτε απαρνήθηκαν ούτε αποπειράθηκαν να ξεπεράσουν· και των δύο οι εσώτερες δημιουργικές ροπές έβαιναν, ωστόσο, στην κατεύθυνση της «υποκαταστάσεως» του «υψηλού Ρομαντισμού»· και οι δύο περιήλθαν πρόωρα σε ποιητική αφασία, πιθανότατα ως συνέπεια αυτού του διχασμού (ο οποίος μας θυμίζει ανάλογα διλήμματα σε διαφορετικά συμφραζόμενα, που αργότερα θα αντιμετώπιζε ο Ρουμάνος Eminescu). Μεγαλύτερη ρομαντική αυτογνωσία εντοπίζουμε στην Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή, καθ’ότι εδώ το σχετικό έναυσμα προέρχεται από τον χώρο του γαλλικού και του αγγλικού Biedermeier, ενώ ο «(εκ)συγχρονισμός» με τον ευρωπαϊκό Ρομαντισμό περνά μέσα από την επίπονη υπέρβαση του «αισθηματικού ροκοκό των τελευταίων Τροβαδούρων του Ancien Régime». (Manolescu, ό.π., σ. 171). Επειδή ο «ιδρυτικός μύθος» της Νέας Ελλάδας το θεμελιώδες ιδεολόγημά της, ήταν η αποκατάσταση μιας κάποιας συνέχειας με την κλασική Αρχαιότητα (και, δευτερευόντως, με το Βυζάντιο), η (νεο) κλασική αποτελεί πάγια (τρόπον τινά) συνιστώσα του (νεο) ελληνικού πολιτισμού και, ως εκ τούτου, η παρουσία της στους κόλπους του οικείου Ρομαντισμού θα καταστεί εξίσου ισχυρή. Πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι, πλην ελαχίστων περιπτώσεων (αρχαιοπρεπές ύφος και γλώσσα του Κάλβου, όπου διακρίνεται και η επίδραση του Φώσκολου), ο εκάστοτε ελληνικός νεοκλασικισμός δεν επικεντρώνεται πρωτίστως σε αναφορές σε συγκεκριμένα (και χρονολογημένα) νεοκλασικά ρεύματα, αλλά σε σχετικώς πρωτότυπες απαντήσεις σε προβλήματα της εγχώριας πολιτισμικής κατάστασης. Έτσι, για παράδειγμα, η «καθαρεύουσα» (αναλειτουργοποίηση της αρχαίας ελληνικής) είναι η συμβιβαστική γλωσσική πρόταση («μέση οδός») του Κοραή έναντι του διλήμματος: αττικίζων αρχαϊσμός ή ιδιωματική αναρχία. Επίσης, η κλασικίζουσα τάση που εκδηλώνεται στους κόλπους της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής (ειδικά στο θέατρο) αποτελεί αντίβαρο στην μέχρι τούδε επικρατούσα βυρωνική επίδραση, και αποτέλεσμα «θεσμικού» (μέχρι ενός σημείου) προσανατολισμού, διαμέσου των πανεπιστημιακών ποιητικών διαγωνισμών της εποχής (πρβ. Μουλλάς 1993, 15-82). Η συμβίωση και το σύγκραμα κλασικών και ρομαντικών γνωρισμάτων είναι ένα στοιχείο που προσδίδει στον ελληνικό Ρομαντισμό την χροιά του Biedermeier. Όχι όμως το μόνο. Π.χ. η ηθογραφία, υπό την αιγίδα της οποίας διαμορφώνεται η ελληνική πεζογραφία, αποτελεί επίσης ένα «οικουμενικό» χαρακτηριστικό του υστερορομαντισμού, απόρροια του ενδιαφέροντός του για το τοπικό, το γραφικό και το φολκλορικό.[13] Το ειδύλλιο που, στα ίδια συμφραζόμενα, εξασφαλίζει ορισμένα περιθώρια ανοχής προς την δημοτική, και το οποίο, στον Κρυστάλλη λ.χ., εξελίσσεται εξάλλου στην κατεύθυνση ενός πολύ συνεκτικού βουκολικού «μοντέλου κοινωνίας» (societal model), εκφράζιε το —ούτως ειπείν — «οικιακό» (casanier) πνεύμα του Biedermeier. Ο εθνοκεντρικός μεσσιανισμός της «Μεγάλης Ιδέας» συνιστά χαρακτηριστική «σμίκρυνση», σε κλίμακα επίσης Biedermeier, των διεθνικών και συμπαντικών αξιώσεων του «υψηλού Ρομαντισμού».[14] Τέλος, το περίφημο γλωσσικό είναι διαμάχη που ανακύπτει στα πλαίσια του ρομαντικού πολιτισμικού εθνικισμού, πάνω σε μια προβληματική των Φώτων: ποια γλώσσα, η αναπαλαιωμένη αρχαία ή η καθομιλουμένη δημώδης, είναι η πλέον κατάλληλη για την διαπαιδαγώγηση και αναμόρφωση του λαού;· ακριβώς με τους ίδιους όρους, το θέμα ετέθη και στους κόλπους του ρουμανικού πολιτισμού, ιδιαίτερα δε στην Τρανσυλβανία, την κατ’ εξοχήν Biedermeier περιοχή της Ρουμανίας. Άλλωστε, η εστίαση της μεταβάσεως από την Παλαιά στην Νέα Αθηναϊκή Σχολή στο γλωσσικό επιτείνει, προεκτείνει και παρατείνει τα όρια της υστερορομαντικής περιόδου στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα μορφές του μαχόμενου Δημοτικισμού, όπως ο Ψυχάρης ή ο Παλαμάς, να φαντάζουν “υποκατάστατα” Biedermeier σε πλήρη “βικτωριανή” (μεταρομαντική) εποχή.
Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση του βιβλίου του Nemoianu,[15] είναι θεμιτό να διερωτηθούμε τώρα ποια γενικότερα διδάγματα θα συναγάγει ο ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας από την πραγματεία του Ρουμανο-αμερικανού θεωρητικού.
1. Το πρώτο θα ήταν ότι δεν νοείται σήμερα «εθνική» λογοτεχνική ιστορία παρά μόνον σε συγκριτολογικά πλαίσια, δηλαδή θεωρώντας την Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία ως σύνολο αναφοράς, ε του οποίου βρίσκουν την λύση τους ορισμένα προβλήματα που, σε τοπικά συμφραζόμενα, θα παρέμεναν αναπάντητα.
2. Το δεύτερο αποτελεί εξειδίκευση του πρώτου, και θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: ιδανική κλίμακα σύγκρισης για την (νεο) ελληνική γραμματεία αποτελούν «περιφερειακοί» χώροι όπως, οι νότιες, νοτιοανατολικές, κεντρο - και ανατολικοευρωπαϊκές λογοτεχνίες, με τις οποίες και ένα ανάλογο background μοιράζεται, και παρόμοιες συνθήκες διασύνδεσης με το δυτικό, ή μάλλον πανευρωπαϊκό πολιτισμικό «παράδειγμα».
3. Τέλος, ιδιαίτερα διαφωτιστική μπορεί να αποβεί εν προκειμένω η αναζήτηση παραλληλισμών με τα ρουμανικά γράμματα, καθώς η Ρουμανία αφ’ ενός μεν ανάγεται στο κοινό βυζαντινο-ορθόδοξο υπόβαθρο του πολιτισμικού μας χώρου, αφ’ ετέρου δε έχει φέρει εις πέρας την επιτυχέστερη προσπάθεια εξευρωπαϊσμού στην περιοχή των Βαλκανίων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Braudel, Fernand (1985): La Méditerranée et le monde méditerranéen à l’époque de Philippe II, τόμ. Α´. Armand Colin, Παρίσι.
Κάλας, Νικόλας (1982): Κείμενα ποιητικής και αισθητικής. Πλέθρον.
Lovinescu, Eugen (1972 [1924-26]): Istoria civilizaţiei române moderne, έκδοση, εισαγωγή και σημειώσεις Z. Ornea. Editura Ştiinţifică, Βουκουρέστι.
Manolescu, Nicolae (1990): Istoria critică a literaturii române [‘Κριτική ιστορία της ρουμανικής λογοτεχνίας’], τόμ. Α᾽. εκδ. Minerva, Βουκουρέστι.
Μουλλάς, Παναγιώτης (1993): «Λογοτεχνία 1830-1880», στον τόμο: Ρήξεις και συνέχειες. Μελέτες για τον 19ο αιώνα, εκδ. Σοκόλη.